(*) Με αφορμή την μεγάλη παρέλαση της Ιστορίας μας σήμερα, αυτή την εξέχουσα ημέρα για τον Ελληνισμό, αναρτώ ένα σύνολο αποσπασμάτων από το πλήρες έργο μου που έχει δημοσιευθεί στο «Μελετήματα για την Ελληνική Επανάσταση και την Επτάνησο», Εκδόσεις Οδύσσεια, 2021. Επειδή αποτελεί πρωτογενή μελέτη, παρακαλώ σε περίπτωση που αναδημοσιευθεί σύνολο ή μέρος να γίνεται αναφορά στο πρωτογενές κείμενο με αντίστοιχο διαδικτυακό σύνδεσμο (link).
Πάντα με προβλημάτιζε πώς μια χούφτα Έλληνες άοπλοι, χωρίς καμμιά εξωτερική βοήθεια, αποφάσισαν “να τα βάλουν” με την πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία και να απαιτήσουν την ελευθερία τους πληρώνοντας με την ίδια τη ζωή τους και τη ζωή των οικογενειών τους.
Μια μόνο περιγραφή, όπως αυτή του Φωτάκου στα «Απομνημονεύματα» αρκεί για να πληροφορηθούμε αρκετές πλευρές από την ηθική προπαρασκευή και εμψύχωση των παλληκαριών τον καιρό του Μεγάλου, πολυαίμακτου και πολύχρονου Αγώνα: «…Εβγήκεν [ο αρχηγός, ο Κολοκοτρώνης] εις το παραθύρι και δεν ημπορεί ν’ ακούση από τα τραγούδια και ταις φωναίς των στρατιωτών. Διότι εις όλα τα σπίτια είχαν χορούς και τραγούδια. Εκεί ευρήκαν κρασί καλό και πολλάς τροφάς, και δια τούτο εγλένταγαν… του είπεν ο Σπηλιοτόπουλος… ‘πριν φάγωμεν κάνεις καλά να τους ομιλήσης ν’ ακούσουν ότι ήλθες … αλλ’ επειδή δεν υπάρχει άλλος υψηλός τόπος να σε ακούσουν, ν’αναβής επάνω εις την σκέπην του σπιτιού να τους ομιλήσης’ … Από εκεί έβγαλε την βροντόφωνον φωνήν του… ο Ν. Σπηλιοτόπουλος του είπε κρυφά ‘αρχηγέ δια να τους κάμης να ξεμεθύσουν και να βάλουν βάρδιαις … ειπέ τους ότι έμαθες ότι οι Τούρκοι έχουν σκοπόν να φύγουν από το Άργος και ότι θα περάσουν από εδώ …, το οποίον και το είπεν. Αυτό ήτον όλως διόλου ψεύμα, και το εμεταχειρίσθη δια φόβισμα. … Τότε ο αρχηγός δεν έχασε καιρόν και ανέβη πάλιν εις την σκέπην του σπιτίου δια να τους ομιλήση και να τους εμψυχώση ‘Έλληνες’ τους είπε ‘σήμερα εγεννήθημεν και σήμερα θα πεθάνωμεν δια την σωτηρίαν της πατρίδος μας και δια την εδικήν μας. Ιδού τι πρέπει να κάμετε… σας το λέγω και τούτο ότι απόψε ήλθεν η τύχη της πατρίδος μας και μου είπεν ότι είμεθα νικηταί τόσον πολύ, όπου άλλην νίκην καλλιτέραν από την σημερινήν δεν εκάναμεν, αλλ’ ούτε θέλομεν κάνει. Έχω τόσην βεβαιότητα να σας ειπώ να μην πάρετε ούτε τα άρματά σας, δια να πάρωμεν των Τούρκων… Ο Άγιος Θεός μας τα έστειλε και είναι κελεπούρι δικό μας. Αύριον αυτήν την στιγμήν θα σας ιδώ όλους με τ’ άρματα των Τούρκων, με τ’ άλογά τους, λαμπροφορεμένους με τα ρούχα τους. Ο Θεός είναι με ημάς να μή σας μέλλη τίποτε’… εμαζώχθησαν οι στρατιώται και τους εξεκίνησε με τραγούδια και με χαραίς. Τους έκαμε να χλημηντρούν σαν βαρβάτα άλογα… Τας σημαίας του δε όλας είχε κατά σειράν εις την ράχην του βουνού, όπου ήταν όλα τα άλογα των καπεταναίων και αυτός ο ίδιος δια να φαίνωνται από τον εχθρόν. Οι ιερείς εδιάβαζαν παράκλησιν …».
