22/01/1944: Απόβαση στο Άντζιο! Η συμμετοχή του ελληνικού ΠΝ

Ο αντίκτυπός τους στη θάλασσα ήταν προφανής. Η έντασις στις μεταφορές έφθασε στο κατακόρυφο. Στρατός και παντοειδή υλικά, ενισχύουν το μέτωπο της Ιταλίας, ενώ οι Γερμανοί γίνονται σκληρότεροι στις αεροπορικές τους επιθέσεις στη θάλασσα.

Για τη μεταφορά στρατιωτικών μονάδων, χρησιμοποιούνται τώρα και πολεμικά πλοία, που λόγω της μεγάλης τους ταχύτητος, μπορούσαν να μετακινούν γρήγορα επίλεκτες μονάδες. Πολλές φορές στις νηοπομπές μετεφέροντο επίσης στρατεύματα και υλικά όχι μόνον με εμπορικά πλοία της νηοπομπής αλλά και με τα συνοδά πολεμικά της.

Τα εχθρικά αεροδρόμια και οι βάσεις των γερμανικών υποβρυχίων απέχουν ελάχιστα από τις θαλάσσιες γραμμές ανεφοδιασμού των συμμάχων. Αλλ’ ο έλεγχος της Μεσογείου έχει αρχίσει να κερδίζεται. Οι σύμμαχοι είναι σε θέση να κάμπτουν κάθε εχθρική αντίσταση στη θάλασσα και να ανεφοδιάζουν κανονικά τις μαχόμενες δυνάμεις τους στη ξηρά.

Μέσα σ’ αυτή τη γενική κατάσταση των πολεμικών επιχειρήσεων, αποφασίζεται η αποβατική επιχείρησις στη περιοχή του ‘Αντζιο μεταξύ Νεαπόλεως και Ρώμης. Αντικειμενικός σκοπός ετέθη η υπερκέρασις των γερμανικών δυνάμεων του μετώπου βορείως της Νεαπόλεως και η κατάληψις της Ρώμης από τις δυνάμεις που θα απεβιβάζοντο στο ‘Αντζιο.

Η αποβατική επιχείρησις ωρισθεί από το ανώτατο συμμαχικό επιτελείο για την 22α Ιανουαρίου 1944.

Ανύποπτο το αντιτορπιλικό ΚΡΗΤΗ για τα όσα σχεδιάζονται, προσεγγίζει τη παραμονή του Νέου Έτους στη Μάλτα. Μια χωρίς προηγούμενο καταιγίδα σαρώνει το ερειπωμένο και μαρτυρικό αυτό νησί, και η είσοδος στη Βαλέττα, τον μεγάλο αυτό ναύσταθμο της Μεσογείου, είναι προβληματική. Αλλά στο πόλεμο τα προβλήματα αυτά ούτε καν λογαριάζονται. Η διαταγή είναι σαφής. Είσοδος στη Μάλτα, παραλαβή τμήματος του επιτελείου Διοικήσεως μιας Βρετανικής ταξιαρχίας και αναμονή, σε άμεση ετοιμότητα.

Οι πλέον αισιόδοξοι σκέφθηκαν ότι η επιμονή των ‘Αγγλων να μπούμε στο ημικατεστραμμένο αυτό λιμάνι, λίγο πριν βραδιάσει, ωφείλετο στην προσπάθειά τους να μας εξασφαλίσουν τη παραμονή της πρωτοχρονιάς μια ξένοιαστη, όσο έπαιρνε, νύχτα. Οι πιο λογικοί όμως το απέδωσαν στην ωμή πραγματικότητα. Να μπούμε όσο γίνεται πιο γρήγορα για να φύγουμε πάλι όσο γίνεται πιο γρήγορα…

Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, κι ενώ η βροχή κι ο αέρας λυσσομανούσαν, το ΚΡΗΤΗ βρίσκεται παραβεβλημένο σε μια ημικατεστραμμένη προβλήτα στην είσοδο μεγάλης μονίμου δεξαμενής. Ανακούφισις. Τα στοιχεία της φύσεως που συνεμάχησαν εναντίον μας, δεν μπορούσαν πια να μας βλάψουν. Τουλάχιστον όσο είμαστε στη προβλήτα.

Μέχρι τις 9 το βράδυ η επιβίβαση είχε τελειώσει. Βρετανοί αξιωματικοί με τα σακίδιά τους, τα όπλα τους και τους ασυρμάτους τους… κατέλαβαν το καράβι. Η ελληνική φιλοξενία επέβαλε την έξωσή μας από τα κρεβάτια μας και την παραχώρησή τους.

Ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας και ευφορίας επεκράτησε, ενισχυομένη από την βεβαιότητα πλέον πως την παραμονή του Νέου Χρόνου θα την συνεορτάσουμε αλά ελληνικά. Και ήδη ο μάγειρας είχε αρχίσει να προπαρασκευάζει τα απαραίτητα αγγλοελληνικά φαγητά. Κάποιος προσεφέρθη να κάνει την πίτα…

Επειδή είχα βάρδια αξιωματικού φυλακής, ένας σηματωρός Εγγλέζος, που είχε έρθει με μια μοτοσικλέτα, μούσκεμα από την βροχή, ανέβηκε στο καράβι και αφού μου ευχήθη καλή χρονιά, μου παρέδωσε δύο φακέλους. Με μια ματιά κατάλαβα. Ο ένας έφερε την γνωστή σφραγίδα: Να ανοίξει μετά τον απόπλουν. Ο άλλος είχε ένα λακωνικό σήμα: Αποπλεύσατε άμα λήψει.

Έδωσα τα σήματα στον Κυβερνήτη, ο οποίος ψυχρά μου απάντησε: Εις τάξιν απάρσεως. Τη διαταγή τη διεβίβασα με τον συρικτή και τα μεγάφωνα, σ’ όλο το πλοίο. Κύμα κατήφειας και ανήσυχης σιωπής κατέλαβε τους πάντες. Σ’ ένα λεπτό το καλύτερο όνειρο που είχε γίνει σχεδόν πραγματικότης, δηλαδή ένα καλό φαγητό, κι ένας ύπνος ξένοιαστος σ’ ένα ακίνητο και ζεστό κρεβάτι, ακούγοντας τον αέρα και την βροχή να σφυρίζουν, έσβυσε.

