δύο συνομιλητές μας μίλησαν για το νέο που γεννιέται στην ελληνική επιχειρηματική κοινότητα της χώρας, που πλέον κινείται με εξωστρεφή αντανακλαστικά, ενώ την ίδια στιγμή εκτίμησαν ότι, από τις 400.000 παραγωγούς, αυτοί που θα κατορθώσουν να επιβιώσουν επιχειρηματικά είναι μόλις 70.000.
Ας παρακολουθήσουμε την αποκαλυπτική συνομιλία που είχαμε μαζί τους:
Πώς κύλησε το 2015 για τον κλάδο;
Γρηγόρης Αντωνιάδης (Γρ.Α.): Επικεντρωθήκαμε κυρίως στην εξωστρέφεια του προϊόντος, η οποία είναι πλέον στο DNA του ΣΕΒΙΤΕΛ. Τελικά η ελληνική αγορά έχει περιορισμούς, οι οποίοι φαίνεται ότι είναι ανυπέρβλητοι. Εμείς πάντοτε ζητούσαμε από το κράτος να εφαρμόσει κάποιους ελέγχους για το χύμα λάδι, γεγονός που δεν έγινε ποτέ. Έτσι σιγά σιγά στραφήκαμε – ως ΣΕΒΙΤΕΛ αλλά και ως εταιρείες – προς την εξωστρέφεια. Αυτή ήταν και παραμένει η δική μας στρατηγική στόχευση.
Πόσο μερίδιο απέσπασαν οι εξαγωγές ελαιολάδου τον περασμένο χρόνο;
Γρ.Α.: Οι εξαγωγές εκπροσωπούν πλέον ένα μεγάλο κομμάτι του τυποποιημένου επώνυμου ελαιόλαδου. Έτσι, ενώ η εσωτερική αγορά απορροφά γύρω στις 28.000-30.000 τόνους, οι εξαγωγές ανέρχονται σε 25.000 τόνους. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό για τα μέλη μας. Όπως είναι φυσικό, όλοι – άλλες εταιρείες λιγότερο, άλλες περισσότερο – στρέφονται προς τις εξαγωγές, επενδύουν στην ανάπτυξή τους. Προς την κατεύθυνση αυτή, τα τελευταία 7-8 χρόνια ο ΣΕΒΙΤΕΛ υλοποιεί συγκεκριμένα προγράμματα, με σκοπό να ανοίξει νέες αγορές. Πρακτικά έχει βοηθήσει τους εξαγωγείς-μέλη του έτσι ώστε να μπορέσουν να αυξήσουν τις πωλήσεις προϊόντων τους σε περισσότερες από 14 χώρες και αυτό είναι κάτι που θα συνεχίσουμε να κάνουμε. Απόδειξη; Οι εξαγωγές ξεκίνησαν από 15.000 τόνους πριν από επτά χρόνια για να φθάσουν σήμερα τις 25.000 τόνους.
Αναφέρεστε στο ελληνικό τυποποιημένο ελαιόλαδο;
Γρ.Α.: Βεβαίως. Οι εξαγωγές του αυξήθηκαν κατά 60%. Αυτό οφείλεται τόσο στα προγράμματα του ΣΕΒΙΤΕΛ όσο και στο γεγονός ότι η κρίση ώθησε τα μέλη μας να στραφούν στις εξαγωγές και στις ξένες αγορές. Τώρα όσον αφορά τους περιορισμούς της εσωτερικής αγοράς, ο μεγάλος αντίπαλος είναι το χύμα λάδι, του οποίου η διακίνηση θα έπρεπε να είχε ελεγχθεί από χρόνια, αφού κυκλοφορεί παρανόμως. Από το 2002 υπάρχει κοινοτικός κανονισμός ο οποίος απαγορεύει την πώληση χύμα λαδιού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα φυσικά.
