Η αλήθεια είναι ότι έδωσα στη δημοσιότητα όσα αναμφισβήτητα στοιχεία υπήρχαν για το θέμα αυτό, χωρίς επιλεκτικά να αφαιρέσω ή να προσθέσω, φυσικά μέσα στο αντικείμενο του βιβλίου αυτού. Όταν εντός του έτους θα κυκλοφορήσει το επόμενο βιβλίο μου για την Ιστορία της Κατοχής, που θα αναφέρεται συνολικά και αναλυτικά στη δράση των πολιτικών και οικονομικών δοσιλόγων κατά την περίοδο 1941-44, ασφαλώς θα υπάρχουν περισσότερα στοιχεία.
Η πρόθεσή μου ήταν μέσα από το βιβλίο που εκδόθηκε να αναδείξω στο πρώτο μέρος, όπως προκύπτει από τον τίτλο, την ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή, ενώ στο δεύτερο μέρος γίνεται εκτενής λόγος για τα κατοχικά δάνεια. Αν και μέσα σ’ ένα ιστορικό βιβλίο δεν μπορούν να γίνουν πολλές αναγωγές στη σημερινή πραγματικότητα, θεώρησα υποχρέωσή μου να τονίσω ότι η διεκδίκηση των κατοχικών δανείων δεν είναι μια αστεία υπόθεση και ότι πρόκειται για μια απολύτως έγκυρη διεκδίκηση από την ελληνική πολιτεία. Η έκκλησή μου προς την παρούσα πολιτική ηγεσία ήταν σαφής και διατηρώ την ελπίδα ότι θα αξιοποιηθεί άμεσα το ζήτημα αυτό, διότι ένας ιστορικός συγγραφέας δεν παύει να είναι ένας αγωνιών Έλληνας πολίτης.
Δεν κρύβω ότι συνεχίζω να κατέχομαι από την αισιόδοξη προσδοκία, ότι αφενός η ελληνική κυβέρνηση θα αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, ιδίως αυτών που βιώνει σύμπας ο Ελληνικός Λαός στις μέρες μας, αλλά ακόμα και ότι η σημερινή γερμανική κυβέρνηση θα συναισθανθεί την ευθύνη να αποδώσει τις συγκεκριμένες οικονομικές οφειλές προς την πληττόμενη Ελλάδα. Μίλησα μάλιστα με σαφήνεια στο βιβλίο αυτό για το ΧΡΕΟΣ ΤΙΜΗΣ και όχι ένα απλό χρέος που ως έτυχε υπέχει η Γερμανία έναντι της χώρας μας. Το ποσόν των 510 δισεκατομμυρίων ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η πλήρως βεβαιωμένη αυτή οικονομική οφειλή, απολύτως στοιχειοθετημένη από το 1942, υπερκαλύπτει το σημερινό εξωτερικό χρέος της Ελλάδος.
Αλλά μέσα στην αισιοδοξία μου ότι με τα στοιχεία, που παρατίθενται στο βιβλίο μου, σχεδόν όλα προερχόμενα από γερμανικής πλευράς, πίστευα ότι η κυβέρνηση της κ. Μέρκελ θα αποφάσιζε να αντιδράσει θετικά. Και, επί πλέον, ότι δεν θα επέτρεπε να επικρατήσει οποιαδήποτε συνωμοσιολογική διάθεση περί ανθελληνισμού των συγχρόνων Γερμανών. Φαίνεται όμως ότι πίσω από τη γερμανική άρνηση να εξοφληθούν τα κατοχικά δάνεια υπάρχουν συμπλεγματικά απωθημένα μακράς πνοής.
Στο εν λόγω ιστορικό βιβλίο μου δεν θέλησα να περιλάβω τέτοιες σκέψεις, πολύ δε περισσότερο να τις συσχετίσω με άλλα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου, φυσικά προερχόμενα και αυτά από τη μακρά ιστορική έρευνά μου.
