και για τα μέτρα ενάντια στη φοροδιαφυγή, ενώ στην πραγματικότητα από το 2004 έως το 2009 η ελληνική κυβέρνηση έθετε μέσω νομοθετημάτων εμπόδια στην αγορά προϊόντων. Ακόμα και όταν η Ελλάδα μπήκε σε πρόγραμμα με το ΔΝΤ, το Ταμείο χρειάστηκε μήνες για να συνειδητοποιήσει ότι η διοικητική ικανότητα της χώρας ήταν πολύ αδύναμη και ότι τα συμφέροντα του κατεστημένου δημιουργούσαν σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια.
Συγχρόνως είχε επικρατήσει η λογική στο Ταμείο πως η «Ευρώπη αντιμετωπίζεται διαφορετικά», όπως αναφέρεται στην έκθεση. Επειδή το ενδεχόμενο να χρειαστεί να δανείσει ένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης ήταν απίθανο, ποτέ δεν χρειάστηκε να σχεδιαστεί η προετοιμασία ενός προγράμματος στην Ευρωζώνη, με όρους και προϋποθέσεις, και το Ταμείο βρέθηκε απροετοίμαστο.
Αν η διοίκηση του ΔΝΤ είχε έξι μήνες στη διάθεσή του, πριν ζητήσει η Ελλάδα πρόγραμμα, να σχεδιάσει μία προληπτική σχέση με ένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης, τότε, σύμφωνα με την έκθεση, το προσωπικό του Ταμείου θα είχε καλύτερη κατανόηση των ιδιαίτερων περιορισμών που υπάρχουν σε μία χώρα του ευρώ και θα μπορούσαν να αποφασίσουν πιο εμπεριστατωμένα αν θα συμμετάσχουν ή όχι σε ένα τέτοιο πρόγραμμα.
2. Η Αναδιάρθρωση του χρέους
Η άρνηση για αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας στην αρχή του προγράμματος, παρά τη μεγάλη πιθανότητα το χρέος να μην αποδειχθεί βιώσιμο, αποτελεί αντικείμενο κριτικής. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου το Ταμείο αποφάσισε το 2010 να τη χρηματοδοτήσει με ποσό μεγαλύτερο από αυτό που της αντιστοιχούσε («exceptional access»), θα έπρεπε να είχε προηγηθεί η αναδιάρθρωση χρέους.
Η έκθεση αναφέρει πως αρχικά, επειδή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και μερικά κράτη-μέλη ήταν αντίθετα με την αναδιάρθρωση του χρέους για οικονομικούς, τεχνικούς ή πολιτικούς λόγους, οι ελληνικές αρχές συντάχθηκαν γιατί χρειάζονταν την ευρωπαϊκή βοήθεια. Το ΔΝΤ είχε απομονωθεί στις συζητήσεις για την Ευρώπη και όταν κλήθηκε τον Μάιο του 2010 το θέμα της αναδιάρθρωσης ήταν εκτός ατζέντας. «Το τρένο είχε φύγει ήδη από τον σταθμό», αναφέρεται στην έκθεση.
Επίσης υπήρχε έντονη διαφωνία και στους κόλπους του ΔΝΤ για το κατά πόσον χρειάζεται η Ελλάδα αναδιάρθρωση του χρέους. Με τη μία ομάδα να υποστηρίζει την ανάγκη γενναίας και άμεσης αναδιάρθρωσης, και την άλλη να υποστηρίζει ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να αντιμετωπίσει την κρίση χωρίς αναδιάρθρωση χρέους. Μία τρίτη ομάδα, ενώ συμφωνούσε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, θεωρούσε ότι δεν ήταν εφικτή η μείωσή του λόγω των χρονικών περιορισμών και των κινδύνων, ελλείψει μηχανισμού προστασίας στην Ε.Ε. την εποχή εκείνη.
Μία κριτική που επίσης ασκείται έχει να κάνει με το γεγονός ότι, αφού δεν ακολουθήθηκε η αναδιάρθρωση του χρέους πριν από τη χρηματοδότηση από το ΔΝΤ, τότε όφειλε το Ταμείο να έχει ζητήσει από τους Ευρωπαίους μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Οσον αφορά τις διαδικασίες που τηρήθηκαν, η έκθεση αναφέρει κριτικά πως «δεν υπήρχε ανοιχτή και από την αρχή συζήτηση όλων των διαθέσιμων επιλογών». Μπορεί «το ρίσκο της μετάδοσης της κρίσης» να έπαιξε σημαντικό ρόλο στη λήψη της απόφασης για συμμετοχή του Ταμείου, αλλά την ίδια στιγμή οι συνέπειες μετάδοσης της κρίσης, ειδικά αν δεν γινόταν η αναδιάρθρωση του χρέους, «δεν ποσοτικοποιήθηκαν αυστηρώς ούτε συζητήθηκαν διεξοδικά στο εσωτερικό του Ταμείου».
Ενώ οι κανονισμοί του Ταμείου θέλουν ανάμειξη του διοικητικού του συμβουλίου από την αρχή, όταν ο δανεισμός της χώρας ξεπερνά τα κανονικά χρηματικά όρια –όπως ήταν στην περίπτωση της Ελλάδας–, η συμμετοχή έγινε «με απρόσεκτο τρόπο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έκθεση. Συγχρόνως εγείρει ερωτηματικά νομιμότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, καθώς, όπως αναφέρει, αν υπήρχε η ανάμειξη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου από την αρχή, όπως υπαγορεύει ο κανονισμός, μπορεί να μην είχε οδηγήσει σε διαφορετική απόφαση για το χρέος αλλά «αλλά θα είχε ενισχύσει τη νομιμότητα οποιασδήποτε απόφασης».
