Ευρυδίκη Λειβαδά: Κεφαλλονιά και 1821. Σπύρος Μεταξάς ή Σπηλιάδης ή Μεσθενόπουλος

Ο Κεφαλλονίτης βαγαπόντης που συνταόρισε τον κόσμο τον καιρό του ’21

Συνεχίζω τις αναδημοσιεύσεις από την πολιτιστική επετηρίδα Οδύσσεια. Το παρόν προέρχεται από το τ. 2008 και το είχα επιλέξει από το περιοδικό «Μπουκέτο» (τ. 16/7/1931). Μάλιστα, είχα διασταυρώσει την παρακάτω πληροφορία και από τον Π. Χιώτη (Απομνημονεύματα, Τ. Δ΄ σελ. 577-581).

Από τον Αγώνα του 1821, στον οποίο αφθονούν οι ήρωες και οι μάρτυρες της Ιδέας, δεν έλειψαν δυστυχώς και οι προδότες και οι απατεώνες, που θέλησαν να κερδοσκοπήσουν εις βάρος της Επαναστάσεως. Μερικούς απ’ αυτούς η Φιλική Εταιρεία τους ανεκάλυψε, τους κατεδίκασε σε θάνατο και τους εξετέλεσε.

Υπήρξαν όμως και άλλοι που ξέφυγαν την ατιμωτική αυτή τιμωρία. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Κεφαλλωνίτης Σπύρος Μεταξάς.

Την εποχή που ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ετοιμαζόταν να πάη στην Εθνική Συνέλευσι της Επιδαύρου, φανερώθηκε έξαφνα στο Άργος ο Μεταξάς αυτός και του έδωσε ένα γράμμα, προερχόμενο δήθεν απ’ το μεγάλο διδάσκαλο Οικονόμου, από την Πετρούπολι, ο οποίος του τον συνιστούσε ως μαθητή του και τον παρακαλούσε να τον διορίση στην υπηρεσία της προσωρινής Κυβερνήσεως. Του έδωσε ακόμα και μια γραμματική, δώρο τάχα του Οικονόμου στο νεαρό γυιό του Κολοκοτρώνη, Κωνσταντίνο… Έπειτα ο Μεταξάς έσκυψε στ’ αυτί του Θεοδ. Κολοκοτρώνη και του είπε:

– Δίωξε αυτόν που είνε εδώ, γιατί έχω κάτι ιδιαίτερο να σου πω, Αρχηγέ!

Όταν έμειναν μόνοι, ο Μεταξάς εζήτησε να του φέρουν ένα κάρβουνο καμωμένο από ελατόξυλο, το έτριψε, έχυσε τη σκόνη του στο άγραφο μέρος της συστατικής επιστολής και αμέσως εφάνηκαν άλλα γράμματα, γραμμένα τάχα από το Βιάρο Καποδίστρια (τον αδελφό του αργότερα Κυβερνήτη της Ελλάδος), ο οποίος έγραφε στο Θεόδ. Κολοκοτρώνη, ότι είχε στα χέρια του σαράντα χιλιάδες Ισπανικά τάλληρα, από τα οποία ένα μέρος θα έστελνε στο Μεσολόγγι και τ’ άλλα θα τα χρησιμοποιούσε «δια την κοινήν σωτηρίαν». Του προσέθετε δε, να δώση πίστι σε όσα θα του έλεγε ο επιφέρων κι ότι απ’ αυτόν (τον Κολοκοτρώνη) εξηρτάτο να κάνη το καλό της Πατρίδος, αν ήθελε, διαφορετικά θα το έκανε άλλος εντός σαράντα ημερών.

– Λοιπόν, τι πρέπει να κάνω; ερώτησε ο Κολοκοτρώνης.

Αλλ’ ο μυστηριώδης Μεταξάς απάντησε ότι δεν θα του εφανέρωνε το σκοπό της αποστολής του, αν δεν του ορκιζότανε προτήτερα. Και επειδή ο πονηρός Γέρος του Μωριά αρνιότανε να ορκιστή, ο Μεταξάς άνοιξε μια πορτοφόλα και του παρουσίασε τέσσερα έγγραφα, δήθεν της Φιλικής Εταιρείας «εφοδιαστικά» μ’ έναν κύκλο συμβολικό στη μέση, με πυροβόλα κι άλλα σημεία.

