//

Ευρυδίκη Λειβαδά: Η ορτικαρία κι η στρουμπάρα του Σιορ Αναστασάκη

Κομμέντια μπούρλα στη μπαρονία τ’ Αναστασάκη στα Δηλινάτα

Προλογική Σημείωση: Το ακόλουθο σκωπτικό διήγημά μου το εμπνεύστηκα από ιστορικό γεγονός που έγινε στα Δηλινάτα όταν ξέσπασε εμφύλια διαμάχη μεταξύ πολυπληθών οικογενειών της Κεφαλλονιάς. Ανάμεσα σε αυτές ήταν οι Άννινοι κι οι Μεταξά. Οι μεν πρώτοι είχαν την έδρα τους στα Δηλινάτα κι ήλεγχαν τα χωριά Διγαλέτο, Κομητάτα, Καλλιγάτα ενώ οι δεύτεροι με βάση των δράσεών τους τα Βαλσαμάτα, είχαν υπό την εξουσία τους τα Σιμωτάτα, τα Μακρυώτικα και τα Μεταξάτα. Οι κυρίαρχοι του νησιού Βενετοί ήταν αδύναμοι να ελέγξουν τις φατριακές αντιπαλλότητες. Ο Προβλεπτής οχύρωσε το Αργοστόλι και ζήτησε να παρουσιαστούν οι φατριάρχες στους οποίους θα προσέφερε δείπνο. Από τους Άννινους κάλεσε τον Αναστάσιο, από δε τους Μεταξά τον Μαρίνο. Ο Άννινος αρνήθηκε να παραστεί γιατί αντιλήφθηκε τις προθέσεις του Προβλεπτή κι όταν ο δεύτερος –μετά από συλλήψεις μελών και των δυο οικογενειών- εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του Αναστάσιου, αυτός οχυρώθηκε στα Δηλινάτα και σκηνοθέτησε τον … θάνατό του!

Η συγγραφή διηγήματος, και μάλιστα σκωπτικού, απαιτεί και φαντασία η οποία συμπλήρωσε γεγονότα με Κεφαλλονίτικη ευφυολογία και πνεύμα, γαργαλιστικά παρωνύμια, πικάντικο πείραγμα κι όλα αυτά τα ιδιαίτερα και «παράδοξα» που μας χαρακτηρίζουν. Στο τέλος του διηγήματος έχω προσθέσει και Λεξιλόγιο. Μαζί δε με άλλα διηγήματα της ίδιας … κατηγορίας, έχουν ήδη δημοσιευθεί αυτοτελώς υπό τον γενικό τίτλο «Λαπόρδα».

Ευρυδίκη Λειβαδά

 —————————-

Κοντολογάει καλοκαιράκι στο γεννητσαρούδι τση Κεφαλλονιάς. Στο νιό καπιτάλε. Κοιλοπόναε μήνους ολάκερους τ’ αρκοντολόι για να ξεπετάξει τέτοιο μπριλάντι! Έπαιρνε τα βηματάκια του, Βενετιά – Κεφαλλονιά, φύσαε και ξεφύσαε, γίνανε μάλιε-βράσε κάποιοι που προτάξανε τα ιντερέσα τσου:

  • Θα μείνουμε στο Κάστρο. Τα σκυλιά τση θάλασσας θε να μας αρπάξουνε το βιός μας. Και τσι ζωές μας μαζί. Εδεπά ειμάστενε σεγκούροι.
  • Κι απ’ τσου Αννιναίους κι απ’ τσου Μεταξάδες και τσι σκοντραδούρες τσου. Μη τσου ξεχνάμε ετούτους…
  • Βωρές… άμα δε σφάζουνται ανάμεσό τσου, σφάζουνται μόνοι τσου… δεν απεράσανε και χρόνοι πολλοί που οι Αννιναίοι ξαντεριαστήκανε μεταξύ τσου. Κομιτάτα και Δηλινάτα γιομίσανε τσιλίχουρδα…
  • Βωρές τι λέτε; Στα βουνά, ναι… Μα εμείς, θε να κατέβουμε κάτου, στα ισώματα, στο πόρτο τση Κεφαλλονιάς! Τα ρίσκα νετάρενε. Δεν do ενοήσατε άντζι;
  • Οι φατρίες των αρκόντωνε… σιγά μη και χτυπήσουνε τ’ Αργοστολάκι. Το γκουαρντάρουνε άμπουλοι σολντάτοι. Τόμου, το ραπόρτο είν’ ιναπελάτο. Ασπετάρουμε τη φίρμα του Κουσέγιου των Δέκα και του Ντόγη.
  • Μόνε που θα’ρτει!

Τελικά ήρτε. Με πλεούμενο δικάταρτο. -Δόγης μιλήσει, χωριάτης πάψει-. Κι έτσι από τσι 20 τ’ Απρίλη του ΄57 το Μεγάλο τση νήσου Κονσίλιο με τσου μπόλικους αρκόντους και τη μεγάλη φασαρία συγκαλείται -με βούλα πιά- στο τζοβενότο καπιτάλε.

Μπορεί κάπως νά ‘παψε με τ’ αριβάρισμα τού σκαριού το ποντίλιο για την πρωτεύουσα να είναι στα φόρτε του, μα δεν ξεχάστηκε. -Οι φιλοκαστρινοί δεν dο βάζουνε κάτου. Όλο και στέρνουνε αποκρισάτορες κι αράλντους στη Βενετιά για να υπερασπίσουνε την παλιά πρωτεύουσα που καλοκάθεται απάνου στο λοφίσκο, χωρίς η ψημένη να σοσπετάρει την εγκατάλειψη π’ αριβάρει-. Όμως ετούτο το κάζο πενσάντο έρκεται δεύτερο τσι προτίμησες. Πρώτη και καλύτερη είναι η γκουέρα τσιβίλε που έχει αρκινίσει, χρόνους τώρα, ανάμεσα τσ’ Άννινους και τσου Μεταξάδες. Εδώ που τα λέμε, δεν είναι μόνο η έχθρητα ανάμεσό τσου. Τα ‘χουνε και με τσ’ αφεντάδες τση Σερενίσιμας. Εκειούς… τσου τσακίζουνε όπου τσού’βρουνε.

Τούτες οι δυο βαλερόζες φαμίλιες κατέχουνε χτήματα κι υποστατικά, ζωντανά, κάνεβες και σαράγιες μπόλικες, αθρώπους δίπλα τσου με ίσο ονόρε με δαύτους -αλλά απ’ άλλες φαμίλιες-, κι άλλους αθρώπους από κάτωθέ τσου, δουλικά –κατά πώς τσου λένε- και μαμούρες. Τυπάλδαιοι με τσ’ Άννινους, Λοβερδαίοι με τσου Μεταξάδες, αλλά και Κρασάδες, Δελλαπορταίοι, Τσιμαραίοι, Φωκάδες, Βαλσαμάκηδες, Χωραφάδες κι άλλοι πολλοί τρανοί οίκοι έχουνε στοιχηθεί οπίσω απ’ τσι δυο εχτρευόμενες παράταξες, κι έχουνε μεταξύ τσου δεθεί με ματριμόνια και βαφτίσια, κουμπαριές και αμιτσίτσιες. Έχουνε και μπόλικη αρματολογία, κι όποιος έμποδο βάζει στα σκέδιά τσου, μπουμ και …πάρτον κάτου! Χωρίς πολλές παρόλες. Κείνοι οι Βενετζιάνοι, περνάνε των παθών τσου τον τάραχο! Τσ’  αρπάζουνε αβέρτα σολντάτους, σαρτζέντες κι οφιτσιάλους. Κι έτσι η αναρχία … πρίμο πόστο σ’ όλο το νησί, ερπετεύει σαν dο φίδι, και ξαπλώνεται σαν dη πανούκλα. 