Ήδη όμως είμαι υποχρεωμένος να θέσω τα ακόλουθα ερωτήματα προς την καγκελάριο της Γερμανίας κ. Άνγκελα Μέρκελ:
Η οικογένεια του πρώτου συζύγου της, το όνομα του οποίου τόσο υπερηφάνως υιοθέτησε για να το χρησιμοποιήσει στην πολιτική σταδιοδρομία της, του Ούλριχ Μέρκελ, συνδέεται με την Ελλάδα στις παραμονές και τις αρχές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου;
Ποία η συγγενική σχέση του πρώτου συζύγου της με τον υπηρετήσαντα μέχρι το 1940 ως διευθυντή της «Τελεφούνκεν» στην Αθήνα, ο οποίος υποχρεώθηκε εσπευσμένα να εγκαταλείψει τη μεγαλόπρεπη βίλα του στην Ελλάδα ως εμπλεκόμενος σε κατασκοπευτική δράση εις βάρος της χώρας μας;
Ποία προσωπική σχέση διατηρούσε η οικογένεια Μέρκελ με τον περίφημο υπουργό Προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ Γιόζεφ Γκαίμπελς;
Είναι αληθές ότι όταν ο τελευταίος επισκέφθηκε ανεπίσημα την Αθήνα στα τέλη Μαρτίου 1939, εκτός από ορισμένες εθιμοτυπικές επισκέψεις που πραγματοποίησε, φιλοξενήθηκε από την οικογένεια Μέρκελ, όπως προκύπτει και από τη φωτογραφία που δίνω στη δημοσιότητα;
Θα μπορούσα να παραθέσω και άλλα ερωτήματα προς απάντηση, αλλά περιορίζομαι σ’ αυτά για να θέσω το βασικότερο ερώτημα:
Η σημερινή καγκελάριος της Γερμανίας μεταφέρει κάποιου είδους οικογενειακά συμπλέγματα όταν συμπεριφέρεται με τέτοιον τρόπο προς την Ελλάδα, επειδή ίσως ο χερ Μέρκελ, εμφανιζόμενος ως διευθυντικό στέλεχος της «Τελεφούνκεν» στη χώρα μας, υποχρεώθηκε από τον Μανιαδάκη το 1940 να εξαφανιστεί κακήν-κακώς;
Συνάντηση του Γκαίμπελς με τον Μεταξά την ίδια μέρα. Λίγο αργότερα ο ναζιστής ηγέτης επισκέφτηκε τη μεγαλόπρεπη βίλα της οικογένειας Μέρκελ στην Αθήνα. Ο χερ Μέρκελ ήταν διευθυντικό στέλεχος της “Τελεφούνκεν” στην Ελλάδα μέχρι το 1940, που του υποδείχθηκε να φύγει από την Ελλάδα ως ύποπτος για κατασκοπεία.
Παρασκευή, 1 Ιουνίου 2012
ΠΑΝΩ ΑΠΟ 510 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
Τι οφείλει η σημερινή Γερμανία προς την Ελλάδα
ΤΟ ΑΚΡΙΒΕΣ ΥΨΟΣ
ΤΩΝ ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ
Υπερβαίνει τα 510 δις ? για τη Γερμανία
(υπολογίζεται με 2,5% επιτόκιο από το 1946, οπότε κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1946)
Του Δημοσθένη Κούκουνα
Επειδή κατά περιόδους έχουν λεχθεί πολλά για τα κατοχικά δάνεια και ιδιαίτερα για το ύψος που αντιπροσωπεύουν, θα ήταν πολύ χρήσιμο να γίνει ένας αντικειμενικός – επιστημονικός θα έλεγα – υπολογισμός, ώστε να γνωρίζουμε το πραγματικό ποσόν, φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι το ζήτημα αυτό είναι υπαρκτό και η ελληνική αξίωση για την αποπληρωμή τους ρεαλιστική. Το καθήκον αυτό επαφίεται σε πιο ειδικούς οικονομολόγους και είναι όλως ατυχές που μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε ένας αρμόδιος οιασδήποτε βαθμίδας να το πράξει ή ένας υπεύθυνος πολιτικός να αναθέσει σε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων μια εμπεριστατωμένη μελέτη.
Μετά την Απελευθέρωση ο αρμόδιος θεσμικός φορέας, η Τράπεζα της Ελλάδος, βάσει των σχετικών λογαριασμών που τηρούσε, προσδιόρισε το σύνολο των καταβολών που δόθηκαν από την αρχή στους κατακτητές σε όλο το διάστημα της Κατοχής. Το συνολικό ποσόν που αφορά τη Γερμανία ανέρχεται σε 1.617.781.093.648.819 δρχ. και στην Ιταλία σε 220.479.188.480 δρχ. Μετά την αφαίρεση των κατά τα διεθνή νόμιμα εξόδων κατοχής, όπως αυτά συμφωνήθηκαν με τους κατακτητές, η μεν Γερμανία έλαβε πέραν αυτών ως προκαταβολές 1.530.033.302.528.819 δρχ. και η Ιταλία αντίστοιχα 157.053.637.000 δρχ.[1]
Αυτά τα τελευταία ποσά είναι ακριβώς τα λεγόμενα κατοχικά δάνεια, που θα έπρεπε – κατά τις συμφωνίες Μαρτίου 1942 και Δεκεμβρίου 1942 – να επιστραφούν με τη λήξη του πολέμου. Αυτό είναι το κεφάλαιο του κατοχικού δανείου σε ονομαστική αξία και αυτή ήταν η βάση για να υπολογισθεί η οφειλή όταν θα γινόταν η εξόφληση, διότι το ακριβές ποσόν πρέπει να εξαχθεί με το μέτρο της τιμαριθμικής δραχμής. Εδώ τώρα τίθεται το ζήτημα ποιος είναι ο κανόνας του προσδιορισμού της.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να έχει την εποχή εκείνη μια αρχική εκτίμηση, χρησιμοποίησε τη μέθοδο της αντιστοίχισης στην τιμή της χρυσής λίρας. Προσδιορίστηκε έτσι ότι η συνολική οφειλή της Γερμανίας ως προς τα κατοχικά δάνεια ανερχόταν σε 3.670.610 χρυσές λίρες, της δε Ιταλίας σε 835.616 χρυσές λίρες[2].