Πώς κινήθηκε η εμπορία χύμα λαδιού;
Γρ.Α.: Δεν αυξήθηκε – και αυτό διότι η αγορά ενός τενεκέ λαδιού απαιτεί σημαντική χρηματική εκταμίευση από πλευράς καταναλωτή, ενώ παράλληλα είναι και ένα ακριβό προϊόν. Δεν είναι λίγο να πληρώσεις 70 ή 80 ευρώ για έναν τενεκέ λαδιού. Αυτό δεν επιτρέπει στο χύμα λάδι να αναπτυχθεί. Εκτός αυτού και ίσως πιο σημαντικό, με το νέο φορολογικό σύστημα και τη σταδιακή ένταξη της πραγματικής παραγωγής σε αυτό, το χύμα λάδι και το παρεμπόριο θα περιοριστούν εκ των πραγμάτων – και αυτό διότι δεν θα συμφωνούν τα νούμερα της παραγωγής στο ελαιοτριβείο με τα στοιχεία διάθεσης και πώλησης του προϊόντος. Το γεγονός ότι και ο αγροτικός τομέας εντάσσεται σταδιακά στο φορολογικό σύστημα θα βοηθήσει, πιστεύω, στον εξορθολογισμό του. Θεωρούμε βεβαίως ότι η μεγάλη διακίνηση του παράνομου τενεκέ δεν γίνεται από τον απλό ελαιοπαραγωγό αλλά από τους ελαιοτριβείς και τους εμπόρους.
Ποια είναι η εκτίμησή σας για την ποσότητα και τον τζίρο που αφορά το χύμα εξαγόμενο και αντίστοιχα το τυποποιημένο ελαιόλαδο;
Γρ.Α.: Όπως ελέχθη, η εγχώρια αγορά τυποποιημένου ελαιόλαδου είναι γύρω στις 30.000 τόνους, ενώ οι ποσότητες τυποποιημένου που εξάγονται είναι 25.000. Άρα μιλάμε για 55.000 τόνους τυποποιημένου ελαιόλαδου. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και περίπου 5.000 τόνους που κατευθύνονται στη μαζική εστιάση (ho.re.ca). Στην Ελλάδα τυποποιούμε συνολικά 60.000 τόνους ελαιόλαδο. Από την άλλη πλευρά, η εκτίμησή μας είναι ότι περίπου 65.000 τόνοι αποτελούν τη «μαύρη αγορά» του ανώνυμου και χύμα ελαιολάδου που διακινείται στους γνωστούς 17κιλους τενεκέδες. Το μεγάλο στοίχημα είναι να μπορέσουμε να τυποποιήσουμε αυτή την επιπλέον ποσότητα.
Ποιο αποτέλεσμα θα είχε ένα τέτοιο γεγονός;
Γρ.Α.: Θα μπορούσαμε να διπλασιάσουμε τον τζίρο μας, γεγονός που θα οδηγούσε σε οικονομίες κλίμακος ακόμη και για το υπάρχον τυποποιημένο ελαιόλαδο και, άρα, σε χαμηλότερες τιμές. Το κράτος όμως δεν έδειξε την απαραίτητη επιμονή στο θέμα αυτό.
Τι είναι αυτό που εμποδίζει τις ελληνικές επιχειρήσεις να αυξήσουν τις εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου;
Γρ.Α.: Το γεγονός ότι οι Ιταλοί και οι Ισπανοί αγοράζουν χύμα ελαιόλαδο από την Ελλάδα δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό, διότι δίνει μια διέξοδο στην πλεονασματική παραγωγή μας. Παρ’ όλα αυτά, δεν μας ικανοποιεί το γεγονός ότι εμείς δεν είχαμε την πορεία των εξαγωγών που είχαν οι Ισπανοί ή οι Ιταλοί. Η εξαγωγή είναι η μόνη διέξοδος για το ελληνικό ελαιόλαδο, γι’ αυτό και όλοι επενδύουμε σε αυτή την προοπτική. Ως ΣΕΒΙΤΕΛ θέλουμε τα επόμενα τρία – τέσσερα χρόνια να έχουμε διπλασιάσει τις 25.000 τόνους των εξαγωγών μας. Σε τζίρο αυτό μεταφράζεται σε ένα ποσό της τάξεως των 100-130 εκατ. ευρώ. Αυτό θέλουμε να πετύχουμε και πιστεύω ότι το ελληνικό ελαιόλαδο έχει τη δυνατότητα να το κατακτήσει, διότι είναι ποιοτικά ανώτερο.
Προσφάτως άκουσα έναν εμπειρογνώμονα των ελληνικών εξαγωγών να αναφέρεται σε συμπεράσματα έρευνας σύμφωνα με την οποία ο μέσος όρος χρονικής διείσδυσης ενός επώνυμου ελληνικού ελαιολάδου στις αγορές του εξωτερικού είναι μόλις 14 μήνες. Με την παρέλευση των 14 μηνών σταματά και η προσπάθεια. Είναι αλήθεια αυτό;
Γρ.Α.: Είναι αλήθεια ότι οι αγορές στο εξωτερικό και η τοποθέτηση του προϊόντος στο οργανωμένο λιανεμπόριο δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Η ξένη αλυσίδα θα βάλει μεν τα προϊόντα σου στο ράφι αλλά θα σου πει: «Έχεις έξι μήνες προθεσμία. Αν το προϊόν δεν κινηθεί σύμφωνα με τις πωλήσεις που έχουν συμφωνηθεί, θα πρέπει να το αποσύρεις».
