μάτια του αναγνώστη με χρώματα, τοπία και δράσεις, γεμίζουν και τα αυτιά του με ήχους, αλλά και τη μύτη του με μυρωδιές ποικίλες άλλοτε της μακρινής Ανατολής, άλλοτε της Ευρώπης. «Μοσχοβολά ολόκληρη μπαχάρια, ιδιαίτερα κανέλλα και μοσχοκάρφι, ενώ φρέσκο άρωμα λεβάντας ξεχύνεται από τα πεντακάθαρα ρούχα της». Ετούτη η φράση πώς είναι δυνατόν να μην πλημμυρίσει την όσφρηση;
Η ιστορία κυλά με τρόπο έξυπνο και, σε πολλά σημεία, μέσα από σκέψεις εναλλασσόμενων ηρώων που χορό έχουν στήσει γύρω από την υιοθετημένη Μάχρια. Ο έρωτας θολοπλέει –μοιάζει με μακρινή εικόνα-. Στη σαρκική του έκφραση είναι σχεδόν ανύπαρκτος, ενώ η αγάπη βασιλεύει –εξ ου και ο τίτλος του έργου -. Η αγάπη είναι δώρο εξαίσιο, μεγαλειώδες, που φύεται μόνο στις υψηλές κορυφές και βλαστίζει και τρέφεται από τις αέναες πηγές της ψυχής. Έτσι την παρουσιάζει η συγγραφέας. Κι έτσι είναι.
«Η αγάπη είναι δύναμη» είναι ένα έργο διεθνές με αέρα κοσμικό, με πρόσωπα πολλά με ιδιαιτερότητες από τους τόπους καταγωγής τους, και μέρη ποικίλα από όλο σχεδόν το φάσμα της γήινης σφαίρας (Μασσαλία, Βιέννη, αγορά στο Ναγκασάκι, Σαρδηνία). Παρόλ’ αυτά το ελληνικό στοιχείο κυριαρχεί (η Κρητικιά ηρωίδα, ο μισοέλληνας Ερνέστο Μανιάτης που «όπου κι αν είμαι… θα βλέπω τη γαλάζια θάλασσα της Ελλάδας»).
Παράλληλα το δημιούργημα αυτό είναι συμπαγές, με στοιχεία τοπογραφίας, ιστορίας, θρησκείας (το ισλάμ), μόδας –άλλωστε είναι η κύρια ενασχόληση της συγγραφέως-, μουσικής («Ο μαγικός αυλός» του Μότσαρτ), με καταστροφικά πάθη («…το θεριό κουραζόταν και σώπαινε και κουλουριαζόταν μέσα μου σαν φίδι…» εννοώντας τη μορφίνη), κατάρες, όνειρα συμβολικά κι όνειρα για το αύριο. Κάπου εκεί μπλέκεται κι η ελληνική τραγωδία –Κρητικιά η συγγραφέας, δεν μπορεί να απαλλαγεί από το ίδιο το αίμα της- («… η μάνα της … της είπε λόγια πικρά … την βρήκαν πνιγμένη σε πηγάδι… πολύ βαθύ … Κι η μάνα πέθανε από την πίκρα της, από τύψεις…. Βαρύ των υάκινθων το μύρο…»). Έντονα συναισθήματα, διαπιστώσεις, πραγματιστικά στοιχεία, θεωρίες του Φρόϋντ και του Μπρόιερ εφαρμοσμένες από τον αυστριακό γιατρό θεραπευτή της Μάχρια, ένα γράμμα που δεν ταχυδρομήθηκε στην ώρα του και που κάηκε («… βορά στις πορτοκαλόχρυσες φλόγες») μετά από απόφαση μεγάλης αγάπης, δυο παράλληλες εγκυμοσύνες από τον ίδιο σπόρο φυτρωμένες, δυο γέννες, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που η συγγραφέας αφήνει και τα δυο να δράσουν στο μέλλον για να κτίσει το τρίτο -και τελευταίο;- μέρος αυτού του μυθιστορήματος.
Η πολυτάλαντη κι αστείρευτη Ρένα συγγράφει, κτίζει ποιήματα, ζωγραφίζει κυριολεκτικά -τα εξώφυλλά των ποιητικών συλλογών της: Στον Κήπο της Μνήμης, Στα νεαρά ποιήματα, Μινιατούρα- και μεταφορικά. Παντού σημάδια λογοτεχνίας και ποίησης, τέχνη που η Ρένα χειρίζεται με την ίδια ικανότητα: ένα ολόκληρο κεφάλαιο, της Κυριακής 28 Φεβρουαρίου 1890, περιέχεται όλο κι όλο σε επτά στίχους.
Μας έχει γοητεύσει με το συνολικό έργο της που διαλαλεί την αγάπη, τον σεβασμό και την τρυφερότητα. Μας βύθισε στη σφαίρα του ωραίου κι υψηλού κόσμου της. Μας γέμισε περιέργεια για την περαιτέρω πορεία των ηρώων της, παλαιών και νεώτερων. Έτσι, περιμένουμε με αγωνία το τρίτο μέρος αυτής της μελέτης του έρωτα και της αγάπης. Γιατί η Μάχριά της αυτό είναι. Μια διαχρονική μελέτη Έρωτα κι Αγάπης.
Ευρυδίκη Λειβαδά , 14.2.2016