Εκ πρώτης όψεως η μέθοδος αυτή φαίνεται λογική, πλην όμως δεν είναι αντιπροσωπευτική, διότι η επίσημη τιμή της χρυσής λίρας ήταν διαφορετική από την ανεπίσημη – και φυσικά ήταν χαμηλότερη. Πέραν αυτού, η συμφωνία που επέβαλαν οι κατακτητές δεν όριζε συγκεκριμένη μέθοδο αποτιμαριθμοποίησης, πολύ δε περισσότερο όταν η μελετώμενη κατοχική περίοδος ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Συνεπώς, η αναζήτηση της δίκαιης αποτίμησης του χρέους θα πρέπει να ακολουθήσει ασφαλέστερο υπολογισμό.
Την άποψη ότι ο υπολογισμός του κατοχικού δανείου δεν είναι ορθός αν γίνει με τη βάση της χρυσής λίρας, πρώτος υποστήριξε ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος, επιμένοντας ότι πιο ορθολογική και αντιπροσωπευτική είναι εκείνη του δολαρίου. Στην περίπτωση αυτή, πρόσθετε, κατά την εκτίμησή του το κεφάλαιο οριζόταν για τη Γερμανία σε 151 εκατ. δολάρια και μέχρι το 1964[3] θα έπρεπε να προστεθούν 177 εκατ. δολάρια για τόκους από 1ης Ιανουαρίου 1942, δηλαδή συνολικά 328 εκατ. δολάρια.
Ωστόσο, αν στηριζόμαστε στη συμφωνία του Μαρτίου 1942, που συνήφθη μεταξύ Γερμανών και Ιταλών στη Ρώμη, δεν πρέπει να αρχίσει η χρέωση από την ημερομηνία εκείνη, διότι σαφώς αναφερόταν ότι επρόκειτο περί ατόκου επιστροφής των καταβολών. Και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη συμφωνία εκείνη, διότι επ’ αυτής εδράζεται η ελληνική αξίωση. Διαφορετικά αν αγνοηθούν επιλεκτικά ορισμένοι όροι της, υπάρχει ο κίνδυνος να αδυνατίσει η θέση μας και να δοθούν επιχειρήματα για τη μη τήρησή της.
Από την άλλη μεριά δεν είναι ορθολογική η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου, διότι χρησιμοποιεί μεθοδολογία που στην πραγματικότητα μειώνει το σύνολο της οφειλής με το να λαμβάνει εσφαλμένη εκκίνηση της οφειλής στα 151 εκατ. δολάρια, που τον Απρίλιο 1964 αντιστοιχούσαν σε 15.100.000 χρυσές λίρες ή κατ’ επέκταση το 2012 σε 4.530.000.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Αγγελόπουλο, τον Απρίλιο 1964 το κεφάλαιο έφθανε έντοκα, ως προς τη Γερμανία πάντα, στις 32.800.000 χρυσές λίρες, οπότε με τις ίδιες αναλογίες (δηλαδή με επιτόκιο 4% και ετήσιο ανατοκισμό) το 2012 η συνολική οφειλή θα ήταν 215.513.819 χρυσές λίρες ή σε ευρώ 64.654.145.587 ευρώ. Αυτή είναι η εκτίμηση Αγγελόπουλου για τα κατοχικά δάνεια της Γερμανίας που οφείλονται στην Ελλάδα[4].
Ωστόσο ο υπολογισμός αυτός έχει δύο βασικά μειονεκτήματα. Όπως προελέχθη, α) αγνοεί τον όρο της άτοκης επιστροφής κατά τη λήξη του πολέμου, και β) υπολογίζει επιτόκιο 4%. Ενδεχομένως το 1964, όταν έκανε τους υπολογισμούς του, το επιτόκιο να ήταν φυσιολογικό, πλην όμως προκειμένου για κρατικά δάνεια το ορθό θα ήταν 2,5% και όχι περισσότερο.
