Κωνσταντίνος Τσάτσος: «Σαν αληθινοί Έλληνες»

“Την Παρασκευή το πρωί 24 Οκτωβρίου [1941] τοιχοκόλλησα την ακόλουθη ανακοίνωση: «Την Τρίτην εικοστήν ογδόην Οκτωβρίου κωλύομαι να διδάξω». Υπογραφή ολόκληρη: Κωνσταντίνος Τσάτσος. Την ανακοίνωση αυτή την έκανα όταν πληροφορήθηκα ότι ήταν επιθυμία των φοιτητών με την αποχή από τα μαθήματα να φανερώσουν την ζωντανή παρουσία στην μνήμη τους της περυσινής 28ης Οκτωβρίου. Μου φάνηκε αλήθεια ο πιο σεμνός τρόπος να εορτασθεί χωρίς προκλητικότητα και με αξιοπρέπεια η μέρα αυτή. Τη Δευτέρα στις 2 παρά τέταρτο με παίρνει στο τηλέφωνο ο Τζαβάρας για να μου διαβιβάσει την εντολή του πρυτάνεως την Τρίτη πρωϊ (28ης Οκτ.) να κάνω μάθημα και αν οι φοιτητές προβούν σε εκδηλώσεις, να εγκαταλείψω την αίθουσα. Απάντησα αμέσως ότι αύριο δεν θεωρώ πρέπον να γίνει μάθημα και παρακούω τις διαταγές της πρυτανείας, αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες της ανυπακοής μου αυτής. Τότε ο Τζαβάρας μου συνέστησε να συνεννοηθώ απευθείας με τον Πρύτανη. Του απάντησα ότι δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω σε αυτά που του δήλωσα και περιττεύει η απευθείας συνεννόηση. Σε λίγα λεπτά με ξαναπαίρνει στο τηλέφωνο και μου επαναλαμβάνει την εντολή της Πρυτανείας, λέγοντάς μου ότι να μην κάνω μάθημα, εκτός αν δω ότι θορυβούν οι φοιτητές. Απάντησα τότε ότι αυτό θα συμβεί εκατό τοις εκατό και έτσι δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσω να μην κάνω μάθημα. Αν όμως έκανα μάθημα και οι φοιτητές προέβαιναν σε εκδηλώσεις, δεν θα μπορούσα να φανώ δειλότερος από τους φοιτητές. Στις 3 μ.μ., 27/10, είχα φροντιστήριο. Φθάνοντας στο Πανεπιστήμιο ήρθανε προς προϋπάντησή μου ο Δεσποτόπουλος, ο Καστοριάδης και ο Γόντικας, για να μου πουν ότι η αίθουσα του Κεντρικού Αμφιθεάτρου, όπου θα δίδασκα ήταν ασφυκτικά γεμάτη και τα παιδιά με μεγάλες εκδηλώσεις περίμεναν να τους μιλήσω. Με πληροφόρησαν ότι και το πρωί έγιναν διάφορες εκδηλώσεις σε άλλους καθηγητές, αλλά δεν έγιναν μαθήματα. Μπήκα στο σπουδαστήριο, όπου βρήκα ένα συνάδελφο, που μου συνέστησε να πω στα παιδιά μόνο τούτο: ότι για το καλό του Έθνους και του Πανεπιστημίου, να μην προβούν σε καμμία εκδήλωση. Με συγκρατημένη οργή απάντησα πώς τα παιδιά με το δίκιο τους ζητάνε κάποια συμμετοχή του καθηγητού στη συγκίνηση της ημέρας αυτής και δεν μπορεί να φανούμε πιο φοβιτσιάρηδες από τους νέους. Του συνέστησα μάλιστα να μην περιορισθεί σε τέτοιες καθησυχαστικές εκφράσεις, αλά να πάει προς τα παιδιά με περισσότερη γενναιότητα, τότε μονάχα θα μπορούσε, άλλωστε, να βάλει σε κάποιο ρείθρο την ορμή τους, με θάρρος, με αξιοπρέπεια και μαζί χωρίς παράτολμα κινήματα.