Την Κεφαλλονιά την έχουνε χωρίσει σε παρτινέτζες. Στην Έρισσο απ΄τα Κομιτάτα κάνουνε κουμάντο οι Άννινοι. Οι ίδιοι κάνουνε και στο Πυργί έχοντας το κάστρι τσου στο Διγαλέτο. Την Πύλαρο  ορίζουνε οι Μεταξάδες, οπού τ’ αρχονταρείο τσου έχουνε στήσει στα Μακρυώτικα. Οι ίδιοι και στην Άνω Λειβαθώ,  στα Σιμωτάτα, εκεί πού’χουνε το επιτελείο τσου. Τα πράματα όμως είναι πούλιο περίπλοκα και πούλιο άγρια όσο κοντολογούμε για τ’ Αργοστόλι και τη Φορτέτσα, τσι δυο πρωτεύουσες που άντζι δεν έχει καλοκάτσει ο κουρνιαχτός τσης πρωτειάς.

Στα ριζά του Κάστρου είναι τα δυο προπύργια απίκου και καστιγάρουν τσου δυστυχείς ένθεν κακείθεν: οι Αννιναίοι στα Καλλιγάτα κι οι Μεταξάδες στα Μεταξάτα.

Κι όσο για τ’ Αργοστολάκι…  το’χουνε περιζώσει οι Άννινοι απ’ τα Δηλινάτα κι οι Μεταξάδες έχουνε κατσικωθεί στα Βαρτσαμάτα. Κι άματις δεν έχουνε με τι να φαγωθούνε, δίνουνε μια και να τους! –αστακοί οπλισμένοι- τσι ρούγες τση νιάς πρωτεύουσας. Κλέβουνε ό,τι βρούνε. Αρπάζουνε παιδιά και σιόρες. Κάνουνε λεηλατισμό μέγα. Βιάζουν κι εκβιάζουν. Τρόμος και φόβος παντού. Και στα χωριά, βεβαίως βεβαίως, συμπλοκές σέντσα φίνε. Κι οι γρουμπανιές …δίνουν και παίρνουν.

Ο ιμπερατόρος τση φατρίας των Αννιναίων είναι ο Αναστασάκης. Και οι Μεταξάδες αλά τέστα έχουνε τον σιορ Μαρίνο. Κι οι δυο κάποι ποστιάζουν εκειό το «Κόμης» μπροστά απ΄ τ’ όνομά τους, κι όλοι … νά ‘σου ρεβερέντζες! -Θέλουνε βέβαια να λέγονται νόμπιλοι κι ευγενείς, για να ξεχωρίζουν από την πλέμπα, τσου αγενείς-! Εδώ που τα λέμε, κείνοι οι Βενετζιάνοι τα φταίνε. Γιατί κείνοι τσου δώκανε πριβιλέτζια και θάρρητα πολλά.

Στους Μεταξάδες, μπριτού τον Μαρίνο, κάπος ήντουνα ο σιορ Αντρίας, ο μεγαλύτερος αδερφός του. Εκειός, έκανε μεγάλη αρτιλερία και πολέμησε τον Τούρκο, κι ο Γενικός Προβεντιτόρες τονε γιόμισε ονόρε και τον έκανε γκουβερναδόρο στο Θιάκι. Κι αμά, οι Βενετζιάνοι τα ίδια δώκανε και στον αδερφό του, τον Μαρίνο. Και τον εκάμανε και σίντακο. Κι άματις κακάρωσε ο σιορ Αντρίας, η φαμίλια έδωκε το δαχτυλίδι στον σιορ Μαρίνο. Για αυτό και σήμερις, το κρατάει ετούτος.

Απ’ την άλλη μπάντα, ο σιορ Αναστασάκης Άννινος είναι το ίδιο τρανός και τσελεμπρόζος. Και σίντακος γένηκε, και γκουβερναδόρος στο Θιάκι, και με οφίκια χορτάτος είναι. Μα ετούτος εδεπά, έχει πουλιό γκράντε αβαντάγιο: είναι μεγάλος ρήτορας κι όλοι κάθουνται ωσάν δεούτελα κι αφουγκράζουνται κάθε του παρόλα σέντσα κοντράστο.   

Αναστασάκης και Μαρίνος, συνόσκαλοι, τρεις εικοσαετίες πατημένες κι οι δυό τους, γκραντιόζοι και τζενερόζοι με τσ’ αθρώπους τσου, αφήνουνε ούλα τα κακά να τα τρατάρουνε τσ’ εχθρούς τσου. Εδώ που τα λέμε, κι οι δυο τσου είναι κακά αγγειά, κι όσο κι αν προσπαθούνε οι Βενετζιάνοι να τσου βάλουνε στο χέρι, εκείνοι, μέσα στο μπούρμπουλο, όλο και προβαίνουν σε πράξεις περικολόζικες.

Ο ψημένος ο πρεβεδούρος ο Μπάλμπης, πού να τζου μαϊνάρει… Κάθε τρεις και λίγο προσπαθεί να πάρει απ’ τα χέρια τσου τους αξιωματικούς του, που τσ’αρπάζουνε με το άστε ντούε πριτζονιέρους, μιά οι Αννιναίοι, μιά οι Μεταξάδες, και ζητάνε λύτρα για να τσου δώκουνε τη λευτεριά τσου. Κι άμα τσου τη δίνουνε, τσου στέρνουνε οπίσω, ξεβράκωτους και τουρλαπίπες. Γένουνται περίγελως τση πλέμπας. Στο πρόσωπό τσου, απεντροπιάζουνε όλη τη σπλεντόζα Βενετσιά με τα χρυσά και τ’ αργυρά τση. 

Ιν σούμα, ο πρεβεδούρος τση νήσου, είδε κι απόγδε κι έστειλε λέτερα με παρακάλια και κάμποσα πεσκέσια στο Δόγη να του δώκει γκραν βία ρεφόρτσο, πως θε ν’ απαγγειάρουνε βόγια βόγια από το κάζο ινφάμε που ρεντικολάρει την αρκόντισσα τ’ Αδρία.  Κι εκειός γιομάτος δεσδένιο, για ρεφότσο τού στέρνει τον Γκριμάνι. Τι εστί Γκριμάνις; Γκράντε προβεντιτόρε του bελάονε / τση μάρες.

Ο Φραντζέσκος το λοιπό, αριβάρει στο γκόλφο ντι Τσεφαλλόνια, με κοτζά μου φλόττα με μαρινάρους, καπιτάνους και σολντάτους, και προξενεί παρηγορία μεγάλη στον ψημένο τον Μπάλμπη. Μόνο που ετούτοι δω οι σολντάτοι είναι βεργοαναλεμένοι κι απόλιγνοι, κι από καπατσιτά… νιέντε! Μα… καννιά σχέση με τσου εδικούς μας εδωνά, τσ’ άγριους των βουνώνε, τσου μπαντίδους, που γλέπουνε τσου νιοφερμένους ωσάν … ιντονάδα μορόπουλα!

Με το που ντισμπαρκάρει απ’ τη νάβα ο Γκριμάνις στέρνει ο Μπάλμπης αβίζο τσου δυο κόμηδες να τζου τρατάρει στο παλάτσο του, στη συνοικία τ’ Αη-Γιάννη.

Φτάνει πρώτος ο σιορ Αναστασάκης Άννινος με καννιά σαρανταριά εδικούς του, οριοστάλαχτος και στην πέννα. Νά σου μετά από κάνα λεπτό κι ο σιορ Μαρινάκης Μεταξάς, κουτσούνα σκέτη, μ’ άλλους τόσους λεβέντες, με ρούχα ρεκαμάδα και παστρικά. Σαν να’χουνε κι οι δυο συνόσκαλοι συνεννοηθεί, περιμένει ο ένας τον άλλονε, τονε χαιρετά εγκάρδια, φιλιούνται από δω κι από κει, κάνουνε νόημα τσ’ ακόλουθούς τσου, να τζου προσμένουν σε μι’ άκρια, κι αγκαλιασμένοι απ’ τη μέση περνάνε το γκράντε πορτάλε του παλάτσο. Ο Μπάλμπης ο δυστυχής στο βάθος τση σάλας, μένει σύξυλος εμπροστά στον μεγάλο τση θάλασσας πρεβεδούρο που γέρνει την καρκάλα του και με μάτια γουρλωμένα από ινκατέλα, του ψιθυρίζει στ’ αυτί:

  • Εκλαμπρότατε προβεντιτόρε της  Ίζολας Κεφαλλονίας, έστε βέβαιος περί της νοσογόνου και θανατηφόρας έχθρας ήτις υποβόσκει ανάμεσα εις τας δυο οικογενείας;
  • Εξοχότατε πρίγκιψ, δεν χωρεί αμφιβολία περί του τοιούτου!
  • Χμ… Αντιλαμβάνεσθε πως, οι οφθαλμοί μου έτερα ορούν των υπό υμάς καταγγελθέντων, επιμένει ο μέγας προβλεπτής και ρίχνει μια ματιά όλο αμφιβολία στον κατακαημένο τον Μπάλμπη.  

