Από το σπίτι στο Αργοστόλι αφαιρέθηκαν έπιπλα (σαλόνι, τραπεζαρία, μπουφές και άλλα μικροέπιπλα), πίνακες (άφησαν δυο μόνον άνευ αξίας), πολυέλαιοι, χαλιά και πορσελάνες. Επίσης βρέθηκε ανοιχτό το χρηματοκιβώτιό του (βλ. σχετικές φωτογραφίες του δημοσιογράφου Σάκη Βούτου. Ασφαλώς θα πρέπει να σημειωθεί πως όλα αυτά τα αντικείμενα ήταν γνωστά και όπου κι αν παρουσιασθούν, θα «μιλήσουν»). Επίσης, από ό,τι θυμάμαι, θα πρέπει στο σπίτι αυτό να υπήρχε και μέρος του αρχείου του, ο όγκος του οποίου φιλοξενείτο στο προηγούμενο διαμέρισμά του στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην οδό Καρνεάδου στο Κολωνάκι όπου το είδα και το φωτογράφισα. Στο διαμέρισμα αυτό ο Τ. Παυλάτος κατοικούσε με τις αδελφές του -και μέχρι τον θάνατο της Κάτες-. Αμέσως δε μετά μετακόμισε σε αυτό στην Πατριάρχου Ιωακείμ.
Πριν μετακομίσει στην τελευταία του διεύθυνση φρόντισε και φύλαξε το μεγάλο αρχείο του σε αποθήκη κάπου στην Αθήνα. Ευτυχώς το αρχείο αυτό διεσώθη και βρίσκεται πλέον στα ασφαλή χέρια των νόμιμων κληρονόμων του. Σύμφωνα δε με ασφαλείς πληροφορίες, για το αρχείο του έχουν εκφράσει ενδιαφέρον μεταξύ άλλων το Ίδρυμα Μπενάκη, το Ίδρυμα Γουλανδρή και η Ένωση Μηχανικών στην Αθήνα.
Ο Τάκης εκτός από τις δυο αδελφές Κάτε και Κική που πέθαναν πριν από αυτόν και που δεν είχαν και αυτές αποκτήσει οικογένεια, είχε και έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Σπυρίδωνα, οι κληρονόμοι του οποίου –ως πρώτο βαθμό συγγένειας- δικαιωματικά κληρονομούν την περιουσία του μηχανικού.
Λόγω της μακροχρόνιας μελέτης που έκανα για να καταγράψω τους ανεμόμυλους στην Κεφαλλονιά και στην Ιθάκη (1988-1999) (βλ. «Ανεμομάχοι μύλοι Κεφαλλονιάς και Ιθάκης» έκδοση ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα 2001), και εν συνεχεία λόγω μελέτης μου για το Κάστρο Αγίου Γεωργίου (βλ. «Το Κάστρο τ’ Αη-Γιώργη Κεφαλλονιάς», εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΙΑ, Αργοστόλι 2004), για την Γέφυρα de Bosset (υπό έκδοση ομόνυμο έργο), αλλά και για άλλα μικρότερα, είχα συχνή επαφή με τον εκλιπόντα (έχω κάνει επανειλημμένα συχνές αναφορές στο έργο μου για την προσφορά του).
