μελέτη διενεργήθηκε από την υποψήφια διδάκτορα Ηρώ Λυκίδου και σε αυτήν συμπεριλήφθηκαν 90 θρησκευτικά κτίρια από τη Ζάκυνθο και 65 από την Κεφαλονιά.
Ο πρωταρχικός σκοπός ήταν να εξεταστεί η αρχιτεκτονική του κάθε μνημείου και, με βάση τα ιστορικά στοιχεία, να ενταχθεί στην ιστορία και την παράδοση της εκάστοτε κοινότητας. Κατά την πορεία της έρευνας, προέκυψαν πολλά και ενδιαφέροντα συμπεράσματα, αρκετά από τα οποία επιβεβαιώθηκαν και από την προϋπάρχουσα βιβλιογραφία.
Όπως έχει ήδη επισημανθεί, διαπιστώνεται μια ισχυρή προτίμηση στον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής σε όλους τους ναούς των δύο νησιών. Ελάχιστες εξαιρέσεις εντοπίστηκαν μόνο στη Ζάκυνθο. Πρόκειται για τους ναούς της Αγίας Μαρίνας του Φαγιά, της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στις Μαριές και της Αγίας Τριάδας στη Ζάκυνθο, με παλαιότερο τον ναό του Αγίου Νικολάου στο Νησί και το καθολικό της Μονής της Αναφωνήτριας. Μοναδική περίπτωση είναι το καθολικό της Μονής της Παναγίας της Σκοπιώτισσας στη Ζάκυνθο, που ακολουθεί τον τύπο του σταυροειδούς με τρούλο.
Οι μονόκλιτες βασιλικές είναι απλές και λιτές κατασκευές, με κύρια όψη μία από τις μακρές πλευρές, όπου ξεδιπλώνεται η διακοσμητική διάθεση της επτανησιακής τέχνης. Πλούσια διακοσμημένα είναι τα περιθυρώματα με ποικίλες συνθέσεις στο υπέρθυρο της εισόδου. Στο εσωτερικό οι ναοί κοσμούνται με ξυλόγλυπτα έργα, περίτεχνα μανουάλια, αλλά κυρίως με ζωγραφικούς πίνακες με σαφείς αναφορές στη δυτική τέχνη. Ανάμεσά τους όμως ξεχωρίζει το τέμπλο, όπου το επτανησιακό μπαρόκ βρίσκει την κύρια έκφρασή του. Η πλούσια φυτική διακόσμηση με έντονη κίνηση και δραματικές εξάρσεις αποτελεί ιδανική βάση για την ανάπτυξη της χριστιανικής διδασκαλίας μέσω των εικόνων.
Κοντά στον ναό βρίσκεται το κωδωνοστάσιο, είτε με δυο τοξωτά ανοίγματα για τις καμπάνες είτε ως πυργοειδής κατασκευή που επιστέφεται με τρούλο. Η πρώτη ομάδα συνήθως συνδυάζεται με το άνοιγμα της εισόδου στον χώρο του ναού ή της μονής. Στα κωδωνοστάσια της δεύτερης ομάδας υπάρχει η δυνατότητα της πλαστικής διακόσμησης, με πλέον χαρακτηριστικό το παράδειγμα του κωδωνοστασίου του ναού του Αγίου Νικολάου στον Κοιλιωμένο Ζακύνθου.
Από την άλλη πλευρά, οι μονές έχουν κλειστό σχήμα, προφανώς για αμυντικούς λόγους, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις κατασκευάστηκε κοντά στην είσοδό τους ένας πύργος για την ενίσχυση της άμυνας. Στο κέντρο του συγκροτήματος συνήθως βρίσκεται το καθολικό, που ακολουθεί τον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής, εκτός των εξαιρέσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Ο ρόλος στην τοπική κοινωνία
Οι ναοί και τα μοναστήρια αποκτούν ιδιαίτερο χαρακτήρα όταν συνδεθούν με την τοπική κοινωνία. Οι παραδόσεις που συνδέονται με τα κτίρια δίνουν μια διαφορετική χροιά στα ίδια τα μνημεία. Η ανεύρεση εικόνας «από την εποχή της Εικονομαχίας» που θεωρούνταν θαυματουργή αποτέλεσε αιτία και αφορμή για την ίδρυση μονών όπως της Αναφωνήτριας και της Παναγίας Σκοπιώτισσας. Επίσης, μετά το τέλος της μεγάλης επιδημίας που έπληξε την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο, ιδρύθηκαν από τους πιστούς οι ναοί του Αγίου Χαραλάμπη στο Ποτάμι Ζακύνθου και το Ληξούρι. Ο ναός της Παναγίας Κεριώτισσας συνδέθηκε με τη σωτηρία των κατοίκων του Κεριού από μια πειρατική επιδρομή. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η εικόνα αποτελούσε το κέντρο της θρησκευτικής ζωής, με λιτανείες που οργανώνονταν σε διάφορες περιστάσεις.
