Η αξία του ημερολογιακού κειμένου είναι μοναδική, γιατί, αποτελεί το πρώτο ντοκουμέντο που περιγράφει πως ένας ανώνυμος έζησε τρείς συνεχόμενους πολέμους!
Το βιβλίο των 290 σελίδων πρωτοείδε το φως της δημοσιότητας από τον Απόστολο Αποστολόπουλο. Ο επιμελητής Φίλιππος Δρακονταειδής, γνωστός πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής, εξηγεί στον πρόλογο ότι, πριν χρόνια, τυχαία ανακάλυψε ένα αντίτυπο δίχως εξώφυλλο, με πιθανή χρονολογία έκδοσης το 1977 (βάσει μιας απόδειξης αγοράς που βρέθηκε ανάμεσα στις σελίδες ) όταν ο συγγραφέας του θα πρέπει να ήταν 83 ετών. Επειδή επρόκειτο για ερασιτεχνική τυπογραφική δουλειά, ο Δρακονταειδής, διατηρώντας το συντακτικό του στρατιώτη, εμπλούτισε τη νέα έκδοση δίνοντας υποσέλιδες επεξηγήσεις για ονόματα τόπων, βιογραφικά στοιχεία προσώπων, λεπτομέρειες μαχών και ερμηνείες διεθνών συσχετισμών, ώστε ο σημερινός αναγνώστης να γνωρίζει το γενικότερο γεωπολιτικό παιχνίδι της εποχής μέσα στο οποίο εξελίσσεται η προσωπική ιστορία.
Αποκαλυπτικός για την αντίληψη περί υλικής υπεροχής της Ψωροκώσταινας ο φαντάρος:
«Η διαταγή ήταν να βγουν έξι άνδρες από κάθε τμήμα και να φτάσουν στα συρματοπλέγματα, έγιναν όμως αντιληπτοί από τους Βουλγάρους και επακολούθησε μάχη , ακούγονταν φωνές και βλαστήμιες. Είχαμε λοιπόν πολλές απώλειες, χάσαμε πολλά άξια κορμιά. Ο σκοπός της αναγνώρισης ήταν να καταλάβουμε τη δύναμη του εχθρού και να αφήσουμε μπροστά στα συρματοπλέγματά του όλα τα πλούσια εφόδιά μας για να δουν οι Βούλγαροι πως οι Έλληνες μαχητές τρέφονταν αριστοκρατικά»…
Σαρκαστικός για τον εκ του ασφαλούς μεγαλοϊδεατισμό του ηγήτορα:
«Είμαστε οχυρωμένοι στα προχώματα και οι Μπολσεβίκοι μας επιτέθηκαν με άγριες κραυγές μέσα στα πυκνά πυρά μας, αδίστακτα. Έπεφταν σωρό οι φονευμένοι, αλλά οι υπόλοιποι συνέχιζαν την επίθεση αψηφώντας το θάνατο. Είναι πολλοί, λες και , όταν πέφτουν μαχόμενοι, το χώμα τους ανασταίνει. Η θέση μας ήταν δύσκολη. Και ήταν αστεία η επαναλαμβανόμενη κουβέντα του διοικητή μας Γεωργίου Κονδύλη «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει!».
Δεν κρύβει τις ωμότητες εκατέρωθεν:
«Προχωρούσαμε προς το Αϊδίνιο… Ο λόχος, επειδή προπορευόταν, εισχώρησε πρώτος στην πόλη, λίγο πιο αριστερά από το σιδηροδρομικό σταθμό. Η διμοιρία μας ακολουθούσε μιαν οδό προς ανατολάς, προς την τούρκικη συνοικία. Δυστυχώς, βαλλόμενη δια πυκνών πυρών και χειροβομβίδων προερχομένων από τζαμιά και μιναρέδες. Ο διοικητής μας περιφερόταν να μας ενθαρρύνει φωνάζοντας: «Να τους φάμε τους άπιστους, στο χέρι σας είναι, πράξετε ό, τι σας βαστάει η ψυχή σας». Τότε άρχισαν τα έκτροπα και τα αντίποινα: φωτιά στα τζαμιά, φωτιά στα γένια των χοτζάδων και ανασκολοπισμός, ξεβράκωμα των ανδρών και βολή. Ένας παπάς βγήκε με μια χαντζάρα στο χέρι και έσφαζε σαν αρνιά όσους έβρισκε στο δρόμο γιατί οι Τούρκοι του είχαν σκοτώσει τη γυναίκα και την κόρη του».