Οι πατριωτικοί λόγοι και η κατήχηση τού οπλαρχηγού αναπτέρωσαν το ηθικό των μαχητών. Αυτοί, που βρίσκονταν σε αμηχανία, σε σαστιμάρα αρχικά, συνειδητοποιούσαν πως όφειλαν να αμφισβητήσουν οριστικά και αμετάκλητα την οθωμανική – τουρκική εξουσία. Γαλουχήθηκαν και μετατράπηκαν μαγικά σε σκληροτράχηλους υπερ-ήρωες. Η φοβερή δύναμη του τότε αγωνιστή -με τα χαρακτηριστικά τού ραγιά, του Έλληνα ραγιά-, μπροστά στη βέβαιη επίγνωση του αναπόφευκτου θανάτου, είναι βέβαιο πως δεν εξηγείται με καμμιά λογική. Με ποιόν τρόπο και ποιος λογικός άνθρωπος, έχων σώας τας φρένας, ορμά αυτός πρώτος να παλέψει με τον ανίκητο Θάνατο στου «Διγενή τ’ αλώνι»; Τι ποτίζει τον νού και την ψυχή του; Ποια δύναμη τού οπλίζει το χέρι; Είναι βέβαιο πως δεν χωρεί μια απάντηση. Αναντίρρητα είναι πολυσύνθετο αποτέλεσμα πολλών παραγόντων και συνισταμένων.
Ορμούσαν οι Έλληνες στη φωτιά γιατί εμπνέονταν από λόγια εθνοτικά, από στίχους, από μουσική, από ήχους και ιαχές πολέμου, κραυγές κι ουρλιαχτά κατανοητά και ακατάληπτα. Ορμούσαν στη φωτιά γιατί τα διαχρονικά βιώματα πόνου ακολουθούσαν σκοτεινούς δρόμους στις φλέβες, στα μηνίγγια, στα κύτταρα, κι από γενιά σε γενιά κουβαλούνταν στη μνήμη του σπέρματος, του αίματος, ταΐζοντας το ανεξέλεγκτο μίσος κατά της τυραννίας που καιροφυλακτούσε στις άκριες και δρούσε σαν αλλόκοτο κράμα κακού κ’αγαθού. Το μίσος, η αγανάκτηση, αυτά τα «κλειδιά». Τούς ήλεγχαν, τους νάρκωναν, τους καθοδηγούσαν δίνοντάς τους τις απαραίτητες υπερδυνάμεις για τέλεση πράξεων απανθρωπιάς και μεγαλείου, φρικαλεοτήτων και δικαιοσύνης –στα μέτρα μιας κοινωνίας τής οποίας τα πλαίσια είχε θέσει ο δεσπότης τύραννος που λεηλατούσε κατά τις ανάγκες του, εξανδραπόδιζε κατά τα συμφέροντά του, παλούκωνε κατά τις συνήθειές του-. Δίπλα στο μίσος υψωνόταν η εκδίκηση, η οργή, η απελπισία και ο φανατισμός που οι μεγάλοι οπλαρχηγοί του Αγώνα, γνώριζαν –οι ιεροί όρκοι της Φιλικής Εταιρείας είχαν ενεργήσει αποτελεσματικά- πώς να γονιμοποιούν και να τροφοδοτούν με αυτό τους πολυάριθμους συμπολεμιστές με τα τόσο, στα πρώτα στάδια, περιορισμένα όπλα και πολεμοφόδια-, να τους οδηγούν σε νικηφόρα πορεία –έστω κι αν αυτή μετεξελισσόταν σε τραγική ήττα-. Τα πάθη εντείνονταν από τους εξευτελισμούς που δέχονταν οι υποτελείς καθ΄ όλα τα πολυτάραχα χρόνια της δουλείας. Η προσβολή τής οικογένειας των Ελλήνων, της πίστης, της αξιοπρέπειάς τους, οι θύμισες των τόσων γεγονότων που είχαν καθέναν χωριστά συγκλονίσει γίνονταν κραυγές εκδίκησης ικανές να ποτίσουν τη τρομερή και ανεξέλεγκτη ζέση της δράσης της επίθεσης, της ανασύνταξης, της αντεπίθεσης, και να τους