Οι ‘Αγγλοι βλέποντας όλη αυτή την φασαρία, που αναγκαστικά προκαλεί ο άμεσος απόπλους ενός πλοίου, συγκεντρωθηκαν σε μια γωνιά και διερωτώντο τι ακριβώς συμβαίνει. Με σοβαρό ύφος τους εξήγησα και τους υπέδειξα να κατέβουν στο καρρέ των αξιωματικών ή στα δωμάτιά τους για να μην τους πάρει η θάλασσα. Ενθυμούμαι σαφώς κάποιον που περνώντας δίπλα μου, μου μουρμούρισε: Κάποιοι πρέπει να τελειώσουν αυτόν τον πόλεμο! Ήταν τόσο βαρύθυμος και κουρασμένος που δεν σκέφθηκα ούτε και βρήκα να του πω τίποτα.

Βγαίνοντας από το λιμάνι ανοίξαμε το φάκελο.

Έλεγε: Ευτυχές και νικηφόρο το 1944. Συναντήσαμε νηοπομπήν εις Κέϊπ Μπον προς ανατολής ηλίου και πλεύσατε Νεάπολιν. Το Κέϊπ Μπόν απείχε 150 μίλια. Οι ώρες που είχαμε μπροστά μας ήταν οκτώ.

– Στροφαί 200 (ταχύτης 20 κόμβοι) πορεία 300, λέει ο Κυβερνήτης μόλις το πλοίο με μύριες δυσκολίες βγήκε από το λιμάνι. Προσθαλασσούμενο και αποθαλασσούμενο και πάλι το ΚΡΗΤΗ μπήκε στο 1944, σκεπασμένο από νερά τόσο τ’ ουρανού όσο και της θάλασσας.

Οι πίτες και τα κατσαρολικά του πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού πηγαίνουν από τη μια γωνιά στην άλλη και οι φιλοξενούμενοί μας ‘Αγγλοι είχαν ξαπλώσει στα πατώματα φαρδείς – πλατείς και καμιά δύναμις δεν μπορούσε να τους μετακινήσει.

Όταν τελικώς φθάσαμε στην Νεάπολη και κάποιο πλωτό μέσο ήρθε να τους παραλάβει τσακίστηκαν να μπουν και να φύγουν. Κι όταν βγήκαν στην ξηρά φίλησαν το χώμα και μας παράγγειλαν ότι προτιμούσαν τον θάνατο στη στεριά παρά την επιβίβασή τους ξανά στο πλοίο. Εμείς πάντως προτιμούσαμε το αντίθετο κι εκάναμε ό,τι μπορούσαμε για να περάσουν καλά. Τι φταίγαμε εάν οι συμπατριώτες τους μας διέταξαν να φύγουμε με καταιγίδα, παραμονή του Νέου Έτους; Θα χανόταν ο πόλεμος για μια μέρα; Ή μήπως στον πόλεμο όλες οι μέρες είναι το ίδιο;

Η Νεάπολις απείχε από το μέτωπο μόλις 50 χιλιόμετρα και βρισκόταν σε τρομακτική κατάσταση. Πυρπολημένη, ναρκοθετημένη, χωρίς ρεύμα και νερό. Η επικοινωνία με την ξηρά ούτε επιτρέπεται, ούτε όμως είναι δυνατή. Συνεχείς αεροπορικοί συναγερμοί και υπόκωφες εκρήξεις την έχουν μεταβάλλει σε πρώτη γραμμή του μετώπου.

Ασυνήθης έντασις επικρατεί και στη θάλασσα. Ατελεύτητες περιπολίες μέσα σε καταιγίδες, μας αναμένουν γύρω από το ειδυλλιακό Κάπρι, που την εποχή εκείνη ήταν ένα απομονωμένο νησάκι με πολλούς πολιτικούς εξόριστους και πρόσφυγες όλων των εθνικοτήτων.

Ο Ζεύς όμως φρόντισε και για μας. Οι προστριβές του με την Αλκυόνη κατέληξαν στη συμφωνία, η μεν Αλκυόνη να γεννά μέσα στον άγριο χειμώνα, ο Ζεύς όμως από μεγαλοψυχία να της χαρίζει 15 περίπου μέρες καλοκαιρία για να επωάσει τ’ αυγά της. Έτσι λοιπόν από τις 10 Ιανουαρίου οι Αλκυονίδες έσπασαν τη μανία του χειμώνα και για 15 μέρες, μπονάτσα σκέπασε τις αγριεμένες θάλασσες της Ιταλίας. Ο Ζεύς τήρησε την υπόσχεσή του τον Ιανουάριο του 1944.

Αλλά κι ένα άλλο στοιχείο της φύσεως συνεμάχησε μαζί μας την εποχή εκείνη. Ήταν ο Βεζούβιος, που τον χειμώνα του 1944 ήταν σε έξαρση. Τεράστιες φλόγες και καπνό ανέδιδε συνεχώς όλο τον χειμώνα το ηφαίστειο, μέχρις ότου εξερράγη, το καλοκαίρι του 1944. Αλλ’ οι φλόγες του την νύκτα ήταν το καλύτερο ναυτιλιακό βοήθημα. Ο δίαυλος της Νεαπόλεως ξεκινούσε από το Κάπρι και έχοντας κατάπρωρα με πορεία Βορρά τον Βεζούβιο, είχες εκατό τοις εκατό ασφάλεια ότι το πλοίο βρισκόταν μέσα σ’ αυτό τον επικίνδυνο δίαυλο, μήκους περίπου 20 μιλίων. Έτσι οι αναγκαστικές νυκτερινές αλλά και ημερινές με ομίχλη έξοδοι και είσοδοι από τη Νεάπολη, ήταν σχετικά πολύ εύκολες.