Γεώργιος Οικονόμου (Γ.Ο.): Οι ίδιοι επιχειρηματίες, κουρασμένοι και από το γεγονός ότι δεν έχουν άλλα κεφάλαια προκειμένου να τροφοδοτήσουν την επένδυσή τους, αποσύρονται. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή οι περισσότερες τέτοιες επιχειρήσεις αποτελούν μικρές, μεμονωμένες προσπάθειες, οι οποίες στηρίζονται περισσότερο στον ενθουσιασμό και σε μια πρωτότυπη συσκευασία και λιγότερο στην ανάλυση της αγοράς και στην αναζήτηση δικτύων διανομής. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε συγκεκριμένη έρευνα, σε δείγμα 2.600 περιπτώσεων. Δεν ισχύει λοιπόν μόνο ότι τους αποβάλλει η αγορά αλλά ότι αποσύρονται συχνά και μόνοι τους.
Οφείλει κανείς ωστόσο να αναγνωρίσει ότι ο ΣΕΒΙΤΕΛ είναι ένας φορέας που ξεχωρίζει σε σχέση με άλλους φορείς. Αναφέρομαι στη δραστηριότητα και στη βοήθεια προς τα μέλη του.
Γρ.Α.: Η αλήθεια είναι ότι το ελαιόλαδο αποτελεί ένα από τα λίγα αγροτικά προϊόντα που μπορούν να αξιοποιήσουν κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθησή τους, και αυτό είναι κάτι που μπορεί και κάνει ο ΣΕΒΙΤΕΛ. Ο Σύνδεσμός μας μάλιστα ήταν ο πρώτος, μεταξύ όλων των ελαιουργικών φορέων της Ευρώπης, που αξιοποίησε ευρωπαϊκά προγράμματα τα οποία συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Υπουργείο Γεωργίας και τον ΣΕΒΙΤΕΛ για να προωθηθεί το ελαιόλαδο.
Γ.Ο.: Ο κλάδος μας είναι οργανωμένος εδώ και πολλά χρόνια. Ο ΣΕΒΙΤΕΛ ιδρύθηκε το 1964 ενώ από το 1982, που μπήκαμε στην τότε ΕΟΚ, υπήρξε συμμετοχή πολλών εταιρειών στον Σύνδεσμο. Αυτό οφείλεται, πρώτον, στη σπουδαιότητα του προϊόντος και στις εξαγωγικές δυνατότητές του και, δεύτερον, στο μέγεθος και στην οργάνωση πολλών από αυτές τις εταιρείες, που αποτελούν την κρίσιμη μάζα η οποία στηρίζει τις δράσεις του ΣΕΒΙΤΕΛ.
Πόσες είναι οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο;
Γ.Ο.: Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 510 περίπου επιχειρήσεις, αναγνωρισμένες από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ενώ τα μέλη μας είναι περίπου 60, που αποτελούν ωστόσο τις πιο οργανωμένες εταιρείες και καλύπτουν το 80% του κλάδου.
Επισκεφθήκατε προσφάτως τη διεθνή έκθεση τροφίμων Fancy Food στην Αμερική. Ποια μηνύματα πήρατε;
Γ.Ο.: Αυτή την περίοδο ο ΣΕΒΙΤΕΛ υλοποιεί τρία προγράμματα προβολής και προώθησης. Ένας από τους βασικούς κορμούς αυτών των προγραμμάτων είναι η συμμετοχή σε εκθέσεις, σε συνδυασμό με προωθητικές κινήσεις και ενέργειες δημοσίων σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό επιλέγονται, από τις ίδιες τις εταιρείες και συλλογικά από τον Σύνδεσμο, οι σημαντικότερες διεθνείς εκθέσεις τροφίμων στις αγορές-στόχους, όπως είναι η Αμερική, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νορβηγία και η Ελβετία. Επίσης οι αγορές της Ρωσίας, της Κίνας, της Βραζιλίας, της Σερβίας και της Αλβανίας. Τέλος, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία, η Βουλγαρία, η Κύπρος καθώς και η ίδια η Ελλάδα, με μικρότερες δράσεις σε σημεία εξόδου της χώρας, όπως τα duty free. Μεταξύ των σημαντικότερων εκθέσεων στη δυτική ακτή των ΗΠΑ είναι η χειμερινή Fancy Food Show στο Σαν Φρανσίσκο και η καλοκαιρινή στη Νέα Υόρκη. Τον Φεβρουάριο υπάρχει και ανάλογη παρουσία στη Μόσχα. Στο Σαν Φρανσίσκο έλαβαν μέρος έξι εταιρείες αλλά εμείς προβάλλουμε οριζόντια και γενικά τα ελαιόλαδα ΠΟΠ και ΠΓΕ. Το μήνυμά μας δεν αφορά συγκεκριμένα προϊόντα, αλλά είναι μήνυμα που προωθεί γενικότερα την κατανάλωση ευρωπαϊκού ελαιολάδου, δεδομένου ότι η Ε.Ε. συγχρηματοδοτεί την προώθησή τους.