Επιλέγοντας αυτό το χαμηλό επιτόκιο του 2,5% και εκκινώντας τον ανατοκισμό από το 1946, χρονολογία που ανυπερθέτως, δηλαδή με τη λήξη του πολέμου που νοείται κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, θα έπρεπε το γερμανικό κράτος να επιστρέψει τις καταβολές που είχε λάβει καθ’ υπέρβαση των εξόδων κατοχής υπό σαφώς δανειακή μορφή και με την ανεπιφύλακτη δέσμευση επιστροφής των χρημάτων, καταλήγουμε σε άλλο ποσόν.
Πλην όμως η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου το 1964, όσο και εκείνη του κατοχικού υπουργού Γκοτζαμάνη το 1952 (περί 240 εκατ. δολαρίων), είναι εσφαλμένες. Αγνοούν την ορθή αποτίμηση της αναγκαίας τιμαριθμικής βάσης, η οποία όντως είναι αρκετά περίπλοκη. Αρκεί μόνο να υπομνησθεί πόσο ακραίες και αιφνίδιες ανατιμήσεις βασικών ειδών γίνονταν τότε, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι οι πραγματικές τιμές αγαθών απείχαν εξαιρετικά από τις επίσημες και πόσο δύσκολο είναι να αναπαρασταθούν ώστε να ληφθούν για να χρησιμοποιηθούν ως βάση υπολογισμών. Γι’ αυτόν τον λόγο αναζητήσαμε μια άλλη μεθοδολογία.
Η έρευνά μας προσανατολίστηκε διαφορετικά λοιπόν και με έναν συνδυασμό επίσημων και πραγματικών τιμών στα τρόφιμα και στα είδη καθημερινής χρήσης, της πραγματικής τιμής της χρυσής λίρας στην ελεύθερη αγορά, λαμβάνοντας υπόψη και τις αξίες των πωλουμένων ακινήτων, καθώς και άλλων δεικτών, περιλαμβανομένης και της γερμανικής οφειλής από τις ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία διαρκούσης της Κατοχής[5], καταλήξαμε σε διαφορετικό ποσόν. Έτσι, η πραγματική αποτίμηση του κατοχικού χρέους έφθασε την ημέρα που αποχώρησαν τα γερμανικά στρατεύματα στο συνολικό ύψος των εκατό δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνονται πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Αυτό είναι το ακριβές ποσόν και είναι βέβαιο ότι αν κάποτε η ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει να ασχοληθεί με το ζήτημα και αναθέσει σε μια επιτροπή ειδικών να το ερευνήσει σε βάθος, τότε θα επαληθευθεί πλήρως η δική μας εκτίμηση.
Επί πλέον, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο όρος περί άτοκης σύντομης επιστροφής των κατοχικών δανείων ξεπεράστηκε όταν η οιονεί δανειακή σύμβαση κατέστη ληξιπρόθεσμη. Αυτό συνέβη με τη Διάσκεψη Ειρήνης του 1946 και από τότε τα δάνεια είναι έντοκα, ώστε το αρχικό κεφάλαιο των 100 δισεκατομμυρίων να ανέρχεται σήμερα, με χαμηλό επιτόκιο 2,5%, στα 510.033.165.000 ευρώ.
Επομένως αυτό το ποσόν όφειλε να έχει καταβάλει το μεταπολεμικό γερμανικό κράτος και αδιαφόρησε να το πράξει. Υπό το πρόσχημα του διαμελισμού επλέχθη μια σειρά επιχειρημάτων για να αποφύγει την αποπληρωμή των κατοχικών δανείων με την ανοχή ή συνενοχή των συμμαχικών κυβερνήσεων. Αρκετά χρόνια μετά τη Διάσκεψη Ειρήνης εφευρέθηκε το επιχείρημα ότι η Γερμανία δεν ήταν σε θέση να υπογράψει την τελική συνθήκη ειρήνης ενόσω ήταν διαμελισμένη. Αν ήταν καλόπιστος οφειλέτης η Δυτική Γερμανία, στο διάστημα των 44 χρόνων που μεσολάβησαν μέχρι να ενοποιηθεί θα μπορούσε να είχε καταβάλει το μερίδιο που της αναλογούσε, έστω και σταδιακά. Απέφυγε όμως να το πράξει, όπως απέφυγε και στα επόμενα χρόνια, αφού πλέον ήταν ενοποιημένη και δεν μπορούσε να επικαλεσθεί παρόμοιες αιτιάσεις.
(Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα “Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια”, σελ. 459-463 που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ερωδιός)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
________________________________________
[1]. Η Ιταλία υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την οφειλή της, ανερχόμενη κατά τον χρόνο της αποδοχής, στο ποσόν των 105 εκατ. δολαρίων, ποσόν όμως κατώτερο του πραγματικού, διότι επρόκειτο περί συμβιβασμού με την τότε ιταλική κυβέρνηση.