Εν τω μεταξύ, Αναστασάκης και Μαρίνος αλα μπρατσέτα, όλο χαμόγελα και χειρονομίες αβρότητας, πλησιάζουν τους δυο βενετζιάνους επικεφαλής.

  • Τι να είπω! Μένω ενεός ενώπιον τοιούτης υποδοχής και … αφίξεως, προσθέτει με τρεμάμενη φωνή ο Μπάλμπης και μάτια πεταμένα σαν …ξιγκάκια! 

Κι ενώ ζαρώνει όλο και περσσότερο μια και βρίσκεται εκτεθειμένος μπροστά στον μεγάλο τση βενετζιάνικης αρμάδας κάπο, Αναστασάκης και Μαρίνος, συνάμενοι κουνάμενοι, φτάνουν απέναντι απ’ αυτόν και τον Γκριμάνι και με αφοπλιστική τζεντιλέτσα τούς χαιρετούν. 

  • Επιφανέστατοι και σεβαστοί άρχοντες της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας μας, ευχαριστούμε εκ βάθους καρδίας δια την πρόσκλησίν σας, την οποίαν με ιδιαιτέραν ευφροσύνην απεδέχθημεν, τόσο ο φίλτατος και προσφιλής μοι Μαρινάκης, όσον και εγώ. 
  • Την ημετέραν περίβλεπτον εκλαμπρότητα προσκυνούμεν ταπεινώς ο σεβάσμιός μοι και λατρευτός φίλος εξ απαλών ονύχων και εξ αγχιστείας σιορ Αναστασάκης, αλλά και η ημετέρα αφεντία. Επιθυμώμεν ίνα μεταφέρομεν εις υμάς, γαληνότατοι και μέγιστοι αυθέντες και πρίγκιπες, την βαθυτάτην εκτίμησιν ήντινα τα τέκνα ημών και τα τέκνα των τέκνων ημών τρέφουσιν προς την Σερενίσιμον δημοκρατίαν και τον κραταιότατον Δόγην ημών, ούτινος την σεβάσμιον δεξιάν ασπαζόμεθα  γονυκλινείς.

Σύξυλοι κι οι δυο επικεφαλής των κυριάρχων προσπαθούνε να μαζέψουνε την κάτω σιαγώνα τους που έχει απομακρυνθεί από την άνω, και να βρούνε ισάξιες και ισοβαρείς παρόλες να προσφωνήσουν τσου δυο δυναμικούς, και ζωηρούς μεσήλικες. Σφίξε σφίξε, όλο και κάτι γένεται. Τι ευγενείς τής αρχοντογενιάς των Αννίνων και Μεταξά τούς αποκαλούνε, τι καρδιοστάλακτους, τι τίμιους, ευσχήμονες, σεμνοπρεπείς, πεπολιτισμένους, τι ευάγωγους, συνετούς, ανδρείους, λεοντόκαρδους κ.ο.κ. Οι δυο αρρενωποί μπενεστάντες διατηρούν ανεξήγητη και επικούρεια μακαριότητα στο άκουσμα όλων ετούτων των κομπλιμεντόζικων προσφωνήσεων. Όμως, πάνω απ’ όλα, εκειό το «πεπολιτισμένοι» χτυπάει τον σιορ Αναστασάκη στο δόξα Πατρί! Μες στο κέντρο του τσερβέλου του χοντροκάθισε και κάνει βόρτες και βόρτες. 

Κι ενώ ο Μπάλμπης κατακίτρινος δίνει εντολή να αρκίζουν να παιανίζουν τσέμπαλα και βιολιά, μαντολίνα και κλαρινέτα, ο Γκριμάνις τον παρατηρεί:

  • Εκλαμπρότατε άρχοντα της Κεφαλλονίας, δια τί αρμιστίτσιο ομιλούμε; Προσωπικώς έχθρα δεν διέκρινα. Μήπως διέλαθε της προσοχής σας βαθυτάτη φιλία ήτις, εις επήκοον όλων, συνδέει εις το διηνεκές τους δυο κόμηδες; Ενώπιόν μας ευρίσκονται δυο ευγενείς αμετάπτωτης αφοσιώσεως, και ουχί δυο «ανοϊκά, αγροίκα, χυδαία και άξεστα γερόντια, σπαντήδες, ασασίνοι και λωποδύτες», ως υμείς αρέσκεσθε να τους αποκαλείτε εγγράφως, των οποίων ο συγχρωτισμός, ουδόλως οδηγεί εις αιματηρόν αγώνα επιβολής, ως υμείς ετονίσητε με στόμφον φλεγματικόν και βρίθοντα εμπαθείας, αλλά εις πολυπράγμονα μεγαλοπρέπεια ήτις αρμόζει εις άρχοντας κι εν προκειμένω, Κεφαλλήνας! 

Ετούτο το αλλόκοτο μεσημέρι, του Μπάλμπη του’χει φύγει η μασέλα, και το μούτρο του, από ροζουλί γένηκε καπνιδερό.  Ο Γκριμάνις, σγαρλίζει τη μυτόγκα του για να κατεβάσει ιδέα. Πρέπει κάτι να κάνει. Μα… για τον λόγο αυτόν αριβάρισε στη νήσο. Να υποτάξει όλους τσου ρέμπελους. Γι’ αυτό΄, πρέπει ν’ αρχίσει απ’ τσου κάπους τους:

  • Ω! προσφιλέστατοί μοι ομοτράπεζοι, απευθύνεται τσου δυο γκριζομάλληδες … τζοβανέτους. Θα αποτελέσει μοναδική δια την ημετέραν προσωπικότητα η αποδοχή υπό της αφεντίας σας, της εμής προσκλήσεως. Επιθυμώ ίνα παραθέσω γεύμα επί του βριγανδινίου μου προς τιμήν σας και ίνα επιδαψιλεύσω εις εσάς περιποιήσεις αίτινες αρμόζουσιν εις το πεπολιτισμένον των οίκων σας.

«Πάλε εκειό το ‘πεπολιτισμένον’» στοχάζεται ο πονηρός Αναστασάκης και μετά βίας συγκρατιέται να μην πατήσει καννιά σφυριξιά και κάμουνε ούρδου συμπούρμπουλοι, όχι μόνο απ’ την εδική του κουστωδία, αλλά κι απ’ του Μεταξά, και στρίψουνε τσου καταπιόνες τού Βενετώνε, και τα άντερα τσου, τα κομ-ιλ-φο και νόμπιλα, ανεμίσουνε στη πιάτσα Σαν Μάρκο, φάτσα με τσι ξυλαποθήκες.  

Κοντολογίς, αφού υποκρίνονται πως αποδέχονται την ινβίτα με τζόγια άμπουλη, Αναστασάκης και Μαρινάκης ευθυτενείς και κορδωμένοι, χαιρετούν ευγενέστατα, σηκώνονται κι αναχωρούν πάντα αλα μπρατσέτο και χαριεντιζόμενοι. Σιγοψιθυρίζει ο πρώτος στον δεύτερο:

  • Όρσε γαμπρέ κουφέτα που νομίζεις, χλεμπονιάρη βρωμοβενετέ, πως μου σονάρει τ’ ινβίτο σου!  Πως σε …ρεβερίραμε βεραμέντε! Να! κακό χρο’νά΄χεις! (κα σερβίρει ένα φάσκελο μονό ξεμυτιστό σε πιατελάκι). Πως μας κάνεις εσύ, πριτζινέλες στο γκουβέρνο σου! Εμείς βωρέ, κακή σου και ψυχρή σου, δέκα σαν και σένανε θέλουμε για πρωινό μπονόρα μπονόρα. Γιατί άμα κυλήσει η ώρα, μη σου πω πόσους τρώμε… Που οχιά και μονομερίδα να σου φάει το γούργουρα παλιογκριμάνι.  Φάκα νομίζεις πως μας στένεις, έ; Κακομοίρη μου…  Έχω ούσμο που με συνταορίζει. Να μας νετάρεις τέντα γρέντα θέλεις και τσι δυο φαμίλιες. Μόνε!