Στις 15 Ιανουαρίου μία πολύ μεγάλη δύναμις αποβατικών γεμάτη στρατεύματα βγαίνει από τη Νεάπολι. Προσκολλούμεθα σ’ αυτήν έξω από το Κάπρι, με πολλά άλλα αντιτορπιλικά αμερικανικά και αγγλικά. Μακριά μας διακρίναμε στη συνοδεία και το ελληνικό αντιτορπιλικό Θεμιστοκλής.

Πάνω από 200 καράβια και πολλά αεροπλάνα που μας κάλυπταν, αποτελούσαν την αρμάδα. Σε λίγες ώρες η αποβατική δύναμις στρέφει προς μεγάλη μας έκπληξη νοτιοανατολικά και γύρω στα μεσάνυχτα παίρνει πορεία για το Σαλέρνο.

Χειμωνιάτικη μπονάτσα με καθαρό ουρανό διευκολύνει όλη αυτή τη κίνηση. Παρ’ όλα αυτά, πλήρες κομφούζιο επεκράτησε. Η δοκιμαστική αυτή αποβατική επιχείρηση, διότι περί δοκιμαστική επρόκειτο, φαίνεται ότι δημιούργησε πολλά ερωτηματικά για την επιτυχία μιας πραγματικής.

Βγήκανε πάντως και πολλά χρήσιμα συμπεράσματα. Όλ’ αυτά συνεζητήθηκαν σε πολύωρη σύσκεψη που ακολούθησε. Καμιά νύξη περί επικειμένης αποβάσεως. Απλώς συμπεράσματα και διδάγματα.

Το πρωί όμως της 20ης Ιανουαρίου ένας ογκώδης φάκελος παρεδόθη προσωπικώς στον Κυβερνήτη, που αφού τον διάβασε μας κάλεσε και μας ανακοίνωσε ότι σε 36 ώρες θα γίνει αποβατική επιχείρησις στο ‘Αντζιο.

Στο ΚΡΗΤΗ ανετέθη ένα δύσκολο κι επικίνδυνο έργο. Έμελλε να διασπάσει την ναρκοθετημένη περιοχή, όπως τουλάχιστον εμφανιζόταν στους χάρτες, να πλησιάσει τα μεσάνυχτα της 21ης προς την 22αν Φεβρουαρίου δύο μίλια την ακτή Νετούνο, δίπλα στο ‘Αντζιο, και να επισημάνει και με τη βοήθεια έξι Αμερικανικών περιπολικών που ετέθησαν υπό τα διαταγάς του Κυβερνήτου του, τον δίαυλο προσπελάσεως της αποβατικής δυνάμεως.

Η πορεία προσπελάσεως που οδηγούσε στο ακριβές, αμμώδες και κατάλληλο σημείο για προσγειάλωση αποβατικών ήταν 044. Το θυμάμαι γιατί συνέπιπτε με το έτος 1944. Αλλά ο Κυβερνήτης κάτι μας έκρυβε. Επιμόνως δεν μας απεκάλυπτε, πως ήταν δυνατόν σε μια σκοτεινή νύχτα, με κανένα φως ή άλλο ναυτιλιακό βοήθημα στην ξηρά, να βρούμε μεσάνυχτα το ακριβές σημείο της ακτής για την απόβαση. Εν πάση περιπτώσει έδωσε οδηγίες ν’ απαγορευθεί κάθε επικοινωνία με κάθε άλλο πλοίο και φυσικά με την στεριά. Ο ασύρματος εσίγησε, κι ελάμβανε μόνον σήματα, και με τον οπτικό μόνον κατόπιν ειδικής εντολής μπορούσε να μεταβιβασθεί σήμα και μόνον επιχειρησιακό υπό την άμεση εποπτεία αξιωματικού.

Η ίδια κατάστασις επικρατούσε και στις δεκάδες των πλοίων που είχαν συγκεντρωθεί στον όρμο της Νεαπόλεως, γεμάτα στρατεύματα. Εντατική επίσης αεροπορική κάλυψις προστάτευε την αποβατική αυτή δύναμη από κάθε αεροπορική αναγνώριση.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ένα ταχύτατο μικρό αποβατικό σκάφος, έφερε στο πλοίο μας ένα ‘Αγγλο πλωτάρχη. Ο Κυβερνήτης τον περίμενε φαίνεται και απεσύρθησαν αμέσως στο δωμάτιό του από όπου βγήκε σε περίπου μια ώρα κι έφυγε αμέσως. Ήταν πολύ συγκινημένος και μας αποχαιρετούσε από το πλοιάριο που απεμακρύνετο σαν να επρόκειτο να μη μας ξαναδεί.

Ο Κυβερνήτης γρήγορα μας απήλλαξε από την τρομερή περιέργειά μας να μάθουμε ποιος είναι και τι ήθελε. Ήταν ο Κυβερνήτης ενός αγγλικού υποβρυχίου που είχε εντολή να πλησιάσει την ημέρα όσο μπορούσε πιο κοντά εν καταδύσει την ακτή του ‘Αντζιο, να την αναγνωρίσει πλήρως καθώς και τα σημεία αποβάσεως και να παραμείνει εν καταδύσει μέχρι του μεσονυκτίου. Το μεσονύκτιο, που θα πλησιάζαμε εμείς, θα ανεδύετο και θα εξέπεμπε προς την κατεύθυνσή μας, με τον κατευθυνόμενο προβολέα σημάτων του, το μορσικό γράμμα ‘Αλφα.

Όταν εμείς θα το πλησιάζαμε, θα επισημαίναμε ακριβώς τη θέση του και από τη θέση αυτή και προς την αντίθετη πορεία προσγειαλώσεως, θα επισημαίναμε με σημαντήρες τον μήκους δέκα μιλίων διάδρομο προσπελάσεως των αποβατικών.

