ΓΑΛΛΟΦΩΝΙΑ: MÉLUSINE– ΠΩΣ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΩΣ Η ΓΑΛΛΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟΝ (Μέρος Α΄)

ἀποτελοῦν τήν Μυθολογίαν ἐντός τῆς ὁποίας κρύπτεται, ὡς ὃλοι γνωρίζομεν, ἡ προϊστορία, ἡ θρησκευτικότης καί αἱ παραδόσεις ἑνός λαοῦ καθώς καί τό δέος πού αἰσθάνονται οἱ ἂνθρωποι πρό τῶν φυσικῶν καί ὑπερανθρώπων δυνάμεων.

Εἰς τήν ἀρχαιότητα Μῦθος ἦτο τό κάθε τι λεγόμενον ἀπό στόματος, ἢτοι ὁ προφορικός λόγος. Σύν τῷ χρόνῳ ἡ σημασία τῆς λέξεως ἐξελίχθη, ὣστε Μῦθος νά σημαίνῃ κάθε προφορικήν διήγησιν, ὁμιλίαν ἢ λόγον ἐν ἀντιθέσει πρός ἓν συγκεκριμένον γεγονός. Κατά τόν Ἀριστοτέλην δέ ὁ κάθε Μῦθος πρέπει νά ἒχῃ: ἀρχήν, μέσον καί τέλος. Ἒχει δέ ὡς βάσιν του θρησκευτικάς παραδόσεις, ὑπεράνθρωπα ὂντα, τήν ἐξιδανικευμένην ἀγάπην καί γενναίους ἣρωας, συνυπάρχοντα πάντα ταῦτα εἰς τήν ὃλην πλοκήν, ἣτις εὑρίσκεται πάντοτε «πέραν τῆς κοινῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας», ἀφοῦ τά γεγονότα συμβαίνουσιν εἰς μή συγκεκριμένον χρόνον.

Δέν ὑπάρχει εἰς τούς μύθους οἱαδήποτε προσπάθεια ἀποδείξεως τοῦ «δυνατοῦ» ἢ τῆς «ἀληθοφανείας». Ἁπλῶς βασίζεται εἰς κάποια ἀπροσδιόριστα ἱστορικῶς γεγονότα τοῦ ἀμέσου ἢ ἀπωτέρου παρελθόντος, ὃπου πέραν τούτου ἀναλαμβάνει τά ἡνία ἡ λαϊκή φαντασία διά νά τά διανθίσῃ μέ τά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, τήν θρησκευτικότητα καί τάς ἠθικάς ἀξίας τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς, τήν ὁποίαν ὁ Μῦθος ἐξιστορεῖ καί ἡ ὃλη πλοκή του λαμβάνει χώραν. Δι’ αὐτό, ὡς ἐλέχθη, «οἱ Μῦθοι καί οἱ Θρῦλοι ἀντιπροσωπεύουσιν ἓν πρότυπον ἢ ἓν καταστατικόν διά τήν ἀνθρωπίνην συμπεριφοράν καί εἶναι μία συνεχής πηγή γνώσεως καί καθοδηγήσεως εἰς κρίσιμα προβλήματα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως: εἰς τόν πόλεμον καί τήν εἰρήνην, τήν ζωήν καί τόν θάνατον, τήν ἀλήθειαν καί τό ψέμα, τό καλόν καί τό κακόν».

Ὃμως θά πρέπῃ, πιστεύω, προτοῦ προχωρήσωμεν νά ἐξετάσωμεν καί κατατάξωμεν τάς διαφόρους μορφάς τῶν Διηγήσεων αὐτῶν, διά νά δυνηθῶμεν νά κατανοήσωμεν καί νά ἀπολαύσωμεν καλύτερον τήν ἀκολουθοῦσαν ὡραιοτάτην Γαλλικήν Μυθιστορίαν. Κατωτέρω παρατίθεται ἡ κυριωτέρα ἀνάλυσις καί κατάταξις τῶν Ἀφηγήσεων αὐτῶν:

Ὁ Μῦθος, τοῦ ὁποίου τόν ὁρισμόν ἐδώσαμεν ἢδη ἀνωτέρω, εἶχεν ἀπήχησιν κυρίως μεταξύ μιᾶς πλέον καλλιεργημένης καί μορφωμένης κοινωνίας, ἐν ἀντιθέσει πρός τά Παραμύθια (Γαλλιστί fables, Ἀγγλιστί folktales ἢ fairy tales, Γερμανιστί Märchen), τά ὁποῖα ἢρεσκον καί ἐλέγοντο κυρίως μεταξύ τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ. Μία ἂλλη μορφή διηγήσεως εἶναι τό Ἒπος, τό ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς ἡρωϊκά κατορθώματα καί ἀποδίδεται πάντοτε διά ποιητικοῦ λόγου. Ὁ Θρῦλος (Γαλλ. légende, Ἀγγλ. legend) ἀναφέρεται «εἰς παραδοσιακάς διηγήσεις δι’ ἓν ἢ περισσότερα ἐξέχοντα ἂτομα, τόπον ἢ τόπους καί θεωρεῖται πάντοτε ὃτι ἒχει μίαν ἱστορικήν βάσιν παρ’ ὃλον ὃτι τά γεγονότα ἒχουν ἐν τῷ μεταξύ παραποιηθῆ ἀπό τήν λαϊκήν φαντασίαν». Τέλος τό Σάγκα (saga), προερχόμενον ἀπό τήν μεσαιωνικήν Ἰσλανδίαν, ἀναφέρεται καί αὐτό μέν εἰς ἡρωϊκάς πράξεις καί κατορθώματα Σκανδιναβῶν Βασιλέων, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς Νιμπελοῦνκεν, εἶναι δέ πάντοτε εἰς πεζόν λόγον.

Ἒχων πάσας τάς ὡς ἂνω μορφάς τῶν παλαιῶν διηγήσεων ὑπ’ ὂψιν προσεπάθησα πρός καλυτέραν ἀντίληψιν τοῦ περιφήμου Μύθου τῆς Μελουζίνης καί τῆς Μεσαιωνικῆς Γαλλικῆς Μυθολογίας καί τόν ὁποῖον θά πραγματευθῶμεν ἀπόψε, ὃπως κατατάξω αὐτόν εἰς τήν ἀκριβῆ κατηγορίαν εἰς τήν ὁποίαν ἀκριβῶς ἀνήκει. Κατέληξα δέ εἰς τό ἑξῆς: ἡ Διήγησίς μας εἶναι καί Μῦθος καί Θρῦλος καί Saga. Εἶναι ὃμως καί Ἒπος, ἀφοῦ ὁ Μῦθος τῆς Μελουζίνης ἀπεδόθη ἐπίσης ὀλίγον ἀργότερον καί εἰς μεσαιωνικόν ποίημα.

