ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑΙ ΙΔΕΑΙ ΚΑΙ ΡΗΣΕΙΣ ΔΙΑΣΗΜΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Ἓν τῶν βασικῶν ποιητικῶν ἒργων τοῦ Ἡσιόδου εἶναι τά «Ἒργα καί Ἡμέραι», τό ὁποῖον ἀναγνωρίζεται διεθνῶς, ὡς τό πρῶτον Δοκίμιον Οἰκονομικῆς Ἀναλύσεως, τό ὁποῖον ἐγράφη ποτέ παγκοσμίως. Ὡς πολύ χαρακτηριστικῶς ἀναφέρει ὁ διακεκριμένος Ἓλλην οἰκονομολόγος Ἀ. Κανελλόπουλος: «Τό Ποίημα αὐτό τοῦ Ἡσιόδου ἐγράφη μετά τήν περίοδον τοῦ νομαδικοῦ βίου καί τήν ἀπαρχήν τοῦ μονίμου ἐργατικοῦ, (ἢτοι μεταξύ 850 – 700 π.Χ.). Ὁ νέος βίος, ὁ ἐργατικός, δέν νομιμοποιεῖ πλέον τήν ἁρπαγήν καί τόν πόλεμον ὡς μέσα πορισμοῦ, ἀλλά μόνον τήν ἐργασίαν, τήν πληρωμήν τῶν χρεῶν καί τήν καταβολήν μισθῶν».

Ἂς ἀρχίσωμεν ὃμως τήν οἰκονομικήν ἀνάλυσιν τοῦ ἒργου τοῦ Ἡσιόδου καί τάς ἀπόψεις του διά τά κάτωθι βασικά οἰκονομικά θέματα:

α) Ἀπόκτησις Πλούτου:

«Τά πλούτη δέν πρέπει νά τά ἁρπάζῃς, αὐτά πού

δίνει ὁ Θεός πολύ καλύτερα εἶναι.

Γιατί ἀκόμη κι’ ἐάν κανείς μέ τῶν χεριῶν τήν βίαν

μεγάλον πλοῦτον ἁρπάξῃ

ἢ τόν ληστέψῃ μέ τά λόγια του, καθώς πολλάς φοράς

συμβαίνει, ὃταν τό κέρδος τό μυαλόν τῶν ἀνθρώπων

ἀπατήσῃ

καί τήν αἰδῶ ἡ ἀδιαντροπιά τήν καταβάλλῃ,

εὒκολα αὐτόν τόν ἀμαυρώνουν οἱ θεοί, τόν οἶκόν του

τόν φθείρουν

καί ὀλίγον χρόνον ὁ πλοῦτος αὐτόν ἀκολουθεῖ …»

Καί ἀλλαχοῦ:

«Μέ αὐτόν στ’ ἀλήθεια ὀργίζεται ὁ Δίας ὁ ἲδιος καί

στό τέλος του

γιά τ’ ἂδικα τά ἒργα του ὣρισε σκληράν ἀμοιβήν.

Μά ἐσύ ἐντελῶς ἀπό τέτοια ἒργα τήν ἀνόητην ψυχήν σου

ἀπομάκρυνε …»

Καί εἰς ἂλλον σημεῖον:

«Κακόν κέρδος μή βγάζεις. Τά κέρδη τά κακά ἲσον ζημία».

«Ἐάν πλοῦτον ἐπιθυμῇ στά στήθη ἡ καρδιά σου μέσα,

… τήν μιάν δουλειάν ἐπάνω στήν ἂλλην ἐργάσου:

κάνε ἀρχήν στόν θερισμόν, στό ὂργωμα καί τήν σποράν

σάν δύουν αἱ Πλειάδες …»

«γυμνός νά σπέρνῃς, γυμνός νά ὀργώνῃς,

γυμνός νά  θερίζῃς, ἂν θές τό κάθε τι

ν’ αὐξάνῃ στόν καιρόν του …»

«Μήν ἀναβάλλεις κάτι γιά αὒριον καί μεθαύριον:

ἐκεῖνος πού ἐργάζεται σ’ ἀνώφελην ἐποχήν τήν ἀποθήκην

δέν γεμίζει,

οὒτε ὁ ἀναβλητικός. Ἡ ἐπιμέλεια τήν δουλειάν προάγει.

Ὁ ἂνθρωπος πού ἀναβάλλει τίς δουλειές διαρκῶς

μέ τίς ζημιές παλεύει».