[2]. Μεταπολεμικά η Ιταλία, η οποία αναγνώρισε την εν προκειμένω οφειλή της και δεν αρνήθηκε να την εξοφλήσει, φέρθηκε πολύ εντιμότερα από τη Γερμανία και τελικά, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τις ελληνικές κυβερνήσεις ως προς το ακριβές ύψος της οφειλής της, το αποπλήρωσε. Η Γερμανία, παρά το γεγονός ότι δεν αρνείται την ύπαρξη της υποχρέωσης με τη λήξη του πολέμου, πεισματικά και συστηματικά δεν δέχεται να την τακτοποιήσει.
[3]. Η χρονολογία 1964 χρησιμοποιείται διότι τη χρονιά εκείνη έκανε τους υπολογισμούς και τις εκτιμήσεις του ο Α. Αγγελόπουλος, δημοσιεύοντας σχετικό άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα (17.4.1964), που αναδημοσιεύθηκε στη συνέχεια στο περιοδικό Νέα Οικονομία, που εξέδιδε ο ίδιος (Μάιος 1964).
[4]. Στα τέλη Μαΐου 2012 η δημοσιογράφος Βίκυ Βουλβουκέλη δημιούργησε αίσθηση στη γερμανική κοινή γνώμη(Bild 23.5.2012), προβάλλοντας το αίτημα για την επιστροφή των κατοχικών δανείων, στηριζόμενη στην εκτίμηση που είχε παρουσιασθεί από τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης τον Σεπτέμβριο 2011 περί 70 δισεκ. ευρώ. Το ποσόν, όπως αναλύουμε, είναι κατά πολύ χαμηλότερο της πραγματικότητας.
[5]. Το ισοζύγιο του ανανεωμένου ελληνογερμανικού κλήριγκ, όπως εξελίχθηκε με τη δραστηριότητα της Degrigesαπό τον Σεπτέμβριο 1942 μέχρι τέλους της Κατοχής, είναι σαφώς οικονομικό μέγεθος και πρέπει να εντάσσεται στη συμφωνία για τα κατοχικά δάνεια, όπως αναμφίβολα προκύπτει.
Το άρθρο του καθηγητή Αγγελόπουλου στο “Βήμα” (17.4.1964).
Ο Γερμανός καθηγητής Ιστορίας της Οικονομίας Albrecht Ritschl αποδέχεται πλήρως την υπόσταση της γερμανικής οφειλής για τα κατοχικά δάνεια (συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Spiegel 21.6.2011) ΚΛΙΚ ΕΔΩ.
Ο έγκυρος Γάλλος οικονομολόγος Jacques Delpla, οικονομικός σύμβουλος της τράπεζας BNP Paribas εκτιμά το ύψος της γερμανικής οφειλής στα 575 δις ευρώ (συνέντευξή του στην οικονομική εφημερίδα Les Echos 23.6.2011) ΚΛΙΚ ΕΔΩ.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ 12/6/2012:
Όσο και να φανεί παράδοξο, μέχρι στιγμής το μόνο πολιτικό κόμμα που ασχολήθηκε σοβαρά με το ζήτημα της εξόφλησης των κατοχικών δανείων ήταν η “Χρυσή Αυγή”, η οποία – όπως ανακοίνωσε σήμερα ο βουλευτής Επικρατείας Χρήστος Παππάς στη Βουλή – ενέταξε στο οικονομικό της πρόγραμμα τη διεκδίκηση των κατοχικών δανείων, επικαλούμενη το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα. Ρεπορτάζ της Α. Τράκου στο δελτίο ειδήσεων του “Αντέννα” (12.6.2012, 13:00)
O συγγραφέας Δ. Κούκουνας με το νέο βιβλίο του, που θα κυκλοφορήσει την επομένη των εκλογών, στις 18 Ιουνίου 2012, έκανε μια έκκληση ευθύνης προς όλες τις ενεργές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, ανεξάρτητα από πολιτικό χρωματισμό, προκειμένου να διεκδικηθούν τα κατοχικά δάνεια. Όσο κι αν φανεί παράδοξο για την κοινή γνώμη, πλην της “Χρυσής Αυγής” και εν μέρει των “Ανεξάρτητων Ελλήνων”, με τοποθέτηση του Χρ. Ζώη, κανένα άλλο πολιτικό κόμμα δεν ενδιαφέρθηκε για να προτάξει το ζήτημα. Ένα ζήτημα καίριας πολιτικής σημασίας, διότι με την επιστροφή των κατοχικών δανείων η εθνική οικονομία απαλλάσσεται από το εξωτερικό χρέος και θα αποκτήσει ένα σημαντικό κεφάλαιο για να ξεκινήσει την ανάπτυξη.