Μόλις όμως παίρνουνε τη στροφή και δεν τους έχουνε θέα από το πρεβεδούρικο παλάτσο,  αφήνουνε στην άκρη τα σφιχταγκαλιάσματα, φτύνει ο ένας προς τα πόδια τ’ αλλουνού, αγριοκοιτιώνται κι αρχίζουνε τα δικά τσου:

  • Ούσ’ στην ανεμορπή… παλιοσάψαλο…
  • Ού να μου χαθείς, ρεντικολέτσα…
  • Ού που να βγάλεις την κόρυζα…
  • Ού που να γιομίσεις ούλος βεντερούγα…
  • Οπού να βουλώσει ο αφεδρώνας σου κουγιάμπαλο…
  • Στον αγύριγο βωρέ χάρβαλο…
  • Ού που να σου χτυπήσει διπλοκάμπανο ο παπά Ροκέλος …

«Σαν και καλή η κατάρα του βρωμομεταξά…»  συλλογάται ο ευφυής σιορ Αναστασάκης και συλλαμβάνει την ιδέα του μορτόριού του. Ω! μα βέβαια! Θα πάει… αλάδωτος! Όμως, το πρώτο που‘χει να κάνει είναι να φύγει λάου λάου απ’ τ’ Αργοστολάκι, όπου είναι εύκολη βορά, και να ανεβεί στην Πιάτσα ντ’ άρμι του, στην αετοράχη, στα Δηλινάτα. Από κει ψηλά θα κάμει τα κουμάντα του καλύτερα και με μεγαλύτερη σεγκουρέτσα. Άλλωστε απ΄τα ψηλώματα, βλέπει τα βενετζιάνικα πλεούμενα σα σφαλάγκια, και τα παλάτσα τους μια κοτσιλιά του γκοτώνε. Στα Δηλινάτα είναι άρκοντας περ μάρε, περ τέρρα.  

Μαζεύει όλους που ‘χει στη δούλεψή του και τσου λέει τα καθέκαστα σέντσα μπούρλα. Τσ’ ανοίγει τα σκέδιά του και τίρα βία τσου βάζει να ετοιμάσουνε  …το μορτόριό του. Στο κόλπο βάνει και τσου μοναχούς τση Λάμιας, που απ’ τη μια πρέπει να βοχθήσουνε το συνάθρωπο, κι’ απ΄την άλλη σταυροκοπιόντουσαν όλο το βράδυ να τζου δώκει σχώρεση ο Ύψιστος κι ο Άγιος στα ‘Μαλά.

Μπριτού αρκινίσουμε τσι πρεπαρατζιόνες, δυο τρεις κυράτσες Αδηλίνισσες κατεβαίνουνε στο καπιτάλε μισοθλιμμένες, μισοκλαμμένες, μισοφοβισμένες και τρυπώνουνε στο μαρκάτο. Πρέπει οι «νοβιτές» να αριβάρουνε τσου βενετοκωλογλύφτες, κι αυτοί με τη σειρά τσου, θα τζι σερβίρουνε εκεί όπου πρέπει. 

  • Προμαντέματα κακά έχουμε στο χωριό μας…
  • Σκοντραδούρα θε να μας εύρει και δεν ηξέρουμε πώς να dη bροκάνουμε…
  • Βωρέ, τι μου λέτε! Ιν βέρο;
  • Ναίσκε… και τα στριγκοπούλια τη νύχτα δεν τσωπαίνουνε… και τα σκυλιά μπαγιέ μπαγιέ ούρλια που κάνουνε…
  • Αλί και τρισαλί μας… Καποιανού σκρίττο ‘ναι, να μας αφήκει χρόνους…

Κι ενώ ετούτες οι παρόλες σούμπιτο σκεπάζουνε όλο τ’ Αργοστόλι, οι Αδειλίνηδες φτειάνουνε ένα κασόνι σκέτη μπελέτσα! Οι γυναίκες βγάζουνε τα μαύρα ρούχα τσου και τα φρεσκάρουνε. Μαζεύουνε και μοσκαρδίνια, βάνουνε και κρεμμύδια στην άκρια για να τα κόψουνε να τα βάλουνε τσι τζέπες τσου για παν ενδεχόμενο. –Α δε μπορούνε να κλάψουνε, τρίψε τρίψε, πρίμα το κρεμμύδι κι αμά τα μάτια τσου, όλο και κάτι θα γένει-! Και σαν φινίρουνε, πάρτες κάτου, στο καπιτάλε:

  • Ωχ ωχ ωχ… ο σιορ Αναστασάκης μας έπεσε αμαλάτος.
  • Ω! τι μας έλαχε… δεν υπάρχει ρεμέντιο, λέει ο ντοτόρος.
  • Κάτι τονε τρώει τον ψημένονε. Έχει σφαές κι ούλος έχει γιομίσει να! κάτι μπάμπονους που ρέουνε δροπίκι.
  • Ω!.. κόλπο μορτάλε που θε να’βρει το χωριό μας…  Ω… θε να τουμπανιάσει ο άρκοντάς μας…
  • Ανέβηκε κι ο νοδάρος… θέ να σιάξει την ούλτιμα βολοντά του κόμη μας…

Όλα τούτα αριβάρουνε δελέγκου στον πρεβεδούρο τση νήσου κι αποφασίζει –από ιντερέσο τάχα μου- να στείλει έμπιστούς του, από την εδική του γκουάρντια, να πάνε για σπία στου κατάκοιτου, να κονφερμάρουνε το ατσιντέντε.

Κι όπως αυτοί παίρνουνε τσ’ ανηφόρες, ακουρμαίνονται απ΄τα τριανέμια ούρλα και σκουσμάρες.  Σα μπαίνουνε μέσα στο χωριό, το κακό έχει ήδη γένει. Τρέχουνε συλίντρεχες αναμαλλιασμένες κυράδες από δω κι από κει, νέοι, γέροι και παιδιά, όλοι με δάκρυα στα μάτια, και κατευθύνονται στο αννιναίικο αρκοντικό. Αμολάνε ξωπίσω κι οι φινετσάτοι σολντάτοι να δούνε με τα μάτια τσου τι γένεται.

Σα φτάνουνε στο έμπα, κόσμος πολύς. Με αμπώματα καταφέρουνε και κοντολογούνε στην κάμαρη όπου το κλινάρι του σιορ Αναστασάκη. Κειός κείται κούκαλο νέτο, με χέρια σταυρωμένα, καλοχτενισμένα μαλλιά, κυματιστά, στελιασμένα με λεμόνι και ζάχαρη, πρόσωπο με τζιέρα ολάσπρη, τσίνορα καλοκλεισμένα με μεντούλι. Γύρω γύρω απ’ το κλινάρι μαυροντυμένοι και ξαλαφιασμένοι, με μαντήλια που σκεπάζουνε μύτες και στόματα –μη και ‘γγενιαστούνε μαλατία μορτάλε-, σπαράζουνε τόσο, που δακρύζουνε ακόμα κι οι τραϊτούροι αποκρισάριοι του πρεβεδούρου. Ανάμεσα σε κλάματα μαθαίνουνε πως ο αείμνηστος κόμης κακάρωσε από «ορτικαρία και στρουμπάρα» -παρόλες άγνωστες για δαύτους- και πως αύριο θα ψαλλεί η εξόδιος ακολουθία στο μοναστήρι τση Παναγιάς τση Λάμιας.

  • Ω! βουρλισιά που μας έτυχε! Φυέγε λεβέντες μου, μη και κολλήσετε σπυριά και θανατικό, τσου λέει ρουφώντας τσι μύξες τση μια σιόρα καλοντυμένη.

