Aντώνης Αργυρός: Επικρατούσα Θρησκεία και Συνταγματική Αναθεώρηση

Σύμφωνα με το Ευάγγελο Βενιζέλο: «… ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» έχει ένα περιεχόμενο αφενός μεν ιστορικό και πολιτισμικό, το οποίο δεν είναι νομικά κρίσιμο, αφετέρου δε ένα περιεχόμενο πραγματολογικό, που είναι νομικά κρίσιμο εφόσον περιγράφει την ορθόδοξη εκκλησία ως το πολυπληθέστερο συλλογικό υποκείμενο άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας υπό όλες τις εκδοχές και σε σχέση πάντοτε με όλο τον άλλο κατάλογο των συνταγματικών δικαιωμάτων…»[1] Υποστηρίζεται ότι με την διάταξη αυτή τίθενται ιδιαίτερα ζητήματα[2] που δημιουργούν την άποψη επίσημης θρησκείας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα στην Ελλάδα με τα μέλη της να αποτελούν στατιστικώς, ανάλογα με την πηγή, από το 81,4%[3] ως το 90% του πληθυσμού. Το άρθρο 3 του Συντάγματος ουσιαστικά εγγυάται την θρησκευτική ελευθερία της Εκκλησίας και δεν δεσμεύει την θρησκευτική ελευθερία κανενός άλλου θρησκεύματος η θρησκευτικής Ομολογίας. Επίσης, το άρθρο 13 του Συντάγματος, που διαλαμβάνει τα περί σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας δεν υπονομεύεται από το άρθρο 3, αλλά μάλλον υπέρκειται αυτού. Αυτό σημαίνει ότι και αν ακόμη καταργηθεί το άρθρο 3 και τότε η ελευθερία της Ορθόδοξης Εκκλησίας καλύπτεται από το άρθρο 13 του Συντάγματος 

Ο Ν.Φίλης εθεσε μεταξύ άλλων το ζήτημα «Το Σύνταγμα θεμελιώνεται στη λαϊκή κυριαρχία, στο όνομα του λαού, δεν χρειάζεται το “Eις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς”»:Παράλληλα με την πρόταση για κατάργηση του προοιμίου Σ προτείνεται η κατάργηση του άρθρου 3 Σ[4] στην επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση. Πρόκειται για τη διάταξη που ορίζει ως «επικρατούσα» τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπό την έννοια της θρησκείας που ασπάζεται η πλειονότητα του ελληνικού λαού.

Το προοίμιο αποτελεί σημείο αναφοράς του Συντάγματος και του γνωστού τοις πάσι, ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού πρεσβεύει την Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία, (ΣτΕ 2176/1998, 3356/1995, 3533/1986) ως τούτο άλλωστε μαρτυρείται και από την γενομένη στην κεφαλίδα του Συντάγματος, επίκληση της Αγίας Τριάδος, όπως προαναφέρθηκε, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Συντάγματος, με το οποίον το Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα χαρακτηρίζεται ως : «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα», (ΣτΕ 2176/1998, 3356/1995) μέχρι σήμερα από την επανάσταση του 1821 ο Συνταγματικός νομοθέτης έκρινε ότι πρέπει να διατηρήσει, χωρίς καμμιά μεταβολή τα ανωτέρω στις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις.

Η απάντηση για το ζήτημα δίνεται από Ευάγγελο Παπανούτσο στις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγματος του 1975: «Η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ζυμωμένη με την καρδιά του Έθνους, είναι δεμένη με αρρήκτους δεσμούς με την ιστορία των αγώνων του Έθνους… Επικρατούσα λοιπόν με την έννοιαν την συναισθηματικήν και όχι με το νόημα ότι το “επικρατούσα” δίνει εις την πολιτείαν το δικαίωμα να της αναγνωρίζη προνομιακήν μεταχείρισιν συγκριτικά με τα άλλα δόγματα».[5]  

Κατά την διαδικασία της αναθεώρησης του 2001, δεν μπορούσε να περιλάβει το άρθρο 3, γιατί αυτό δεν είχε περιληφθεί στην πρόταση ούτε της πλειοψηφίας ούτε της μειοψηφίας. Το ζήτημα της τροποποίησης του άρθρου 3 Σ δημιουργεί άλλα κεφαλαιώδη ζητήματα στην πραγματικότητα το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 3Σ δεν αφορά τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφορά την πολλαπλότητα των εκκλησιαστικών Ελληνικών καθεστώτων. Η Ιρλανδία έχει το ίδιο σχεδόν Προοίμιο στο Σύνταγμα της και εδώ το προοίμιο ανήκει στη συνταγματική ιστορία του Έθνους.

Η Θρησκευτική ελευθερία στην ελληνική έννομη τάξη προστατεύεται από το άρθρο 13 του Συντάγματος και τα άρθρα 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και 2 εδ. β΄ του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Επισημαίνεται η αναφορά του άρθρου 5§2 εδ. α΄ του Συντάγματος στην προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας αδιακρίτως θρησκευτικών πεποιθήσεων. Το άρθρο 13 Σ, ανήκει στον σκληρό πυρήνα των μη υποκείμενων σε αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων κατά το άρθρο 110 παράγραφο 1 του Συντάγματος.