Υπήρξε όμως και μια απροσδόκητη αρνητική τοποθέτηση εκ μέρους του βουλευτή Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ Μανώλη Γλέζου, το πλήρες κείμενο της οποίας έχει ως εξής:
“Όχι, πατριώτες! Δεν σας γελούν τ’ αυτιά και τα μάτια σας. Απλούστατα οι θαυμαστές του Χίτλερ δεν διστάζουν να ακολουθήσουν τη γραμμή των ναζιστικών κυβερνήσεων, οι οποίες ουδέποτε αμφισβήτησαν το δανειακό και συμβατικό χαρακτήρα του δανείου. Ακόμα και ο ίδιος ο Χίτλερ όχι μόνο είχε αναγνωρίσει τα δάνεια του Γ΄ Ράιχ από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά είχε δώσει και εντολή να ξεκινήσει η διαδικασία εξόφλησής τους, όπως έγινε. Οι Ναζί από τον Απρίλιο του 1943 άρχισαν να επιστρέφουν το κατοχικό δάνειο και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944 κατέβαλαν κάποιες δόσεις.
Επομένως οι όπου γης επίγονοί τους δεν έχουν πρόβλημα να εκμεταλλευτούν ακόμα και αυτό. Μόνο που οι Ναζί ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για τους χιλιάδες νεκρούς από την πείνα Έλληνες, που ήταν γι’ αυτούς απλώς μια «παράπλευρη απώλεια». Δεν δίστασαν ποτέ να πατήσουν τη σκανδάλη ενάντια σε Έλληνες που μόνο τους έγκλημα ήταν ότι ήθελαν την πατρίδα τους ελεύθερη από το ναζιστικό ζυγό. Εμείς στο όνομα αυτών των νεκρών μιλήσαμε, στο όνομα αυτών των νεκρών συνεχίζουμε να διεκδικούμε. Οι θαυμαστές του Χίτλερ μιλάνε σήμερα για λεφτά. Εμείς μιλάμε για ανθρώπους”.
Από τον συγγραφέα Δ. Κούκουνα παρακληθήκαμε να δημοσιεύσουμε την ακόλουθη δήλωσή του:
“Χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον να εμπλακώ στην προεκλογική αντιπαράθεση, θα ήθελα να σημειώσω ότι εξεπλάγην από την αρνητική τοποθέτηση του επιζώντος ήρωα από την κατοχική περίοδο. Ούτε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος της κ. Μέρκελ δεν θα αποτολμούσε να αρνηθεί έτσι αβασάνιστα τη διεκδίκηση μιας τέτοιας μεγάλης διακρατικής οφειλής. Εκπλήσσομαι διότι πάντοτε έτρεφα μια εκτίμηση και μια συμπάθεια προς τον κ. Γλέζο και δεν μπορώ να κατανοήσω πώς παίρνει προσωπικά την ευθύνη να πείσει την ελληνική κοινή γνώμη ότι δήθεν τα κατοχικά δάνεια έχουν επιστραφεί διαρκούσης της Κατοχής. Ειλικρινά δεν μπορώ να το κατανοήσω και επί πλέον αδυνατώ να ερμηνεύσω τη στάση του αυτή επί της ουσίας του θέματος.
Η υπόσταση της οφειλής είναι αδιαμφισβήτητη, ανεξάρτητα από τι λέει ο κ. Γλέζος. Δεν μπορώ να φαντασθώ πώς ένας πολιτικός με τόσο μακρά πολιτική εμπειρία, αδιάφορο από τις σημαίες υπό τις οποίες κατά καιρούς έχει εκλεγεί, άλλες μνημονιακές και άλλες αντιμνημονιακές, αποτάσσεται την είσπραξη της γερμανικής οφειλής. Πιθανόν να μην τα γνωρίζει καλά τα πράγματα.
Πέραν πολλών άλλων, θα σταθώ σ’ ένα γεγονός. Τον Ιούλιο 1964, όταν προέκυψε και τότε ζήτημα είσπραξης του κατοχικού δανείου, ο επί κατοχής πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα Γκύντερ Άλτενμπουργκ κλήθηκε ως έχων άμεση γνώση να γνωμοδοτήσει στην κυβέρνησή του αν ευσταθεί η απαίτηση. Ο παλαιός εκείνος διπλωμάτης, που το όνομά του συνδέθηκε με τραγικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας, ένας εξ εκείνων που είχαν προσυπογράψει τις αντίστοιχες δανειακές συμβάσεις, ανεπιφύλακτα έλαβε θέση καταφατική. Για λόγους που δεν είναι γνωστοί, πλην όμως δεν είναι και αναγκαίο να τους ψάξουμε σήμερα, το ελληνικό κράτος δεν επανήλθε στην αξίωσή του αυτή, χωρίς όμως αυτό να στοιχειοθετεί την εντύπωση ότι παραγράφηκε ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο ρυθμίστηκε.
