Πώς μέσα σε μια δεκαετία πάνω από ένα εκατομμύριο παιδικά βιβλία έχουν φτάσει σε 9.000 σχολεία, για να λειτουργήσουν ως «αντίδοτο» στον εθισμό της οθόνης
Oλοι λένε ότι η καλύτερη γιατρειά για την προσκόλληση ενός παιδιού στην οθόνη του κινητού είναι το βιβλίο, η φιλαναγνωσία εξ απαλών ονύχων. Ωραία διακήρυξη, που μένει συνήθως στα λόγια. Στην πατρίδα μας, ωστόσο, υπάρχει ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του να γίνει πράξη αυτή η σύνδεση. Παρατηρούσα τη νηπιαγωγό Ελένη Γερουλάνου να κάθεται απέναντί μου στην ωραία αυλή του Μουσείου Μπενάκη Παιχνιδιών στο Φάληρο και έλεγα από μέσα μου πόσο τυχερά θα ήταν τα σμήνη των παιδιών που την είχαν δασκάλα στις σχεδόν τέσσερις δεκαετίες όπου εργάστηκε, αλλά υπήρξε και επικεφαλής στo Νηπιαγωγείο της Σχολής Μωραΐτη.
Εξίσου τυχερά όμως ήταν κι εκείνα που δεν βρέθηκαν ποτέ στην τάξη της, αλλά ευεργετήθηκαν από την πρωτοβουλία Library4all, την οποία εμπνεύστηκε και υλοποίησε συσπειρώνοντας πολλούς συμμάχους: μέσα σε μια δεκαετία πάνω από ένα εκατομμύριο παιδικά βιβλία έχουν φτάσει σε 9.000 σχολεία, δομές, νοσοκομεία και βιβλιοθήκες ανά την περιφέρεια, ενώ τουλάχιστον 460.000 μαθητές είχαν την ευκαιρία να διευρύνουν τους αναγνωστικούς ορίζοντές τους, ακόμη και στον εκτός συνόρων ελληνισμό. Ποια είναι αυτή η ευαίσθητη γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, που δεν πτοήθηκε από τα εμπόδια και πέτυχε κάτι μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα;

Οικογενειακές Κυριακές
«Οταν μεγαλώνει κανείς με τόση αγάπη όση μεγάλωσα εγώ, είναι σπουδαίο εφόδιο», εξηγεί όταν τη ρωτώ ποια ήταν η σχέση με τους γονείς της, τον αδελφό της και την ευρύτερη οικογένεια Γερουλάνου, ένα ιστορικό σόι για τη χώρα μας. «Τις Κυριακές ο πατέρας μου Γιώργος συναντούσε στο κτήμα μας στους Τράχωνες τα αδέλφια του, τον Μαρίνο, τον Νίκο και τον Στέφανο με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τα ξαδέλφια μας. Ηταν ένας μικρός παράδεισος, το σπίτι πάντα ανοιχτό, τρώγαμε μαζί με τους εργαζομένους, για όλους υπήρχε θέση στο τραπέζι. Ο παππούς και η νονά μου αντιμετώπιζαν τους πάντες με τον ίδιο σεβασμό και ταπεινότητα». Ολο αυτό το ωραίο κλίμα που υπήρχε ανάμεσα στους Γερουλάνους μεταφραζόταν σε προσφορά προς την κοινωνία. «Οταν βοηθάς, βοηθιέσαι κι εσύ και αυτό είναι το σιωπηλό κομμάτι του εθελοντισμού», τονίζει. Από νωρίς είχε αποφασίσει ότι θα γίνει δασκάλα, διότι της άρεσε πολύ η επαφή με τα παιδιά. Τελειώνοντας τη Σχολή Νηπιαγωγών συνέχισε στο Wheelock College της Βοστώνης, όπου ειδικεύθηκε σε προγράμματα μουσείων για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Εκεί, κάνοντας πρακτική στο περίφημο παιδικό μουσείο της πόλης, αλλά και στο MFA, κατάλαβε στην πράξη πόσο σημαντικό ήταν αυτό το αντικείμενο που στην Ελλάδα παρέμενε ακόμη άγνωστο. Με τις νέες αυτές γνώσεις στις «αποσκευές» της αποδέχτηκε το 1986 μια πρόταση από τη Χρυσάνθη Μωραΐτη-Καρτάλη να στήσει τέτοια πρωτοπόρα –για την εποχή– προγράμματα μουσειακής εκπαίδευσης στο νηπιαγωγείο του σχολείου.
Ο θυμός στα παιδιά ξεκινάει από το κινητό, την τηλεόραση, την απουσία του παππού και της γιαγιάς, την αλλαγή της ίδιας της κοινωνίας. Και οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν πια την ισχύ και τον σεβασμό που απολάμβαναν στις παλαιότερες εποχές.