Ὃμως τό βασικώτερον συμπέρασμα, εἰς τό ὁποῖον κατέληξαν ὃλοι οἱ εἰδικευθέντες εἰς τούς Μύθους μελετηταί καί τό ὁποῖον πρέπει νά ἒχωμεν πάντοτε ὑπ’ ὂψιν εἶναι τό κάτωθι: Ὃτι δέν εἶναι τυχαῖον, ὃτι ἡ ἱστορία τῆς Μελουζίνης καί τῶν ἐξ αὐτῆς καταγομένων Λουζινιανῶν, πού θά διηγηθῶμεν ἀπόψε, ἒχει τήν πηγήν της εἰς Γαλλίαν. Διότι κατά τόν Μεσαίωνα, δηλ. τήν περίοδον μεταξύ τοῦ 11ου καί 14ου αἰῶνος, ἢκμασεν εἰς τήν Γαλλίαν ἡ Μυθιστορία μέ τά ὡραῖά της Romanz, ὡς ἐλέγοντο ταῦτα εἰς τήν παλαιάν Γαλλικήν.

Αἱ Μυθιστορίαι ἦσαν γεγραμμέναι εἰς τήν καθομιλουμένην Γαλλικήν γλῶσσαν καί ὂχι εἰς τήν τότε ἐπίσημον Λατινικήν. Δέν εἶναι γνωστόν πότε ἀκριβῶς ἐδημιουργήθῃ ὁ Μῦθος τῆς Mélusine καί τῶν Λουζινιανῶν ἀπογόνων της, κατεγράφη ὃμως διά πρώτην φοράν τόν 14ον αἰῶνα ὑπό τοῦ Jean d’Arras, ὡς « Le Roman de Mélusine ». Μετέπειτα ὁ Couldrette κατ’ ἐντολήν τοῦ Κόμητος de Parthenay κατέγραψε τόν Μῦθον αὐτόν εἰς ἐπικόν ποίημα μέ τόν τίτλον « Poème de Mélusine ».

Μετά τάς ἀναγκαίας ἐξηγήσεις διά τούς Μύθους, θά εἰσέλθωμεν εἰς τήν ἀφήγησιν τῆς ὑπερόχου αὐτῆς Διηγήσεως, πού συνδέει τήν Γαλλίαν μέ τήν Κύπρον χάριν εἰς τά ἡρωϊκά κατορθώματα κατ’ ἀρχήν δύο ἐκ τῶν τέκνων τῆς Mélusine μετέπειτα δέ καί τρίτου τέκνου της καί ὑποδηλοῦσι τούς στενωτάτους δεσμούς καί σχέσεις πού ἀνεπτύχθησαν εἰς τήν συνείδησιν τοῦ Γαλλικοῦ λαοῦ μέ τήν Κύπρον, ὡς ἐμφαίνεται εἰς τόν παρόντα ὑπέροχον, συναρπαστικόν καί συγκινητικόν Γαλλικόν Μῦθον, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς εἷς τῶν ὡραιοτέρων Μεσαιωνικῶν Μύθων τῆς Γαλλίας, ὁ ὁποῖος συνεκίνησε τόσας γενεάς Γάλλων καί συγκινεῖ μέχρι καί σήμερον ἀκόμη. Δι’ αὐτό θά πρέπῃ καί ἡμεῖς οἱ Κύπριοι νά γνωρίζωμεν τόν Μῦθον αὐτόν, ἐφ’ ὃσον ἡ πλοκή του ἀναφέρεται εἰς μέγαν βαθμόν καί εἰς τήν Νῆσόν μας. Δίδει δέ εἰς ἐμέ πολύ μεγάλην χαράν νά σᾶς ξαναζωντανεύσω ἀπόψε τήν ὡραιοτάτην Μυθιστορίαν τῆς φημισμένης νεράϊδας Μελουζίνης, τοῦ εὐγενοῦς συζύγου της Raymondin καί τῶν γενναίων τέκνων της.

Ἡ ζωή τῆς Mélusine καί ἡ δρᾶσίς της ἒχουσιν ἐπίκεντρόν των τήν Δυτ. Γαλλίαν, κυρίως δέ τήν περιοχήν τοῦ Lusignan καί τοῦ Poitiers, ὡς καί τῶν δασῶν τοῦ Mervent καί τοῦ Coulombiers. Ἀρχίζει ὃμως ὁ Μῦθός μας εἰς τήν Κελτικήν Σκωτίαν. Ἂς ἀφήσωμεν λοιπόν ἀπόψε τάς σκέψεις μας μακράν τῆς καθημερινότητος καί ἂς ταξειδεύσωμεν μέ τήν φαντασίαν μας μέσον τῆς νεράϊδας Mélusine εἰς τόν μυθικόν καί ὀνειρώδη κόσμον τῆς μεσαιωνικῆς Γαλλίας. Δι’ ἡμᾶς δέ τούς Κυπρίους τό ἀξιοσημείωτον εἶναι, ὃτι μέσον τοῦ Μύθου αὐτοῦ ἀνακαλύπτομεν ταὐτοχρόνως καί τάς ἀνέκαθεν στενάς σχέσεις τῆς Γαλλίας μέ τήν Κύπρον, ὂχι μόνον εἰς τήν πραγματικήν ἱστορίαν τῶν Λουζινιανῶν βασιλέων της, μέ πρῶτον ἱδρυτήν των ἐν Κύπρῳ τόν Guy de Lusignan κατά τήν περίοδον τῆς 3ης Σταυροφορίας, ὁ ὁποῖος ἠγόρασε τήν Νῆσον τῷ 1192 ἀπό τόν Ριχάρδον τόν Λεοντόκαρδον, ὃταν οἱ Ναΐται ἐπέστρεψαν τήν ἐπαναστατημένην Νῆσον εἰς τόν Ριχάρδον, ἀλλά καί ἀπό μυθολογικῆς ἀπόψεως. Εἶναι λοιπόν πολύ βαθεῖαι αἱ σχέσεις τῶν δύο χωρῶν, ὂχι μόνον ἱστορικῶς ἀλλά καί μυθολογικῶς, ὡς ἀποδεικνύει ἡ ἀποψινή ἐξιστόρησίς μας. Ὃμως παρακαλῶ μήν ἀναζητήσητε κατά τήν ἀφήγησιν, ἀκριβῆ ἱστορικά γεγονότα καί ὀνόματα προσώπων ἐφ’ ὃσον δέν πρέπει νά λησμονῶμεν ὃτι πρόκειται περί Μύθου.