Είχατε κάποια αποτελέσματα;
Γ.Ο.: Οι συμμετέχοντες ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι – και από πλευράς επαφών και από πλευράς άμεσων πωλήσεων και εξαγωγών –, αν και η αγορά της δυτικής ακτής των ΗΠΑ έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες. Κλείστηκαν συμβόλαια πωλήσεων, ενώ έπεται η διεύρυνση των επαφών που έχουν ήδη αναπτυχθεί. Αρκετές από τις εταιρείες μας έχουν ήδη συνεργάτες στη Β. Αμερική και, κατά συνέπεια, η διαδικασία αυτή είναι διαρκής.
Ο επόμενος σταθμός είναι η Μόσχα;
Γρ.Α.: Πράγματι, η Ρωσία άλλωστε είναι μια μεγάλη και ενδιαφέρουσα αγορά αν και, όπως καταλαβαίνετε, τίποτα δεν είναι εύκολο και δεν κατακτάται με ήσσονα προσπάθεια. Θεωρώ ωστόσο ότι, επειδή ξεκινάμε από σχετικά χαμηλή βάση ως χώρα, έχουμε το πλεονέκτημα των γρήγορων ρυθμών ανάπτυξης. Η διεθνής ζήτηση έχει φθάσει τα 3,3 εκατ. τόνους. Η Ελλάδα παράγει 300.000 τόνους, άρα δραστηριοποιούμαστε σε μια αγορά δεκαπλάσιας ζήτησης. Θα ήταν λάθος να μην επωφεληθούμε διπλασιάζοντας τις 25.000 τόνους που εξάγουμε σήμερα. Αυτό προϋποθέτει και ένα ευνοϊκό κλίμα στο εσωτερικό. Καταλαβαίνετε ότι τα capital controls και η αβεβαιότητα που υπάρχει στο οικονομικό περιβάλλον καθιστούν το επιχειρείν δύσκολο για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Πάντως, παρά τις δυσκολίες και ίσως εξαιτίας αυτών, πολλοί θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους στην εξαγωγή ελαιολάδου.
Γρ.Α.: Πράγματι, δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί έρχονται στον Σύνδεσμο για να ρωτήσουν πώς μπορούν να κάνουν εξαγωγές ελαιολάδου. Τους παρακινεί το γεγονός ότι το ελληνικό ελαιόλαδο είναι εξαιρετικό, άρα διαθέτουν μια πολύ καλή πρώτη ύλη, ένα πολύ καλό προϊόν για εξαγωγή. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι πολλοί ξεκινούν με υπερβολική αισιοδοξία και στόχευση.
Είναι η αισιοδοξία της άγνοιας;
Γ.Α.: Ισχύει και αυτό. Με λίγη προσοχή όμως, αυτή η αισιοδοξία μπορεί να «μπολιαστεί» με συγκεκριμένο σχέδιο και να αποδώσει καρπούς. Το θετικό είναι ότι υπάρχει νέο αίμα. Στις συναντήσεις του ΣΕΒΙΤΕΛ βλέπουμε ολοένα και περισσότερους νέους ανθρώπους – 30άρηδες, 35άρηδες – και αυτό είναι κάτι που δεν το είχαμε συνηθίσει. Παλαιότερα βλέπαμε τα γνώριμα πρόσωπα από τις παλιές οικογένειες του λαδιού. Σήμερα υπάρχει μια ανανέωση και αυτή νομίζω ότι θα φέρει την αλλαγή και την επίτευξη του στόχου των 50.000 τόνων. Αυτό το πιστεύω ακράδαντα και σε συλλογικό και σε προσωπικό επίπεδο. Υπάρχουν πολλές δυνατότητες, αρκεί να πορευτεί κανείς με σύνεση και, κυρίως, να ασχοληθεί πρώτα με το πού θα απευθυνθεί το προϊόν του και μετά με την παραγωγή του.