Τα κατοχικά δάνεια είναι πλήρως απαιτητά. Έστω και τώρα, οπότε κατά τις εκτιμήσεις το ύψος τους υπερβαίνει τα 500 δισεκ. ευρώ, συνεπώς υπερκαλύπτει το ελληνικό δημόσιο χρέος, θα έπρεπε να γίνει κάθε ενέργεια για να αξιωθεί η εξόφλησή τους. Όποιος παραγνωρίζει το ρεαλιστικό του πράγματος και, μάλιστα με τέτοια κατηγορηματικότητα, αποποιείται την εθνική αυτή αξίωση, θα έλεγα ότι ούτε λίγο ούτε πολύ αγγίζει τα όρια της εθνικής μειοδοσίας.
Μου φαίνεται βαρύ να απευθύνω τέτοιο χαρακτηρισμό στον κ. Μανώλη Γλέζο. Ωστόσο μου προκαλεί, ως Έλληνα πολίτη, οδυνηρή έκπληξη η στάση του αυτή, ως οιονεί απολογητή της σημερινής Γερμανίας, πολύ δε περισσότερο που επικαλείται την ιδιότητα του “προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα”, που μπορεί μεν να είναι αθεσμοθέτητο όργανο, αλλά το βέβαιο είναι ότι δεν έχει προβεί σε καμιά ουσιαστική πράξη διεκδίκησης των δεδομένων γερμανικών οφειλών από τα κατοχικά δάνεια.
Δεν είμαι πολιτικός και δεν θα κρίνω τη στάση αυτή του κ. Γλέζου, πέρα από την επισήμανση ότι τέτοιες πρόχειρες και αστήρικτες τοποθετήσεις αδυνατίζουν την ευρύτερη εθνική θέση για την ικανοποίηση της Ελλάδος από τα κατοχικά δάνεια, που όμως ήταν η αιτία για να υπάρξουν πολλές χιλιάδες νεκρών Ελλήνων από την πείνα και τις στερήσεις, αλλά και η αιτία για την οικονομική καταβαράθρωση της χώρας και τη μιζέρια του ελληνικού λαού από τότε μέχρι τις μέρες μας. Λυπάμαι και αισιοδοξώ ότι ο κ. Γλέζος αιρόμενος στο ύψος των περιστάσεων θα αναθεωρήσει την πλημμελή στάση του”.
ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Δ. ΚΟΥΚΟΥΝΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
Στον πρωθυπουργό Α. Σαμαρά ο ιστορικός συγγραφέας Δ. Κούκουνας έστειλε την ακόλουθη επιστολή, παροτρύνοντάς τον να επιδιώξει την άμεση διεκδίκηση των κατοχικών δανείων που οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Μέχρι τώρα δεν έγινε γνωστή η αντίδρασή του.
“Αθήνα, 17 Ιουλίου 2012
Προς τον Κύριο
Αντώνη Σαμαρά
Πρωθυπουργό της Ελλάδος
Μέγαρο Μαξίμου
Ενταύθα
Αγαπητέ Κύριε Πρόεδρε,
Θεώρησα χρέος μου να σας προσφέρω τιμητικά ένα από τα πρώτα αντίτυπα του νέου βιβλίου μου «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια», που μόλις κυκλοφόρησε, αφ’ ενός λόγω της μακράς προσωπικής γνωριμίας μας, αφ’ ετέρου διότι πιστεύω ότι θα πρέπει να είσθε ενήμερος υπό τη θεσμική σας ιδιότητα των όσων αναφέρονται σ’ αυτό.
Αν ένας νηφάλιος παρατηρητής θα επιχειρούσε να αναζητήσει πού ακριβώς οφείλεται η σημερινή ελληνική τραγωδία, θα διαπίστωνε ότι είναι μια μετεξέλιξη της τραγωδίας που βίωσε σε τόσο δραματικούς τόνους ο Ελληνικός Λαός κατά την κατοχική περίοδο 1941-44. Διότι η περίοδος εκείνη στην πραγματικότητα δεν έκλεισε, ως προς τις συνέπειές της, ούτε με το τέλος του Εμφυλίου, ούτε με τις ανασυγκροτήσεις και αναδιαρθρώσεις που επιχειρήθηκαν σε διάφορες επόμενες φάσεις, ούτε καν με τη Μεταπολίτευση και ό,τι ακολούθησε.