Καί ἀρχίζομεν: Κάποτε εἰς τήν Albanie ἐζοῦσεν εἷς βασιλεύς ὀνομαζόμενος Ἓληνας (Elinas). Πρέπει ἐδῶ νά σημειωθῇ ὃτι εἰς τούς μεσαιωνικούς χρόνους ἡ Albanie (Ἀγγλ. Albany) δέν εἶχε καμμίαν σχέσιν μέ τήν σημερινήν Ἀλβανίαν, ἀλλά αὓτη ἦτο ἡ ὀνομασία τῆς Μεσαιωνικῆς Κελτικῆς Σκωτίας. Ὁ βασιλεύς Elinas περιήρχετο συχνά τά δάση τοῦ βασιλείου του κυνηγῶν ἀγριογούρουνα, λαγούς καί ἂλλα ζῶα καί πτηνά. Ὃπως ἐσυνήθιζεν, ἐσταματοῦσε πάντοτε εἰς κάποιαν πηγήν ἐντός τῶν ἐκτεταμένων δασωδῶν περιοχῶν τοῦ βασιλείου του διά νά ξεδιψάσῃ καί νά ἀναπαυθῇ. Μίαν ἡμέραν, ἀπό τό βάθος κάποιων θάμνων ἢκουσε μίαν μελῳδικωτάτην γυναικείαν φωνήν νά τραγουδῇ, πού ἐσαγήνευσε πάρα πολύ τόν βασιλέα Ἓληνα, ὣστε ἐπλησίασε καταμαγευμένος τούς θάμνους διά νά ἰδῇ ποία ἐτραγουδοῦσε τόσον μελῳδικά.

Ἒμεινεν ἐκεῖ, πίσω ἀπό τούς θάμνους πολλήν ὣραν ἐκστατικός παρακολουθῶν μίαν ὡραιοτάτην νεαράν γυναῖκα, πού ἐτραγουδοῦσε μέ τήν μελῳδικήν φωνήν της μόνη μέσα εἰς τό δάσος. Εἰς μίαν στιγμήν ὁ Βασιλεύς Elinas ἐπλησίασε τήν ὡραιοτάτην γυναῖκα καί τήν ἐχαιρέτησε μέ μεγάλην εὐγένειαν. Τήν ἠρώτησε ποία ἦτο καί ἀπό ποῦ ἢρχετο, διότι ὡς καλῶς ἐγνώριζε δέν ὑπῆρχε κανείς ἂλλος πύργος, πλήν τοῦ ἰδικοῦ του, εἰς τήν περιοχήν αὐτήν τοῦ βασιλείου του. Μετά πού ἀντήλλαξαν κάποιας κουβέντας, ὁ βασιλεύς Elinas τήν ἐβοήθησε νά ἀνεβῇ εἰς τό πλούσια ἐστολισμένον ἂλογόν της καί ὁ ἲδιος ἐσυνέχισε τό κυνήγιόν του μέσα εἰς τό δάσος.

Ὃμως ὁ βασιλεύς Elinas δέν μποροῦσε νά βγάλῃ ἀπό τήν σκέψιν του τήν ὡραιοτάτην γυναῖκα πού τόν ἐσαγήνευσε μέ τήν ὀμορφιάν καί τήν τόσον μελῳδικήν φωνήν της. Ἒτσι ἐγκαταλείπων τήν συνοδείαν του, ἒσπευσε μέ τό ἂλογόν του νά προφθάσῃ τήν ὡραίαν τοῦ δάσους. Εἰς κάποιον σημεῖον τήν προλαμβάνει  καί ἐκείνη τόν ἐξάφνιασεν ἀφοῦ τόν ἐκάλεσε μέ τό ὂνομά του, ἐνᾧ ἐκεῖνος δέν τήν ἐγνώριζε κἂν. «Βασιλεῦ Ἓληνα, διατί τρέχεις τόσον βιαστικά διά νά μέ προφθάσῃς;» τόν ἠρώτησε καί ἐκεῖνος τῆς ἀπήντησε: «Θά ἦτο μεγάλη ἀγένεια ἐκ μέρους μου νά μή φιλοξενήσω μίαν ξένην πού περνᾷ ἀπό τό βασίλειόν μου. Ἀκόμη θά ἢθελον νά σᾶς εἰπῶ εἰλικρινῶς καί ἐντίμως, ὃτι θά εἶσθε δι’ ἐμέ ἡ ἰδεώδης σύζυγος, διά νά σᾶς ζητήσω εἰς γάμον».

Ἡ ὡραία τοῦ δάσους τοῦ ἀπήντησε: «Μπορῶ νά δεχθῶ τήν πρότασίν σας, ὃμως ὑπό ἓνα ὃρον: Πρέπει νά μοῦ ὁρκισθῆτε, ὃτι ἐάν κάμωμεν παιδιά, τότε καί μόνον θά μέ ἰδῇς μετά τήν γέννησίν των, ὃταν ἐγώ θά σοῦ τό ἐπιτρέψω. Ἐάν δέχησαι αὐτόν τόν ὃρον καί ἐγώ μέ μεγάλην χαράν θά γίνω ἡ πιστή σου σύζυγος».

Ὁ Βασιλεύς Ἓληνας ἀπεδέχθη τήν πρότασιν τῆς ὡραίας γυναικός καί ἒγιναν οἱ γάμοι των μέ μεγάλα ξεφαντώματα. Ὃλοι εἰς τό βασίλειον τῆς Albanie ἐθαύμαζον τήν βασίλισσάν των, ὂχι μόνον διά τήν ὀμορφιάν της, ἀλλά καί διά τήν μεγάλην σοφίαν της. Τό ὂνομα τῆς Βασιλίσσης ἐλέγετο Pressine καί ἐγέννησε τρία κοριτσάκια τρίδυμα, τά ὁποῖα ὠνόμασε Mélusine, Palatine καί Mélias. Ὁ Βασιλεύς Elinas τήν ἡμέραν ἐκείνην ἒλειπεν εἰς τό κυνῆγι, ἒσπευσαν δέ οἱ ἱππόται του νά τοῦ ἀναγγείλωσι τό μεγάλον γεγονός, ὃτι ἀπέκτησε τρεῖς ὡραιοτάτας θυγατέρας. Ὁ Βασιλεύς Elinas εἰς τήν μεγάλην χαράν του, λησμονῶν τόν ὃρκον του, ἐπέστρεψεν ἀμέσως εἰς τό παλάτι καί εἰσῆλθεν εἰς τό δωμάτιον τῆς βασιλίσσης Pressine, τήν ὣραν πού αὐτή ἒλουε τάς τρεῖς κορούλας της. «Βασιλεῦ Ἓληνα», τοῦ εἶπεν ἡ Pressine, «ἠθέτησες τήν ὑπόσχεσίν σου! Αὐτό εἶναι διά κακόν σου, διότι ἒτσι μέ ἒχασες διά παντός». Καί ἀμέσως ἡ Pressine ἐπῆρε τά τρία μωρά της καί ἐξηφανίσθη.