οδηγήσουν σε πεδίο μακελειών. Ορμούσαν οι Έλληνες στη φωτιά, στην κόλαση, σαν τους παλιούς πειρατές που πίστευαν βαθειά μέσα τους πως θα περάσουν από το λιωμένο σίδερο και δεν θα καούν. Θα τσουρουφλιστούν μεν, αλλά θα βγουν νικητές. Το σθένος μπροστά στον θάνατο, η παράτολμη κι άφθαστη γενναιότητα, κι η παράδοξη και μακάρια αδιαφορία για ζωή, -που σήμερα, όντας ελεύθεροι 200 χρόνια, την λέμε «απερισκεψία»-, απαντά σε στιγμές οργής, φορτισμένες με συγκίνηση, σε ανθρώπους συνδεδεμένους άρρηκτα με ψυχικούς δεσμούς θρησκευτικούς, ιδεολογικούς, πολιτικούς, ιερούς δεσμούς κοινού έθνους. Το εντυπωσιακό είναι πως οι στιγμές αυτές για το έθνος των Ελλήνων κράτησαν χρόνια. Τόσα όσα κι η Επανάσταση. Με τις λαμπρές νίκες. Τον ζοφερό εμφύλιο. Τις πανωλεθρίες, τις απογοητεύσεις, τα αδιέξοδα, την κατακόρυφη πτώση ηθικού. Κι ύστερα, κύκλος το μεθύσι της οργής, της απελπισίας, της ορμής, του πολέμου. Μέχρι να λάμψει το χαμόγελο της τελικής νίκης, της απόκτησης της ανεξαρτησίας (έστω κι αν ο δύσβατος δρόμος μόλις τότε ξεκινούσε για την ουσιαστική σύσταση Κράτους, αυτού του Κράτους που οι ίδιοι οι αγωνιστές δεν είχαν συνειδητοποιήσει καλά καλά. Επιπλέον, οι κοτζαμπάσηδες και οι λοιποί ηγεμόνες μικροπεριοχών δεν ήξεραν τι σημαίνει ‘κεντρική διοίκηση’ και πόσο αυτή η ‘κεντρική διοίκηση’ θα τους οδηγούσε σε ακραίες ενέργειες καθώς θα εναντιωνόταν στα μέχρι τότε δεδομένα τους, στα εδραιωμένα συμφέροντά τους, και στις κρυφές επιθυμίες τους. Η δολοφονία του μεγάλου Καποδίστρια είναι άλλωστε το πιο τρανό παράδειγμα).
Τους συνέπαιρναν τα κατορθώματα των συγκαιρινών τους που σταδιακά προσετίθονταν το ένα δίπλα στο άλλο. Τους αναπτέρωνε το ηθικό η παρουσία των αδελφών τους Επτανησίων, -κι αργότερα και άλλων Ελλήνων και μη- που αν και ζούσαν σε διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, εντούτοις, η κοινή εθνική ιδέα αυτόματα έθετε τούς πάντες στην υπηρεσία των δικών της στόχων: στον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα. Νίκες φλόγιζαν το πάθος τους. Τους οδηγούσε ένας Κολοκοτρώνης, ένας Καραϊσκάκης, ένας Μακρυγιάννης, ένας Υψηλάντης. Ένας Κανάρης στη θάλασσα. Ενέπνεαν ανδρειοσύνη, στοιχείο εκ των ουκ άνευ για πατριωτική ανάταση ψυχής. Οι μεγάλοι οπλαρχηγοί του Αγώνα διακήρυσσαν πως είχαν το δίκαιο με το μέρος τους, πως ο Θεός ήταν μαζί τους.
Η κεφταρματολική παράδοση είχε δικούς της κανόνες και τρόπο ζωής. Την τιμητική τους είχαν και τα επικίνδυνα παιγνίδια – ασκήσεις – προκλήσεις, αυτά που έφταναν στα ύψη την αδρεναλίνη και έθεταν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των συμμετεχόντων.