Αν το έργο το δικό μας ήταν επικίνδυνο, το έργο του υποβρυχίου ήταν πολύ περισσότερο. Γιατί σε μια ναρκοθετημένη περιοχή η κατάδυσις είναι σχεδόν αυτοκτονία. Και γι’ αυτό ήλθε ο Κυβερνήτης του στο καράβι μας πριν φύγει. πρώτος, για ν’ ανταλλάξει πληροφορίες περί της ακτής, ούτως ώστε στην περίπτωση που δεν θα έφθανε, να την αναγνωρίσουμε εμείς όσο μπορούσαμε καλύτερα μετά τα μεσάνυχτα. Δεύτερον για να παραδώσει στον Κυβερνήτη μας, μερικά προσωπικά του είδη, με την παράκληση να τα στείλει στη γυναίκα του, περιγράφοντάς της πως ακριβώς εχάθη. Γιατί εμείς θα είμεθα οι πρώτοι που θα μαθαίναμε την απώλειά του, η δε γυναίκα του χωρίς εμάς ίσως να έκανε και μήνες να το μάθει και χωρίς σαφή εικόνα του τι ακριβώς συνέβη.

Αν στις 12 τα μεσάνυχτα δεν εξέπεμπε το προκαθορισμένο σήμα, το πιθανότερον ήταν να είχε βυθισθεί.

Ξημέρωσε η 21 Ιανουαρίου μέσα σε μια από τις Αλκυονίδες του Διός. Μπονάτσα, κρύο και ελαφρά ομίχλη εκάλυπτε τον κόλπο της Νεαπόλεως. Χωρίς κανένα σχεδόν σήμα, τα πλοία έπαιρναν σιγά – σιγά τον προκαθορισμένο δρόμο τους προς την ανοικτή θάλασσα νοτίως του Καπρί. Η πορεία προς Νότο κράτησε μέχρι το μεσημέρι, για παραπλανητικούς ίσως λόγους, αλλά και για να συγκροτηθεί πλήρως η αποβατική δύναμις.

Πρώτοι στρέψαμε εμείς προς βορειοδυτικά με κατεύθυνση το ‘Αντζιο, ακολουθούμενοι από μακριά από τα έξι περιπολικά. Τα 200 περίπου πλοία της αποβατικής δυνάμεως με τα πλοία υποστηρίξεως χάθηκαν σε λίγο απ’ τον ορίζοντα. Θα τα ξανασυναντούσαμε και πάλι στις 3 το πρωί έξω από το ‘Αντζιο.

Όταν έπεσε για καλά το σκοτάδι, πήραμε πορεία για το ‘Αντζιο. Πίσω μας περί τα 5 μίλια ακολουθούσαν τα έξι Αμερικανικά πλοιάρια. Ρυθμίσαμε την ταχύτητά μας, ώστε ακριβώς μεσάνυχτα να είμεθα δύο μίλια έξω από το ‘Αντζιο.

Ο συρικτής σφύριξε ‘Απαντες εις τα θέσεις συναγερμού. Το κάπνισμα απαγορεύεται αυστηρώς, όπως και αυστηρώς απαγορεύεται σε μερικούς, που τους ενοχλούσε το σωσίβιο, να μη το φορούν και μάλιστα φουσκωμένο με τα αναγνωριστικά λαμπάκια του στην μπαταρία έτοιμα να ανάψουν. Ο συναγερμός θα κρατούσε πολύ και ο καθένας εφοδιάσθη με ξηρά τροφή, ψωμοτύρι ως επί το πλείστον και νερό.

Τα υποφράγματα και στεγανά διαμερίσματα έκλεισαν, και κανείς δεν μπορούσε να απομακρυνθεί της θέσεώς του για οιονδήποτε λόγο.

Παρ’ όλα αυτά όμως, τα προστατευτικά μέτρα που ελαμβάνοντο για να μην εντοπισθούμε, η ήρεμη θάλασσα που διασχίζαμε μας επεφύλασσε κάποια έκπληξη. Το δορυφόρο κύμα του πλοίου που τάραζε κι έσχιζε τη μπονάτσα έλαμπε σαν να αποτελείτο από εκατομμύρια φωτεινά μόρια. Αναγκασθήκαμε να ελαττώσουμε ταχύτητα, αλλά τα χρονικά όρια μέχρι τα μεσάνυχτα δεν μας επέτρεπαν μείωση της ταχύτητας τόση ώστε τα μόρια αυτά να μην εμφανίζονται. Κάποιος παλιός ναυτικός που μαζί με πολλούς άλλους επεστρατεύθη για να εξηγήσει το φαινόμενο είπε ότι οφείλετο σε στρώματα οστρακοειδών με μεγάλη δόση φωσφόρου που παρασύρονται από ρεύματα. Η εξήγηση ήταν λογικοφανής, αλλά λύσις δεν υπήρχε. Δεχθήκαμε λοιπόν το τεράστιο αυτό μειονέκτημα. Να χαράσσουμε στην θάλασσα με φωσφορούχα μόρια την πορεία μας!!!

Ο καπνός από την τσιμινιέρα ήταν υπό πλήρη έλεγχο, αλλά ξαφνικά κάποια τούφα μαύρη με χιλιάδες αναμμένα κατάλοιπα της καπνοδόχου πετάχθηκε. Συμβαίνουν αυτά στα καράβια, αλλά όταν συμβαίνουν την ώρα αυτή, ο εκνευρισμός που δεν βοηθάει σε τίποτε, ανεβαίνει. Κάθιδρος ο Α’ Μηχανικός περιλούει με τις χειρότερες ύβρεις κάποιον που άνοιξε απότομα το μπέκ του πετρελαίου. Δεν έφταιγε βέβαια αυτός, αλλ’ ο εκνευρισμός. Ένα χωνί, ο τηλεβόας της γέφυρας, πέφτει απ’ τη γέφυρα στο κατάστρωμα και αφού χόρεψε θορυβωδώς για αρκετή ώρα στο κατάστρωμα έπεσε τελικώς στη θάλασσα.

Η αγωνία είχε περάσει με τα ηλεκτρομαγνητικά της κύματα και στην μασκώτ του πλοίου, το θαλασσόλυκό μας Ρόμελ που για πρώτη φορά άρχισε να γαβγίζει τόσο δυνατά και επίμονα που λίγο έλειψε να τον πετάξουν στη θάλασσα.