Ἡ Pressine μέ τά τρία βρέφη της κατέφυγε εἰς τήν Νῆσον Avalon, ἂλλως L’Ile Perdue (ἡ χαμένη Νῆσος), ὃπου ἐβασίλευεν ἡ ἀδελφή της Morgane, μία ἂλλη φημισμένη νεράϊδα τῆς Γαλλικῆς Μυθολογίας. Ἡ Pressine ἒμεινεν ἐκεῖ καί ἐμεγάλωσε τάς θυγατέρας της, μέχρις ὃτου ἒγιναν 15 ἐτῶν. Κάθε πρωΐ ἒπαιρνε τάς κόρας της εἰς ἓνα ὑψηλόν βουνόν τῆς Avalon, ὀνομαζόμενον Elénéos, τό ὁποῖον οἱ τότε συγγραφεῖς μετέφρασαν ὡς τό ἀνθισμένον βουνόν, ἐνᾧ ἡ ὀρθή ἐξήγησις τῆς Ἑλληνικῆς λέξεως ἐλαινέος ἢ «ἐλαΐνεος» σημαίνει τόν προερχόμενον ἢ ἀποτελούμενον ἐκ ξύλου ἐλαίας. Ἀπ’ ἐκεῖ ἠγνάντευον εἰς τό βάθος ὃλην τήν ἒκτασιν τῆς Albanie. Ἡ Pressine διηγεῖτο εἰς τάς θυγατέρας της, ὃτι ἐγεννήθησαν εἰς τήν γῆν τῆς Albanie καί ἐκεῖ θά ἒζων, ἐάν ὁ πατήρ των δέν παρέβαινε τόν ὃρκον του πρός αὐτήν, μέ ἀποτέλεσμα ἡ Pressine καί αἱ θυγατέρες της νά ζῶσιν ὃλα αὐτά τά χρόνια μακρυά ἀπό τήν γῆν των.

Ὃταν ἐνηλικιώθησαν αἱ τρεῖς θυγατέρες ἀπεφάσισαν μίαν ἡμέραν νά μεταβῶσι μόναι των εἰς τήν Albanie καί ἡ Mélusine εἰσηγήθη εἰς τάς δύο ἀδελφάς της, τήν Palatine καί τήν Mélias, νά ἐκδικηθῶσι διά τήν συμπεριφοράν τοῦ πατρός των. Συμφώνως πρός τό σχέδιον των, ἀπήγαγον τόν πατέρα των καί τόν ἀπεμόνωσαν εἰς τήν Northumbria, εἰς τήν σημερινήν νοτιο-ἀνατολικήν Σκωτίαν εἰς ἓν δύσβατον μέρος ἐπί τοῦ ὂρους Brombeloy, ἀπ’ ὃπου δέν θά ἠδύνατο νά διαφύγῃ ποτέ εἰς ὃλην του τήν ζωήν.

Ὃταν ἐξετέλεσαν τήν ἐκδίκησίν των ἐπέστρεψαν εἰς τήν Avalon, ὃπου διηγήθησαν εἰς τήν μητέρα των Pressine τά καθ’ ἓκαστα. Ἡ μητέρα των τάς ἐπέπληξε αὐστηρότατα διά τήν συμπεριφοράν των πρός τόν πατέρα των καί τούς εἶπεν ὃτι δι’ αὐτό θά τιμωρηθῶσι πάρα πολύ αὐστηρῶς:

Ἐσύ Mélusine, τῆς εἶπε, κάθε Σάββατον θά μετατρέπησαι ἀπό τόν ὀμφαλόν καί κάτω σέ ἑρπετόν. Ὃμως ἐάν συναντήσῃς κάποιον, πού θά θέλῃ νά σέ παντρευθῇ, πρέπει νά σοῦ ὁρκισθῇ, ὃτι δέν θά σέ βλέπῃ ποτέ τά Σάββατα καί ἐάν ἀνακαλύψῃ τό μυστικόν σου δέν θά πρέπῃ νά τό ἀποκαλύψῃ σέ κανένα ἂλλον. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον θά ζήσῃς ὡς φυσιολογική γυναῖκα καί θά ἒχῃς φυσικόν θάνατον. Ἐάν ὃμως ὁ ἂνδρας σου προδώσῃ τό μυστικόν σου, θά ἐπανέλθῃς αἰωνίως εἰς τήν τιμωρίαν σου. Θά παρουσιάζησαι τρεῖς φοράς ἐμπρός ἀπό τόν πύργον πού θά κτίσῃς, μόνον ὃταν θά πρόκειται νά ἀλλάξῃ ἂρχοντα ὁ πύργος καί ὂταν κάποιος ἀπό τούς διαδόχους σου θά ἀποθάνῃ. Αὐτή ἦτο ἡ τιμωρία τῆς Mélusine. Αὐστηράς τιμωρίας ἐπέβαλεν ἡ Pressine καί εἰς τάς ἂλλας δύο θυγατέρας της, Palatine καί Mélias. Αἱ τρεῖς ἀδελφαί περίλυποι ἐγκατέλειψαν τήν μητέρα των καί κατηυθύνθησαν εἰς τούς τόπους πού τάς διέταξεν.

Κάποιαν ἡμέραν ὁ Βασιλεύς Elinas ἀπέθανε καί ἡ Pressine ἐπῆγεν εἰς τήν Northumbria καί τόν ἒθαψε σέ ἓνα πλουσιώτατον τάφον μέ πολλά χρυσᾶ καί ἀργυρᾶ σκεύη καί πολυτίμους λίθους, ἒβαλε δέ ἓνα γίγαντα νά προσέχῃ τόν τάφον καί ἀκόμη νά ἐπιβλέπῃ τήν γύρω περιοχήν.