– Αυτά είνε το ένα για σένα, Αρχηγέ, και τ’ άλλα για τα πρόσωπα της εμπιστοσύνης σας, του είπε.

Έπειτα ο Μεταξάς εξετύλιξε επάνω στο τραπέζι ένα πρωτόκολλο χωρίς υπογραφές, το οποίον έλεγε ότι «επειδή οι Τούρκοι κατεπάτησαν την Αγίαν του Χριστού Θρησκείαν εις την Ελλάδα, σκέψεως γενομένης μεταξύ του μεγάλου δούκας της Ρωσσίας Κωνσταντίνου, του αρχιερέως Ιγνατίου, του Καποδίστρια, του Στούρζα, και άλλων, απεφασίσθη ν’ αποστατήση από την Ρωσσίαν ο Κωνσταντίνος με σαράντα χιλιάδες Ρώσσους, ν’ αποστατήση και ο Ναύαρχος του Στόλου της Μαύρης Θαλάσσης, και να μετακομισθή δια του στόλου αυτού ο στρατός εις την Χρυσούπολιν, αντίκρυ της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ν’ αποβιβασθή. Αφ’ ετέρου δε να κινηθούν οι Έλληνες πανταχόθεν εις το Βυζάντιον και να το κυριεύσουν μαχόμενοι ομού με τους Ρώσσους, και ν’ αναγορεύσουν τον Κωνσταντίνον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως».

Τέλος, ο Μεταξάς παρουσίασε μια αναφορά για τον Αυτοκράτορα των Ρώσσων Αλέξανδρο, να την υπογράφη τάχα ο Κολοκοτρώνης. Η αναφορά αυτή ικέτευε τον Αλέξανδρο ν’ αναγνωρίση τον Κωνσταντίνο ως Αυτοκράτορα των Ελλήνων, και να κήρυξη την πολιτική τους ανεξαρτησία. Παρουσίασε ακόμα και μι’ άλλη αναφορά στην Αυτοκράτειρα να… μεσιτεύση στο σύζυγό της υπέρ των Ελλήνων.

Ο γέρος του Μωριά άπλωσε τη χερούκλα του, εμάζεψε τα έγγραφα του Μεταξά και του είπε με αρκετό θεατρινισμό -ενώ είχε καταλάβει ότι επρόκειτο περί αγύρτου- ότι τα κρατεί για να τα παρουσίαση στην Εθνοσυνέλευσι της Επιδαύρου, όπου τον επροσκαλούσε να πάη κι αυτός, μαζύ με τα έγγραφα των Μανιατών, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του.

Όταν ο Μεταξάς έφτασε στην Επίδαυρο, ο Κολοκοτρώνης τον παρουσίασε στον Επίσκοπο Γερμανό και τον Ζαΐμη.

– Εμπρός! του λέει ο Γέρος, πες εδώ στο Δεσπότη ό,τι μου ξομολογήθηκες εμένα!

Ο απατεών τάχασε, στενοχωρήθηκε, μα ο Γέρος στεκότανε πλάι του απειλητικός, και τότε ο Μεταξάς αναγκάστηκε να επαναλάβη τα λόγια του. Ο Κολοκοτρώνης όμως άρχισε να υποψιάζεται μήπως ο Κεφαλλωνίτης αυτός ήταν βαλτός να τον δολοφονήση και τότε απεφάσισε να τον στείλει στον Πύργο της Ηλείας.

– Σύρε στον Πύργο, του είπε, και σαν τελειώσει η Εθνοσυνέλευσις θάρθω να σ’ ανταμώσω να τα ξαναπούμε.

– Να μου δώσης χαρτί, πασαπόρτι, του είπε ο αγύρτης, γιατί φοβάμαι μη με ξεμπερδέψουν στο δρόμο.

– Να σου δώσω, απάντησε ο Κολοκοτρώνης.

Αλλ’ ο Μεταξάς που κατάλαβε ότι… τον κατάλαβαν επήρε το έγγραφο, και βιάστηκε να φύγει μιαν ώρα αρχήτερα από την Ελλάδα, όπου «βρωμούσε μπαρούτι».