Η δημοτική ποίηση / τραγούδι ήταν αυτή που εκστασίαζε τους πολεμιστές του Αγώνα, και που διέσωσε κάποιες από τις ηρωϊκές ιστορικές μας σελίδες, κάποιες από τις θρυλικότερες μάχες της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας, κάποιες από τις τραγικότερες σφαγές και συνταρακτικότερες ωμότητες που έγιναν ποτέ. Οι παραδόσεις και τα έθιμα που επαναλαμβάνονταν με ιερό σεβασμό με το γύρισμα των εποχών, η θεία γλώσσα η Ελληνική που ποτέ δεν έπαψε να μιλιέται, οι χοροί που υμνούσαν τη φύση, την οικογένεια, τον έρωτα, που καλλιέργησαν -εσκεμμένα ή μη- την κρυφή επιθυμία για ελευθερία, τα τραγούδια του λαού-καλλιτέχνη, αυτοσχέδια όλα, από μνήμης, που ψέλλιζαν τα χείλη των Ελλήνων σε καιρούς ψεύτικης ή μη ειρήνης, αλλά και πολέμου, ακόμη και το κρασί, το φαγητό, κι ο καπνός συνοδευτικά όλα των κοινών τραπεζιών χαράς ή θλίψης, πανηγυριώτικων ή τα άλλων, όλα αυτά μαζί συντήρησαν με σεβασμό στους αιώνες την Ελληνικότητα.
Χοροί, τραγούδια, καλό κρασί, φαγητό, γλεντοκόπι από βραδύς. Και τη μέρα της μάχης, λόγοι εμψυχωτικοί, ανάταση ψυχής, τακτική πολέμου, βεβαιότητα νίκης –«δεν χρειάζεσθε όπλα, γιατί θα τα πάρετε από τον Τούρκο»- τραγούδια, χαρές, ακράτητος ενθουσιασμός, βαθειά θρησκευτική πίστη, και εικόνες παραπλάνησης για τους εχθρούς. Έτσι ετοιμάζονταν οι μαχητές. Κι αμέσως ρίχνονταν στον πόλεμο.
Ο κόλαφος και οι βρισιές προς τους Τούρκους, ήταν συνηθισμένες ενέργειες που αναπτέρωναν το ηθικό. Η μεγαλύτερη προσβολή ήταν να κατηγορήσεις τα γένια τους. Και ως ήταν εύλογο, τις βρισιές και τις προσβολές (ένθεν κακείθεν δηλαδή) ειπωμένες από βροντερές και ηχηρές φωνές, τις συνόδευαν κραυγές, ουρλιαχτά κι ορυμαγδός από κανονιές. Ο εμπαιγμός και η ειρωνεία κατά των εχθρών ήταν παράγοντες που συνέβαλαν στην εξύψωση του ηθικού και του θάρρους των πολεμιστών. Αλλά κι η θικτική συμπεριφορά στα πρόσωπα των ιδίων συμπολεμιστών δρούσε καταλυτικά.
Ο ψυχολογικός τομέας κατείχε πάντα πρωτεύοντα ρόλο. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα ψέματα, τεχνάσματα, στρατηγήματα συδαύλιζαν τη νίκη. Πάντα οι καπεταναίοι –κι οι φύλακες των λαβάρων- όταν πληγώνονταν –ή χειρότερα, όταν σκοτώνονταν- στον πυρετό της μάχης, αποσύρονταν κρυφά, μη και διαδοθεί ο τραυματισμός τους, απογοητευθεί και πανικοβληθεί το στράτευμα και τραπεί σε άτακτη φυγή.
Ο Έλληνας, μόνον σε πίεση κάθε μορφής, ενεργοποιείται δυναμικά. Το πνεύμα γεννά, ο νους συνθέτει, το μυαλό εφευρίσκει. Σχέδια παραπλάνησης του εχθρού ήταν σε καθημερινή βάση. Σχεδόν πάντα ανέβαζαν στα υψώματα τα άλογα και τους στρατιώτες αραιά τον έναν από τον άλλο και κουνούσαν όσα περισσότερα βάτα μπορούσαν για να ξεγελούν τον Τούρκο, ενώ η βροντερή φωνή των αρχηγών, αντιλαλούσε στα όρη, πολλαπλασίασε τον τρόμο διαλύοντας το ηθικό των αλλόπιστων που οργανωτικά και αριθμητικά ήταν υπέρτεροι.