Ἡ Mélusine μέ δύο θεραπαινίδας κατηυθύνθη νοτίως διά μέσου δυσβάτων δασῶν καί διαβᾶσα τήν Μάγχην ἐγκατεστάθη πλησίον μιᾶς πηγῆς εἰς τό πυκνόν δάσος τοῦ Mervent, εἰς τήν Βορειο-Δυτικήν Γαλλίαν. Ἒτσι εἰς τό σημεῖον αὐτό ἐγκαταλείπομεν τήν ἀρχικήν πλοκήν τοῦ Μύθου, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν ἀπαρχήν του εἰς τήν Κελτικήν Σκωτίαν, καί μεταφερόμεθα εἰς τήν Κελτικήν Γαλλίαν.

Τούς καιρούς ἐκείνους ἐβασίλευεν εἰς τήν Βρετάνην, εἰς τήν Βορειοδυτικήν Γαλλίαν, ἓνας ἱππότης ἐξ εὐγενοῦς καταγωγῆς, ὁ ὁποῖος ὑπανδρεύθη τήν ἀδελφήν τοῦ φημισμένου Κόμητος Emery τοῦ Poitiers (Πουατιέ). Ἀπέκτησαν πολλά παιδιά, ἐκ τῶν ὁποίων τόν τρίτον υἱόν των ὠνόμασαν Raymondin. Εἰς νεαράν ἡλικίαν οἱ γονεῖς του τόν ἐπῆραν μαζί των εἰς μίαν μεγάλην ἑορτήν, τήν ὁποίαν διωργάνωνεν ὁ Κόμης τοῦ Poitiers διά τήν ἐνηλικίωσιν καί χειροτονίαν εἰς ἱππότην τοῦ υἱοῦ του Bertrand. Ὁ Κόμης Emery, δηλ. ὁ θεῖος τοῦ νεαροῦ Raymondin, ἐπρόσεξεν ὃτι ὁ ἀνηψιός του ἦτο πολύ εὐγενικός καί θαρραλέος νέος καί ἐζήτησεν ἀπό τούς γονεῖς του νά ἀφήσωσι τόν Raymondin ὑπό τήν προστασίαν του εἰς τό Poitiers καί ἐκεῖνος θά τόν ἐμόρφωνε καί θά τόν εἶχε πάντοτε παρά τό πλευρόν του, ὡς ἀκριβῶς τόν υἱόν του Bertrand. Ἒτσι καί ἒγινε.

Μετά ἀπό ἀρκετά χρόνια, μίαν ἡμέραν ἒφθασαν ἀνήσυχοι οἱ δασοφύλακες εἰς τόν πύργον τοῦ Κόμητος Emery, εἰς τό Poitiers, καί τοῦ ἀνεκοίνωσαν, ὃτι ἐθεάθη εἰς ἓν πυκνόν δάσος τοῦ Κομητάτου, τό Coulombiers, εἷς τεράστιος ἀγριόχοιρος (sanglier), ὁ ὁποῖος ἐπροκάλει μεγάλας ζημίας, ἐπετίθετο κατά τῶν ἀγροτῶν τραυματίζων πολλούς θανασίμως καί ἐπροξένει τόν φόβον καί τόν πανικόν εἰς τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς.

Ἀμέσως ὁ Κόμης Emery διέταξε νά συναθροισθῶσιν ὃλοι οἱ ἱππόται καί πολεμισταί τῆς Κομητείας, διά νά κυνηγήσωσι τόν ἐπικίνδυνον ἀγριόχοιρον. Μαζί του ἐπῆρε καί τόν Raymondin, ὁ ὁποῖος δέν ἀπεχωρίζετο ποτέ τόν θεῖόν του καί ἦτο πάντοτε παρά τό πλευρόν του. Εἰς τό δάσος ἢρχισαν ἀμέσως τό κυνήγιον τοῦ ἀγριοχοίρου, ὁ ὁποῖος πράγματι ἦτο πολύ ἂγριος καί δυνατός, τραυματίζων πολλούς ὑπηρέτας καί καταξεσχίζων ἀρκετούς ἀπό τούς καλυτέρους κυνηγετικούς σκύλους τοῦ Κόμητος.

Ὃταν ὁ Κόμης ἀντελήφθη, ὃτι τό προσωπικόν του δέν τά ἒβγαζε πέραν μέ τόν ἀγριόχοιρον, ἀνεμείχθη καί αὐτός εἰς τό κυνήγιον καί βεβαίως τό δεξί του χέριν ὁ θαρραλέος ἀνεψιός του Raymondin. Κατά τήν καταδίωξίν του τό ἐπικίνδυνον θηρίον ἐξηφανίσθη εἰς τά βαθύτερα τοῦ δάσους τοῦ Coulombiers, ἐπειδή ὃμως ἒπρεπε ὁπωσδήποτε νά θανατωθῇ, ὁ Κόμης Emery καί ὁ Raymondin ἐπροχώρησαν μόνοι των ἐντός τοῦ πυκνοῦ δάσους.

Τό βράδυ, καθώς ἐκάθηντο γύρω ἀπό τήν φωτιάν, εἰς κάποιαν στιγμήν ἐνεφανίσθη ὁ ἀγριόχοιρος καί ὣρμησεν ἐξηγριωμένος κατ’ ἐπάνω των. Οἱ δύο ἂνδρες ἒσυραν τά ξίφη των καί ἢρχισε μία πάλη μέχρις ἐσχάτων μεταξύ ἀφ’ ἑνός τοῦ Κόμητος Emery καί τοῦ Raymondin καί ἀφ’ ἑτέρου τοῦ ἀφηνιασμένου ἀγριογουρούνου. Τό θηρίον ἀπό τά πολλά κτυπήματα πού τοῦ κατεφέρθησαν καί ἀπό τό πολύ αἷμα πού ἒχασεν ἢρχισε νά ἐξαντλῆται. Ὁ Raymondin εἰς μίαν στιγμήν, πού τό θηρίον εἶχε τήν πλευράν του ἐκτεθειμένην, μέ ἀστραπιαίαν ταχύτητα τήν διετρύπησε μέ τό ξίφος του. Δυστυχῶς ὃμως ἐκείνην τήν στιγμήν, πού αἱ σκηναί τῆς πάλης ἐνηλλάσσοντο μέ ἰλιγγιώδη ταχύτητα, ὁ ἀγαπημένος θεῖός του ηὑρέθη καί αὐτός εἰς τήν πορείαν τοῦ ξίφους τοῦ Raymondin καί διετρυπήθη καί αὐτός θανασίμως.