Και μέσα στο βαθύ σκοτάδι το ΚΡΗΤΗ προχωρεί όσο αθόρυβα μπορεί με σιγουριά προς το ‘Αντζιο. Τίποτε δεν μπορεί πια να το σταματήσει. Σε λίγο το ραντάρ δείχνει την ακτή στα 10 μίλια. Κόβουμε ταχύτητα. Η ώρα είναι 11 το βράδυ. Σε μια ώρα θα πρέπει να δούμε μπροστά μας το μορσικό σήμα Α, που θα εκπέμπει το υποβρύχιο.

Η ώρα αυτή είναι ατέλειωτη. Κάποιος από τη γέφυρα με τα κιάλια διέκρινε φώτα αυτοκινήτου στην ξηρά. Σε λίγο κι άλλα φώτα, από αμελείς για την συσκότηση κατοίκους της περιοχής, άρχισαν να διακρίνονται και να ξαναχάνονται. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Ο όρμος του ‘Αντζιο άρχισε να ξεχωρίζει με τα κιάλια. Πηγαίναμε καλά και κανείς απ’ έξω δεν μας είχε ακόμη εντοπίσει. Ελαττώσαμε ακόμη ταχύτητα, πρέπει να είμεθα περί τα τρία μίλια μακριά από την ακτή, όταν ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι, το υποβρύχιο, τα μεσάνυχτα ακριβώς, άρχισε να εκπέμπει το σημείο Α. Το πλησιάσαμε και με το φορτηγό μεγάφωνο του είπαμε να επιστρέψει πίσω. Η αποστολή του είχε λήξει. Δεν απήντησε ούτε μπορούσε να απαντήσει τίποτε. Έσπευσε να απομακρυνθεί προτού πέσει μέσα στην προκεχωρημένη δύναμη της αποβατικής δυνάμεως που ερχότανε και που μπορούσε να το βυθίσει κατά λάθος.

Κι έτσι, ο Κυβερνήτης μας απηλλάγη από το θλιβερό καθήκον που θα είχε να εκτελέσει αν το υποβρύχιο είχε βυθιστεί.

Νάρκες φαίνεται δεν υπήρχαν. Εν τούτοις είχαν τόσο πολύ επιδράσει στο ηθικό μας, που σε κάθε στροφή του πλοίου περιμέναμε και μια έκρηξη. Τα έξι πλοιάρια έχοντας ως στόχο το ΚΡΗΤΗ επεσήμαναν μέχρι τις 2 το πρωί τον δίαυλο, με φωτεινές σημαδούρες.

Κι έτσι γύρω στις 3 το πρωί η κυρία αποβατική δύναμις έμπαινε στο δίαυλο προσγειαλώσεως με κατεύθυνση την ακτή αποβάσεως. Μπροστά τα ναρκαλιευτικά, ενώ δεξιά κι αριστερά δεκάδες πλοίων συνοδείας, την εκάλυπταν. Και ενώ τίποτε δεν έδειχνε ότι οι Γερμανοί μας είχαν εντοπίσει, κάπου είκοσι φωτιστικά έπεσαν περί τα πέντε μίλια βορειότερα από την θέση μας. Την τελευταία στιγμή κάτι ενετόπισαν οι Γερμανοί αλλά ποτέ δεν εφαντάσθηκαν την έκταση του γεγονότος που τους ανέμενε.

Ο ασύρματος μας μεταδίδει ότι ενετοπίσθησαν τορπιλάκατοι προς Βορράν κατευθυνόμενες προς την αποβατική δύναμη. Δεν υπήρχε λοιπόν πλέον λόγος να κρυβόμαστε. Τεράστιο και αδιαπέραστο φράγμα πυρός κάλυψε όλο το βόρειο τομέα της αποβατικής δυνάμεως που ήταν αδύνατο σε οποιονδήποτε πλέον να την πλησιάσει. Ο κίνδυνος δεν ήταν μόνον από τις τορπιλακάτους αλλά και από βλήματα δικών μας πλοίων που μέσα σ’ αυτό το κομφούζιο δεν είχε ποτέ εμπιστοσύνη για το που έβαλαν. Σφύριζαν οι συμμαχικές οβίδες δίπλα μας και τα τροχιοδεικτικά λόγω του τεραστίου, μέχρι σπατάλης, αριθμού των, κατηύγαζαν το πέλαγος. Ρίξαμε κι εμείς μερικές ομοβροντίες φραγμού, αλλ’ ο Κυβερνήτης ορθά διέταξε παύσατε πυρ, προτού σπαταλήσουμε τα πυρομαχικά μας. Δεν ήταν τόσο εύκολος ο εφοδιασμός μας και πάλι. Έπρεπε να προσεγγίσουμε Μάλτα ή Αλγέρι.

Η ομοχειρία του κατευθυντήρος πυροβολικού του ΚΡΗΤΗ

Στην κόλαση αυτή του πυρός προσετέθησαν και τα πλοία υποστηρίξεως που άρχισαν τον βομβαρδισμό των προκαθορισμένων στόχων ξηράς. Η αποβατική δύναμις προχωρεί στον δίαυλο και τα πρώτα κύματα εφόδου έφθαναν στην ξηρά. Έφθαναν με μαθηματική ακρίβεια τόπου και χρόνου. Η έκφρασις δεν είναι δική μου. Ο Ραϊμόν Καρτιέ το αναφέρει αυτό επί λέξει στην Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα μεγάλο μέρος στην επιτυχία αυτή, τουλάχιστον από πλευράς σημείων αποβάσεως, οφείλετο και στο ΚΡΗΤΗ όσον και αν θέλουμε να είμεθα μετριόφρονες.

Οι Γερμανοί είχαν πλήρως αιφνιδιασθεί. Τίποτε δεν είχαν αντιληφθεί από ό,τι τους μαγειρεύαμε από τις 11 το βράδυ μέχρι τις 3 το πρωί. Και την ώρα που τα πρώτα κύματα αποβιβαζόντουσαν στην ξηρά, σπεύδουμε ολοταχώς στη θέση περιπολίας μας. Ένα αίσθημα ανακουφίσεως και υπερηφάνειας μας γέμισε. Όλα είχαν πάει καλά. Ο Θεός ας βοηθήσει τώρα κι αυτούς που αποβιβάστηκαν στην ξηρά.