Και δεν έκλεισε διότι την εποχή εκείνη απομυζήθηκε από τον κατακτητή, εξίσου βάναυσα όπως και στο ανθρωπιστικό πεδίο, κάθε ικμάδα της ελληνικής οικονομίας μέχρι ολικής ξηρασίας. Δεν ήταν ο πόλεμος και οι συνθήκες του, ήταν ο συγκεκριμένος εχθρός που έτσι απάνθρωπα αποστράγγισε το παν από τη χώρα μας. Διαρκούσης της σκληρότατης αυτής κατοχής ο λαός μας άντεξε προσβλέποντας στην ελπίδα ότι σύντομα θα τελείωνε αυτή η φάση και έπειτα θα δικαιωνόταν. Βεβαίως εδώ δεν έχει θέση να κριθεί πώς και κατά πόσο ικανοποιηθήκαμε με το Συνέδριο Ειρήνης, αλλά είναι αλήθεια πως δόθηκαν επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Δεν ρυθμίστηκαν όμως τα αναγκαστικά κατοχικά δάνεια, τα οποία ο κατακτητής συστηματικά απαίτησε και έλαβε ποικιλοτρόπως από την ελληνική οικονομία, γεγονός που αυτομάτως επιδείνωσε μέχρις εξαντλήσεως την πείνα, τη δυστυχία, τον αφανισμό. Αυτά τα κατοχικά δάνεια, ύψους 100 δις ευρώ ως προς το κεφάλαιό τους τότε, αν είχαν αποδοθεί τότε θα αποτελούσαν για την Ελλάδα το ουσιαστικό κεφάλαιό της για την επανεκκίνηση της οικονομίας της. Αλλά μη διαθέτοντας αυτό το κεφάλαιο, εξαναγκάστηκε επανειλημμένα από τότε να προσφεύγει σε διάφορους δανειστές και ποικίλες διαδικασίες για να το αναπληρώνει.
Λίγο ώς πολύ, ως οικονομολόγος και πολιτικός, θα γνωρίζετε τι απέγινε μέχρι σήμερα. Με διάφορα προσχήματα, οσάκις εθίγη το θέμα, ουδέποτε ικανοποιήθηκε η χώρα μας εκ μέρους της Γερμανίας (σε αντίθεση με ό,τι έγινε με την Ιταλία) με την επιστροφή των κατοχικών δανείων, τα οποία είχαν μορφή διακρατικής δανειακής σύμβασης. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχει καμιά αξία να αποδοθούν ευθύνες στους Έλληνες υπεύθυνους ηγέτες που κατά το παρελθόν παρέλειψαν το καθήκον τους και αδιαφόρησαν να διεκδικήσουν την εξόφληση αυτών των δανείων, διότι δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπήρχε δόλος. Ούτε είναι το ζητούμενο στην παρούσα συγκυρία.
Όταν όμως ο Λαός μας φθάνει σ’ αυτό το σημείο εξαθλίωσης τα πράγματα αλλάζουν. Το ζήτημα των κατοχικών δανείων θα πρέπει να λήξει οριστικά και ικανοποιητικά. Και επειδή, Κύριε Πρόεδρε, γνωρίζετε πόσο σας εκτιμώ προσωπικά, δεν θα ήθελα να προστεθεί και η κυβέρνησή σας στο σύνολο των μεταπολεμικών πολιτικών ηγεσιών που αδιαφόρησαν για τη συγκεκριμένη γερμανική οφειλή, η οποία κατά την εκτίμησή μου υπερβαίνει τα 510 δις ευρώ, κατά την εκτίμηση άλλων μεγαλύτερη ή μικρότερη.
Έχω την πεποίθηση ότι επί των ημερών σας το ζήτημα των κατοχικών δανείων μπορεί να λήξει, οπότε η Ελλάδα θα ξεπεράσει το αδιέξοδό της, συμψηφίζοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το εξωτερικό χρέος της έναντι της γερμανικής οφειλής. Σας καλώ και σας προτείνω να σχηματίσετε μια επιτροπή ειδικών που με επείγουσες διαδικασίες, αφού επιβεβαιώσει την τυπική υπόσταση των κατοχικών δανείων και επαληθεύσει το σημερινό ύψος τους, να σας εισηγηθεί τον τρόπο αποτελεσματικού χειρισμού του ζητήματος. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αν δεν επαρκούν τα όσα υπάρχουν στις αρμόδιες αρχές ή τα όσα αναφέρονται στο εν προκειμένω εξειδικευμένο βιβλίο, εννοείται ότι είμαι στην απόλυτη διάθεσή σας να συμβάλω ως Έλληνας πολίτης, παρέχοντας κάθε επιπρόσθετη πληροφορία που τυχόν γνωρίζω ή κάθε στοιχείο που βρίσκεται στο προσωπικό μου αρχείο από τη μακρόχρονη ιστορική έρευνα που έχω διεξαγάγει για τα κατοχικά θέματα.
Με θερμές ευχές, πάντοτε στη διάθεσή σας και
Με εξαίρετη τιμή
Δημοσθένης Κούκουνας
Φωτογραφία: Ο Μέρκελ με τον Γκέμπελς στην Αθήνα
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 14.4.2013