Εκτός από τους ενοριακούς ναούς, που κατά κύριο λόγο βρίσκονταν στο επίκεντρο της ζωής της κάθε κοινότητας, καθώς αποτελούσαν τον πυρήνα όχι απλά της κοινωνικοποίησης, αλλά και της διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης στα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Αγγλοκρατίας (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις ομιλίες του ιεροδιδάσκαλου Μαρτελάου στο προαύλιο του ναού της Ανάληψης στη Ζάκυνθο), υπήρχαν οι ιδιωτικοί, που ιδρύονταν από εύπορους πολίτες, και οι συντεχνιακοί, που αποτελούσαν την έδρα των τοπικών συντεχνιών. Επομένως, αποκτούσαν σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική ζωή, καθώς αντικατόπτριζαν και την δύναμη των κτητόρων. Η σημασία τους διαφαινόταν από την κατοχή μετοχίων, από τις πανηγύρεις και τις υπόλοιπες διοργανώσεις που λάμβαναν χώρα, πάντοτε με κέντρο τον ναό ή και τη μονή.
Στο εσωτερικό φυλάσσονταν σημαντικά έργα τέχνης. Οι εκκλησιαστικοί ζωγράφοι, φορείς της Επτανησιακής Τέχνης, όπως αυτή εξελίχθηκε με τη γόνιμη επίδραση της Κρητικής Σχολής, αναλάμβαναν παραγγελίες από εύπορους πολίτες ή ομάδες για να κοσμήσουν τον ναό. Οι αφιερώσεις έργων ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο και από λιγότερο ευκατάστατους πιστούς, που προσπαθούσαν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους απέναντι στην Παναγία και τους Αγίους. Σύντομα, οι ναοί στέγαζαν όχι μόνο πολύτιμους ζωγραφικούς πίνακες και εικόνες, αλλά και αξιόλογα έργα ξυλογλυπτικής και αργυρογλυπτικής, αποκαλύπτοντας την εξέλιξη της Επτανησιακής Τέχνης. Μάλιστα, διαπιστώνεται μέσα από τα αρχεία των ναών και των μονών ένας συναγωνισμός για τα πιο πολύτιμα κειμήλια. Οι πλούσιες συλλογές, κυρίως των μονών, γίνονταν συχνά λεία αρχαιοκαπήλων.
Η έντονη σεισμική δραστηριότητα που παρατηρείται στην περιοχή είναι η κύρια αιτία καταστροφής των κτιρίων. Ωστόσο, αποτελούσε και το έναυσμα για την εξέλιξη της Τέχνης, καθώς δημιουργούνταν η ανάγκη κατασκευής νέων κτιρίων, που θα στολίζονταν όχι μόνο με τα διασωθέντα κειμήλια, αλλά και με νέα έργα. Είναι εντυπωσιακή η προθυμία και η διάθεση των κατοίκων να συνδράμουν κάθε φορά στις επισκευές ή στην ανακατασκευή των ναών, που ήταν το κέντρο της κοινωνικής ζωής τους.
Η κατάσταση όμως άλλαξε μετά τον σεισμό του 1953. Πολλοί από τους ναούς που κατέρρευσαν δεν ξαναχτίστηκαν, ανάμεσά τους και σπουδαία μνημεία όπως ο ναός του Παντοκράτορα στη Ζάκυνθο, ενώ στα χωριά επισκευάστηκαν οι ενοριακοί. Επίσης, έγιναν προσωρινές επεμβάσεις σε κάποια μνημεία, ώστε να μην καταρρεύσουν, όμως οι εργασίες δεν προχώρησαν ώς την αποκατάστασή τους. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί ο ναός του Αγίου Νικολάου του Μεγαλομάτη στον Σκοπό.
Εκτός όμως από τους ναούς, σε δεινή θέση βρίσκονται και τα κειμήλια που φυλάσσονταν στο εσωτερικό τους, τα οποία φθείρονται και καταστρέφονται με την πάροδο του χρόνου, χωρίς να γίνονται εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης. Κάποιες απόπειρες διάσωσης γίνονται από λίγους ιερείς, όμως είναι αναγκαία η τήρηση του επιστημονικού πρωτοκόλλου, ώστε να υπάρξουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι εκκλησιαστικοί θησαυροί, τμήμα της παράδοσης του τόπου, είναι ανάγκη να διαφυλαχθούν ως κληροδότημα για τις επόμενες γενιές, καθώς αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένες στιγμές της ιστορίας που πάντα κάτι μας διδάσκει.
Το έργο υλοποιείται στο πλαίσιο της Πράξης «Ανάδειξη του Τεχνολογικού Ιδρύματος Ιονίων Νήσων ως Διεθνούς Πόλου Εκπαίδευσης και Καινοτομίας» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση» και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο-ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 16.4.2013