Οι πονηριές ενίσχυαν ακόμη και την πίστη για νίκη. Ο φόβος είχε το δικό του μερίδιο για την επίτευξη του σκοπού. Φόβιζε κι ο ήχος των τουφεκιών κι άλλαζε την ψυχολογία των αγωνιστών. Βία και ωμότητες ακολουθούσαν το αποτέλεσμα κάθε μάχης και εκδηλώνονταν με σφαγές αιχμαλώτων, πυρπόληση εκκλησιών, παραδειγματικές δολοφονίες κληρικών και μοναχών, επιθέσεις κατά αμάχων, βιασμούς και λεηλασίες.
Τα χρόνια τότε ήταν σκληρά. Σφαγές, ωμότητες ήταν σε καθημερινή διάταξη. Βίαιες, αιμοσταγείς και κτηνώδεις επινοήσεις δολοφονιών δεν ήταν μόνον από την πλευρά των Τούρκων όταν κατακρεουργούσαν Έλληνες αιχμαλώτους –υπάρχει σειρά σχεδίων εποχής που απεικονίζουν οδυνηρότατους τρόπους θανάτου-, αλλά και από την πλευρά των επαναστατών. Οι ενέργειες αυτές είχαν σκοπό αφ’ ενός μεν να εκφοβίσουν τους εχθρούς, αφ’ ετέρου δε να εγκαρδιώσουν -μέσω βίας- τους συμπολεμιστές. «… είχα εκτελεστική δύναμη εις την επαρχία, και όποιος έφευγε από το στρατόπεδο, τον έπιαναν, τον έδεναν, και τον έστελναν οπίσω, του έκαιγαν το σπίτι» ομολογεί ο Κολοκοτρώνης και φώναζε: «Θάνατος στους προσκυνημένους». Έτσι κάθε εν δυνάμει προδότης ήξερε το ατιμωτικό τέλος που τον περίμενε και εκών άκων συντασσόταν πίσω από τον αρχηγό.
Οι ασύλληπτες βιαιότητες δεν ήταν μόνον έναντι των εχθρών και των προδοτών κάθε ράτσας, αλλά κι έναντι των ίδιων των εαυτών τους. Ας μην ξεχνάμε την Αραπίτσα, τον Ζάλογγο, την έξοδο του Μεσολογγίου όπου οι μανάδες αφού πότισαν τα παιδιά τους με αφιόνι, τα έριχναν στα πηγάδια για να περάσουν από τον ύπνο στον θάνατο «ανώδυνα». Λέει ο Κολοκοτρώνης: «Όταν εις τον πόλεμο ελαβώνετο κανένας βαρέως και δεν ημπορούσαν να τον πάρουν, τον εφιλούσαν κι έπειτα του έκοφταν το κεφάλι. Το είχαν εις ατιμίαν, οπού οι Τούρκοι να πάρουν το κεφάλι του». Αυτές οι πράξεις επιβάλλονταν σε άκρως συγκινησιακή, δαντική ατμόσφαιρα, από την άκρατη απελπισία που μοιάζει βέβαιος παραλογισμός για όλους εμάς σήμερα. Γιατί, αυτές οι φοβερά τραγικές δοκιμασίες, αντί να τους κάνουν να υποχωρούν, τόσο τους εμπότιζαν με δύναμη, με εκδικητικό μίσος, και ορμούσαν στην κόλαση με άμετρο δυναμισμό, εμψυχωμένοι, γίγαντες ίδιοι, οπλισμένοι με ψυχισμό που τους ‘έντυνε’ σαν αστακούς.
Ο εμποτισμός των στρατιωτών με ιδέες πως είχαν υπέρμετρες δυνάμεις κι ήταν άτρωτοι, είχε θεαματικά αποτελέσματα. Η αναγνώριση της αξιοσύνης προσήλκυε πολλούς μιμητές. Ο Μάρκος Μπότσαρης έλαβε από την κυβέρνηση δίπλωμα στρατηγού για την υπηρεσία του στη σωτηρία του Μεσολογγίου κατά την πρώτη του πολιορκία. Όμως, η κυβέρνηση, επειδή φοβήθηκε μήπως η δύναμη του Μπότσαρη, υπερβεί τα εσκαμμένα, απέστειλε ίδια διπλώματα σε πολλούς, ικανούς κι ανίκανους. Για να αποδείξει όμως ο Μπότσαρης πως η αξιοσύνη, η ισότητα μπροστά στο βόλι, κι η ομόνοια ήταν αυτές που μετρούσαν στο πεδίο πολέμου, έσκισε λίγο πριν τη μάχη στο Καρπενήσι, μπροστά στους αγωνιστές του, το δίπλωμα στρατηγίας λέγοντας πως, άξιοι είναι αυτοί που παίρνουν δίπλωμα μπροστά στον εχθρό.