Την πρώτη μέρα, 3.000 οχήματα και 36.500 άνδρες κατέλαβαν ταχύτητα την ακτή σε βάθος 7 μιλίων και πλάτος 15 μιλίων και εγκατέστησαν ένα ισχυρό προγεφύρωμα. Ενισχύσεις κατέφθαναν συνεχώς όλη τη μέρα κι ένας ασφαλής, όσο γίνεται, θαλάσσιος διάδρομος είχε σχηματισθεί σε απόσταση 20 μιλίων από την ακτή, προστατευόμενος από δεκάδες συνοδών, με ισχυρό αντιαεροπορικό και ανθυποβρυχιακό οπλισμό. Στα 12 μίλια από την ακτή και στην καμπή προς τα νοτιοδυτικότερα του διαδρόμου αυτού ήταν το ΚΡΗΤΗ. Τα καθήκοντά μας ήταν να καθοδηγούμε μέρα νύχτα τα διαπλέοντα τον δίαυλο πάσης φύσεως πλοία ανεφοδιασμού και αποβάσεως, ενώ συγχρόνως να τους παρέχουμε ανθυποβρυχιακή και αντιαεροπορική προστασία. Η διαταγή περιπολίας ήταν μέχρι νεωτέρας που δεν έδινε κανένα στοιχείο εκτιμήσεως του χρόνου διαρκείας αυτής της περιπολίας μας. Τα πάντα εξηρτώντο από την έκβαση του αγώνος στην ξηρά, κι όλοι μας κολλήσαμε τ’ αυτιά μας στο ραδιόφωνο για να δούμε πότε θα πέσει η Ρώμη. Τότε αυτομάτως θα άνοιγε και ο δρόμος Νεάπολη – Ρώμη, και ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων από το ‘Αντζιο μοιραίως θα ατονούσε.

Τέτοιο πράγμα όμως δεν ακούσαμε, ούτε τη πρώτη, ούτε τη δεύτερη, ούτε τη τρίτη μέρα. Η Ρώμη, καίτοι ανοχύρωτη, καίτοι απέχει τρεις ώρες από το ‘Αντζιο για τα μηχανοκίνητα των Αγγλοαμερικανών, δεν καταλαμβάνεται. Ένας τρομερός αεροπορικός βομβαρδισμός από 100 και πλέον αεροπλάνα τη τρίτη μέρα, που έφθασε μέχρι το ΚΡΗΤΗ και όλα τα πλοία ανεφοδιασμού έξω από το ‘Αντζιο, μας έπεισε ότι κάτι δεν πάει καλά στη ξηρά.

Διαβάζοντας τα απομνημονεύματα του Τσώρτσιλ, αλλά και το αφιερωμένο στο ‘Αντζιο βιβλίο που γράφτηκε από το Αμερικανικό Υπουργείο Στρατιωτικών για την απόβαση εκεί, συνέδεσα πλήρως τα γεγονότα, στη ξηρά, όπως τα διάβασα, και στη θάλασσα όπως τα είδα: Ο Αμερικανός Στρατηγός Λούκας, μετά την αναπάντεχη από πλευρά αιφνιδιασμού και χωρίς απώλειες δημιουργία του προγεφυρώματος, έχασε πολύτιμο χρόνο αναμένοντας τη γραφειοκρατική οργάνωση του προγεφυρώματος για να προχωρήσει προς της Ρώμη. Οι Γερμανοί βρήκαν το χρόνο και ανασυγκροτούνται, καθηλώνουν τους Αγγλοαμερικανούς στις θέσεις τους κι ετοιμάζονται για τη γενική επίθεση με σκοπό να τους πετάξουν στη θάλασσα. Αυτή ήταν η διαταγή του Χίτλερ.

Οι Αμερικανοί υπέδειξαν στο Στρατηγό Λούκας ότι το λιγότερο που είχε να κάνει ήταν να παραιτηθεί για λόγους υγείας. Το σωστότερο, όμως, να αυτοκτονήσει. Δεν έπραξε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά δέχθηκε να αντικατασταθεί τέσσερις μέρες μετά την απόβαση στο ‘Αντζιο. Όλα αυτά όμως, έχουν τις επιπτώσεις τους στην έκβαση του αγώνος. Κι έτσι το ‘Αντζιο που προς στιγμήν φάνηκε ότι θα συντόμευε το δρόμο προς το Βερολίνο μέσω Ρώμης μεταβλήθηκε σε αιματηρό πεδίο μαχών του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Οι Γερμανοί επιτίθενται λυσσωδώς, ενώ 150 χιλιάδες Αγγλοαμερικανοί, υποστηριζόμενοι από δεκάδες πολεμικών πλοίων και αεροπλάνων, συνωθούνται σε μια έκταση 200 τετραγωνικών χιλιομέτρων γύρω από το ‘Αντζιο.

Ο αγών την 1ην Μαρτίου κατέληξε σε ισοπαλία, αφού δεν μπόρεσαν οι μεν Αμερικανοί να προχωρήσουν, οι δε Γερμανοί να τους πετάξουν στη θάλασσα.

Επιγραμματικώς και με χιούμορ ο Τσώρτσιλ γράφει: Στο ‘Αντζιο νομίσαμε ότι βγάλαμε μία τίγρη. Στην πραγματικότητα όμως ήταν μία ξεβρασμένη φάλαινα.

Το ΚΡΗΤΗ, όμως ανύποπτο για τα δραματικά γεγονότα της ξηράς συνεχίζει τις περιπολίες του. Η μονοτονία έσπαγε για λίγο, όταν περνούσαν από τον τομέα του τα Ελληνικά αρματαγωγά Σάμος, Λήμνος και Χίος. Το Σάμος μάλιστα λίγο έλειψε να βυθιστεί μπροστά στα μάτια μας από δέσμη βομβών που το περιέβαλε.