Αυτά που βλέπουνε και ζούνε οι Βένετοι τραϊτούροι, τσου αρκούνε. Καβαλάνε τ’ άτια τσου και κατεβαίνουνε για Αργοστολάκι. Ντίρα βία στον Μπάλμπη. «Το και το. Ορτικαρία και στρουμπάρα»!

  • Εκλαμπρότατε πρίγκιψ Γκριμάνι, φοβούμαι τα μάλα πως τα πλάνα μας δεν πρόκειται να επαληθευθούν. Γιγνώσκετε πως ο κόμης Αναστάσιος Άννινος εξέπνευσε την σήμερον;
  • Σεβαστέ μοι προβεντιτόρε Μπάλμπι. Ίσως, λέγω, ίσως, η τοιαύτη ασθένεια ήντινα επικαλούνται οι έμπιστοι στρατιωτικοί μας, να μην είναι αληθής. 
  • Επιτρέψτε μοι ίνα διατηρώ αμφιβολίας επί τη υπονοία ήντινα μόλις εδιατυπώσατε. Είναι πέραν πάσης λογικής, και τοπικών εθών βεβαίως βεβαίως, ολόκληρη κοινότης υποκρινομένη να προσκύπτει επί ενός προσπεποιημένου και κιβδήλου νεκρού. Ποίος ζων τολμά επιχειρήσειν την τοποθέτησίν του εντός νεκροφορείου;
  • Προτείνω κατ’ ακολουθίαν, ίνα προσποιηθώμεν θλίψιν και υπάγομεν την επαύριον εις Δηλινάτα ίνα είδωμεν ιδίοις όμμασι τον νεκρόν και αποτίσωμεν αυτώ, πρεπούσας τιμάς, προτείνει πονηρά πονηρά ο Γκριμάνις.

Κι έτσι ‘κινάνε κι οι δυο με τσι κουστωδίες τσου, κι ανεβαίνουνε στα Δηλινάτα.  Τσου γλέπουνε κι οι Αδηλινάδες αντιγκουαρντιάνοι απ΄τσι βαρδιόλες, κι αβιζάρουνε όλο το χωριό. 

Σαν πλησιάζουνε Γκριμάνις και Μπάλμπης στο λόφο του μοναστηριού τση Λάμιας – Παναγιά μου βόηθα μας- οποίο κιάσο απαντένουνε! Στην εκκλησιά γένεται μια κοσμοχάλαση κι ένα φαρομανητό που όμοιά τσου δεν έχουνε ματαζήσει! Πόπολο και μπεμπεούρια ανάκατα! Και δε φτάνει ετούτο… οι κλαουνιές κι οι καμπανιές δίνουν και παίρνουν. Φωνές ψιλές, τρεμουλιαστές, στεντόργιες, τραχιές, βραχνές, κλαψιάρικες όλες, ανακατεύονται με βελάσματα και κυπροκούδουνα  από δυο τραγιά που βρίσκονται κοντά στον αποθαμένο, εδικά του, αγαπημένα, σπιτίσια, που τον αποχαιρετάνε με τον τρόπο τσου. Παντού, βασιλεύει μόνον ένα χρώμα: το μαύρο, το κορακί! Μαύρα και τα ρουγκλομάντηλα. -Και στα ζωντανά του έχουνε βάλει καμπελότα κατίμαυρα-. Κι απ’ όλα τα μάτια ρένε δάκρυα άμπουλα.

Κον γκράντε σφόρτζο, καταφέρνουνε μόνον οι δυο επικεφαλής να φτάκουνε σε μια αρκετά καλή ντιστάντζα, ώστε να ημπορούν να έχουνε -έστω στην άκρια απ’ τ’ ασπράδι των οματιώνε τσου-, τον αποθαμένο. Δίπλα του μια σειρά καθήκλες και στη μέση τση σειράς καθισμένη η χήρα του, η Κορνέλια θυγατέρα του Ματτία Πάγκαλου, πάγκαλη κι η ίδια -παρόλο το ωρίμασμά τση-. Κρατάει για την ώρα, στάση αξιόπρεπη, ενώ όλοι οι άλλοι δίπλα τση έχουνε μπήξει τα ούρλα, και μάλιστα σε νότες ψιλές και μακρόσυρτες.

Η Κορνέλια ασηκώνεται τ΄ανάερα, και του ποστιάζει φιόρο στο φιόρο από ένα μποκέ που κρατάει. Κι ύστερις, κάνει πως τηνε πιάνει φαστίδιο και πέφτει απάνουθέ του. Ο ψημένος ο σιορ Αναστασάκης, από το πόστιαξε, πόστιαξε, απ’ το μαλαφούρισε μαλαφούρισε και το ανασκάλεμα που του κάνει η χήρα του, … αναθερμαίνεται! Κι εκεί που αρκίζουνε τα μοσκαρδίνια …να λαγγεύουν στο επίμαχο σημείο και το μούτρο του να αναψοκοκκινίζει, έρκεται ένα ούρλο και καταλαγιάζει το … παρπάλι του που, –τόρτσα σκέτη-, πήρε την ανηφόρα με το άστε ντούε!

  • Γλέπετε αφεντάδες Βενετζιάνοι μας, τι καλαμιτά μάς εύρηκε; θρηνεί φορτσάτα μια γυναικούλα, που δίνει με τον τρόπο αυτό μαντάτο στον αποθαμένο για την παρουσία των Βενετών. 
  • Αριβάρετε εδωνά, σιμά τσ’ αφεντίας του, παίρνει τον λόγο μι’ άλλη. Μην έχετε παούρα που τον αφέντη μας – ωωω τον αφέντη μαααας- τον έφαε κακό γρούμπουλο… Ορτικαρία και στρουμπάρα. Μην ασιχαίνεστε… Αριβάρετε κοντά στον Αναστασάκη μας…

Ευτυχώς που εκείνη την ώρα θυμηθήκανε οι δυο Βενετζιάνοι την προειδοποίηση που τσου είχανε κάνει οι έμπιστοι τση γκούαρντιας τσου, που πρώτοι τσου πήανε το μαντάτο του θανάτου του σιορ κόμη. Και με νοήματα, δίνουνε στο πόπολο να καταλάβει πως, τσου δικάει το πόστο πού’χουνε. «Μη και κολλήσουμε…» σκέφτονται ταυτόχρονα, αλλά μόνο ο Μπάλμπης κάνει ένα πάσσο οπίσω. Ο Γκριμάνις μένει ιμόμπιλες καθώς τον εχτύπησε …μεθυστικόν ντελίριον κι έπαθαν ρεμούρο  τα μέντε του. Σιγά μη γλέπει τον αποθαμένο! Μαγεύτηκε απ’ την Κορνέλια κι ο νους του πεταρίζει και πλάθει εικόνες με τη χήρα του σιορ Αναστασάκη.

Αχ! η Κορνέλια… σκέτη μπάμbολα! Παρόλο που ‘χει ρίξει στο πρόσωπό τση βελέτα, τα ολοκόκκινα αχείλια τση κάνουνε τέτοιο κοντράστο με το μαύρο σύνολό τση, που πολλοί είναι κολλημένοι σε δαύτα. Εδώ που τα λέμε, κι όχι μόνο σ’ αυτά. Αλλά και στο πέτο τση όπου αχνοφαίνονται στήθια σφριγηλά και τροφαντά, γιομάτα τζιοβανέτσα, ωσάν νιάς θυγατέρας.

Διάβασε ούνα βόλτα ο παπά-Ροκέλος το «κατά Ιωάννην» Ευαγγέλιο, άντε πάλε ακούστηκε το «Θρηνώ και οδύρομαι», άντε πάλε ο Απόστολος και πάλε το Ευαγγέλιο σε μια απέλπιδα προσπάθεια να απομακρυνθούνε οι δυο βαλερόζοι ξένοι. Μόνε όμως! Αφού ο Γκριμάνις στέκει ιμόμπιλος, τι να κάνει κι η κομπανία του; … μένει κι αυτή. Ο Αναστασάκης θέλει να κάνει μπούρι του κι είναι έτοιμος να κρεπάρει! Μπριτού τον «τελευταίον ασπασμόν» για να κερδίσουνε χρόνο και να διώξουνε τσου δυο Βενετζιάνους, αρκίζει ο γιός του ο Παναγάκης έναν επικήδειο, μα έναν επικήδειο που δεν έχει τελειωμό. Σου λέει: «Μεδά καταλαβαίνουνε οι ξένοι τα εδικά μας… θα βαρεθούνε και θα φύουνε». Τι «πεφιλημένε κύρη και πατέρα μας», τι «δάκρυα εις την ψυχήν μας», τι «πηγή οδύνης και θλίψεως», τι «ήσο ήρωας, μεγαλόψυχος….» κ.ο.κ. Μόνε όμως και πάλε! Ακούνητος Γκριμάνις. Ακούνητος Μπάλμπης. 