Οι Έλληνες ήταν βαθειά Ορθόδοξοι. Ο θρησκευτικός ζήλος, η πίστη στα θεία ήταν ριζωμένα στο είναι τους, κι ήταν αυτά που τους έδιναν δύναμη να αναμετρώνται με ισχυρότερους αριθμητικά και οπλικά εχθρούς από αυτούς. Ο παράγοντας της θρησκευτικής αντίθεσης μεταξύ Ρωμηών και Τούρκων ξυπνούσε φανατισμό και μίσος. Ένθεν κακείθεν.
Η Εκκλησία έπαιξε διαχρονικό και πρωταρχικό ρόλο όλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας στη διαφύλαξη της Ορθοδοξίας η οποία είχε να αντιμετωπίσει δυο κινδύνους: ο ένας ήταν από την Ανατολή, η επεκτατική δυναμική του Ισλάμ και ο άλλος από τη Δύση, η ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική προπαγάνδα. Δεν αλλαξοπίστησαν οι υπόδουλοι Ρωμηοί, αλλά ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη τους κι ενδυνάμωσαν –εκόντες άκοντες- τη θρησκευτική και εθνική συνείδησή τους, καθώς δρούσαν μαζί με κληρικούς και μοναχούς που παρευρίσκονταν στις συνελεύσεις, στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, στις μάχες, αλλά και νεομάρτυρες που αρνήθηκαν πεισματικά να υποταχθούν στον κατακτητή, αψήφησαν απειλές, βασανιστήρια, θάνατο, και προτίμησαν τη θυσία και το μαρτύριο, κάνοντας τους εαυτούς τους λαμπρά παραδείγματα.
Κάθε αγωνιστής είχε το δικό του φυλαχτό. Υλικός κι υπερβατικός κόσμος μαζί. Σωμάτιο, απτή παράκληση για θεϊκή μεσολάβηση, συνδετικός κρίκος πίστης και ζωής, ευλάβειας και πραγματικότητας, ικανοποιούσε ψυχολογικά, αλληλοδρούσε μεταξύ θείου και κοσμικού, είχε δυναμική ασύλληπτη, και μέσω του υλικού κόσμου παρείχε ακράδαντα προστασία και καλή τύχη. Απλοϊκό ή μη, πάνινο, ασημένιο, διακοσμημένο με σαβάτι, περιέκλειε κειμήλια, ιερά υλικά και ήταν αγιασμένο, προστατευτικό έναντι κάθε κακού. Πίσω από την όποια εξωτερική του μορφή, το φυλαχτό προσέφερε στον ιδιοκτήτη του συναισθηματική ασφάλεια, για αυτό και αποκτούσε βαρύτητα. Πάντα, στις μάχες, ένα φιλί στο άγιο φυλαχτό, ένα σφιχτοκράτημά του πριν το πιάσιμο του τουφεκιού, ένα ψηλάφισμα στη δυσχερή στιγμή, θωράκιζε τον αγωνιστή, και τον έκανε άτρωτο κι άφοβο μπρος στα θανατερά βόλια.
Οι Έλληνες φοβούνταν τις κατάρες, πίστευαν σε προφητείες, η δύναμη των οποίων –όταν πραγματώνονταν- ήταν αδιανόητη, ήταν στην πλειοψηφία τους προληπτικοί και δεισιδαίμονες –η εποχή γενικώς συντηρούσε αυτές τις παρεκκλίσεις του θρησκευτικού συναισθήματος-. Παλαιότατες δοξασίες που είχαν επιβιώσει, βρήκαν «έδαφος» μέσα στον ψυχισμό των υπόδουλων, των αδύναμων, μέσα στην ανάγκη τους να διώξουν την «κακή μοίρα» κι έπρεπε να διασκεδάσουν τον φόβο που οι ισχυροί μουσουλμάνοι τούς είχαν καλλιεργήσει μέσω χρόνιων ταπεινώσεων.