Να εξασφαλίσει δηλαδή το δίκτυο;
Γρ.Α.: Ακριβώς. Η εμφιάλωση είναι το εύκολο, διότι υπάρχει σχολάζουσα παραγωγική δυναμικότητα στην Ελλάδα. Δεν έχει νόημα να αποκτήσεις μηχανήματα για να φτιάξεις λάδι. Σημασία έχει να βρεις το κατάλληλο δίκτυο διάθεσης του προϊόντος και ο ξένος να μη βρει μπροστά του μόνο τον Ιταλό ή τον Ισπανό.
Έχει αρχίσει και υπάρχει μια ζήτηση για ελληνικό λάδι, γεγονός για το οποίο ίσως έχει παίξει καθοριστικό ρόλο και η κρίση, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα της απαξίωσης του Έλληνα και της Ελλάδας. Θεωρούν δηλαδή ότι η αρνητική εικόνα αποτελεί κυρίως προϊόν των media και επιθυμούν να στηρίξουν τους Έλληνες.
Γ.Ο.: Επιπλέον υπάρχουν πρόσφατα δημοσιεύματα που αποκαλύπτουν ότι πολλά ιταλικά ελαιόλαδα είναι χαμηλότερης ποιότητας. Αντιθέτως, η Ελλάδα έχει ταυτιστεί στο μυαλό των ξένων με το παραδοσιακό μοντέλο γεωργίας, τη συλλογή των ελιών με τα χέρια, τις μικρές οικογενειακές μονάδες, τα μικρά λιοτρίβια. Όλα αυτά είναι ιδιαίτερα ελκυστικά για τους ξένους καταναλωτές.
Το αγουρέλαιο ποιο ποσοστό αντιπροσωπεύει στις εξαγωγές;
Γ.Ο.: Χαμηλό ποσοστό. Είναι κάτι σαν το «πολύ ακριβό ουίσκι», που δεν το συναντά κανείς μαζικά. Το αγουρέλαιο αποτελεί ένα πολύ περιορισμένης ποσότητας προϊόν, που ανήκει στο πρώτο στάδιο της παραγωγής. Πρόκειται για το πρωτόλαδο, που βγαίνει πολύ νωρίς, ακόμη και στα μέσα Οκτωβρίου, προτού καν ξεκινήσει η κανονική σοδειά του λαδιού. Αυτό είναι το αγουρέλαιο. Πρόκειται για ένα λάδι πολύ πράσινο, με πολύ έντονη ευχάριστη γεύση και οσμή, ιδιαίτερα δυνατό και με πολύ χαμηλή οξύτητα. Είναι γευστικό και συνήθως επιλέγεται από αυτούς που έχουν εμπειρία στο ελαιόλαδο. Θεωρείται και είναι το κορυφαίο λάδι. Οι Ιταλοί το λένε prime brine (η πρώτη σταγόνα). Εμείς το λέμε αγουρέλαιο και είναι μικρής διάρκειας. Δεν μπορείς δηλαδή να έχεις τέτοιο λάδι τον Μάιο ή τον Σεπτέμβριο γιατί και οι ποσότητες είναι περιορισμένες.
Παρατηρείτε κάποια μεταστροφή επιχειρηματιών από το λάδι στην ελιά;
Γ.Ο.: Όχι, άλλωστε πρόκειται για διαφορετικούς τομείς. Η ελιά δεν είναι εύκολο προϊόν. Έχει μια ιδιαιτερότητα στη (σωστή) μεταποίησή της.
Παρ’ όλα αυτά η ελιά στη χώρα μας – ειδικά της Καλαμάτας – έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα.
Γ.Ο.: Πράγματι, μόνο που έχουμε ταλαιπωρήσει την ελιά και δεν της έχουμε δώσει την αξία την οποία θα έπρεπε να έχει. Δείτε για παράδειγμα τι κάνουν οι Ισπανοί, και ας έχουν υποδεέστερης ποιότητας ελιά σε σχέση με τη δική μας. Ελλάδα και Ισπανία είμαστε οι δύο μεγάλες χώρες παραγωγής βρώσιμης ελιάς. Εμείς βγάζουμε πολύ καλύτερη ελιά από τους Ισπανούς. Αντιθέτως, εκείνοι φημίζονται για τη χημικώς επεξεργασμένη ελιά. Τη μαύρη ελιά, η οποία είναι άγευστη.