Στο «ύστατον χαίρε» όποιος πλησιάζει να φιλήσει στο κούτελο τον σιορ Αναστασάκη, αυτός, καθώς είναι ντεσπεράδος, ψιθυρίζει δόσεις δόσεις –μη και τονε καταλάβουνε οι οχτροί-:

  • Βωρές κακή σας και ψυχρή σας βασταούρια… γρηγορείτε… Πάψτε να κορκολογιέστε… θα μ’ εύρει κόρπο φουλμινάντε. Έχω να κάνω μπού-ρι μου! Θα σπάσ’ η φού-σκα μου… Παμέτε να με ταφιάσετε με σπούδα και θα’βρω εγώ λύση. Γάνιασα να da καταφέρω… νηστικός κι αποφρυωμένος… Πα-μέ-τε…

Τρέχουνε  ούλοι σα ζεματισμένοι στο διπλανό νεκροταφείο κουβαλώντας τον αποθαμένο -που ακλουθιέται απ’ τα δυο τραγιά του-. Εκεί τσου ασπετάρει μνήμα με μεγάλη απερτούρα.  Ακλουθάνε κι οι δυο γκράν οφιτζιάλοι που όμως, πέφτει πάνω τσου και τσου ‘μποδάει το πόπολο δίνοντας τράτο τσου συγγενείς και φίλους να κάμουμε τα πρεπούμενα. Κι ενώ ο Γκριμάνις στέκει λίγο μακρούτσικα από το τάφιασμα και προσπαθεί να γδει τη χήρα, αυτή δίπλα απ’ την τρύπα, αρκίζει τώρα τον εδικό τση θρήνο:

  • Τεζόρο μου, αφέντη μου, φουρνέλο τση ζωής μου,

για πε μου τι εζήλεψες αυτού του Κάτου Κόσμου

και μόνη εμέ με άφηκες να κλαίω τη θανή σου;

Κάπου εκεί, κι ενώ κατεβάζουνε κάτου το νεκρόκουτο και μπριτού το καπακώσουνε, δίνει έναν κλώτσο ο σιορ Αναστασάκης, τρυπώνει μέσα τσου μαυροφορεμένους και συλίντρεχος, με κάλυψη πάντα τσ’ αθρώπους του, πάει απ’ την οπίσω μεριά τσ’ εκκλησιάς κι χάνεται στα πουρνάρια. Κι η Κορνέλια φορτσάρει με όλη τση την αντοχή για να δώκει γκραν φινάλε:

  • Ω! τι σκέδια είν’ ετούτα που μου τύχανε; Κάλλιο φόντο λόντο παρά ετούτα δω… ωωω θα μ’ εύρει στένεψη… Ωωω… Ωωωω για πινομή σου τα μαύρα δε θ’ αποχωριστώ…Μη μου τον αμπώνετε βαθιά.  Αφέντη μουουου, αφέντη μου… Τζατζαμινιά και μπουγαρίνι μου…. Ω… απάνου απάνου να μου τονε ‘κουμπήσετε… Μη μου τον αμπώνετε σας λέω… Να ημπορώ να dον ακουμπάω… να doνε χαϊδολογάω… χηρεύω ‘γω, χηρεύει η γη, χηρεύουν κι οι καμπάνες…

Δώσε δώσε φινίρει και τούτη η κομμέντια μπούρλα.  Ο σιορ Αναστασάκης άδειασε τη φούσκα του, οι βαρυπενθούντες αριβάρανε στ’ αρκοντικό τ’ αφέντη τσου να τραταριστούνε -για τ’ αποχαιρετούρια- γίδα βραστή και κρεατόπιττα, Μπάλμπης και Γκριμάνις ’πιστρέφουνε στην πρωτεύουσα κι έχουνε πιάσει τσού ‘λιότοπους:

  • Εκλαμπρότατε πρίγκιψ, παίρνει τον λόγο ο Μπάλμπης, παρατηρήσατε όπως έντονος οσμή κρομμύου ανεδύετο εντός της εκκλησίας και υπερπλήρωσεν τους ρώθωνας ημών; Πως οι χωρικοί, όλοι οσμήν είχον κρομμύου; Γιγνώσκετε διατί το τοιούτον;

Και χωρίς να περιμένει να πάρει απάντηση από τον Μεγάλο Προβεντιτόρε –που περί άλλων τυρβάζει-:

  • Ιλλουστρίσιμε πρόβεντιτόρε ντα μάρε, ηρώτησα και επληροφορήθην πως το κρόμμυον νεκρώνει την νόσον «ορτικαρία στρουμπαρία» ήτις, ενδημούσα εν τω χωρίω Δηλινάτα, εστέρησεν λίαν συντόμως τον βίον του Αναστασίου Αννίνου και μαζί με αυτόν, εις εμάς την χαράν ίνα αποκόψομεν την κεφαλήν αυτού προς παραδειγματισμόν και λύσιν της συμμορίας του ήτις, ομού μετά της υπό του κόμητος Μεταξά, προκαλεί τα πάνδεινα εις την Σερενίσιμαν Ρεπούμπλικάν μας και εις εμάς βεβαίως, βεβαίως.

Ο Γκριμάνις όμως, αλλού … ταξιδεύει. Έχει μείνει οπίσω, στα υψώματα τα δειλινάδικα. Στα μάτια τση χήρας Κορνέλιας, στο μπούστο τση, στο παράστημά τση, εκεί όπου τον εύρηκε ο …ντάβανος και του την έδωκε κατάστηθα.  Ήθελε να dη πλησιάσει να dη συλλυπηθεί, μα τονε σταμάτησε ο Μπάλμπης καθότι έχει γκράντε παούρα με τσι μαλατίες. Είγδε τη χηράτζα πό’πεσε απάνου στον αποθαμένο και μαλαούδιασε.

Πέρασε έτσι μια βδομάδα. Τα γεγονότα προλάβανε τον Γκριμάνι. Μια και που πέθανε ο Αναστασάκης ανάβαλε κείνη την ινβίτα στο μπαστιμέντο του. Ανάβαλε άντζι και την αναχώρησή του. Κι αντίς να λογιάζει πώς θα κουσουμάρει την κάουζα που τον έφερε στην ίζολα τση Κεφαλλονίας, τσιγαρίζεται για τη χήρα και λογιάζει πώς θα την κάνει αμορόζα εδική του και το … χέρσο χωράφι τση, θα do ξεσπαλίσει.

Σήμερις, καβαλάει τ’ άτι του, παίρνει μαζί του και δυο απ’ τη γκούαρντια του που τσ’ αφιδεύεται, και μια και δυο, αριβάρει στα Δηλινάτα για βίζιτα. Ο Αναστασάκης όμως, διάλος νέτος, έχει τα μέντε του και τα παληκάρια του φυλάνε απ’ όλα τα μπελβεντέρε τση περιοχής. Έντζι, τώρα που κοντοφτάνει στο χωριό, όλα είναι …κόμε σι ντέβε.