Ο υπέρμετρος αριθμός νεκρών και τραυματιών Τούρκων –κι Οθωμανών ευρύτερα- που έμεναν πίσω σε κάθε μάχη συγκριτικά με τους αντίστοιχους Έλληνες, έδιναν φτερά στην παλληκαροσύνη των δεύτερων, έστω κι αν ήταν αυτοί κάποιες φορές οι ηττημένοι. Κάθε νίκη τους όμως έκρινε την τύχη του Έθνους, αντιστάθμιζε τις αποτυχίες τους, κλόνιζε την πεποίθηση περί του αήττητου των Τούρκων, των Τουρκοαιγυπτίων, των Τουρκαλβανών που θεωρούσαν τον Έλληνα ραγιά ταπεινό, όπως η νίκη στο Βαλτέτσι (12-13/5/1821), στο Λάλα (9-13/6/1821), στην Τριπολιτσά (23/9/1821), στα Δερβενάκια (26/7/1822), στους Μύλους (13/6/1825), στην Πέτρα (12/9/1829).
Σε αυτόν τον κύκλο προετοιμασίας δεν θα πρέπει να παραλείψω να αναφέρω και τις παρακινήσεις για λεηλασία, για πλιάτσικο όπου συμμετείχαν ακόμη και οι γυναίκες, όπως μας πληροφορεί ο Κανέλλος Δεληγιάννης. Η λεηλασία όμως δεν αφορούσε μόνον στα κινητά, αλλά επεκτεινόταν και στα ακίνητα.
Πολλές φορές δυο μη συγγενείς για να εδραιώσουν και να συγγενικοποιήσουν τους ψυχικούς δεσμούς που τους έφεραν κοντά, ένωναν τα αίματά τους σε μια ιδιαίτερη τελετουργία, έδιναν όρκο, ιερή υπόσχεση και έτσι γίνονταν αδελφοποιτοί για όλη τους τη ζωή. Η ευλογία της Εκκλησίας επισφράγιζε την τελετή αυτή μέσω των Θείων, ενώ το πλούσιο φαγοπότι που ακολουθούσε μαζί με το ξεφάντωμα, έκλειναν τον ιερό κύκλο του θεσμού αυτού, επισημοποιώντας και διαδίδοντας τη σχέση των δυο, με χαρά, τραγούδι και μουσική. Με την αδελφοποίηση -παλαιότατο έθιμο- δυο άτομα γίνονταν πνευματικά αδέλφια, κι έδιναν υπόσχεση φιλίας, προστασίας, αλληλεγγύης, πίστης, αγάπης. Τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά κυρίως αυτά του Αγώνα, ο δεσμός της αδελφοποιίας είχε μεγάλη διάδοση, γεγονός που είχε αντανάκλαση στον ψυχισμό των αγωνιστών που γίνονταν «λιοντάρια ίδια» για να υπερασπιστούν τον αδελφοποιτό τους μέσα στη φωτιά της μάχης, στην αγωνία της πολιορκίας, στον πυρετό της οποιασδήποτε σύγκρουσης. Ο ιδιαίτερος σκοπός αυτής της συγγένειας, μέσω των δυο αδελφοποιτών, έφερνε κοντά τις οικογένειες, συμπαρίστατο η μια στην άλλη στις ανάζερβες στιγμές της ζωής και του πολέμου, και πολλές φορές οι σχέσεις αυτές ήταν ισχυρότερες από τις εξ’ αίματος αδελφικές.