Δυστυχώς μετά τη δεύτερη μέρα της αποβάσεως, οι αλκυονίδες άρχισαν να μας εγκαταλείπουν. Μαύρα σύννεφα ταξίδευαν από Βορρά ταχύτατα ώσπου την τρίτη μέρα θυελλώδεις βόρειοι άνεμοι με βροχή και χιόνι άρχισαν να σαρώνουν τα πάντα.

Το ΚΡΗΤΗ σκαμπανεβάζει και η ζωή μας γίνεται μαρτυρική. Σκέψις παρασκευής φαγητού δεν γίνεται πια. Η παρασκευή ψωμιού σταμάτησε και η γαλέττα έβγαινε σκουληκιασμένη από τα τσουβάλια της τροφαποθήκης. Το νερό του βραστήρος δεν βοηθούσε στην ομαλή λειτουργία του στομάχου, που με την μανία του Διός να εκδικηθεί την Αλκυόνη για τις 15 μέρες καλοκαιρία που της είχε χαρίσει, είχε γίνει κατά τη γενική έκφραση τσαρούχι.

Σκληρή δοκιμασία μας ανέμενε και μαζί με μας και όλα τ’ άλλα πλοία. Οι στρατιώτες, όμως στην ξηρά έπρεπε να ανεφοδιασθούν, γιατί κι αυτοί δοκιμαζόντουσαν.

Η ταλαιπωρία κράτησε έξι μέρες. Είχαμε συμπληρώσει οκτώ μέρες από τότε που φύγαμε από τη Νεάπολη και το πετρέλαιο πλησίαζε να τελειώσει. Ευτυχώς ο καιρός έστρωσε σε χιονιά και από τα 10 Μποφόρ, που ξεκίνησε, έπεσε κι έστρωσε στα 6 – 8 πράγμα που μας ανακούφισε λίγο. Η έλλειψις πετρελαίου είχε αρχίσει να επηρεάζει σοβαρώς την ευστάθεια του πλοίου που δεν ήταν πια εύκολο να αλλάζει πορείες κατά 180 μοίρες που επέβαλε η περιπολία του χωρίς κινδύνους ανατροπής του.

Όσο πλησίαζε η 1η Φεβρουαρίου, που οι Γερμανοί ετοίμαζαν την μεγάλη τους αντεπίθεση στο ‘Αντζιο, τόσο πληθύναν οι αεροπορικές τους επιδρομές.

Το πλήρωμα είχε δοκιμασθεί σκληρά και η σκιά των συνεπειών να μείνουμε χωρίς πετρέλαιο μας βάραινε. Σε μια απότομη στροφή, που αναγκαστήκαμε να κάνουμε κατά την διάρκεια αεροπορικής επιθέσεως, το καράβι πήρε μία τρομακτική κλίση γύρω στις 45 μοίρες. Ο Κυβερνήτης που ήταν όρθιος στη γέφυρα, δεν στηρίχθηκε καλά, έχασε την ισορροπία του, έπεσε, κτύπησε και κατρακύλησε όλες τις σκάλες, από την άνω γέφυρα στην μεσαία γέφυρα. Αποτέλεσμα ήταν να πάθει κάταγμα του μηρού, που τον ανάγκασε να μείνει ακίνητος, δεμένος στερεά σ’ ένα καναπέ του γραφείου χαρτών. Έτσι όπως ήταν δεμένος, ανίκανος να κινηθεί, κρύβοντας τον πόνο του, έμεινε 15 μέρες, μέχρις ότου τον αποβιβάσαμε στο Αλγέρι όπου μπήκε στο νοσοκομείο.

Ουσιαστικά, καθήκοντα Κυβερνήτου εξετέλει πλέον ο ύπαρχος, Υποπλοίαρχος Ποταμιάνος.

Ένα αξιοσημείωτο επεισόδιο, που μας γέννησε πολλά ερωτηματικά, σημειώθηκε επίσης κάποια από τις μέρες που δοκιμαζόμαστε από την αγριάδα της φύσεως και γερμανικών αεροπλάνων.

Ο 2ος πύργος των 4” κατά την διάρκεια μιας αεροπορικής προσβολής έπαυσε ξαφνικά να βάλει. Δεν υπήκουε στις διαταγές του κατευθυντήρος αλλ’ αφού έστρεψε στην θέση στερεώσεως παρέμεινα ακίνητο, κι εγκατέλειψε την άμυνα του πλοίου στα υπόλοιπα πυροβόλα που έβαλαν κανονικά βολή φραγμού.

Έντρομος έσπευσα να δω τι συμβαίνει και αντίκρυσα το εξής θέαμα:

Βρεγμένοι ως το κόκαλο οι οκτώ από τους 16 άνδρες της ομοχειρίας του, κίτρινοι σαν το λεμόνι από τη ναυτία, κοκαλιάρηδες από τη νηστεία, ηρνούντο να υπακούσουν πλέον στις διαταγές του επικεφαλής υπαξιωματικού. Οι πιο γεροί, καίτοι κάλλιστα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το πυροβόλο, ξάπλωσαν κι αυτοί κοντά στους αρρώστους πλέον συναδέλφους τους, όταν δε τους παρότρυναν να σηκωθούν, γιατί το πλοίο θα βούλιαζε αν δεν αμυνθεί, μου απάντησαν Να βουλιάξει! Καλύτερα να τελειώνουμε από τη ζωή αυτή!

Το θέμα καίτοι πολύ σοβαρό αντιμετωπίσθηκε με παροτρύνσεις, που πέτυχαν τελικώς να θέσουν και πάλι το πυροβόλο σε λειτουργία.

Αργότερα, όμως, τον Απρίλιο του 1944, το επεισόδιο αυτό μου ήλθε στην μνήμη μου ζωηρό, όταν είδα τα ίδια πρόσωπα που θέλανε να τελειώσει αυτή η ζωή στο προσκήνιο μιας επαναστατικής κινήσεως που θα διεξέλθουμε όσο γίνεται εν συντομία.