β) Διά τήν Σκληράν Ἐργασίαν τῶν Ἀνθρώπων κατά τήν Ἐπεξεργασίαν τοῦ Σιδήρου (τῆς νέας ἐποχῆς) ὁ Ἡσίοδος λέγει:

«Ἀφοῦ τώρα πιά τό σιδερένιον ὑπάρχει γένος, κι’ οὒτε (οἱ ἂνθρωποι)

θά πάψουν ποτέ

τήν ἡμέραν νά κοπιάζουν καί νά δυστυχοῦν, νά

βασανίζωνται τήν νύκτα,

μά μέριμνες σκληρές σ’ αὐτούς οἱ θεοί θά δίνουν.

Ὃμως καί σ’ αὐτούς ἀνάμεικτα θά ὐπάρξωσι

καλά μέ τά κακά».

γ) Διά τό θέμα τῆς Ἐργασίας ἐν Συνδυασμῷ καί Σχέσει πρός τό Κεφάλαιον, ἒχομεν τάς κάτωθι ἰδέας:

«Εἶναι καλόν ἀπ’ ὃ,τι σοῦ εὑρίσκεται νά παίρνῃς,

μά συμφορά για τήν ψυχήν

νά ἐπιθυμῇς ἐκεῖνο πού σοῦ λείπει. Αὐτά νά τά

στοχάζησαι σοῦ παραγγέλλω …

Ὃταν κάνῃς ἀρχή σ’ ἓνα πιθάρι κι’ ὃταν αὐτό

κοντεύῃ νά ἀδειάσῃ,

στό μεταξύ νά εἶσαι φειδωλός. Στόν πάτον πιά

ἐλεεινή εἶναι ἡ ἒλλειψις».

δ) Ὡς ἐξόχως σημαντικήν ὁ γράφων ἀναφέρει ἐπίσης τήν ἂποψιν μεγάλων οἰκονομολόγων καί ὡς τόν «βασικώτερον πυρῆνα τοῦ ἀναλυτικοῦ λογισμοῦ εἰς τήν Οἰκονομικήν Ἐπιστήμην» τάς ῥήσεις τοῦ Ἡσιόδου διά τήν κοινωνικο-οικονομικήν «ἒριν», τήν ὁποίαν ὁ Ἡσίοδος διαχωρζει εἰς δύο κατηγορίας: Τήν κακήν ἒριδα, ἢτοι τόν ἀμείλικτον ἀνταγωνισμόν, καί τήν καλήν ἒριδα, ἢτοι τήν εὐγενῆ ἃμιλλαν.

Συγκεκριμένως ὁ Ἡσίοδος μᾶς λέγει:

«Τῆς Ἒριδας γένος δέν ὑπάρχει ἓνα μονάχα,

μά πάνω στήν γῆν

εἶναι δύο. Τήν μίαν ὃποιος τήν ἒννοιωσε θά τήν

ἐπαινοῦσε,

μά ἡ ἂλλη ἀξιόμεμπτη εἶναι. Κι’ ἀντίθετες ἒχουν

μεταξύ τους καρδιές».

«Ἡ μιά προάγει τόν κακόν τόν πόλεμον καί τήν φιλονικίαν,

ἡ ἀθλία. Θνητός κανένας δέν τήν ἀγαπᾷ, μά ἐξ ἀνάγκης.

Ὃμως ἡ ἂλλη …. πολύ καλύτερη γιά τούς ἀνθρώπους,

αὐτή καί τόν ἀνίκανον τόν ξεσηκώνει γιά δουλειά:

ζηλεύει ὁ ἂεργος σάν βλέπει τόν ἂλλον ποῦ’ ναι πλούσιος

πού δείχνει τήν σπουδήν του εἰς τό ὂργωμα, τό φύτευμα

καί τήν καλήν διακυβέρνησιν τοῦ οἲκου του. Ὁ γείτονας τόν

γείτονα ζηλεύει

καί σπεύδει νά πλουτίσῃ. Καί εἶναι ἀγαθή ἡ Ἒριδα αὐτή

γιά τούς θνητούς».

Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῇ ὃτι οἱ σύγχρονοι Οἰκονομολόγοι, μεταξύ των ὁ D.C. Johnson, ἠσχολήθησαν μόλις πρό 64 ἐτῶν, τῷ 1951, μέ τό θέμα περί τοῦ Ἀνταγωνισμοῦ καί τῆς Ἁμίλλης εἰς τήν Οἰκονομίαν!