Ύστερα μπήκα στην αίθουσα διδασκαλίας. Απάνω από 500, όρθιοι όλοι, μόλις μπήκα με χειροκρότησαν επί πολλά λεπτά της ώρας. Τα χέρια μου τρέμαν. Αμέσως ύστερα ψάλλανε τον Εθνικό Ύμνο με στεντορία φωνή, αλλά με συγκίνηση και με τέλεια – έτσι την αισθάνθηκα – ακρίβεια και μέτρο. Στο τέλος φώναξαν τα παιδιά «Ζήτω η Ελλάς». Και σήκωσα και εγώ το χέρι μου και φώναξα: «Ζήτω η Ελλάς». Ύστερα έγινε ησυχία και είπα στα παιδιά – μέσα σε απόλυτη σιγή – αυτά τα λόγια απάνω κάτω. Η φωνή θεληματικά, ήταν πολύ ήσυχη και συγκινημένη: «Παιδιά θα σας μιλήσω πολύ ήσυχα και θα μ’ ακούσετε κ’ εσείς πολύ ήσυχα». «Σαν αληθινοί Έλληνες», (διέκοψε μια φοιτήτρια). «Από μέρες τώρα διαλογίζομαι με αγωνία πώς θα σας αντικρύσω σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα. Σκέφτηκα πολύ. Σκέφτηκα Σας, σκέφτηκα τη μέρα τούτη, σκέφτηκα πιο πέρα τη μοίρα του τόπου αυτού μέσα στα χρόνια και το πόρισμα όλης αυτής της σκέψης, που έγινε, δε σας το κρύβω, σκέψη ολονύκτια, ήταν η απόλυτη, η ακλόνητη, η αντράνταχτη πίστη μου στο μεγαλείο του έθνους και στο μέλλον της φυλής μας. (Σ’ αυτό το σημείο τα παιδιά με χειροκρότησαν με ενθουσιασμό). Μη νομίσετε πως το πόρισμα τούτο είναι γέννημα ενός τυφλού ενθουσιασμού. Στην ηλικία μου άλλες δυνάμεις κυριαρχούν εντός μας. Το πόρισμα τούτο βγαίνει από μιάν ήσυχη, αντικειμενική παρατήρηση της εθνικής μας ιστορίας. Τοποθετημένη στο σύνορο του ευρωπαϊκού πολιτισμού η φυλή μας δέχτηκε τις επιθέσεις συχνά των βαρβάρων που έρχονταν να την καταλύσουν. Στην αρχαιότητα, με τους Μηδικούς Πολέμους, δεν έσωσε τον θησαυρό που ονομάζουμε ευρωπαϊκό πολιτισμό; Είναι νοητός ευρωπαϊκός πολιτισμός χωρίς μια ελεύθερη Αθήνα; Στους μέσους χρόνους, επί χίλια χρόνια έφραζε τις πύλες της νότιας Ευρώπης και προφύλαγε την αρχαία κληρονομιά ως που να ανδρωθούν άλλοι λαοί και να την αξιοποιήσουν. Και στους νέους χρόνους ανάλογους αγώνες αγωνίσθηκε η φυλή μας. Συχνά μέσα στους αγώνες αυτούς η χώρα ολόκληρη κατακτιόνταν και φαινόταν σα να ήταν να σβήση για πάντα πια το μεγάλο γένος. Και όμως, μέσα από την τέφρα αναζούσε πάντα ξανά ο φοίνικας της ψυχής μας, με τις ίδιες αρετές, τις ίδιες δυνάμεις και τις ίδιες κακίες και άρχιζε ξανά η εθνική ζωή προς καινούργια πεπρωμένα. Ό,τι τόσες φορές συνέβαινε στους αιώνες, γιατί ν’ αμφιβάλλομε πώς θα συμβεί ξανά και τώρα; – Είστε μια ευλογημένη γενεά. Εμάς, μας μάρανε τα παιδικά χρόνια ο πρώτος πόλεμος. Ζήσαμε τα νιάτα μας μέσα στις ατασθαλίες και τις αμαρτίες της μεταπολεμικής περιόδου και τώρα, στα ώριμα χρόνια που θάπρεπε να είμαστε εν πλήρει δράσει, βρισκόμαστε σκλάβοι, αδύναμοι να δώσομε ό,τι μας ανήκει να δώσομε. Εσείς, μόλις εγκαταλείψετε τα φοιτητικά εδώλια θα βρήτε μιαν ελεύθερη χώρα, ένα πιο αναπεπταμένο παρά ποτέ πεδίο δράσης. Όσα κατακτήσανε αυτοί που κοιμούνται στα χιόνια της Αλβανίας, αυτοί που γυρίζουν χωρίς πόδια, χωρίς χέρια και χωρίς μάτια στους δρόμους, εσείς θάχετε την τιμή και την ευτυχία να τα καρπωθήτε και να τα αξιοποιήσετε. Γι’ αυτό η θέση της γενεάς σας θα είναι σημαντική. Δεν πρέπει να σταθήτε στο πεδίο των ενθουσιασμών. Πρέπει να ανεβήτε στο επίπεδο της πολιτικής συνείδησης. Έχοντας από τη μοίρα μια μεγάλη πολιτική αποστολή να εκπληρώσετε, πρέπει από νωρίς να ανδρωθήτε πολιτικά και με σοβαρότητα και με ωριμότητα να αντιμετωπίζετε τα προβλήματα του κοινωνικού μας βίου και προ παντός με το βαθύ αίσθημα της ιστορικής ευθύνης που σας βαραίνει. Επί του παρόντος, πρώτο καθήκον σας είναι η φυσική και ηθική επιβίωση της φυλής. Το να ζήσετε, εσείς προ παντός οι νέοι, μη νομίσετε πως είναι μια ιδιοτελής σκέψη. Το να ζήσει ο καθένας σας είναι εθνικό σας καθήκον. Χρειάζεστε όλοι για να επιτελέσετε αύριο τα πολλά, τα πολλά που έχετε να επιτελέσετε. Αν δεν πραγματοποιήσετε, ύστερα από τόσο αίμα που χάθηκε, μια πολιτειακή και μια διαπολιτειακή τάξη στηριγμένη στις αρχές της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, τότε και όλος ο αγώνας του παρόντος κινδυνεύει να χάσει την αξία του. Αλλά είμαι βέβαιος πως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Η ζείδωρος αύρα κιόλας αρχίζει να δροσίζει το μέτωπό μας. Από αυτές τις σκέψεις κινημένος σας συνιστώ συγκράτηση και πειθαρχία. Αν σήμερα, μια τέτοια μέρα, σας μίλησα τόσο ήσυχα, δεν το έκανα από μια κακώς εννοούμενη φρόνηση. Το έκανα βοηθημένος από την σταθερότητα της πίστης μου στην έκβαση του αγώνα και από τη βαθειά επίγνωση πως στην κρίσιμη ώρα η φυλή μας έκανε συνολικά το καθήκον της.