Σημειώνεται ότι δεν υπάρχουν διακρίσεις υπέρ της επικρατούσης θρησκείας στο Σύνταγμα του 1975. Όπως αναφέρεται και στο Σύνταγμα του 1952,στο άρθρο 16[6]αναφέρεται ότι «η διδασκαλία αποσκοπεί την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και ατην ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», στο άρθρο 47[7]ανάμεσα στα άλλα προσόντα του Ανώτατου Άρχοντα και η ιδιότητα του ως οπαδού της επικρατούσας θρησκείας. Οι ρυθμίσεις αυτές εξαλείφθηκαν στο Σύνταγμα του 1975.

Στο Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 16 παρ2 αναφέρεται «2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλαση τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες», ενώ στο άρθρο 31 δεν τίθεται ζήτημα ιδιότητας οπαδού της επικρατούσης θρησκείας: «Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί όποιος είναι Ελληνας πολίτης πριν από πέντε τουλάχιστον έτη, έχει από πατέρα ή μητέρα ελληνική καταγωγή, έχει συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του και έχει τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν.»

Παράλληλα στο Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης, καταργήθηκαν άλλες διατάξεις[8]που δημιουργούσαν προβλήματα στην λειτουργία μιας απόλυτα δημοκρατικής πολιτείας. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975, η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων πράγματι αποτελεί αποστολή του κράτους.

Συμπερασματικά:

1.-Ο όρος «επικρατούσα θρησκεία », αποτελεί απλή τιμητική διάκριση (honoris causa), που δεν συνοδεύεται, ούτε επιτρέπεται να συνοδεύεται από ιδιαίτερη προνομιακή μεταχείριση. Κάθε διάκριση που ο κοινός νομοθέτης έχει επιβάλει στο παρελθόν είναι αντίθετη με την θρησκευτική ισότητα.

2.-Γίνεται τεράστια συζήτηση ότι τα προβλήματα του Τόπου ,όπως και των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας θα λυθούν με την Συνταγματική Αναθεώρηση, νομίζω το αντίθετο και η ιστορική συνέχεια το επιβεβαιώνει. 

Η ευθύνη για τα προβλήματα που υπάρχουν δεν είναι της Εκκλησίας, είναι της Πολιτείας και δεν χρειάζεται καν συνταγματική αναθεώρηση προκειμένου η Πολιτεία να θεσμοθετήσει το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο που να καθορίσει με σαφήνεια τους διακριτούς ρόλους Εκκλησίας-Κράτους με σεβασμό στις Αρχές του Κράτους Δικαίου και την ΕΔΔΑ.

3) Η ερμηνεία των σχετικών συνταγματικών διατάξεων πρέπει πάντοτε να έχει ως γνώμονα την προάσπιση των ατομικών ελευθεριών, και δη το δικαίωμα ελεύθερης διαμόρφωσης της θρησκευτικής συνείδησης.

 

Αντώνης Π. Αργυρός

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 31/10/2018, #ODYSSEIA



[1]Βλ. Βενιζέλος, Ευάγγελος (2000). Οι Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ως συνταγματικά ρυθμισμένες. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, σελ. 146.

[2]Βλ. Μάνεσης, Αριστόβουλος (χχ). Συνταγματικά Δικαιώματα, α’ ατομικές ελευθερίες, πανεπιστημιακές παραδόσεις. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα, σελ. 256. Και Πουλής, Γεώργιος (1982). «Τα συνταγματικά πλαίσια κράτους και εκκλησίας». Αρμενόπουλος, τεύχος 12.

[4] Βλ. Σάββας Κονταράτος, Ομότιμος καθηγητής ΑΣΚΤ, εφημερίδα Η ΑΥΓΗ «Κράτος, Εκκλησία και Σύνταγμα» 6 Νοεμβρίου 2016 και Γεράσιμος Θεοδόσης στην ιδια εφημερίδα 12 Ιουλίου 2017.

[5] Βλ. Καθημερινή 02.10.2018,Αποψη ΣΠΥΡΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ: «Το Σύνταγμα και η επικρατούσα θρησκεία».

[6] «Αρθρον 16 Η Παιδεία τελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους και ενεργείται

δαπάνη αυτού ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως. Εις πάντα τα σχολεία μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως η διδασκαλία αποσκοπεί την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και ατην ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.»

[7] «Πας διάδοχος του Ελληνικού θρόνου απαιτείται να πρεσβεύει την θρησκείαν της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας.»

[8] βλ. Ενδεικτικά άρθρα 16§2 Συντάγματος 1952 καθιέρωση των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού ως σκοπών της παιδείας, 1§1 απαγόρευση προσηλυτισμού μόνο κατά της επικρατούσας θρησκείας, 14§2 κατάσχεση εφημερίδων και περιοδικών μόνο για προσβολή της χριστιανικής θρησκείας, 47, 51, 50, 52 Συντάγματος 1952 για την θρησκεία που όφειλαν να πρεσβεύουν ο Βασιλιάς και οι αναπληρώνοντες αυτόν, 43§2 ορκωμοσία ενώπιον της Ιεράς Συνόδου