ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑΙ ΙΔΕΑΙ καί ΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ: ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

«Ὁμολογῶ γεμᾶτος σεβασμόν καί εὐγνωμοσύνην, ὃτι καί ἐγώ, ἀπό τῆς ἀπόψεως τῆς κοινωνικῆς οἰκονομικῆς, ἀπό κανένα ἀπό τούς νεωτέρους δέν ἐδιδάχθην τόσα ὃσον ἀπό τόν Θουκυδίδην. Ὁ Θουκυδίδης εἰς τά ἒργα του ἐμφανίζεται ὡς ἐξ ἲσου ἂριστος γνώστης τῶν οἰκονομικῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς του, ὃσον καί τῶν πολιτικῶν καί τῶν στρατιωτικῶν».

Ἐξ ἂλλου καί ὁ μέγας Ἂγγλος οἰκονομολόγος τοῦ 18ου αἰῶνος Adam Smith (1723 – 1790) ἐπανειλημμένως ἀνέφερεν ὃτι ἢντλησεν ἱστορικο-οικονομικάς πληροφορίας ἀπό τούς Ἓλληνας ἱστορικούς (Θουκυδίδην, Ἡρόδοτον κ.ἂ.), τῶν ὁποίων ἒκανε χρῆσιν εἰς τό περίφημον ἒργον του « Wealth of Nations », τό ὁποῖον ἐξέδωσε τῷ 1776.

Κατωτέρω ἀναφέρω κάποια παραδείγματα ἀρίστων οἰκονομικῶν γνώσεων τοῦ Θουκυδίδου: Εἰς τήν δημηγορίαν τοῦ Περικλέους ὁ  Θουκυδίδης ἀναγνωρίζων τήν μεγίστην σημασίαν τῶν χρημάτων εἰς τάς πολεμικάς καί δι’ αὐτῶν εἰς τάς πολιτικάς ἐξελίξεις ἀναφέρει: «Ἀλλά κυριώτατον ἐμπόδιον δι’ αὐτούς (τούς Πελοποννησίους) θά εἶναι ἡ σπάνις (ἒλλειψις) τῶν χρημάτων, ἐφ’ ὃσον βραδέως ποριζόμενοι (συγκεντρώνοντες) αὐτά, κατ’ ἀνάγκην θά χρονοτριβῶσιν, ἐνᾧ αἱ εὐκαιρίαι τοῦ πολέμου κανένα δέν περιμένουν».

(Ἀρχαῖον κείμενον: «Μέγιστον δέ, τῇ τῶν χρημάτων σπάνει κωλύσονται, ὃταν σχολή αὐτά ποριζόμενοι διαμέλλωσι, τοῦ δέ πολέμου οἱ καιροί οὐ μενετοί»).

Ὡς καί ὃλοι οἱ ἂλλοι ἀρχαῖοι Ἓλληνες τοῦ πνεύματος, ὁ Θουκυδίδης προσέβλεπε πρός τήν πρόοδον καί ἀνάπτυξιν τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ διά τῆς ἐργασίας καί τοῦ ἐκ ταύτης συγκεντρωνομένου πλούτου. Ὁ ἱστορικός Θουκυδίδης διαχωρίζει τήν ἀνάπτυξιν εἰς τέσσαρα στάδια: Κατ’ ἀρχήν ἒχομεν, τό Πειρατικόν, ἢτοι τήν πειρατείαν, ἐφ’ ὃσον οἱ Ἓλληνες ἦσαν θαλασσινός λαός, μετά τό Νομαδικόν μετακινούμενοι ἀπό τόπου εἰς τόπον καί βασιζόμενοι κυρίως εἰς τήν νομαδικήν κτηνοτροφίαν. Τρίτον στάδιον ἦτο ἡ ἐγκατάστασις εἲς τινα περιοχήν καί ἡ ἐπίδοσις εἰς ἐπιτόπιον καλλιέργειαν, ἢτοι τό Γεωργικόν στάδιον, καί τέταρτον ἐπακόλουθον τῶν ἀνωτέρω σταδίων τό Ἐμπορικόν.