Ὁ Raymondin ἦτο ἀπαρηγόρητος διά τόν ἀδόκητον χαμόν τοῦ θείου του Emery καί κλαίων μέ λυγμούς ἳππευσε τό ἂλογόν του καί περιεφέρετο ἀσκόπως εἰς τό πυκνόν δάσος μέσα εἰς τήν νύκτα. Γύρω στά μεσάνυκτα ἒφθασεν εἰς ἓνα ξέφωτον, ὃπου ὑπῆρχε μία μεγάλη πηγή κάτω ἀπό πελωρίους βράχους καί τρεῖς γυναῖκες ἒπαιζαν εἰς τά νερά τῆς πηγῆς. Μία ἐξ αὐτῶν ἒσπευσε καί ἐκράτησε τά ἡνία τοῦ ἀλόγου τοῦ Raymondin καί τοῦ εἶπε: «Ἂρχοντα, πράγματι εἶναι πολύ μεγάλη ἀγένεια ἐκ μέρους σας νά περνᾶτε ἐμπρός ἀπό τρεῖς νεαράς γυναῖκας καί νά μή τάς χαιρετᾶτε». Ὁ Raymondin δέν ἀπήντησε καί ἐφαίνετο πολύ ἀπόμακρος καί σάν ὑπνωτισμένος. Τότε ἡ νεαρά γυναῖκα ἒσπρωξε τό ἂλογον ἐλαφρῶς, ὣστε ἒριξε κάτω τόν Raymondin καί αὐτός συνῆλθε κάπως. Τῆς ἐζήτησε τότε συγγνώμην διά τήν ἀγένειάν του καί τῆς ἐξήγησε τόν λόγον διά τήν μεγάλην λύπην πού ἒσχιζε τήν καρδίαν του. Τότε ἡ πανέμορφη γυναῖκα νεράϊδα τοῦ εἶπε τό ὂνομα του: « Raymondin, γνωρίζω πολύ καλά τήν ἱστορίαν σου καί τόν λόγον τῆς λύπης σου. Νά μή στενοχωρῆσαι, διότι ὃ,τι συνέβη ἒγινε τυχαίως καί χωρίς νά τό ἐπιδιώξῃς. Μόνον ἐγώ μπορῶ νά σέ βγάλω ἀπό τόν πόνον σου καί τά ἀδιέξοδά σου καί νά σοῦ φέρω καί πάλιν τήν εὐτυχίαν».

Ὁ Raymondin ἐξεπλάγη πῶς ἡ ὡραία αὐτή γυναῖκα ἐγνώριζε τήν κάθε λεπτομέρειαν καί αὐτή τοῦ εἶπε: «Μήν ἐκπλήττεσαι Raymondin! Διά νά σέ βοηθήσω θά πρέπῃ πρῶτα νά μέ παντρευθῇς καί ἀκόμη νά μοῦ ὁρκισθῇς, ὃτι οὐδέποτε θά ζητήσῃς νά μέ βλέπῃς τά Σάββατα καί δέν θά ἀνησυχῇς διά τό ποῦ θά εὑρίσκωμαι. Ἐγώ δέ ἀπό μέρους μου θά κάνω τό κάθε τι διά νά σέ ἐξυψώνω καί ἐνδυναμώνω». Ὁ Raymondin ἀπεδέχθη τούς ὃρους τῆς ἀγνώστου ὡραιοτάτης γυναικός καί τῆς ἒδωσε τόν ὃρκον του.

Τόν συνεβούλευσε τότε νά ἐπιστρέψῃ εἰς τό Poitiers, διότι ἐν τῷ μεταξύ θά ἐπέστρεφον καί οἱ δασοφύλακες φέροντες τό σῶμα τοῦ Κόμητος Emery. Θά ὑπάρξῃ, τοῦ εἶπε, πολύ μεγάλος θρῆνος καί ὃλοι θά πιστεύσωσι ὃτι ἡ πληγή του προῆλθεν ἀπό τόν ἀγριόχοιρον. Θά θρηνήσῃς καί σύ εἰλικρινῶς μέ ὃλην τήν οἰκογένειαν καί τούς κατοίκους τοῦ Poitiers, θά ντυθῇς εἰς τά μαῦρα καί θά λάβῃς ἐνεργόν μέρος εἰς τήν κηδείαν του καί τήν ταφήν τοῦ θείου σου Κόμητος Emery. Μετά ἀπό αὐτά θά ἒλθῃς καί πάλιν ἐδῶ νά μέ συναντήσῃς.

Εἰς τό Poitiers συνέβησαν ἀκριβῶς ὃλα ὡς τοῦ τά περιέγραψεν ἡ ὡραία ἂγνωστη. Ὁ Κόμης Emery ἐτάφη εἰς τήν μεγάλην ἐκκλησίαν τοῦ Poitiers καί ἐμπρός ἀπό τήν ἐκκλησίαν οἱ δασοφύλακες κατέκαυσαν τό ἀγριογούρουνον πρός ἐκδίκησιν. Μετά τήν κηδείαν ὁ Raymondin ἐπιστρέφων παρετήρει εἰς τούς ἀγρούς τεραστίους ὀγκολίθους, φθάνων δέ εἰς τήν Μαγευμένην Πηγήν, ὡς ἐλέγετο αὓτη, εἰς τό δάσος τοῦ Mervent ἐκεῖ ἀντίκρυσε κάτι ἀπρόσμενον. Ἐκεῖ εἰς τούς βράχους ἐπάνω ἀπό τήν Μαγευμένην Πηγήν τώρα ὑπῆρχεν εἷς μεγαλοπρεπής πύργος μέ κυρίας καί δεσποινίδας τῆς τιμῆς, ἱππότας καί αὐλικούς, οἱ ὁποῖοι τόν ὑπεδέχθησαν μέ μεγάλας τιμάς. Ὁ μῦθος λέγει ὃτι τούς ὀγκολίθους τούς μετέφερεν εἰς τήν ποδιάν της ἡ Μελουζίνη κατά τήν διάρκειαν ὃλης τῆς νυκτός κτίζουσα τόν πύργον καί οἱ ὀγκόλιθοι εἰς τούς ἀγρούς ἦσαν ἀπό ἐκείνους πού τῆς ἒπεφταν. Εἰς τήν εἲσοδον τοῦ πύργου τόν ὑπεδέχθη ἡ μέλλουσα σύζυγος του, ἡ ὁποία τοῦ ἀπεκάλυψεν ἐν τῷ μεταξύ τό ὂνομά της, Mélusine. Τοῦ εἶπεν, ὃτι ἐγνώριζεν ὃτι ἠκολούθησε πιστῶς τάς ὁδηγίας της. Ὁ Raymondin τήν ἠρώτησε πῶς ἐντός μιᾶς ἡμέρας ἐκτίσθη ὁ μεγαλοπρεπής πύργος ἀπό τεραστίους ὀγκολίθους καί πῶς μετεφέρθησαν ἐκεῖ. Καί ἀκόμη πῶς ηὑρέθησαν τόσοι αὐλικοί καί κυρίαι τῆς τιμῆς νά τόν ἐπανδρώσωσιν; Ἐκείνη τοῦ εἶπε νά μήν ἐκπλήττηται, διότι θά ἰδῇ καί πολλά ἂλλα θαυμαστά ἀκόμη.