Ωμός και με τον εαυτό του:
«Οι τραυματισμένοι δεν έπαυαν ούτε επί στιγμή μα φωνάζουν, να κλαίνε, να ζητούν βοήθεια από τη μάνα τους και από την Παναγία. Πιο πολύ συγκινούν εκείνοι που έμειναν δίχως πόδια, δίχως χέρια, δίχως μάτια και βογκούν ή λένε ασυνάρτητες λέξεις. Που να ακούγατε τους ρόγχους των τραυματισμένων που υπέκυπταν στα βαριά τραύματά τους. Ωστόσο ο ύπνος με έπαιρνε»…
Αφηγούμενος την κατάρρευση του μετώπου μετά την πορεία θανάτου στην Αλμυρή Έρημο και τους απάνθρωπους τσέτες- τους άτακτους Τούρκους- σημειώνει ότι «η πατρίδα μας θυσίασε». Και περιγράφει πως, λίγο πριν, είχαν φθάσει ολοκαίνουργιες στολές από την βασιλική κυβέρνηση που διαδέχθηκε τον Βενιζέλο γιατί… «η κυβέρνηση Γούναρη ήθελε να πεθαίνουμε καλοντυμένοι». Αφηγείται ακόμη και δικές του εκτελέσεις- αντίποινα κατά αιχμαλώτων, καθώς στο δρόμο της φυγής έβρισκαν Έλληνες στρατιώτες βιασμένους και σκοτωμένους με κοντάρια σημαιών – θύματα των ανταρτών .
Οι αναμνήσεις ζωής και θανάτου τελειώνουν με την έντρομη αναχώρηση από την προκυμαία της Σμύρνης που σε λίγο θα παραδινόταν στις φλόγες:
« Εκεί βρήκα όλη τη φανταρία και πιο πολλές ελληνικές οικογένειες, που είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους, άρπαξαν βιαστικά ένα μπόγο με τα ελάχιστα υπάρχοντά τους και προχωρούσαν προς την παραλία ζητώντας κάποιο καράβι να φύγουν. Μερικοί καλοί κολυμβητές πηδούσαν στη θάλασσα και κολυμπούσαν προς τα συμμαχικά πλοία για να σωθούν. Όταν είχαν φθάσει στα πολεμικά πλοία των Άγγλων και είχαν αρχίσει τα παρακάλια, οι αλογομούρηδες τους έριχναν ένα παλαμάρι να πιαστούν και, αφού τους βιράριζαν ως το κατάστρωμα, έλυναν πάλι το παλαμάρι και τους βουτούσαν στα νερά και ξεκαρδίζονταν στα γέλια».
Ένα κείμενο γραμμένο με τη δύναμη της απλότητας. Γεμάτο εικόνες, μνήμες, τοπία, πρόσωπα, συγκίνηση, γεγονότα, μάχες. Με περιστατικά ηρωισμού αλλά και καταισχύνης. Με αγάπη για την πατρίδα αλλά και με παράπονο για αυτούς που την εκφράζουν ως εξουσία. Ένα βιβλίο- εξομολόγηση δια χειρός ενός πιστού στρατιώτη που πείνασε ,δίψασε και σκότωσε για να δοξάσει την πατρίδα και εκείνη τον άφησε να πεθάνει μόνος: «Τώρα που παρήλθε ο χρόνος ευρίσκομαι άρρωστος και με άνευ υλικής αξίας, ευρίσκομαι ως ναυαγός με μόνην την ανίκανην ζωήν μου, στερούμενος των πάντων» συμπλήρωσε στις σημειώσεις του προς το τέλος της ζωής του.
Πρόκειται για ένα πολεμικό ημερολόγιο με αντιπολεμικό ηθικό δίδαγμα. Ένα βιβλίο- βίωμα, που αποδεικνύει ότι και η πλέον μεγαλειώδης δόξα πατάει πάνω σε μια στοίβα νεκρών- στρατιωτών και γυναικοπαίδων. Που τεκμηριώνει οτι και ο πιο δίκαιος πόλεμος συνιστά μια ανίερη πράξη. Μιλάμε για ένα πολεμικό και αντιπολεμικό πόνημα βίου από έναν στρατιώτη πιστό στην πατρίδα, στη θρησκεία και στην οικογένεια…
«Η ιστορία ενός στρατιώτη, 1918- 1922» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος, με επιμέλεια και σχολιασμό Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 26.4.2013, onalert