Ο Κυβερνήτης, από το κρεβάτι του που ήταν δεμένος ηρνείτο να εκπέμψει το παραμικρό σήμα για την ανησυχητική πλέον έλλειψη πετρελαίου. Εκάλεσε τον Α’ Μηχανικό και αφού εξετίμησε ότι το πετρέλαιο μόλις έφθανε για να φθάσουμε στην Νεάπολη, εζήτησε οδηγίες από τον Ν. Διοικητή των δυνάμεων υποστηρίξεως. Αυτός ρώτησε τον Διοικητή της περιοχής που είχε έδρα την Νεάπολη, ο οποίος και αμέσως μας διέταξε να πλεύσουμε στη Νεάπολη, για ανεφοδιασμό, ενώ συγχρόνως παρετήρησε δριμύτατα τον Κυβερνήτη γιατί δεν το ανέφερε 24 ώρες ενωρίτερα.

Ο υπέρμετρος ζήλος και η προσήλωση στο αυστηρώς και στενώς εννοούμενον καθήκον του Κυβερνήτη, λίγο έλειψε να κοστίσει τη ζωή του αντιτορπιλικού ΚΡΗΤΗ.

Η επιστροφή προς τη Νεάπολη μέσα σ’ αυτή την τρομερή κατάσταση της θαλάσσης, με τον καιρό από πρύμα και το καράβι ξεφούσκωτο από την έλλειψη πετρελαίου και πυρομαχικών, ήταν επίπονη. Έγινε σκέψις να γεμίσουμε τις πετρελαιοδεξαμενές νερό, για να έχει κάποια ευστάθεια το καράβι που οι προπέλες του ξενέριζαν επικίνδυνα, αλλά τελικώς απερρίφθη, διότι θα συνεπάγετο καθυστέρηση στο λιμάνι για καθαρισμό των δεξαμενών και πιθανές ζημιές στο όλο σύστημα κυκλοφορίας του πετρελαίου.

Έξω από το Κάπρι η θάλασσα άρχισε να πέφτει. Στρέψαμε προς Βορρά, πρώρα μας ο αγριεμένος Βεζούβιος μας καθοδηγούσε. Στα τελευταία μίλια, οι μηχανές άρχισαν να τροφοδοτούνται από το πετρέλαιο των ηλεκτρομηχανών, γιατί το δικό τους είχε τελειώσει. Μια σκοτεινή Νεάπολις με τροχιοδεικτικά και εκρήξεις, λόγω αεροπορικού συναγερμού μας ανέμενε. Θεέ μου! Θα προφθάσουμε να πέσουμε δίπλα στο πετρελαιοφόρο ή θα μείνουμε ακυβέρνητοι; Δεν θέλαμε πάνω από 10 λεπτά ακυβέρνητοι με το δυνατό αυτό βοριά να γίνει το καράβι κομμάτια στους κατεστραμμένους μόλους του λιμανιού. Αλλά και δεν είχαμε πια πετρέλαιο παρά μόνον για 10 λεπτά!

Ο ‘Αγιος Νικόλαος όμως επενέβει. Μπροστά μας ξεπρόβαλλε ένα τεράστιο πετρελαιοφόρο που αναβόσβηνε το δεξί κόκκινο φωτάκι του. Παραβάλλατε δεξιά μας έλεγε. Ο πρώτος κάβος έδεσε στο πετρελαιοφόρο. Σε λίγο κι ο δεύτερος. Το ΚΡΗΤΗ άρχισε να σέρνεται ταχύτατα με τους κάβους πάνω στο πετρελαιοφόρο, ώσπου η αριστερή του πλευρά ακούμπησε την δεξιά του πετρελαιοφόρου.

Σε πολλούς η σκηνή θύμισε το Νενικήκαμεν ω άνδρες Αθηναίοι και τον θάνατο εν συνεχεία του Μαραθωνοδρόμου. Και δεν είχαν άδικο. Γιατί με την παραβολή του πλοίου στο πετρελαιοφόρο όλα έσβησαν. Μηχανές, φώτα, κινητήρες. Το πλοίο ήταν νεκρό. Και η τελευταία σταγόνα του πετρελαίου του είχε τελειώσει. ‘Αξιζε λοιπόν τον κόπο η τόσο στενή ερμηνεία του καθήκοντος; ‘Αξιζε τον κόπο η καταστροφή του πλοίου για δυο ώρες περισσότερο περιπολία;

Εν πάση περιπτώσει μετά την μακρά και περιπετειώδη αυτή απουσία του από τη Νεάπολη το ΚΡΗΤΗ βρίσκεται και πάλι σ’ αυτή για να ανεφοδιασθεί και να ξαναφύγει σε λίγες ώρες για το Αλγέρι.

Δεν μας εδόθη χρόνος για να αναλάβουμε από την όλη αυτή δοκιμασία. Η επιτυχία όμως της αποστολής μας γέμιζε υπερηφάνεια και εμπιστοσύνη. Είχαμε φέρει σε πέρας μία δύσκολη μέσα από πολλούς κινδύνους αποστολή. Ίσως χιλιάδες άνθρωποι να έχαναν την ζωή τους, αν απεβιβάζοντο σε λάθος ακτή. Αλλά αυτό ήταν το καθήκον μας. Ποιός λοιπόν σου λέει μπράβο γιατί έκανες το καθήκον σου;

Σε λίγο το ΚΡΗΤΗ έχοντας στην πρύμνη του πλέον τον Βεζούβιο φάνει στο Κάπρι, όπου βρίσκει και πάλι τους γνωστούς του συντρόφους. Δέκα εμπορικά για να τα συνοδεύσει στο Αλγέρι.

Το ταξίδι είναι ατέλειωτο. Οι έντονες αναμνήσεις της επιχειρήσεως ‘Αντζιο, είναι ακόμη νωπές, και τα νεύρα μας στραπατσαρισμένα. Η ικανοποίησίς μας είναι το μόνο αντίβαρο σ’ όλη αυτή την περιπέτεια.

Κάποιοι έπρεπε να τελειώσουν αυτόν τον πόλεμο.

Γιατί όχι το ΚΡΗΤΗ; Γιατί όχι εμείς;

Από το βιβλίο του Αντιναυάρχου ε.α. Αρ. Γιαννόπουλου Προέδρου της ΕΑΑΝ  

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 22.1.2013, Β. Λορεντζάτος