Μετά τό δεῖπνον, ὃταν ὃλοι οἱ προσκεκλημένοι ἀπεσύρθησαν καί ὁ Raymondin καί ἡ Mélusine ἒμειναν μόνοι, αὐτή τοῦ εἶπεν : Αὒριον θά ἀναχωρήσῃς πολύ πρωΐ διά τό Poitiers διά νά εἶσαι παρών, ὃταν θά γίνῃ ἡ τελετή ἀνακηρύξεως τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀποθανόντος Emery, Bertrand, εἰς Κόμητα τοῦ Poitiers, καί τῆς ὑποβολῆς ὑποτελείας εἰς τόν νέον Κόμητα ὑπό τῶν ἀρχόντων τῆς κομητείας, τῆς ἐπαναβεβαιώσεως τοῦ ἀξιώματός των καί τῆς ἐπανακατανομῆς τῶν ἐκτάσεων, πού ὁ καθείς θά κατέχῃ. Ἐσύ Raymondin, τοῦ εἶπεν ἡ σύζυγός του, δέν θά ζητήσῃς ἀπό τόν ἐξάδελφόν σου, οὒτε πύργον, οὒτε πόλιν, οὒτε φρούριον. Μόνον ὡς ἀνταμοιβήν σου πού τόσα χρόνια ἢσουν εἰς τό πλευρόν τοῦ θείου σου, θά ζητήσῃς μόνον τόσον χῶρον ὃσον λαμβάνει τό ἁπλωμένον δέρμα ἑνός ἐλαφιοῦ. Ἡ ὃλη τελετή ἒλαβε χώραν εἰς τήν ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Ἱλαρίωνος (Saint-Hilaire) εἰς τό Poitiers καί ὃταν ἒφθασεν ἡ σειρά τοῦ Raymondin ἐζήτησεν ἀπό τόν ἐξάδελφόν του μόνον τόσον χῶρον, ὃσον λαμβάνει ἁπλωμένον τό δέρμα ἑνός ἐλαφιοῦ εἰς τό ξέφωτον τῆς Μαγευμένης Πηγῆς ἐντός τοῦ δάσους.

Ὁ Bertrand ἐνετυπωσιάσθη ἀπό τήν τόσον ἀσήμαντον ἀπαίτησιν τοῦ ἐξαδέλφου του Raymondin καί εὐχαρίστως τοῦ προσέφερεν, ὃ,τι τοῦ ἐζήτησεν. Ἀφοῦ ἒλαβε καί τόν σχετικόν ἐπίσημον τίτλον παραχωρήσεως τοῦ χώρου τοῦ δέρματος ἑνός ἐλαφιοῦ, ὁ Raymondin ἀνεχώρησεν ἀπό τήν ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Ἱλαρίωνος. Καθ’ ὁδόν συνήντησεν ἓνα ὀρεσίβιον χωρικόν, πού εἶχεν ἓνα σάκκον εἰς τόν ὦμον, πού πράγματι περιεῖχε ἓν δέρμα ἐλαφιοῦ. Ὁ Raymondin τό ἠγόρασε, ὡς τόν συνεβούλευσεν ἡ Mélusine, καί ἐξεκίνησε μέ τό δέρμα καί τούς χωρομέτρας διά νά ἐπιστρέψῃ εἰς τήν περιοχήν τῆς Μαγευμένης Πηγῆς.

Ἐκεῖ προσέτρεξαν οἱ ὑπηρέται διά νά τούς βοηθήσωσιν εἰς τήν μέτρησιν τοῦ χώρου. Ὃμως τό δέρμα τοῦ ἐλαφιοῦ τεντωνόμενον εἶχε μίαν παράξενην ἐλαστικότητα καί κατελάμβανε μίαν μεγάλην ἒκτασιν τοῦ δάσους. Οἱ χωρομέτραι παρεξενεύθησαν διά τό ἀνεξήγητον τοῦ φαινομένου καί ἒκαμαν δύο καί τρεῖς φοράς τάς μετρήσεις, αἱ ὁποῖαι ὃμως πάντοτε ἀπεδεικνύοντο ὀρθαί. Ὃμως ἒπραξαν συμφώνως πρός τά συμφωνηθέντα ὑπό τοῦ Κόμητος Bertrand καί ἐσφράγισαν τήν περιοχήν, ὡς διεχωρίσθη, εἰς τό ὂνομα καί τήν ἰδιοκτησίαν τοῦ Raymondin. Ἀμέσως μετά ἒγιναν καί οἱ γάμοι τοῦ Raymondin καί τῆς Mélusine μέ πᾶσαν μεγαλοπρέπειαν. Ἡ γαμήλιος ἑορτή κατά τό ἒθιμον διήρκεσεν 8 ἡμέρας καί νύκτας καί ὁ Raymondin καί ἡ Μελουζίνη ἀπέκτησαν πολλά τέκνα – 10 τόν ἀριθμόν.

Μετά τό εἰσαγωγικόν μέρος τοῦ ὡραιοτάτου αὐτοῦ Μεσαιωνικοῦ μύθου, τό ὁποῖον πιστεύω σᾶς ἒχει βοηθήσει νά ἀντιληφθῆτε καλύτερον καί μεταφερθῆτε εἰς τό πνεῦμα καί τήν ζωήν τῆς Μεσσαιωνικῆς Γαλλίας, θά διερωτᾶσθε ποῦ καί πῶς εὑρίσκεται ἡ σύνδεσις τῆς μυθικῆς αὐτῆς ἐποχῆς τῆς Γαλλίας μέ τήν τόσον μακράν εὑρισκομένην Κύπρον μας.