Ὁ Θουκυδίδης θεωρεῖ τό Ἐμπόριον ὡς βασικώτατον παράγοντα διά τήν μετάβασιν ἀπό τήν «φυσικήν (γεωργίαν, ἁλιείαν κτλ.) οἰκονομίαν εἰς τήν χρηματικήν», ἐφ’ ὃσον τό Ἐμπόριον ἀναπτύσσει «τήν κοινωνικήν οἰκονομίαν καί τάς οἰκονομικάς σχέσεις τῶν λαῶν καί ἀτόμων», ὡς ἐξηγεῖ τήν ἂποψιν τοῦ Θουκυδίδου ἐν ἐκτάσει εἰς τό βιβλίον του περί τῆς «Ἀναπτύξεως τῆς Οἰκονομίας» ὁ Αὐστριακός οἰκονομολόγος Julius Kautz.

Εἶναι ἐμφανές, ὃτι αἱ βασικαί οἰκονομικαί ἀρχαί τοῦ Θουκυδίδου ἦσαν ἡ ἀνάπτυξις τῆς παραγωγῆς, ὁ καταμερισμός ἐργασίας καί ἡ ἐξ αὐτῶν περαιτέρω ευημερία (εὐδαιμονία) τοῦ λαοῦ. Δι’ αὐτό λέγει: «Ὁ πλοῦτος μᾶς χρησιμεύει ὡς εὐκαιρία μᾶλλον πρός ἐκτέλεσιν ἒργων, παρά ὡς ἐλατήριον κομπορρημοσύνης. Οὒτε θεωροῦμεν ἐντροπήν τήν ὁμολογίαν τῆς πενίας, ἀλλά μεγαλυτέραν ἐντροπήν τό νά μή καταβάλλῃ κανείς κάθε προσπάθειαν διά νά τήν διαφύγῃ. Δι’ αὐτό καί συμβαίνει ἡμεῖς οἱ ἲδιοι νά φροντίζωμεν ταὐτοχρόνως καί διά τάς ἰδιωτικάς μας ὑποθέσεις καί διά τάς δημοσίας».

(Ἀρχαῖον κείμενον: «Πλούτῳ τε ἒργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καί τό πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινι αἰσχρόν, ἀλλά μή διαφεύγειν ἒργῳ αἲσχιον• ἒνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἃμα καί πολιτικῶν ἐπιμέλεια …»).

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ παρατήρησις τῶν Κορινθίων διά τήν προοδευτικότητα καί εὑρεσιτεχνίαν τῶν Ἀθηναίων ἐν συγκρίσει πρός τούς ἀντιπάλους των Πελοποννησίους, ὡς τήν διατυπώνει ὁ Θουκυδίδης. Λέγουσι δέ οἱ Κορίνθιοι: «Πραγματικῶς ὃμως αἱ ἰδικαί σας μέθοδοι (τῶν Πελοποννησίων) παραβαλλόμεναι μέ τάς ἰδικάς των (τῶν Ἀθηναίων) εἶναι ἀπηρχαιωμέναι. Καί εἰς τήν πολιτικήν δέ, καθώς καί εἰς τάς τέχνας κατ’ ἀνάγκην τό νέον ἐπικρατεῖ πάντοτε τοῦ ἀπηρχαιωμένου. Εἶναι ἀληθές … ὃτι ἡ ἀνάγκη τῆς ἀντιμετωπίσεως πολλῶν συγχρόνως δυσκολιῶν ἐπιβάλλει καί τήν βελτίωσιν τῶν ἐν χρήσει μεθόδων. Καί ἐπειδή οἱ Ἀθηναῖοι ἒχουσι πολυμερεστέραν πεῖραν, δι’ αὐτό καί αἱ μέθοδοί των ἒχουσι περισσότερον ἐκνεωτερισθῆ ἀπό τάς ἰδικάς σας».

(Ἀρχαῖον κείμενον: «Νῦν δ’ ἀρχαιότροπα ὑμῶν τά ἐπιτηδεύματα πρός αὐτούς (τούς Ἀθηναίους) ἐστιν. Ἀνάγκη δέ ὣσπερ τέχνης ἀεί τά ἐπιγιγνόμενα κρατεῖν … πρός πολλά δέ ἀναγκαζομένοις ἰέναι πολλῆς καί ἐπιτεχνήσεως δεῖ. Διόπερ καί τά τῶν Ἀθηναίων ἀπό τῆς πολυπειρίας ἐπί πλέον ὑμῶν (τῶν Πελοποννησίων) κεκαίνωται»).

