που θυμόταν: οι αγκαθιές της άνοιξης
γυρνούν στις θέσεις τους ανάμεσα στα κληματόφυλλα
για να δροσίσουν τις ροδοκόκκινες ορμές τους – τα αφρώδη
σύννεφα
δεν είναι παρά αφρώδη σύννεφα – τα αφρώδη άνθη
μαραίνονται δίχως εφηβεία – κι αργότερα,
όταν η αρμονική ζέστη των αυγουστιάτικων πεύκων
μπει στο δωμάτιο, αποκοιμιέται και είναι η νύχτα.
Της αρκούσε που θυμόταν.
Η γαλάζια γυναίκα κοιτούσε κι ονόμαζε απ’ το παράθυρό της
τα λουλούδια της κρανιάς, με την ψυχρή τους λάμψη,
πραγματικά λουλούδια άρα ψυχρά, ψυχρές απεικονίσεις,
λαμπερές, που τίποτα δεν διαταράσσει εκτός απ’ τη ματιά της.
Ποίημα από τη συλλογή Σημειώσεις για έναν υπέρτατο μύθο, μτφρ.: Στάθης Καββαδάς
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 8.3.201, Poema