Ύστερ’ από λίγον καιρό, ο μοναδικός αυτός πλαστογράφος του 1821, εταξείδευε στην Ευρώπη, εφωδιασμένος με συστατικά γράμματα του Κολοκοτρώνη σε διαφόρους Έλληνες και φιλέλληνες, γραμμένα από τον … ίδιο, που είχε μιμηθεί αριστοτεχνικά την υπογραφή του Γέρου και τη σφραγίδα του. Στο μεταξύ, ο άρχοντας Ρώμας από τη Ζάκυνθο έστειλε έναν άνθρωπό του στο Μωριά να πληροφόρηση τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους αρχηγούς ότι ο Μεταξάς ήταν κατάσκοπος και να μην τον εμπιστεύωνται.

– Βρε τον μπαμπέση! είπε ο Γέρος, καλά τον είχα καταλάβει εγώ. Κρίμα, έπρεπε να τον κρεμάσω σ’ ένα δέντρο!

Και ο Γέρος -που είχε μερικές φορές εφαρμόσει τη θανατική ποινή σε προδότες του Αγώνος- ορκίστηκε να μη γελαστή ποτέ πειά.

Ο διαβόητος αγύρτης, μόλις έφτασε στην Ιταλία, επήγε στην πόλι Πίζα όπου ζούσαν πλούσιοι ομογενείς. Αμέσως παρουσιάστηκε (με το ψευδώνυμο Σπηλιάδης Μεσθενόπουλος) στον πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Καραντζά, στον Ιγνάτιο και σε άλλους, τάχα σταλμένος από τον Κολοκοτρώνη. Οι ομογενείς εδιάβασαν τα ψεύτικα γράμματα, εξαπατήθηκαν και του έδωσαν να πάη στο Γέρο του Μωριά πολύτιμα δώρα και χρήματα για τον Αγώνα. Ο απατεών έλεγε ότι ήταν ανηψιός του… Καραϊσκάκη και επήρε κι άλλα δώρα γι’ αυτόν, μεταξύ των οποίων και μια διαμαντοστόλιστη ταμπακιέρα, αντικείμενο μεγάλης αξίας. Έπειτα ο ψευτο-Σπηλιάδης επήγε στη Βενετία, επεσκέφθη το σοφό Έλληνα Μουστοξύδη, του έδωσε ένα συστατικό γράμμα, τάχα από τον Καποδίστρια, και του πήρε 100 φλωριά. Προχωρώντας στις επιχειρήσεις του ο απατεών Μεταξάς επήγε στη Γενεύη, βρήκε τον Ιω. Καποδίστρια και τον εμάδησε κι αυτόν. Ο μέγας αυτός Έλλην άδειασε κυριολεκτικώς το πορτοφόλι του στις χούφτες του απατεώνος. «Όλα για την πατρίδα». Ο Ιω. Καποδίστριας μάλιστα παρέδωσε στον απατεώνα και μια επιστολή του για τον Καραϊσκάκη και τον Κολοκοτρώνη, γεμάτη φλογερή φιλοπατρία και συμβουλές.

«…Να μη δώσετε ακρόασιν -τους έγραφε- αν σας προτείνουν υποταγήν εις τον Σουλτάνον, και ν’ αποκριθήτε ότι με το σπαθί μας θα υπογράψωμεν την ελενθερίαν μας, και ανεξαρτησίαν και τον θάνατον μας. Να μη φοβηθήτε δια τίποτε, και να επιμείνετε εις την απόφασίν σας, επειδή δεν ημπορούν να πράξουν τίποτε εναντίον των δικαίων της Ελλάδος, αρκεί να μη ενδώσητε σεις οι ίδιοι εις την υποταγήν».

Από κει ο Μεταξάς επήγε στο Παρίσι και κατώρθωσε ν’ απόσπαση διάφορα χρηματικά ποσά απ’ τον Κοραή και άλλους ομογενείς. Βλέποντας όμως ότι κινδύνευε ν’ αποκαλυφθή πήγε στο Λονδίνο και κατόπιν στην Αγκώνα της Ιταλίας. Εκεί ξαναπήρε το αληθινό του όνομα και σχετίστηκε με πολλούς Έλληνες, με τον πλούσιο Σάρτη, αλλά δεν άργησε να ξεμασκαρευθή. Μερικοί Έλληνες τον εζώρησαν για καλά. Και ιδού πως περιγράφει τη σκηνή αυτή ο ιστοριογράφος Χιώτης στ’ «Απομνημονεύματα» του:

«…Μετά ταύτα ερωτούν τον ίδιον αν εγνώριζε κάποιον… Σπηλιάδην Μεσθενόπουλον διότι τους έγραφαν τάχα εκ Ναυπλίου δι’ υπόθεσιν αφορώσαν το υποκείμενόν του και δεν ήξευραν που ευρίσκεται, και ο απατεών απεκρίθη ότι δεν είχεν είδησιν περί αυτού. Πώς; επανέλαβαν, ότε ήσο εις Γενεύην, ήτο και εκείνος εκεί, και είνε άπορον ότι δεν εγνώρισες τοιούτον σημαντικόν υποκείμενον, απεσταλμένον δια μεγάλος υποθέσεις του Έθνους»! Τότε δα έγινεν άλλος εξ άλλου, και τότε του λέγουν: «Συ είσαι ο Μεσθενόπουλος, και αυτά τα γράμματα είνε ιδικά σου». Αφού δ’ εκείνος επήρε και εκύτταξε τα γράμματα του, εξηγριώθη και εφώναξε ότι είνε ο Σπύρος Μεταξάς, και ότι δεν ήξευρεν ούτε να ομιλήση, μήτε να γράψη Ιταλιστί ενώ τα γράμματα ήσαν Ιταλικά γραμμένα και αυτός ωμίλει όλην την ημέραν Ιταλιστί με τον Σάρτην…»

Έπειτα από το ξεμασκάρεμά του ο απατεών αναγκάστηκε να φύγη από την Αγκώνα σε άγνωστη διεύθυνσι, ενώ οι Έλληνες έστειλαν γράμματα στον Ιω. Καποδίστρια και στους αρχηγούς της Επαναστάσεως και τους ανήγγελαν τα διατρέξαντα. Ο Ιω. Καποδίστριας εθύμωσε πολύ, προπάντων για την πλαστογράφησι της υπογραφής του και ζητούσε να μάθη πού βρίσκεται ο απατεών για να τον καταγγείλη στις αρχές.

Τέλος, ο Μεταξάς, νομίζοντας ότι λησμονήθηκαν τα κατορθώματα του, παρουσιάζεται στη Ζάκυνθο, η οποία την εποχή εκείνη ήταν στην Αγγλική κατοχή. Ο Ιω. Καποδίστριας το έμαθε, κι έστειλε αναφορά στον Άγγλο Αρμοστή Άνταμ. Η Αστυνομία έπιασε αμέσως τον Μεταξά, του εφόρεσε τις χειροπέδες και τον έρριξε στη φυλακή. Η Προσωρινή Κυβέρνησις της Ελλάδος τον ζητούσε να τον δίκαση. Ο Γέρος του Μωριά φρενιασμένος, έλεγε ότι κάθε δίκη ήταν περιττή, κι έπρεπε οι Άγγλοι να του τον παραδώσουν για να τον κρέμαση στο δέντρο. Αλλ’ ο Αρμοστής τον έστειλε στην Κέρκυρα με συνοδεία, να δικασθή «υπό του Εγκληματικού Δικαστηρίου, ως αγύρτης, πλάνος και κίβδηλος υπογραφών μεγάλων ανδρών».

Ο Σπυρίδων Μεταξάς ή Σπηλιάδης ή Μεσθενόπουλος κατεδικάσθη «εις τετραετή ειρκτήν». Αλλά κυττάχτε την καπατσωσύνη του: Ο Διευθυντής των φυλακών Κερκύρας κατοικούσε στο ίδιο το Κάστρο με την οικογένεια του. Είχε μια ωραία κόρη, Ευγενία τ’ όνομα της. Ο κατάδικος λοιπόν κατώρθωσε να τα φτιάση μαζύ της, και η ερωτευμένη αισθηματική Κερκυραία, ένα βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου 1832 ανοίγει το κελλί του Πίπη της και φεύγει μαζύ του! Ένα καράβι επερίμενε το ερωτικό ζευγάρι σε μιαν ερημική ακρογιαλιά. Ο καπετάνιος ήταν καλά πληρωμένος με τα διαμαντικά της κοκώνας Ευγενίας και τους επήρε στο πλοίο του, που άνοιξε αμέσως πανιά για τη Σμύρνη.