Πέρα από τον σεβασμό που τρέφω στη μνήμη και στο έργο του, εκείνα που μου έμειναν εντυπωμένα από αυτόν είναι κυρίως οι εικόνες στο αχανές διαμέρισμά του στην οδό Καρνεάδου. Η πρώτη εντύπωση που απέκτησα όταν μπήκα ήταν πως ο χρόνος «είχε καρφωθεί στο χθες». Τα πάντα ήταν «κολλημένα» στο χθες. ΄Αψυχα. Βουβά. Ακόμα και τα έπιπλα, τα μπιμπελό, τα κάδρα, «δεν είχαν μιλιά». Πάγωνε η καρδιά μου και με το που έμπαινα, επιζητούσα αφορμή να φύγω όσο πιο γρήγορα γινόταν. Θυμάμαι ακόμη ένα τεράστιο dossier που είναι μπλέ κι έχει κορδόνια πάνω, κάτω και στη μέση. Μόνο που αυτό θα πρέπει να είχε μήκος περισσότερο από 1,7 μ. και πλάτος κάπου 1 μ. Το κρατούσε αυτός από την μια πλευρά, κι εγώ από την άλλη, το ανοίγαμε και μου έδειχνε ένα – ένα τα σχέδιά του, έργα εκπληκτικά, μοναδικά όλα φτειαγμένα με το χέρι (και όχι σαν τα σημερινά, τα χωρίς έμπνευση και ζωή, τα «νεκρά» των ηλεκτρονικών υπολογιστών που επαναλαμβάνονται απλώς με “copy–paste”), έργα που διέσωσαν τον πολύτιμο και ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό μας πλούτο. Θυμάμαι επίσης την κατάκοιτη και αποστεωμένη αδελφή του, την Κική, που την φρόντιζε, την είχε τόσο περιποιημένη και που έτρεχε κοντά της σε κάθε θόρυβό της. Θυμάμαι τις διηγήσεις του για το έργο του, για τις βραβεύσεις του, για τους σεισμούς και την άοκνη προσφορά του, για την αναστύλωση της γέφυρας de Bosset, για το ανοικοδόμηση των δημοσίων κτιρίων αμέσως μετά τον σεισμό, για τις οικογένειες Παυλάτου, Δαυή και Μοντεσάντου (κρίκος της μακρινής μας συγγένειας), και για την αγάπη που είχε στην άλλη του αδελφή, στην Κάτε. Μου έβαζε και άκουγα κασέτες με την φωνή της ακόμη και λίγο πριν αυτή ξεψυχήσει. Αλλά και στο σπίτι στην Κεφαλλονιά μου έδειχνε σχέδιά του και παλιές φωτογραφίες, και μου μιλούσε για τον Ορλάνδο, για την ομάδα των μηχανικών που δούλεψε μαζί τους, για τα προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει από τις δημόσιες υπηρεσίες για να στηρίξει τα δύσκολα εκείνα χρόνια τον τόπο του, ακόμη για τα κάγκελα που είχε ο ίδιος παραγγείλει –αν θυμάμαι καλά στον ονομαστό σιδερά Μαζαράκη- και που αποτελούνταν από χιλάδες θηλιές αλυσίδας και περιζώνουν το σπίτι στο Αργοστόλι, αλλά και για κάθε γωνιά της Κεφαλλονιάς που είχε μεριμνήσει για την διάσωσή της. Είχαμε περπατήσει αρκετές φορές και στη Γέφυρα, αλλά και στον Άγιο Γεράσιμο. Με είχε ξεναγήσει στην μεγάλη εκκλησιά και μου διηγείτο τις περιπέτειές της. Του είχα ζητήσει να τον μαγνητοφωνώ καθώς μιλούσε για το έργο του, γεγονός που τον ίδιο τον χαροποιούσε.
Όσο περνούσαν τα χρόνια και «βάραινε» είχε όλο και περισσότερες ιδιορυθμίες που «κρατούσαν» πολλούς γνωστούς «μακριά του». Όμως πάντα είχε την ίδια βαθιά αγάπη για την Κεφαλλονιά και την προσφορά του στο νησί, μια προσφορά που αναγνωρίσθηκε και τιμήθηκε δεόντως από τους τοπικούς φορείς –παρόλο που ο ίδιος συχνά πυκνά διατύπωνε παράπονα-.
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη περιδιάβαση επιθυμώ να κάνω έκκληση στους κληρονόμους του. Ιδανικό θα ήταν για το νησί μας και για τις αυριανές γενιές το σπίτι του στο Αργοστόλι να δωρίζετο σε κάποιον τοπικό φορέα για να αποτελέσει μουσείο όπου θα μπορεί το αρχείο του Τάκη, αυτό που διεσώθη της διαρπαγής και που βρίσκεται ασφαλές σε αποθήκη στην Αθήνα, να επιστρέψει στην Κεφαλλονιά, στον τόπο που υπηρέτησε, στον τόπο που το ίδιο το αρχείο του αντικαθρεφτίζει και διαφυλάττει.
Η πράξη τους αυτή θα αποτελέσει διαρκές μνημόσυνο για τον άοκνο και δωροδότη μηχανικό καθώς οι μελετητές του μέλλοντος θα ανατρέχουν στο αρχείο αυτό που αποτυπώνει όσο κανένα άλλο την οικιστική μεγαλοπρέπεια του τόπου μας μέσα από την μοναδική, ανεπανάληπτη και αξεπέραστη πένα του Τάκη Παυλάτου.
Φωτογραφία: Σάκης Βούτος
Ευρυδίκη Λειβαδά