Η μελέτη αποχαρακτηρισμένων απόρρητων εγγράφων της εποχής από τα παραπάνω κράτη και επιπλέον από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ αποκαλύπτει ότι στο σχεδιασμό της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης τα ιδιοτελή συμφέροντα των ισχυρότερων κρατών επισκίασαν εξαρχής αυτά των υπολοίπων και ότι η δημιουργία του ενιαίου νομίσματος εξελίχθηκε σε μια πράξη συνδιαλλαγής, η οποία ελάχιστα έλαβε υπόψη την πραγματική οικονομική κατάσταση και τις ρεαλιστικές προοπτικές ανάπτυξης και προόδου των ευρωπαϊκών κρατών εντός μιας νομισματικής ένωσης.
Καταλύτης των εξελίξεων στάθηκε το αίτημα της Δυτικής Γερμανίας για επανένωσή της με την Ανατολική, κάτι που για πολλούς ευρωπαίους ηγέτες και ιδιαίτερα για τη βρετανίδα πρωθυπουργό, Μάργκαρετ Θάτσερ, και το γάλλο πρόεδρο, Φρανσουά Μιτεράν ήγειρε το «γερμανικό ερώτημα» που μετουσιώνονταν στο φόβο της δημιουργίας μιας Μεγάλης Γερμανίας στην καρδιά της Ευρώπης, η οποία θα είχε εθνικοσοσιαλιστή ταυτότητα, που σε συνδυασμό με το μέγεθος, την εμπορική, οικονομική και νομισματική της δύναμη θα της επέτρεπε να μετατραπεί σε ευρωπαϊκή υπερδύναμη.
Η Θάτσερ πίστευε ότι η Γερμανία βάδιζε προσεκτικά στο δρόμο ενός σχεδίου που θα τη βοηθούσε μέσα σε δύο δεκαετίες να γίνει μια διεθνής νομισματική υπερδύναμη και τότε θα προσπαθούσε να επιβάλει το δικό της οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο σε ολόκληρη την Ευρώπη, με απώτερο στόχο την πολιτική ενοποίησή της κάτω από την ηγεμονία της. «Στόχος της Γερμανίας είναι ένα διαρκώς υποτιμημένο μάρκο, που θα επιτευχθεί μέσω της σύνδεσής της σ’ ένα ενιαίο νόμισμα και θα της επιτρέπει να ξεφορτώνει προϊόντα σε όλους μας», αναφέρει η Θάτσερ σε απόρρητα έγγραφα.
Ωστόσο, μετά την εξαγορά, έναντι αρκετών δεκάδων δισεκατομμυρίων μάρκων, της συγκατάθεσης Γκορμπατσόφ για την επανένωση της Γερμανίας και την απόφαση της Ουάσινγκτον να την επιτρέψει, προβάλλοντάς τη ως νίκη της Δημοκρατίας και του καπιταλισμού έναντι του καταρρέοντος κομμουνισμού, ο Μιτεράν αντελήφθη πως αυτή ήταν θέμα χρόνου.
Πόλεμος και νόμισμα
Σε έναν αποκαλυπτικό διάλογό του με τη Θάτσερ, ο Μιτεράν εξέθεσε τον τρόπο με τον οποίο πίστευε ότι θα έπρεπε Βρετανία και Γαλλία να κινηθούν: «Εφόσον κανένας από τους δύο (Βρετανία-Γαλλία) δεν πρόκειται να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον της Γερμανίας, η λύση στον περιορισμό της δύναμής της θα μπορούσε να δοθεί μέσα από την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, και συγκεκριμένα μέσα από ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Αυτή είναι μία πιθανή λύση στο «”γερμανικό ερώτημα”».
Για να προλάβει τις εξελίξεις, ο Μιτεράν πρότεινε στο Γερμανό καγκελάριο μια μυστική συμφωνία: Η Γαλλία θα στήριζε την προοπτική της επανένωσης και σε αντάλλαγμα η Γερμανία θα προχωρούσε στην εγκατάλειψη του μάρκου και στην υιοθέτηση ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, με τη δέσμευση για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. «Η μόνη ελπίδα της Γερμανίας για επανένωση είναι να δεσμευτεί σε μια ισχυρή Ένωση», είπε ο Μιτεράν στον Κολ, απειλώντας ότι θα ασκούσε βέτο στην απόφαση της επανένωσης.
Μετά την αλλαγή στάσης και από τη Γαλλία, η Θάτσερ θεώρησε πως, εφόσον δεν μπορούσε να αποτρέψει το αναπόφευκτο, μια πιθανή λύση στο πρόβλημα θα ήταν η «διαπλάτυνση» της Ευρώπης, με την είσοδο όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών για να γίνει «κάτι πολύ πιο χαλαρό», προκειμένου η υπεροχή της Γερμανίας να εξισορροπηθεί. Αυτός ήταν ο λόγος που άλλαξε την πολιτική της ως προς την ένταξη πολλών χωρών στην ΕΕ και άνοιξε το θέμα της εισόδου κρατών όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία- οι τέσσερις φτωχές χώρες, όπως αναφέρονται σε διάφορες εκθέσεις της εποχής- αλλά και κρατών του πρώην ανατολικού μπλοκ, βλέποντας στο μέλλον ακόμη μεγαλύτερη «διαπλάτυνση» με χώρες-αντίβαρα στη Γερμανία.