Γνωρίζοντας πως η αυριανή μέρα είναι και πρέπει να είναι ημέρα συλλογής, για τον καθένα σας, κιόλας από την Παρασκευή σας εγνωστοποίησα πως μάθημα αύριο δεν θα κάνω. Αλλά εσείς, σαν πιο νέοι, προτρέχετε μερικές ώρες και ζητάτε να μη γίνει μάθημα και σήμερα. Αι, παιδιά, ας μη γίνει και σήμερα!»

Συνοδευόμενος από τα ζωηρά χειροκροτήματα των παιδιών, βγήκα από την αίθουσα με την συναίσθηση ότι ήμουν άτονος συγκριτικά με την στάση των παιδιών. […] Κατά τις 6 κουδούνισαν και με ζήτησε ένας, καθώς είπε, φοιτητής. Εγώ αρνήθηκα να τον δεχτώ. Αυτός επέμεινε αφού δήλωσε πως είναι αστυνομικός. Τότε βγήκα στο χώλλ και μου παρουσιάστηκε. “Ντυθήτε να φύγομε , σε λίγο θαρθούν να σας συλλάβουν”. Αμέσως τον ρώτησα αν είναι διαταγή των ιταλών. “Δεν το ξέρω αυτό πιθανόν ναι! Πάντως αύριο επίκεινται ταραχές. και αν βρεθήτε πιασμένος, θα θεωρηθήτε όμηρος και ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Για τρεις ημέρες πρέπει οπωσδήποτε να κρυφτήτε.” Φίλησα τα παιδιά που τα είχαν χαμ΄ένα και την Ιωάννα και έφυγα με τον αστυνομικό. Κάνοντας την αναγκαία βόλτα, πήγα στο σπίτι που διάλεξα για κρησφύγετο. Ήταν το σπίτι του φίλου μου δικηγόρου Γ.Λάππα στην οδό Β.Γεωργίου Β’. Την πρώτη νυχτα δεν κοιμήθηκα παρά δυο ώρες. Καθώς ήμουν κι αδιάθετος και κρύωνα κι όλας, οι σκέψεις γύριζαν ανάκατες μεσα στο κεφάλι μου. Το σπουδαίο ηταν πως είχα τη συνειδησή μου απολύτως ήσυχη. ‘Ήμουν πια βέβαιος πως έκανα ό,τι έπρεπε να για είμαι, σαν άνθρωπος και σαν έλληνας, αξιοπρεπής και τίποτα που να μπορούσε να θεωρηθή προκλητικό, τίποτε που θα μπορούσε να σπρώξει τα παιδιά σε παράτολμες ενέργειες. Μόνο που αισθανόμουν το λόγο μου κάπως άτονο, φτωχό σε νοήματα. Ασφαλώς δεν βρέθηκα σε μια καλή στιγμή”.

Κ.Τσάτσος, Λογοδοσία μιας ζωής, τ. Ι., σελ. 288-292, Αθήνα 2001

Για την αντιγραφή: Χρυσάνθη Κωνσταντακάτου

Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 28.10.2016, Χαράλαμπος Μοσχόπουλος