«Ήμουν 22 ετών κοριτσάκι και είχα στους ώμους μου τα “φτερά” που μου είχε δώσει η Αμερική. Και όχι μόνο δεν μου τα ψαλίδισαν, αλλά τα αισθάνθηκα να μεγαλώνουν ακόμη πιο πολύ. Η Σχολή Μωραΐτη είναι ένα μοναδικό μέρος, που χάρις στην εμπιστοσύνη που δείχνει η διεύθυνση –με βάση το όραμα του αείμνηστου Αντώνη Μωραΐτη– οι εκπαιδευτικοί έχουν την ελευθερία να υλοποιήσουν καινοτόμα πράγματα και να ανοίξουν δρόμους. Ξεκίνησα παίρνοντας τα παιδιά του νηπιαγωγείου σε ένα μουσείο κάθε εβδομάδα. Ύστερα από 14 χρόνια μου εμπιστεύθηκαν τη διεύθυνση του Νηπιαγωγείου. Μέχρι και το 2023 που πήρα σύνταξη κάναμε μικρά θαύματα, από το να πηγαίνουν τα παιδιά μας στο βουνό και να εξοικειώνονται με τη φύση μέχρι να μαθαίνουν καινούργιες δεξιότητες του 21ου αιώνα. Το σπουδαιότερο ήταν ότι είχα ξεχωριστούς συναδέλφους και συνεργάτες, που μοιραζόμασταν τις ίδιες ανησυχίες. Μόνος σου δεν μπορείς να κάνεις τίποτε. Πήρα σύνταξη πέρυσι έπειτα από 37 χρόνια, ολοκληρώνοντας έναν κύκλο».
Μπήκα στον πειρασμό να τη ρωτήσω πόσο άλλαξαν τα παιδιά μέσα σ’ αυτά τα χρόνια της δικής της πορείας. «Το κλειδί είναι πόσο άλλαξαν οι γονείς. Οι νεότερες γενιές, επειδή είναι πιο ενημερωμένες πια, αλλά εργάζονται και περισσότερο, νιώθουν ενοχές. Ετσι γίνονται περισσότερο παρεμβατικοί. Το στοίχημα λοιπόν είναι ο εκπαιδευτικός να καταλαβαίνει τι είδους γονιό έχει απέναντί του, να τον ακούει, να τον πείθει και να τον κάνει σύμμαχο. Τα τελευταία χρόνια όλοι διαπιστώνουμε πάντως ότι υπάρχει έξαρση της βίας. Για μένα αυτός ο θυμός στα παιδιά ξεκινάει από το κινητό, την τηλεόραση, την απουσία του παππού και της γιαγιάς, την αλλαγή της ίδιας της κοινωνίας. Και οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν πια την ισχύ και τον σεβασμό που απολάμβαναν στις παλιότερες εποχές, συχνά φοβούνται να μιλήσουν σε έναν επιθετικό γονέα».
Πώς απλώθηκε το δίκτυο
Πώς λοιπόν το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο σε ένα κλίμα τοξικότητας που αγγίζει ακόμη και τα νήπια; «Κατ’ αρχάς φτιάχνοντας βιβλιοθήκες στα σχολεία, στην πλειονότητα των οποίων δεν υπάρχουν. Η ιδέα του Library4all ξεκίνησε όταν οι ίδιοι οι γονείς έρχονταν και με ρωτούσαν αν ήξερα πού να χαρίσουν τα βιβλία των παιδιών τους. Από το σχολείο είχαμε στείλει κάποια δέματα στο Καστελλόριζο και στην Κάλυμνο. Στην Αμερική επίσης υπήρχε το περίφημο Project Cicero της Σούζαν Ρόμπινς, που συγκεντρώνει μια φορά τον χρόνο βιβλία και τα προσφέρει στα σχολεία των υποβαθμισμένων γειτονιών της Νέας Υόρκης. Μαζί με την Ξένια Παπασταύρου, που έχει πείρα στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, την Αναστασία Κάλου, τον Αγι Τερζίδη και τη Βασιλική Μπούκη μαζέψαμε αυτές τις ιδέες και κάναμε τα πρώτα μας βήματα, το 2013, με αρχικό στόχο τα σχολεία της Αττικής. Το Μουσείο Μπενάκη μάς παραχώρησε τότε χώρους για να κάνουμε την τελική συγκέντρωση και διανομή των βιβλίων που μας είχαν δώσει λίγα ιδιωτικά σχολεία. Το 2014 μια διαφημιστική εταιρεία μάς χορήγησε μια καμπάνια που προβλήθηκε πανελλαδικά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας αναζητήσουν πολλά σχολεία της επαρχίας, θέλοντας και αυτά να παίρνουν βιβλία. Κάπως έτσι ανοίξαμε τη δράση μας για να συμπεριλάβουμε τελικά όλη την Ελλάδα. Είναι εξαιρετικά συγκινητική η στήριξη που βρίσκουμε από τους εκδότες, τους συγγραφείς, τους εικονογράφους, τους χορηγούς. Ακόμη πρέπει να αναφέρουμε και τον Κωστή Παπαζήση της Αθηναϊκής Μεταφορικής, που έχει επωμιστεί ο ίδιος όλο το φορτίο της μεταφοράς και χάρις σ’ αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο γλιτώνουμε τρομερό κόστος. Μέσα στη δεκαετία έχουμε προσφέρει πάνω από ένα εκατομμύριο βιβλία σε κάθε γωνιά της χώρας, αλλά και σε ελληνικά σχολεία του εξωτερικού», τονίζει η Ελένη Γερουλάνου και συμπληρώνει ότι αυτή τη στιγμή οι αιτήσεις των σχολείων ξεπερνούν τις χίλιες.