Η σταδιακή απόκτηση όπλων και πολεμοφοδίων, έδωσε δύναμη στους αρχικά άοπλους επαναστατημένους. Η πολύχρονη σκλαβιά, οι ταπεινώσεις κι οι εξευτελισμοί, η οικονομική δυσπραγία και πείνα, αφόπλισαν τους Ρωμηούς διαχρονικά. Τα πρώτα τους όπλα ήταν τσεκούρια, ξινάρια, ρόπαλα, μαχαίρια, πριόνια, δρεπάνια, ακόμη και γκλίτσες. Μετά από τις πρώτες νικηφόρες συγκρούσεις με τον αλλόθρησκο αντίπαλο, οι Έλληνες έφεραν συνήθως ένα ζευγάρι πιστόλες με κοντή κάννη, με πυριτόλιθο (τσακμακόπετρα), κι ένα γιαταγάνι στερεωμένα στη δερμάτινη ζώνη τους (σελάχι) και δυο μικρές, ασημοσκαλισμένες κυρίως, θήκες για τα φυσίγγιά τους (παλάσκες). Όχι δε σπάνια είχαν κι ένα εμπροσθογεμές πυροβόλο, το μουσκέτο ή ένα μακρύ τουφέκι με πλήθος δακτυλίδια επάνω του και κάννη που κατέληγε σε ίσιο κοντάκι. Όταν δε οι αγωνιστές αποκτούσαν ασημένια ή μαλαμοκαπνισμένα όπλα, είχαν και χρυσοκέντητη φορεσιά, γιατί τα όπλα τα είχαν κερδίσει στη μάχη, θεωρούταν σπουδαίοι ως εκ τούτου και το ηθικό τους ήταν υψηλό.
Η ταχύτητα, ο αιφνιδιασμός, ο κλεφτοπόλεμος -πόλεμος της φθοράς-,οι αποστολές παρενόχλησης, η εξοικονόμηση δυνάμεων ήταν προσόντα της ορθής στρατηγικής του ιδιοφυούς Αρχιστράτηγου του Αγώνα, αλλά και τόσων άλλων ισάξιων οπλαρχηγών. Τα ελάχιστα όπλα που είχαν τον πρώτο καιρό οι ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις –που αρχικά βασίζονταν στο κλεφταρματολίκι και στους μπαρουτόμυλους της Δημητσάνας-, με την πάροδο του χρόνου πολλαπλασιάστηκαν, κι έφτασαν σιγά σιγά να αποθηκεύονται σε οπλοστάσια, όπως στο μεγάλο του Ναυπλίου (ιδρύθηκε το 1825 από τον Arnault), και σε αυτά της Μεθώνης, του Ναυαρίνου, της Κορίνθου, της Μονεμβασίας, του Ρίου, του Αντιρρίου, του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας, του Ευρίπου. Η ύπαρξη αυτών των οπλοστασίων, παρείχε ασφάλεια στους εξεγερμένους πολεμιστές και τους απομάκρυνε από την αβεβαιότητα, την αταξία και την ρευστότητα φέρνοντάς τους κοντύτερα στην επίτευξη στόχων.
Οι μάχες χωρίς αμφιβολία, συνοδεύονταν από σιτοδείες και επιδημίες. Ο πόλεμος εμπόδιζε τους γάμους και την γεννητικότητα, αύξανε τις ωμότητες, τη βία, τη θνησιμότητα, ερημώνονταν περιοχές, πλήγονταν οι παραγωγικές δυνάμεις, αφανίζονταν νοικοκυριά, εξαφανίζονταν ζωντανά. Χρειάζονταν χρόνια για να συνέλθει η γη από τις συνέπειες της καταστροφής και της αιματοχυσίας. Χρειάζονταν χρόνια για να συγκροτηθεί εθνικό κράτος, ενιαίος διοικητικός φορέας, για να ανασυγκροτηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις και να ορθοποδήσει η παραγωγή. Κι όλα αυτά επετεύχθησαν. Με θυσίες, θανάτους, απογοητεύσεις, δισταγμούς, διλήμματα. Αλλά έγινε τελικά το Θαύμα που υψώθηκε ανάμεσα στην αυτοκρατορική απολυταρχική Ευρώπη και στη δεσποτική Οθωμανική Αυτοκρατορία: αυτό που λέμε σήμερα –και το θεωρούμε αυθύπαρκτο και αυτονόητο- «Ελληνικό Κράτος». Για αυτό, κανένας Έλληνας στα πεδία των μαχών δεν πέθανε άδοξα. Κι οι επώνυμοι πρωταγωνιστές του Μεγάλου Αγώνα που έχουν μνημειοποιηθεί, δίκαια έχουν πάρει μυθικές διαστάσεις, και ακόμα πιο σωστά, οι όποιες αστοχίες, τα όποια λάθη κι ελαττώματά τους, μικρά ή μεγάλα έχουν συγχωρηθεί από το τρανό αποτέλεσμα, από την Ιστορία, από την αιωνιότητα την ίδια.