Ο Μιτεράν υποχώρησε τόσο ώστε να δεχτεί ταυτόχρονη εμβάθυνση και διαπλάτυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άσκησε πιέσεις στη Γερμανία προκειμένου να αποδεχτεί όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη στο ευρώ. Το μήνυμα αυτό της προοπτικής ένταξής τους στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα κοινοποιήθηκε για πρώτη φορά στις «φτωχές χώρες» το 1989, την ώρα που γίνονταν οι μυστικές διαπραγματεύσεις της Γαλλίας με τη Γερμανία και τη Βρετανία.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας έστειλε το 1989 στην Ελλάδα το υπόμνημα Ballandour, θέτοντας το αίτημα της πλήρους νομισματικής ένωσης, και η Ελλάδα, με επιστολή του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, Παναγιώτη Ρουμελιώτη απάντησε θετικά. Το αποτέλεσμα ήταν η άμεση υιοθέτηση από την Τράπεζα της Ελλάδας της πολιτικής της «σκληρής δραχμής» το 1989, με στόχο τη δημοσιονομική εξυγίανση και τη σύνδεση της δραχμής στο ECU, έτσι ώστε η υποτίμηση της δραχμής έναντι του ECU να είναι μικρότερη από το διαφορικό πληθωρισμό- δηλαδή την ταχύτητα που αυξάνονται οι τιμές στην Ελλάδα σε σχέση με τις χώρες στον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλάγματος και μετά το 1999 σε σχέση με τις χώρες στο ευρώ.
Η είσοδος στο ευρώ
Το 2001 η είσοδος στην Ευρωζώνη έγινε γεγονός και γιορτάστηκε πανηγυρικά από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε χρειαστεί, μεταξύ άλλων, να συμμαχήσει μυστικά ακόμη και με την Goldman Sachs προκειμένου να εξασφαλίσει την πραγμάτωσή της. Χρειάστηκαν, ωστόσο, μόλις δύο χρόνια για να φανεί ότι το ευρωπαϊκό όνειρο είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε εφιάλτη.
Το 2003 το ΔΝΤ σήμανε συναγερμό στην κυβέρνηση Σημίτη, ενημερώνοντάς την προφορικά και γραπτά ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας που είχε υποστεί η Ελλάδα από την ένταξή της στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση ήταν δραματική και πως, προκειμένου η ελληνική οικονομία να αντέξει στο ευρώ, απαιτούνταν άμεσα διαρθρωτικά μέτρα και ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας για να επιτευχθεί επείγουσα εσωτερική υποτίμηση.
Σε έκθεσή του τον Ιούνιο του 2003 το ΔΝΤ αποτύπωνε τη ραγδαία ανατίμηση της Πραγματικής Σταθμισμένης Συναλλαγματικής Ισοτιμίας της Ελλάδας, η οποία είχε απογειωθεί στα επίπεδα-ρεκόρ που είχαν καταγραφεί το 1997 και που είχαν οδηγήσει σε υποτίμηση της δραχμής κατά 14%.
Χωρίς την επιλογή της υποτίμησης, ωστόσο, το καλοκαίρι του 2003 η Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά άοπλη στη μάχη απέναντι σε ένα τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, του οποίου η θεαματική αυξητική τάση έμοιαζε ασταμάτητη. Την κατάσταση επιδείνωνε η ανατίμηση του ίδιου του ευρώ, το οποίο είχε πάρει την ανιούσα εξαιτίας της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που ενορχήστρωνε μια κρυφή διάσωση της γερμανικής οικονομίας, η οποία αντιμετώπιζε ταυτόχρονα τις συνέπειες της εσωτερικής τραπεζικής της κρίσης και της διεθνούς ύφεσης.
Έτσι, στα μέσα του 2003 η κυβέρνηση Σημίτη είχε ένα πολύ δυσάρεστο ραντεβού με την ιστορία, όταν, την ώρα που προετοιμαζόταν για τις εκλογές του 2004 και για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, πληροφορούνταν από το ΔΝΤ ότι, προκειμένου να μην αποτύχει το πείραμα της ένταξής της στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα χρειαζόταν εσωτερική υποτίμηση τουλάχιστον κατά 15%, ποσοστό εξαιρετικά μεγάλο και αντίστοιχο σχεδόν με αυτό που σημειώθηκε μεταξύ 2010-2013 με την εφαρμογή του γνωστού προγράμματος ακραίας λιτότητας της τρόικας, προκαλώντας ασύλληπτη βλάβη στην οικονομία.
Μπροστά στον κίνδυνο δριμείας ύφεσης αν επιχειρούνταν εσωτερική υποτίμηση αλλά και αδυνατώντας να παραδεχτεί τον εκτροχιασμό της ελληνικής οικονομίας εντός Ευρωζώνης, η κυβέρνηση Σημίτη επέλεξε να υποσχεθεί τη λήψη μέτρων για να ικανοποιήσει το ΔΝΤ και τους εταίρους της στην ΕΕ, αντί να προχωρήσει στην εφαρμογή τους, να σηματοδοτήσει τα ελλείμματα και να ενισχύσει την επέκταση της πίστωσης και την εσωτερική κατανάλωση, με την ελπίδα ότι η ανάπτυξη που θα επιτυγχάνονταν θα αποκαθιστούσε εν μέρει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 22.2.2013, Β. Λορεντζάτος