Ἂς προχωρήσωμεν λοιπόν εἰς τόν Μῦθον: Μετά παρέλευσιν ἐτῶν μίαν ἡμέραν δύο ἱππόται καταγόμενοι ἀπό τό Poitiers, οἱ ὁποῖοι μόλις εἶχον ἐπιστρέψει ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ, ὃπου ἒλαβον μέρος εἰς τάς Σταυροφορίας καί τάς μάχας κατά τῶν Σαρακηνῶν, συνέβη νά συναντηθῶσι μέ δύο ἀπό τά μεγαλύτερα τέκνα τῆς Mélusine καί τοῦ Raymondin, τά ὁποῖα εἶχον ἢδη ἐνηλικιωθῆ. Αὐτοί ἦσαν ὁ Urien, ὁ πρωτότοκος, καί ὁ Guyon, ὁ τριτότοκος. Κατά τήν συνομιλίαν των οἱ δύο ἱππόται ἀνέφερον, ὃτι ὃταν ἒφυγον ἀπό τήν Παλαιστίνην ὁ Σουλτάνος τῆς Δαμασκοῦ ἐπολιόρκει τόν Βασιλέα τῆς Κύπρου εἰς τήν πόλιν Famagouste (Ἀμμόχωστον). Ὁ Βασιλεύς τῆς Κύπρου, τοῦ ὁποίου μόνη διάδοχος ἦτο ἡ ὡραιοτάτη θυγάτηρ του Ἑρμίνη (Hermine), ηὑρίσκετο εἰς μεγάλην ἀπόγνωσιν ἀπό τήν ἀσφυκτικήν πολιορκίαν τῆς Ἀμμοχώστου ὑπό τοῦ Σουλτάνου τῆς Δαμασκοῦ, πολύ δέ περισσότερον ἦτο ἀκόμη ἀγρία ἡ πολιορκία, διότι ὁ Βασιλεύς τῆς Κύπρου ἠρνήθη νά δώσῃ εἰς γάμον τήν κόρην του εἰς τόν ἀλλόθρησκον Σουλτάνον.

Ὃταν οἱ δύο ἀδελφοί ἐπληροφορήθησαν τά γεγονότα αὐτά πού συνέβαινον εἰς τήν μακρυνήν Ἀνατολικήν Μεσόγειον, ὁ Urien εἰσηγήθη εἰς τόν ἀδελφόν του Guyon, ἀντί νά μένωσιν ἂπρακτοι εἰς τό Lusignan μέ τούς ἂλλους μικρωτέρους ἀδελφούς των, θά ἦτο πολύ προτιμώτερον νά ἐκστρατεύσωσιν εἰς τήν Κύπρον διά νά βοηθήσωσι τόν Βασιλέα της εἰς τήν ἀπεγνωσμένην ἀντίστασίν του ἐναντίον τοῦ Σουλτάνου τῆς Δαμασκοῦ. Ἐξ ἂλλου αὐτό θά τούς προσέδιδε εἰς τόν τόπον των, τό Lusignan καί τό Poitiers, πολύ μεγάλην τιμήν καί φήμην, ὡς ἦτο ἀνέκαθεν ἡ ἐπιθυμία καί τό ὂνειρον τοῦ κάθε θαρραλέου ἱππότου.

Εὐθύς μετά ἐξεμυστηρεύθησαν τήν ἀπόφασίν των εἰς τήν μητέρα των Mélusine, ἡ ὁποία ἀφοῦ ἐζήτησε καί τήν γνώμην τοῦ συζύγου της Raymondin σχετικῶς μέ τήν ἀπόφασιν τοῦ Urien καί τοῦ Guyon, τούς ἒδωσαν ἀμφότεροι τήν εὐχήν των καί ἡ Mélusine τούς ἀπεχαιρέτισε μέ δάκρυα εἰς τούς ὀφθαλμούς. Οἱ γονεῖς των τούς ἐφοδίασαν ἀκόμη μέ πολεμιστάς, ἱππικόν, πλοῖα καί κάθε εἲδους πολεμικόν ὑλικόν διά τήν ἐκστρατείαν των.

Ἡ ἀναχώρησις τῶν δύο τέκνων ἒγινεν ἀπό τόν λιμένα τῆς La Rochelle. Πρό τῆς ἀναχωρήσεώς των ἡ Mélusine τούς ἒδωσε τάς τελευταίας συμβουλάς της: Δίδουσα εἰς αὐτούς ἀπό ἓν δακτυλίδι ἀπό πολύτιμον λίθον τούς εἶπε: Πάντοτε νά φορῆτε τό δακτυλίδι σας αὐτό καί νά εἶσθε ἀφοσιωμένοι ἀδελφοί μεταξύ σας, μακράν ἀπό ἀπάτας καί κακίας, καί νά εἶσθε βέβαιοι ὃτι οὒτε ὃπλα, οὒτε μάγια, οὒτε δηλητήρια, τίποτε ἀπολύτως δέν θά δύναται νά σᾶς βλάψῃ. Θά πρέπῃ δέ κάθε ἡμέραν νά ἐκκλησιάζησθε προτοῦ κάνετε ὁ,τιδήποτε ἂλλο. Νά λατρεύητε τόν Δημιουργόν Θεόν καί νά στηρίζητε καί προστατεύητε τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν. Νά βοηθῆτε τάς χήρας καί τά ὀρφανά καί νά σέβησθε τάς γυναῖκας. Νά εἶσθε ταπεινοί καί καλοί καί νά μήν ἐπιτρέπητε νά καταπατᾶται τό δίκαιον τῶν μικρῶν καί ἀδυνάτων. Βλέπομεν ἐδῶ εἰς τάς συμβουλάς τῶν γονέων των, ὃτι αὗται ἦσαν ἐν πλήρει ταυτίσει πρός τά ἰδεώδη καί τά πιστεύω τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας, τοῦ κάθε ἐντίμου ἀνδρός καί ἱππότου, πού πρέπει νά τόν χαρακτηρίζῃ ἡ βαθεῖα θρησκευτικότης.

Οἱ γονεῖς πολύ συγκινημένοι ἠσπάσθησαν καί πάλιν τά τέκνα των καί οἱ Urien καί Guyon ἐπέβησαν εἰς τά ἀναμένοντα πλοῖα εἰς τόν λιμένα τῆς La Rochelle καί ἀπέπλευσαν διά τήν Κύπρον. Καθ’ ὁδόν ἐσταμάτησαν εἰς τήν Ῥόδον, ὃπου τούς ὑπεδέχθη ὁ Μέγας Ἂρχων (Grand Maître) τῆς Ῥόδου καί ἐνίσχυσε καί αὐτός τήν δύναμίν των μέ πλοῖα καί στρατόν καί ἐσυνέχισαν τώρα καί οἱ τρεῖς ἀρχηγοί τόν πλοῦν των πρός τήν Κύπρον. Ὃταν ἒφθασαν εἰς Κύπρον ἠγκυροβόλησαν εἰς τήν Λεμεσόν, ὃπου ἀπό τήν πρώτην ἡμέραν τῆς ἀφίξεώς των ἀντεμετώπισαν τούς Σαρακηνούς εἰς τήν Ἀμμόχωστον.

(Συνεχίζεται)

Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 12.3.2016