Ρωτώντας βρίσκει το πορτόνι τ’ αννιναίικο. Δίνει ορδινιά τσου εδικούς του ν’ ασπετάρουνε, και κρούει το ρόπτρο. Τ’ ανοίγει μια μαμούρα και τονε βάνει να περιμένει στη σάλα. Σα γλέπει τη σιόρα Κορνέλια, του’ρκεται λιωσμός και χάνει τσι παρόλες του. Αυτή μεσ’ τα μαύρα, με μάτια –φρεσκοτριμμένα- κατακόκκινα, κάνει την εσελέντζα του να πάθει … φουσκωδέντριασμα! Κι άμα αναστενάζει… ω! εκειά τα στήθια τση γένουνται στη βλέψη του …διπλάσια! Πώς να τζη πει πως είναι πρίμος βολοντάριος να dη παρηγορήσει; Η τζεντιλιτά και το πρόσφατο της απώλειας του άντρα της, δεν dου περμετάρουν να τζ’ αποκαλύψει  πως είν’ ιναμοράτος μέχρι το μεντούλι του. Μα… απ’ τσι κινήσεις του, τσι ματιές του που πετάνε φόκο, το τάραμά του, η Κορνέλια ανανογιέται πως έχει βουρλιστεί με δαύτηνε. Για να σκαπουλάρει από τούτο το ξαφνικό κάζο και νά ‘βρει τέμπο να γδει τι θε να κάνει, του δίνει νιπένιο με δυο σκέρτζα γιομάτα όργο, και φωνάζει μια μαμούρα να dονε ξεπροβοδίσει.

«Μα να νταντανιστεί με την Κορνέλια …ο ιμπριτζιλιρισμένος ιλλουστρίσιμος… οπού να doνε φάει όχεντρα…»!

Τούτο, δεν do ‘χε υπολογίσει ο σιορ Αναστασάκης, που απ’ τσι νοτίτσιες τση σιόρας του, αρκίζει να … φιδοφαώνεται. Λοΐζεται από δω, λοΐζεται από κει, κι άκρια δε βρίσκει. Άμα δεν ήντουνα … αποθαμένος, αν έζηε, θα‘ξερε τι θα’κανε. Τα πρέποντα! Μα έλα που τώρα γλέπει το καμπαναρίο τση Λάμιας τανάποδα;

Φαίνεται όμως πως τονε λυπήθηκε ο Ύψιστος και του’δωκε σούμπιτα λύση. Μόνο που ετούτη η λύση, θα τσιτσίριζε τον Γκριμάνι και θα doνε αγρίευε πιότερο. Μα δε dου φταίει και κανένας του Βενετζιάνου! Μοναχός του προκάλεσε τη σκοτισμάρα! Μοναχός του θα dηνε λουστεί!

Κι ενώ ο Θιός ετοιμάζει τα εδικά του σκέδια, το τσερβέλο του Γκριμάνι έχει θολώσει κομπλέτα, γιατί γλέπει πως α δε δώκει δελέγκου λύση στο ντεσίνιο του, δε θα θαραπαεί πάνου και κάτουθέ του. 

Η αποψινή νυχτιά έχει να! … ένα φεγγάρι μεγάλο σαν τύρουλα, μόνο που τα σύγνεφα που πάνε κι΄έρκουνται το κρύβουνε την περσότερη ώρα! Δίνει κουμάντο ο Γκριμάνις νά ‘χουνε το μπριγκαντίνι του πρόντο ν’ανοίξει πανιά σαν ματαγυρίσει, ρίχνει απάνου του ένα σκουτί, και με καννιά εικοσαριά αυλικούς μ’ αρτιλερία που τσού ‘χει δώκει τραμπουκέλο άμπουλο για να τσωπάσουνε, τραβάει για Δηλινάτα.

Τ’ ανέβασμα το βοηθάνε κάπως τ’ ανοίγματα τ’ ουρανού. Οι αθρώποι τ’ Άννινου τσι άκριες δεν γλέπουνε τίποτσι. Μόνον ένα σάλαγο ακουρμαίνονται από μακριά. Μα, σαν αριβάρουνε σύνυχτα σιμά τσου οι καβαλαραίοι του γκοβέρνου, ακούνε θορυβητά. Τότενες, συνταορίζονται όλοι, κρύβονται καλά και ασπετάρουνε με το δάχτυλο στη σκαντάλη να γδούνε τι σέστα θε να κάνουνε οι νυχτερινοί παραμπαστοί, που έτσι κι αλλιώς, τσού’χουνε μπροστά τσου και με το παραμικρό σοσπέτο, θα τζου περάσουνε από φόκο μορτάλε.

Ο Γκριμάνις παίρνει αντάμα του δυο από τσου σολντάτους του και πάει λάου λάου στ’ αρκοντικό τση χήρας. Σκοτάδι παντού. Μόνο γκιώνηδες ακούονται κι ο αέρας, που όσο πάει και φορτζάρει. Κι εκεί όπου κοντοζυγώνει μούρο μούρο και με γκράντε ατεντζιόνε, ανοίγει μια ξυλόπορτα τριζάτη, βγαίνει μια τόρτσα και ξωπίσω τση ο … αποθαμένος τυλιγμένος μ’ ένα σεντόνι, που απλώς πάει για την … ανάγκη του στο κοντινό σπιτόπουλο. Κούκαλο ο Γκριμάνις. Κούκαλο κι οι δυο που τον ακλουθάνε. Ο σιορ Αναστασάκης – οργικό σκέτο-, αφέντης του εαυτού του πάντοτε και σβιλάδος, ανανογιέται τι πά’ να γένει, δίνει ένα σάρτο προς το νυχτόμπασμα τον Βενετζιάνο, κάνει να dονε φερμάρει, βγάνει ένα σκούξιμο σαν καλιακούδα, μα ένα σκουξιό!…  που στ’ αυτιά τσ’ ετσελέντας μοιάζει γκράν ντρόλακας κι έντζι, παθαίνει …τέρορ πάνικο!  Με τσι σκουζμάρες συνταορίζονται όλα τα ζωντανά κι αρκίζουνε τσι λαλιές τσου: βελάσματα, μπεμπερίσματα, μουγκανίσματα, χλιμιντρίσματα, γρουξιές, γκαριξιές, μαζί με το σκουξιό του σιορ … αποθαμένου και τον αέρα που δεν λέει να κοπάσει-, όλα ετούτα, κάνουνε τον ψημένονε τον Γκριμάνι να δώκει έναν κλώτσο, τσου δυο σολντάτους να βγάνουνε τα ούρλα, και ν’ αρκίζουνε να τρέχουνε σπαβενταρισμένοι να σωθούνε κραυγάζοντας «αγιούτο, αγιούτο, ουν φαντάσμα».

Συμπαρασέρνουνε και τσου ρέστους εδικούς τους, κι αφήνουνε όλοι οπίσω τσου άλογα, όπλα κι αμουνιτζιόνες. Οι άταχτοι αρμιστίτσιοι τ’ Αναστασάκη που ηξέρουνε το βουνό σαν dη παλάμη τσου, τσου παίρνουνε ξωπίσω, και αφού τσου προλαβαίνουνε λίγους λίγους, τσου βγάζουνε τα σκουτιά τα μιλιτάρε και τσ’ αφήνουνε ζόρκους / με τσι σκελέες. Μαζί και τον Γκριμάνι. 

Κάπως έτσι φτάνουνε στ’ Αργοστολάκι μπονόρα μπονόρα. Αναμαλλιασμένοι, σκορποχώρι, μπουκουνιασμένοι, γάτοι μπανιάδοι, μοσκιδιασμένοι, γιομάτοι βούρκο και σπορκαδούρα απ’ του Κούταβου τα έλη, γίνουνται ρεντικολέτσα σα μπαίνουμε στο νιο καπιτάλε.

Ένα μπουλούκι τζοβεναρία που τσού βλέπει, δεν αργεί να τζου πάρει από πίσω, και να τζου πετάει ό,τι βρίσκει εμπροστά του: κάβολε και περσίμουλα και κομιντόρα, βουνιές από αλόγατα, κι αναγούλιασμα από ψωλιώνους που, αφού τσου ζουπάνε, αυτοί κάνουνε ούρτο ζουμί τερίμπιλο.

Έντζι, κακήν κακώς, ανάμεσο από μπούρλες και κογιοναρίσματα, αριβάρουνε στη μπάρκα κι από κει στο πλευτικό. Ο Γκριμάνις δίνει σούμπιτο ορδινιά να ασηκώσουνε άγκουρα και ν’ ανοιχτούνε όλοι οι κακοπορεμένοι στα νερά τση Θάλασσας τσ’ Ιόνιας.