Καί ἀλλαχοῦ ὁ Θουκυδίδης διά στόματος τοῦ Ἀλκιβιάδου συμβουλεύει ἐπίσης τά κάτωθι τούς Ἀθηναίους: «Ἀπολύτως ἀποφαίνομαι, ὃτι κατά τήν γνώμην μου, πόλις (πολιτεία) συνηθισμένη εἰς τήν δραστηριότητα θά καταστραφῇ ταχέως διά μεταπτώσεως εἰς τήν ἀδράνειαν, … ἐνᾧ ἒστω καί νά εὑρίσκηται εἰς χειροτέραν κατάστασιν, ἐάν οἱ ἂνθρωποι (κάτοικοι) της βασιζόμενοι εἰς τά ὑπάρχοντα ἢθη καί νόμους των ἐλάχιστα ἀλλάξωσι τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον πολιτεύονται, θά ζῶσιν μέ μεγαλυτέραν ἀσφάλειαν».

(Ἀρχαῖον κείμενον: «Παράπαν τε γιγνώσκω πόλιν μή ἀπράγμονα τάχιστ’ ἂν μοι δοκεῖν ἀπραγμοσύνης μεταβολή διαφθαρῆναι, καί τῶν ἀνθρώπων ἀσφαλέστατα τούτους οἰκεῖν οἱ ἂν τοῖς παροῦσιν ἢθεσι καί νόμοις, ἢν καί χείρω ᾖ, ἢκιστα διαφόρως πολιτεύωσιν»).

Ἐκ τῆς ἀναπτύξεως τῶν θέσεων τοῦ Θουκυδίου εἶναι πλέον ἢ εὐκρινές, ὃτι ὁ μέγας ἱστορικός ἦτο ἒνθερμος ὑποστηρικτής κάθε δραστηριότητος καί ἐνεργείας, ὑφ’ ὃλας τάς ἀπόψεις: πολιτικάς, στρατιωτικάς καί οἰκονομικάς, αἳτινες ἒτεινον πρός τόν νεωτερισμόν καί τήν τεχνικήν πρόοδον. Ἦτο, ἐν ἂλλοις λόγοις, λάτρης καί θαυμαστής τῶν καινοτομιῶν, τεχνικῶν καί ἂλλων παντός εἲδους, δι’ αὐτό θεωρεῖται ὁ κυριώτερος ἐκφραστής τῆς Οἰκονομικῆς Ἀναπτύξεως κατά τήν ἀρχαιότητα.

Τό κάτωθι ἀπόσπασμα τό ὁποῖον ἐκφράζεται καί πάλιν διά τοῦ στόματος τῶν Κορινθίων ἀντικατοπτρίζει πλήρως τάς ἀπόψεις του διά τούς νεωτεριστάς Ἀθηναίους: «Ἐκεῖνοι τῷ ὂντι εἶναι νεωτερισταί, ἱκανοί καί εἰς ταχεῖαν σύλληψιν νέων σχεδίων καί εἰς ταχεῖαν ἐκτέλεσιν τῶν ἃπαξ ἀποφασισθέντων … Ἐπί πλέον ἐκεῖνοι μέν (οἱ Ἀθηναῖοι) καί τολμοῦσιν ὑπέρ τήν δύναμίν των καί διατηροῦσι τήν αἰσιοδοξίαν των ἐν μέσῳ τῶν κινδύνων».

(Ἁρχαῖον κείμενον: «Οἱ μέν γε (Ἀθηναῖοι) νεωτεροποιοί καί ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καί ἐπιτελέσαι ἒργῳ, ὃ ἂν γνῶσιν. … Αὖθις δέ οἱ μέν καί παρά δύναμιν τολμηταί … καί ἐπί τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες»).