Πώς και ανθεί μια τέτοια πρωτοβουλία σε μια εποχή ψηφιακής επέλασης; «Δεν φοβάμαι ούτε το τάμπλετ ούτε το κινητό. Αυτό που φοβάμαι είναι να μην έχουν τα παιδιά στα χέρια τους ποιοτικά βιβλία. Σε ένα σχολείο της Βορείου Ελλάδος, πριν φτάσει η δική μας κούτα, η πιο φρέσκια έκδοση ήταν του 1982. Πώς τα παιδιά να αγαπήσουν έτσι και να αισθανθούν έλξη για το διάβασμα; Πιστεύω στη δύναμη που έχουν οι καλά οργανωμένες και προικισμένες βιβλιοθήκες, που ανανεώνουν το περιεχόμενό τους και προσφέρουν στα παιδιά ένα καταφύγιο. Ακόμη κι αν δεν γνωρίζουν να διαβάζουν, είναι ο χώρος για να νιώσουν ασφαλή. Η βιβλιοθήκη είναι ο χώρος που σέβεται το κάθε παιδί γι’ αυτό που είναι, γι’ αυτό που νιώθει, γι’ αυτό που θέλει να γίνει. Μια σχολική βιβλιοθήκη δεν είναι απλά η βιβλιοθήκη ενός σχολείου, αλλά η βιβλιοθήκη των παιδιών. Είναι η δική τους βιβλιοθήκη και έτσι πρέπει να την αισθάνονται».
Η μύηση στην ανάγνωση
Η εξοικείωση με το βιβλίο πρέπει να ξεκινάει από τη βρεφική ηλικία, λέει η Ελένη Γερουλάνου, υπονοώντας ότι ο σπόρος πρέπει να φυτευτεί ακόμη πιο νωρίς από αυτό που νομίζουν οι περισσότεροι γονείς. «Από την αγκαλιά μας θα μάθει το παιδί να αγαπάει το διάβασμα. Μπορεί να υπάρχει η φαντασμαγορία της κινούμενης εικόνας στο κινητό. Δεν είναι όμως ακαταμάχητη. Αν ένας γονιός ή μια δασκάλα διαβάζει δυνατά, έστω και ένα τέταρτο κάθε ημέρα σε ένα παιδί, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το μυήσει στην απόλαυση της ανάγνωσης. Θα κάνει ένα ταξίδι με το μυαλό του, θα του μείνει η λαχτάρα να μάθει τη συνέχεια μιας ιστορίας. Ιδιαίτερα σήμερα υπάρχουν πολύ ωραίες εκδόσεις με καταπληκτικές εικονογραφήσεις. Δεν είμαι αντίθετη με το ηλεκτρονικό βιβλίο, αν αυτό αρέσει στο παιδί. Το θέμα είναι να έρθει από νωρίς η επαφή με το βιβλίο».
Η συνάντηση
Αποφασίσαμε να συζητήσουμε στην ωραιότατη καντίνα του Μουσείου Μπενάκη Παιχνιδιών στο Φάληρο, το οποίο δεν είχα ποτέ επισκεφθεί και ομολογουμένως ευφράνθηκε η καρδιά μου. Ηπιαμε τον καφέ μας και φάγαμε τα ωραία μας σαντουιτσάκια στη λιακάδα της αυλής. Ομως, ο λόγος που το διαλέξαμε είναι και μια άλλη συγκινητική ιστορία. Η Ελένη Γερουλάνου έγραψε το βιβλίο «Ενας αρκούδος μια φορά», εμπνευσμένη από έναν αρκούδο που είδαμε σε μια προθήκη. Τον είχε βρει πεταμένο η Μαρία Αργυριάδη, η ερευνήτρια, συλλέκτρια και συντηρήτρια παιχνιδιών, που δώρισε τη συλλογή της στο Μπενάκη και έτσι γεννήθηκε το Μουσείο Παιχνιδιών.
Μαργαρίτα Πουρνάρα
ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 4/6/2025 #ODUSSEIA #ODYSSEIA