Ο Σπύρος Μεταξάς ή Σπηλιάδης κ.λπ. εγκαταστάθηκε σ’ ένα σπιτάκι, στην Πούντα της Σμύρνης με την ερωμένη του και έπεισε όλον τον κόσμο ότι ήταν… γιατρός, σπουδασμένος στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Έδειχνε μάλιστα και το δίπλωμα του, με όλες τις υπογραφές των καθηγητών και τις σφραγίδες εν τάξει, μέσα σε χρυσή κορνίζα! Σ’ αυτό πειά είχε βάλει όλη του την πλαστογραφική δεινότητα. Γρήγορα απέκτησε πελατεία. Η αλήθεια όμως είνε ότι είχε άλλοτε -στη νεανική του ηλικία- υπηρετήσει ως βοηθός φαρμακοποιού στην Τεργέστη και ήξερε κάτι από συνταγές… Αφού έστειλε αρκετούς Έλληνες της Σμύρνης και Οθωμανούς αρρώστους στον άλλο κόσμο, ο ψευτογιατρός επήγε να ζήση, με την αχώριστη του Κερκυραία, στη Χίο, όπου και πέθανε με τη σειρά του στα 1857. Ο Θεός ας τον συχώρεση…

_________________________

Εικόνες:

Δισέλιδη επιστολή οπλαρχηγών προς τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Η πρώτη υπογραφή είναι του Κολοκοτρώνη (Σούλι Κορινθίας 14/8/1822). (Κειμήλια και τεκμήρια από την έκθεση «Από την Επανάσταση στον Όθωνα» -Δήμος Πατρέων και Ιστορικό αρχείο Αντώνη και Κυριάκου Σκιαθά, 24 Μαρτίου έως 20 Μαϊου 2007).

Χαλκογραφία. Η Αθήνα τον καιρό του Κεφαλλονίτη βαγαπόντη Μεταξά

____________________

Evridiki Livada: The Kefallonian swindler who stirred up the world in 1821. Spyros Metaxas or Spiliadis or Mesthenopoulos

Among the heroes and the martyrs of the 1821 Revolution, unfortunately traitors and swindlers were found whose aim was to profiteer from the war. Some of them were discovered by the Company of Friends, sentenced to death and executed. Some others eluded this disgraceful punishment, among them the Kefallonian Spyros Metaxas.

At the time when Kolokotronis was preparing to attend the National Assembly at Epidavros, Metaxas came to Argos and gave him a letter which introduced him as a pupil of the teacher Economou from St. Petersburg, and contained a request for his appointment in the Service of the Provisional Government. He also gave a book of grammar to the young son of Kolokotronis, Constantine. Then he leaned close to his ear and told him “Send the others away, I have something special to tell you, Commander”.

When they were alone Metaxas asked for a piece of coal to be brought to him, which he grounded into dust and spread it on the white part of the document where letters appeared written supposedly by Viaro Capodistria (brother of the first Governor of Greece) saying that he had at hand a large sum of money half of which he would sent to Missolonghi, the other half to be used for the “common cause”. He also showed four documents supposedly from the Company of Friends as well as papers about some kind of Russian conspiracy. Kolokotronis was suspicious of the whole business. He took the papers and asked Metaxas to go with him to Epidavros where he exposed him as a swindler. So Metaxas left Greece and went to Italy where under different names managed to defraud many Greeks pretending to be a messenger from Kolokotronis or a nephew of Karaiskakis. From there he went to Paris and London and back to Italy where he was exposed again, and left for unknown destination. Lastly, thinking that his deeds were forgotten, he showed up in Zante where he was arrested and put to jail. He was sent to prison in Corfu, sentenced to 4 years incarceration. But even there he showed his outstanding abilities. He managed to get involved with the prison director’s beautiful daughter who, madly in love with him, on December 5th 1832, got him out of prison and on a ship for Smyrna. There the happy couple made a home and lived pretending that he was a doctor. After he sent many Greek and Ottoman patients to the other world, he himself died in 1857. May God forgive him.

“Bouketo” 16 – 7 – 1931

(See also P. Chiotis, Απομνημονεύματα, Vol. D, p. 577-581)