Κλείων τήν περί τόν Θουκυδίδην σύντομον οἰκονομικήν ἀνασκόπησιν θά πρέπῃ ἐπίσης νά ἀναφερθῇ ὃτι ὁ μέγας ἱστορικός εἰς τάς πολιτικο-οικονομικάς θέσεις του ἐπηρεάσθη καί ἀπό τήν ἰατρικήν τοποθέτησιν διά τήν Πρόγνωσιν τῶν ἀσθενειῶν τῶν πρώτων ἰατρῶν τῆς Ἀρχαιότητος, τοῦ Ἱπποκράτους καί μετέπειτα τοῦ Γαληνοῦ. Κατά τήν ἂποψιν τοῦ γράφοντος ὁ ἐπηρεασμός τοῦ Θουκυδίδου ἀπό τήν Ἰατρικήν ὠφείλετο μεγάλως ἀπό τόν μέγαν λοιμόν, ὃστις ἒπληξε κυρίως τάς Ἀθήνας. Κατά πᾶσαν πιθανότητα ἡ ἀσθένεια αὓτη ἦτο ἡ πανώλης, ἡ ὁποία ἀπεδεκάτισε τόν πληθυσμόν τῆς πόλεως, χωρίς νά δύναται τότε κανείς νά τήν ἀναχαιτίσῃ, εἰ μή διά τῆς καύσεως τῶν πτωμάτων. Ἀπό τόν λοιμόν αὐτόν ἠσθένησε καί ὁ Θουκυδίδης ὑπῆρξε δέ μεταξύ τῶν ὀλίγων, οἱ ὁποῖοι ἠδυνήθησαν νά ἀντέξωσι καί νά σωθῶσιν. Ἐξ οὗ καί ἡ μεγάλη ἐπίδρασις ἐπ’ αὐτοῦ τῶν ἰατρικῶν θεμάτων καί ὁρολογιῶν.

Οἱ ἀνωτέρω μεγάλοι ἰατροί τῆς Ἀρχαιότητος διετύπωσαν τήν Προγνωστικήν Θεωρίαν εἰς τήν Ἰατρικήν ὡς κάτωθι: «Λέγειν τά προγενόμενα, γιγνώσκειν τά παρεόντα, προλέγειν τά ἐσόμενα». (Δηλ. νά ἀναφέρῃ τις ἐκεῖνα πού ἒχουν συμβῆ, νά μανθάνῃ τά παρόντα καί νά προλέγῃ ἐκεῖνα πού θά συμβῶσι).

Ὑπό τήν ἐπήρειαν τῶν ἀνωτέρω ὁ Θουκυδίδης συνέλαβε καί μετέφερεν εἰς τάς «Ἱστορίας» του τήν κάτωθι θέσιν του διά τά ἱστορικο-οικονομικά γεγονότα ἐκφράζων τήν ἐπιθυμίαν του διά τό ἱστορικόν ἒργον του.

«Θά μοῦ εἶναι ὃμως ἀρκετόν, ἐάν τό ἒργον μου κρίνουν ὠφέλιμον, ὃσοι θελήσουν νά ἒχωσιν ἀκριβῆ ἀντίληψιν τῶν γεγονότων, ὃσα ἒχουν ἢδη λάβει χώραν καί ἐκείνων τά ὁποῖα κατά τήν ἀνθρωπίνην φύσιν μέλλουν νά συμβῶσι περίπου ὃμοια».

(Ἀρχαῖον κείμενον: «Ὃσοι δέ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τό σαφές σκοπεῖν καί τῶν μελλόντων ποτέ αὖθις κατά τό ἀνθρώπινον τοιούτων καί παραπλήσιον ἒσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτά ἀρκούντως ἓξει»).

Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὁ Θουκυδίδης ἐπηρεασμένος ἐκ τῆς Ἰατρικῆς, ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος κατά τήν Ἀρχαιότητα, ὃστις εἰσήγαγε τήν Προγνωστικήν Θεωρίαν εἰς τήν Οἰκονομίαν καί δέν ὑπῆρξεν ἁπλῶς μόνον ἂριστος συγγραφεύς καί ἀναλυτής εἰς τήν πολιτικο-στρατιωτικήν Ἐπιστήμην κατά τήν ἀθάνατον συγγραφήν τοῦ ἒργου του περί τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου.

Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 15.9.2016