Ο Πιέρ Μπονάρ / Pierre Bonnard, γεννήθηκε το 1867 στο Φοντεναί-ω-Ροζ, κοντά στο Παρίσι. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος αξιωματούχος στο γαλλικό Υπουργείο Πολέμου. Έδειξε από νωρίς κλίση στο σχέδιο και ζωγράφιζε συχνά στον κήπο του εξοχικού σπιτιού τους. Έλαβε το πτυχίο του στα κλασικά γράμματα και με την προτροπή του πατέρα του, μεταξύ 1886 και 1887 σπούδασε νομικά στη Σορβόννη και για ένα διάστημα ασχολήθηκε επαγγελματικά με την δικηγορία. Παρακολούθησε παράλληλα μαθήματα τέχνης στην ιδιωτική Ακαδημία Ζυλιάν στο Παρίσι. Το 1888 έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου γνώρισε τον Εντουάρ Βιγιάρ και τον Κερ-Ξαβιέ Ρουσέλ. Ίδρυσε το πρώτο του εργαστήριο και ξεκίνησε την καλλιτεχνική καριέρα του. Το 1890, μαζί με τους Μωρίς Ντενί, Πωλ Σερυζιέ, Εντουάρ Βιγιάρ και άλλους ζωγράφους με διαφορετικά στυλ και φιλοσοφίες, αλλά κοινές καλλιτεχνικές φιλοδοξίες. Το 1891 γνώρισε τον Τουλούζ-Λωτρέκ και τον Δεκέμβριο του 1891 παρουσίασε την δουλειά του στην ετήσια έκθεση στο Σαλόνι των Ανεξάρτητων. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε συνεργασία με την επιθεώρηση La Revue Blanche. Από το 1893 ο Μπονάρ ζούσε με τη Μαρτ ντε Μελινί με την οποία παντρεύτηκαν το 1925 και η οποία ήταν το μοντέλο για πολλούς από τους πίνακές του. Το 1895 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση ζωγραφικής, αφίσας και λιθογραφιών και συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις της ομάδας Ναμπί. Το 1905 ταξίδεψε στην Ισπανία με τον Βιγιάρ, τα επόμενα χρόνια επισκέφθηκε το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Αγγλία, την Ιταλία, την Αλγερία, την Τυνησία και τη νότια Γαλλία. Το 1908 έκανε την πρώτη του μακροχρόνια διαμονή στη Νότια Γαλλία, όπου το 1925 αγόρασε τελικά ένα σπίτι στο Λε Κανέ. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπονάρ επικεντρώθηκε στα γυμνά και τα πορτρέτα και το 1916 ολοκλήρωσε μια σειρά από μεγάλες συνθέσεις. Το 1918 επιλέχθηκε, μαζί με τον Ρενουάρ, ως επίτιμος Πρόεδρος του Συλλόγου Νέων Γάλλων Καλλιτεχνών. Το 1938 τα έργα του παρουσιάστηκαν σε έκθεση στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939, τον ανάγκασε να αναχωρήσει από το Παρίσι για τη νότια Γαλλία, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου. Υπό τη γερμανική κατοχή, αρνήθηκε να ζωγραφίσει ένα επίσημο πορτρέτο του Γάλλου συνεργαζόμενου ηγέτη Φιλίπ Πεταίν. Το 1942 ο Μπονάρ εξέθεσε σε γκαλερί μαζί με τον Ανρί Ματίς και τον Φρανσίς Πικαμπιά στις Κάννες. Για τις υπηρεσίες του στη γαλλική τέχνη έγινε δεκτός ως επίτιμο μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών το 1940. Πέθανε στο Λε Κανέ στην Κυανή ακτή το 1947 σε ηλικία 80 ετών, ζωγραφίζοντας ακόμη μια εβδομάδα πριν από το θάνατό του. Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης οργάνωσε μια μεταθανάτια έκθεση του έργου του Μπονάρ το 1948, η οποία αρχικά προοριζόταν να είναι επέτειος για τα 80ά γενέθλια του καλλιτέχνη.