3. Μη λειτουργική στρατηγική
Ακολουθήθηκε μία ολοένα και περισσότερο μη λειτουργική στρατηγική για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι ιδιαίτερα θετικές προβλέψεις που έκανε το ΔΝΤ αρχικά και οι οποίες στην πράξη δεν έβγαιναν αληθινές είχαν ως αποτέλεσμα να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη η επίτευξη των στόχων. Επίσης, σε Ελλάδα και Πορτογαλία οι προβλέψεις ήταν ιδιαίτερα θετικές ως προς την ικανότητα των αρχών να εφαρμόσουν δύσκολες πολιτικά μεταρρυθμίσεις. Συγχρόνως γίνεται αναφορά και στην υπεραισιόδοξη, όπως αποδείχθηκε, εκτίμηση του ΔΝΤ ότι τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις θα φτάσουν τα 50 δισ. ευρώ από τα 12,5 δισ. που αρχικά είχαν υπολογιστεί, ενώ οι επίσης αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη αναθεωρήθηκαν μόνον όταν είχαν περάσει περισσότεροι από 18 μήνες από την αρχή του προγράμματος.
4. Έλλειψη ευελιξίας
Μία σημαντική παράμετρος, στην οποία δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, είναι ότι η Ελλάδα ως μέλος μίας νομισματικής ένωσης δεν είχε δυνατότητα ευελιξίας, καθώς η συμμετοχή της δημιουργούσε περιορισμούς για εναλλακτική στρατηγική. Αρα χρειαζόταν ένα πρόγραμμα που λάμβανε υπ’ όψιν αυτούς τους περιορισμούς, σε αντίθεση με τα μέχρι τώρα προγράμματα του ΔΝΤ σε χώρες εκτός νομισματικής ένωσης.
5. Σχέσεις με Ευρωπαίους
Στη συνεργασία του ΔΝΤ με τους Ευρωπαίους εταίρους η έκθεση αναφέρει πως το Ταμείο βρέθηκε «απροετοίμαστο». Η έκθεση περιγράφει ότι, παρόλο που η Τρόικα αποδείχθηκε «αποτελεσματικός μηχανισμός» στο να πραγματοποιήσει συζητήσεις με τις κυβερνήσεις, το Ταμείο «έχασε τη χαρακτηριστική του ευελιξία ως διαχειριστής κρίσεων». Αναφέρεται στην έκθεση πως επειδή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπραγματευόταν εξ ονόματος του Eurogroup, οι τεχνικές επισημάνσεις του προσωπικού του Ταμείου βρίσκονταν υπό πολιτική πίεση από την αρχή. Γι’ αυτό και μία από τις συστάσεις της έκθεσης προς το Συμβούλιο είναι να προωθήσουν διαδικασίες που θα ελαχιστοποιήσουν οποιαδήποτε πολιτική παρεμβολή στην τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ.
6. Η Τεχνική βοήθεια
Όσον αφορά την τεχνική βοήθεια που παρείχε το ΔΝΤ στην Ελλάδα, η έκθεση αναφέρει ότι αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, λόγω της ανάγκης συντονισμού με την Task Force (ομάδα δράσης της Ε.Ε.), η οποία βασιζόταν σε εξωτερικούς συμβούλους από τα μεγαλύτερα κράτη-μέλη. Η τεχνική βοήθεια παρουσίαζε το σοβαρό μειονέκτημα να μην έχει σαφείς προτεραιότητες αλλά να λειτουργεί με πρωτοβουλίες ad hoc, με στόχους που συνεχώς άλλαζαν και δεν λάμβαναν υπ’ όψιν τη δυσκολία αφομοίωσης από την Ελλάδα.
7. Η Απόδοση του προσωπικού
Όσον αφορά το προσωπικό που συμμετείχε στα προγράμματα της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας, η έκθεση αναφέρει ότι η απόδοση του προσωπικού ήταν άνιση. Υπήρχαν περιστάσεις που «οι τεχνικές γνώσεις του προσωπικού έλαμψαν», όπως στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή του προγράμματος στην Ιρλανδία, όπου η έκθεση τη χαρακτηρίζει «σχεδόν υποδειγματική», αλλά δεν έγινε το ίδιο στην Ελλάδα. Η δουλειά που έγινε στον τραπεζικό τομέα ήταν «πρώτης τάξεως στην Ισπανία» αλλά όχι αρκετά καλή στην Πορτογαλία. «Η αποσπασματική διαθεσιμότητα του προσωπικού, παρότι είχε εμπειρία και τεχνογνωσία, μπορεί να ήταν μεταξύ των λόγων γι’ αυτήν την άνιση απόδοση» αναφέρει η έκθεση.
Τέλος, όσον αφορά τη σύσταση του ανεξάρτητου γραφείου αξιολόγησης του ΔΝΤ για την αποφυγή παρόμοιων λαθών, είναι να υπάρχει καλύτερη προσαρμογή των πολιτικών δανεισμού του Ταμείου σε περιπτώσεις νομισματικής ένωσης, όπως είναι η Ευρωζώνη. Να αποφεύγονται «αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην αναδιάρθρωση του χρέους», να δίνεται περισσότερη προσοχή στην πολιτική οικονομία της προσαρμογής, να υπάρχει περισσότερη φειδώ στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τέλος περισσότερος ορθολογισμός της διαδικασίας που ακολουθεί η τρόικα, έτσι ώστε να μειώνεται το βάρος που πέφτει στις Αρχές.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 18.7.2016