Τ’ Αργοστολάκι τέτοια ρεντικολέτζα δεν είχε ματαδεί!

Η Ιστορία όμως εγύρισε οπίσω  ‘κειόν τον Γκριμάνι. Κακιωμένος καθώς ήντουνα που δεν dού’βγηκε μαϊτζέβελα η αρπαγή τση χήρας, έβαλε σ’ εφαρμογή σκέδια νιά, για γδικιωμό … τ’  αποθαμένου Αναστασάκη. Τα σκέδια τα πέτυχε εν μέρει, γιατί και ‘κειός, κι’ ούλη η φάρα του φύγανε συλίντρεχοι  απ’ την Κεφαλλονιά, μιας και τούτο το νησί δεν ασηκώνει ξένους αφεντάδες. Έχει τσου δικούς του σιόρους , πού’ναι και μπόλικοι! Και του φτάνουνε και του περσσεύουνε!

Ευρυδίκη Λειβαδά

________________________

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

αβιζάρω = ενημερώνω, πληροφορώ / το αβίζο

αποκρισάτορας κι αράλντος = πληρεξούσιος και κήρυκας

άντζι = ακόμη

άταχτοι αρμιστίτσιοι = στρατιωτική ομάδα ατάκτων

αλά τέστα = επικεφαλής

απαγγειάρω = προφυλάσσομαι

αρμιστίτσιο = ανακωχή

αποφρυωμένος = διψασμένος

απερτούρα = άνοιγμα

ατσιντέντε = ατύχημα, γεγονός ξαφνικό

ασπετάρω = περιμένω

αφιδεύομαι = εμπιστεύομαι

ανανογιέμαι = αντιλαμβάνομαι

αμουνιτζιόνε = πυρομαχικά

αντιγκουαρντιάνος = προφύλακας

αβαντάγιο = πλεονέκτημα

αναγούλα = αηδία

βασταούρι = γαϊδούρι

βόγια βόγια = μαζί

βεραμέντε = αληθινά

γάνιασα = παιδεύτηκα

γκουέρα τσιβίλε = εμφύλιος πόλεμος

γκραντιόζοι και τζενερόζοι = επιβλητικοί και γενναιόδωροι

γκραν βία = κατεπειγόντως

γρούμπουλο = σπυρί

γρουμπανιά = μπουνίδι, μπουνολάσι

δεσδένιο = οργή

δροπίκι = πύον

εις επήκοον = φανερά

ζόρκος = γυμνός

ιμόμπιλες = ακίνητος

ιμπριτζιλίρισμα = αποχαύνωση

ιναπελάτο = δεν μπορεί να ανακληθεί

ιν σούμα = κοντολογίς

ιντονάδα = καλοντυμένα

ινκατέλα, σουρπρέζα = έκπληξη

ιντερέσο = συμφέρον, ενδιαφέρον

ινβίτο = πρόσκληση

κάζο πενσάντο = προμελετημένο γεγονός

κοντράστο / κοντραστάρισμα = αντίρρηση, αντίσταση

κάζο ινφάμε = αισχρή περίπτωση

κάνω πριτζινέλες = κάνω υποχείριο

κάνω ούρδου = ορμάω

κόλπο μορτάλε = θανάσιμο χτύπημα

κον γκράντε σφόρτζο = με μεγάλο κόπο

καλαμιτά = συμφορά

κιάσα = συμβάντα ταραγμένα

κάλλιο φόντο λόντο = καλύτερα στο βυθό της θάλασσας

κορκολογιέμαι = κακαρίζω, μιλώ πολύ

κοντολογάω = πλησιάζω

κονφερμάφω = επιβεβαιώνω

καμπελότο = ύφασμα από μαλλί γίδας

κιάσο = φασαρία, επίδειξη

κομπλέτα = εντελώς, απόλυτα

κακοπορεμένος = ταλαιπωρημένος

κουσουμάρω = τελειώνω το μαγείρεμα, εδώ μεταφ. φέρνω εις πέρας, πραγματοποιώ

κάουζα = αιτία

κάβολε = κουνουπίδι

κομιντόρα = είδος ντομάτας

λιωσμός = αδυναμία

μαϊτζέβελα = βολικά

μπάντα = συμμορία

ματριμόνιο = γάμος

μπαμπόνι = απόστημα

μορτόριο = κηδεία

μοσκαρδίνια = νεκρολούλουδα

μαλατία μορτάλε = θανατηφόρα ασθένεια

μαλαουδιάζω = φοβάμαι, μαζεύομαι από φόβο

μαλαφουρίζω = χαϊδεύω

μπεμπεούρια = αρνάκια, κατσικάκια

μπούρλα = κοροϊδία, αστειολογία

μοσκίδια = βρεμμένος

μούρο μούρο = τοίχο τοίχο

ντρόλακας / ντροδούρα = ορυμαγδός

νυχτόμπασμα = αυτός που κινείται ή επιστρέφει αργά τη νύχτα, δροσερό αεράκι νυχτερινό

νοτίτσια = πληροφορία

νιπένιο = υπόσχεση

νταντανίζομαι = κλονίζομαι

ξεσπαλίζω = ξεχερσώνω

ορτικαρία = αρρώστια με εξανθήματα

όρσε γαμπρέ κουφέτα= πήγαινε στα τσακίδια

ούλτιμα βολοντά = διαθήκη

ούσμο = προαίσθημα

ούρτο = εμετός

ορδινιά = διαταγή

περικολόζικα = επικίνδυνα

πήε αλάδωτος = πέθανε γρήγορα, ή νέος

περ μάρε, περ τέρρα = με κάθε τρόπο

περμετάρω = επιτρέπω

παθαίνω τέρορ πάνικο

πρόντος = έτοιμος

περσίμουλο = μαϊντανός

ρεφόρτσο = βοήθεια

ρεκαμάδα = κεντημένα.

ρεβερίρω = σέβομαι

ρεμέντιο = θεραπεία, φάρμακο

ρεμούρο ή αρεμούρο = αρπαγή

ρούγκλα = μύξα

ρέμπελος = επαναστάτης

σκόντρα = συμπλοκή

σκοντραδούρα = σύγκρουση, κακοκαιρία

σίντακος = σύνδικος

συμπούρμπουλοι = όλοι μαζί

σέντσα μπούρλα = σοβαρά

σέντσα φίνε = συνεχώς, ασταμάτητα

σκοντραδούρα = αναποδιά

στρουμπάρα = αρρώστια των προβάτων

συλίντρεχες = βιαστικές

σούμπιτα = ξαφνικά και γρήγορα

σκοτισμάρα = ενόχληση

σαρτζέντες = λοχίας

σπούδα (με) = γρήγορα

σπία = ρουφιανιά

συνταορίζω = αναστατώνω

σπορκαδούρα = βρωμιά

σέστα = καμώματα

σοσπέτο = υπόνοια, υποψία / σοσπετάρω

σβιλάδος = απότομος και δυνατός

σκουτιά = ρούχα

σπανβεντάρω = τρομάζω

σύνυχτα = στο μέσο της νύχτας

τσελεμπρόζος = φημισμένος

τραϊτούρος = προδότης, ρουφιάνος

τουρλαπίπα = περίγελως

του bελάονε = των πελάγων

τέντα γρέντα = φαρδιά πλατειά

τόρτσα = δαυλός

τζιοβανέτσα = νεότητα

τζοβανέτος / τζοβενότο = νέος

τ’ ανάερα = όρθια

τσωπάω / τσωπαίνω

τσιγαρίζομαι = βασανίζομαι, τραβώ του λιναριού τα πάθη

τσιτσιρίζω = καψαλίζω, βασανίζω

τραμπουκέλλο = δωροδοκία

τζιέρα = όψη –προσώπου-

τσιλίχουρδα = εντόσθια

τερίμπιλο = φριχτό, αηδιαστικό

φαστίδιο = λιποθυμία

φόκο = φωτιά

φιδοφαγώνομαι = υποψιάζομαι

φάσκελο μονό ξεμυτιστό σε πιατελάκι = μούτζα όπου ο αντίχειρας μπαίνει ανάμεσα σε δείκτη και μέσο, και όλο το χέρι πατάει στην ορθάνοικτη παλάμη του άλλου.