Η συνολική προσφορά του στα της μοντέρνας οπτικής είναι καθοριστική για την μετάβαση σε εξπρεσιονιστικά αισθητικά πεδία. Ο Μπονάρ ζωγράφος, εικονογράφος, χαράκτης, ιδρυτικό μέλος της μετα-ιμπρεσιονιστικής ομάδας ζωγράφων Nabis-προφήτες, με Θεωρητικό τον Maurice Denis. Επικεφαλής επίσης της τάσης του Ιντιμισμού- intimisme, οικειότητας, που οι καλλιτέχνες απεικόνιζαν κυρίως εσωτερικούς χώρους της προσωπικής καθημερινότητας. Ο Μπονάρ έδωσε έμφαση στην οπτική γωνία της επιπεδικότητας και της διακοσμητικότητας. Αξιοποίησε χρώματα και αποχρώσεις ανεξάρτητα από το πως εμφανίζονταν στην πραγματικότητα, αλλά με έντονη συμμετοχή του αισθήματος και της φαντασίας. Ζωγράφισε τοπία, αστικές σκηνές, πορτρέτα και οικιακές σκηνές, όπου το φόντο, τα χρώματα και το στυλ ζωγραφικής υπερισχύουν του θέματος. Γοητεύτηκε και εμπνεύστηκε από την ιαπωνική ξυλογραφία, τα έργα του Χοκουσάι, από σχέδια και μοτίβα άλλων Ιαπώνων καλλιτεχνών, και λόγω της αγάπης του για την ιαπωνική τέχνη τον ονόμαζαν Le Nabi le trés japonard. Τα μοτίβα του περιλάμβαναν τοπία, κήπους με λουλούδια, ιστιοπλοϊκά σκάφη και γυναικείο γυμνό. Επηρεάστηκε επίσης ιδιαίτερα από τους πίνακες του Πωλ Γκωγκέν. Το 1894 στράφηκε σε μια νέα κατεύθυνση και έκανε μια σειρά από πίνακες με σκηνές της ζωής του Παρισιού. Στις αστικές σκηνές του, τα κτήρια, ακόμη και τα ζώα ήταν το επίκεντρο της προσοχής του περισσότερο από τα πρόσωπα. Οι πίνακες του Μπονάρ, με υποβλητικά εσωτερικά φωτισμένα από λάμπες πετρελαίου, ηδυπαθή γυμνά και σκηνές από τη Μονμάρτρη, τον ανέδειξαν σε εκφραστή μιας Μπελ Επόκ. Σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, καθώς τα καλλιτεχνικά στυλ εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν με σχεδόν ιλιγγιώδη ταχύτητα, ο Μπονάρ συνέχισε να βελτιώνει και να αναθεωρεί το προσωπικό του στυλ και να εξερευνά νέα θέματα και μέσα, διατηρώντας όμως τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της δουλειάς του. Σχεδίασε επίσης έπιπλα και μοτίβα υφασμάτων, δημιούργησε σκηνικά, κατασκεύασε κούκλες για κουκλοθέατρα και εικονογράφησε βιβλία. Λόγω της έντονης σημασίας του φωτός στα έργα του, κατατάσσεται ως ένας από τους ζωγράφους του μετα-ιμπρεσιονισμού, αν και ουσιαστικά η τεχνοτροπία του προσεγγίζει τη συμβολιστική κατεύθυνση. Στην έκθεση «Η εμπειρία της αντίληψης» στην Νέα Υόρκη το 2023 έλαμψε η αξιοσημείωτη νεωτερικότητα του. Η έκθεση επιβεβαίωσε την επιρροή του Μπονάρ, ως πρωτοπόρου μοντερνιστή ζωγράφου, του οποίου το ύφος ξεπερνούσε την συμβατική αφήγηση της σύγχρονης τέχνης, ενώ συχνά αγνοούνταν και περιγραφόταν σαν ένας απλός, όψιμος ιμπρεσιονιστής με ένα ιδιότυπο ύφος. Αναδεικνύοντας την καινοτόμο χρήση του ατόφιου χρώματος, των ανοιχτών μορφών και των αντισυμβατικών συνθέσεων η έκθεση επισήμανε επίσης τον τρόπο με τον οποίο ο Μπονάρ μετέφρασε την εμπειρία της αντίληψης με τους μεταβαλλόμενους χώρους, τις αδιόρατες και ασαφείς φιγούρες που μπαίνουν και βγαίνουν από το οπτικό πεδίο, όπως και τις μορφές που κρύβονται στις άκρες, με τα έργα του να αποκαλύπτονται σιγά- σιγά με την πάροδο του χρόνου προσφέροντας μας άμεση οπτική χαρά.
Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης.
(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο ένθετο Art and Business της εφημ. ΑΞΙΑ)
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 24/6/2024 #ODUSSEIA #ODYSSEIA