Την οποία βάφουν για να μοιάζει με την ελληνική…
Γ.Ο.: Ακριβώς. Έχουν όμως τα δίκτυα διανομής και έχουν καταφέρει να ακούγονται παντού. Εμείς, από την άλλη μεριά, δεν πουλάμε βαμμένη ελιά. Πουλάμε ποιοτικά ανώτερη ελιά, η οποία έχει ωριμάσει μέσα από σωστή διαδικασία. Δεν την έχουμε τυποποιήσει όμως επαρκώς. Το ελληνικό επώνυμο τυποποιημένο ελαιόλαδο έχει δημιουργήσει μια βάση 60.000 τόνων, που μπορεί να ανέβει στις 120.000. Η ελιά όμως μόνο σε πολύ μικρή έκταση έχει καθιερωθεί, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ως τυποποιημένο επώνυμο προϊόν. Διατίθεται κυρίως χύμα.
Πιστεύετε ότι θα υπάρξουν εξελίξεις στον αγροτικό τομέα;
Γρ.Α.: Κάποτε ένας μεγάλος συνεταιριστής, με βαθιές γνώσεις για τον χώρο, μου είχε πει ότι στην Ελλάδα μπορούν να επιβιώσουν μόνο 70.000 παραγωγοί. Μόνο τόσοι μπορούν να έχουν βιώσιμες γεωργικές επιχειρήσεις, διότι μόνον αυτές μπορούν να είναι ανταγωνιστικές. Σήμερα υπάρχουν 350.000 – 400.000 παραγωγοί. Ξέρετε τι είναι αυτό που κάνει μη ανταγωνιστικό έναν παραγωγό; Ο μικρός κλήρος, η ανυπαρξία αναδασμού, η αποτυχία των συνεταιρισμών, η έλλειψη εθνικής στρατηγικής και η νοοτροπία του παλιού γεωργού που λέει ότι «εγώ δεν έχω μέλλον… Ας βγάλω τώρα τα προς το ζην και ας τελειώνουμε». Ωστόσο η νοοτροπία αυτή σιγά σιγά πεθαίνει, είτε το θέλουμε είτε όχι. Πεθαίνει και η επόμενη γενιά, οι νέοι αγρότες πρέπει να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν βιώσιμες επιχειρήσεις.
Πρέπει δηλαδή να υπάρχει καλύτερη οργάνωση και μεγαλύτερη έκταση;
Γρ.Α.: Ακριβώς. Το μίνιμουμ της έκτασης, για να μπορείς να έχει βάσιμες προσδοκίες, πρέπει να είναι πάνω από 150 στρέμματα, με 2.000 ρίζες ελιές. Αυτή μπορεί να σου δώσει 20 τόνους λάδι, γεγονός που μπορεί να φέρει εισόδημα γύρω στις 60.000 ευρώ.
Γ.Ο.: Εννοούμε ότι έτσι μπορεί να είναι βιώσιμη η εκμετάλλευση των δέντρων, όχι να μπει κάποιος στην τυποποίηση. Εκεί πρέπει να δημιουργηθούν ομάδες παραγωγών.
Γρ.Α.: Πιστεύω ότι η κρίση θα μας οδηγήσει αναγκαστικά σε τέτοιες λύσεις και ότι όλα αυτά που είδαμε πρόσφατα είναι οι τελευταίες αντιδράσεις πριν από μια ριζική εξέλιξη. Για να καταλάβετε το περιβάλλον στην υπόλοιπη Ευρώπη, θα σας πω ότι ο μέσος κλήρος στη Βρετανία είναι 3.000 στρέμματα, όταν στην Ελλάδα είναι 40! Αντιστοίχως, στην Ισπανία οι εκτάσεις είναι δεκαπλάσιες από τις δικές μας. Επιπλέον διαθέτουν μηχανική καλλιέργεια της ελιάς και άλλη οργάνωση που τους επιτρέπει να μειώνουν το κόστος παραγωγής ελαιολάδου ως και 30% σε σχέση με εμάς. Έτσι έχουν τη δυνατότητα να πωλούν πολύ φθηνότερα από εμάς, έστω και αν δεν τους βοηθάει η γη και το χώμα τους.
Κύριε Αντωνιάδη, κύριε Οικονόμου, σας ευχαριστώ θερμά.
Εμείς ευχαριστούμε πολύ.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 8.3.2016