ε) Τέλος εἰς τούς κατωτέρω στίχους τοῦ Ἡσιόδου παρατηροῦμεν τάς δύο βασικάς ἀρχάς ἐπί τῶν ὁποίων ἐβασίσθη ὁ μεγάλος Ἂγγλος οἰκονομολόγος Adam Smith, ἢτοι διά τήν ὓπαρξιν ὁμαλῆς τάξεως καί ἁρμονίας μεταξύ τῶν διαφόρων στρωμάτων τῆς κοινωνίας καί ἐπίσης τῆς ἐπιβαλλομένης σκληρᾶς ἐργασίας καί εὐγενοῦς ἁμίλλης ἐντός ταύτης:

Ὁ Ἡσίοδος λοιπόν λέγει:

«Μά μπρός στήν ἀρετήν ἱδρῶτα βάλανε οἱ θεοί

οἱ ἀθάνατοι. Μακρυά κι’ ἀπότομη ἡ ὁδός γι’ αὐτήν

καί στήν ἀρχήν τραχειά. Μά ὃταν φθάσῃς στήν κορφήν,

εὒκολη γίνεται ἒπειτα, κι’ ἂς ἦταν δύσκολη.

Πάνω ἀπ’ ὃλους ἂριστος αὐτός πού θά τά καταλάβῃ

ὃλα ἀπό μόνος του …

Καλός κι’ ἐκεῖνος πάλιν, πού σ’ ὃποιον μίλησε, καλά

ὑπακούει.

Μά ὃποιος δέν τά καταλαβαίνει, … αὐτός ἀχρεῖος

ἂνδρας εἶναι …

Γιατί ὁ Λιμός τοῦ ἀέργου ἂνδρα σύντροφος πέρα ὡς πέρα

εἶναι.

Ὀργίζονται οἱ θεοί καί οἱ ἂνθρωποι μ’ αὐτόν πού ἂεργος ζεῖ,

ὃμοιος στο ἦθος μέ τούς χωρίς κεντρί κηφῆνας,

πού ἂεργοι τῶν μελισσῶν τόν κάματον καταναλώνουν

τρώγοντας. Μά ἐσένα νά σ’ ἀρέσῃ τάς ἐργασίας σου

κατάλληλα νά ὀργανώνης,

για νά’ ναι οἱ ἀποθῆκές σου γεμάτες μέ βιός τῆς ἐποχῆς.

Ἀπ’ τήν δουλειάν τους γίνονται οἱ ἂνθρωποι μέ ποίμνια

πολλά καί πλούσιοι

κι’ ἂν ἐργάζησαι πολύ πιό προσφιλής στούς ἀθανάτους

καί στους θνητούς θά εἶσαι. Γιατί τούς ἀέργους πολύ τούς

ἀποστρέφονται.»

Καί ἐπιστέγασμα ὃλων τῶν προσπαθειῶν τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐντίμου ἐργασίας του πρός ἀνέλιξιν καί καλυτέρευσιν τοῦ βίου του εἶναι οἱ ἀθάνατοι καί αἰώνιοι λόγοι τοῦ Ἡσιόδου:

«Ἒργον δ’ οὐδέν ὂνειδος, ἀεργίη δέ τ’ ὂνειδος»

(Διόλου ντροπή ἡ δουλειά, ντροπή εἶναι ἡ ἀεργία).

Τά ἀνωτέρω μᾶς δίδουν μίαν εὐρεῖαν περίληψιν τῶν οἰκονομικῶν ἀπόψεων καί συμβουλῶν τοῦ Ἡσιόδου, τοῦ ἑνός τῶν τριῶν μεγαλυτέρων Ποιητῶν τῆς Ἀρχαιότητος.

ΣΟΛΩΝ 639 -559 π.Χ. (5ος – 4ος αἰών π.Χ.)

Ἂς ἀναφερθῶμεν τώρα εἰς ἓνα ἂλλον μεγάλον ποιητήν τῆς ἀρχαιότητος, τόν Σόλωνα. Οἱ περισσότεροι ἐξ ἡμῶν θεωροῦσι τόν Σόλωνα ὡς διακεκριμένον πολιτικόν, νομικόν καί νομοθέτην τῆς ἀρχαιότητος, ἐλάχιστοι ὃμως γνωρίζουσιν, ὃτι ὁ Σόλων ὑπῆρξε καί ἒξοχος ποιητής καί ὃτι εἰς τάς ἐλεγείας καί ἂλλα ποιήματά του εὑρίσκει ὁ ἐρευνητής πλείστους ἀδάμαντας οἰκονομικῶν σκέψεων.

Διά νά ἀντιληφθῶμεν τάς ἐκφραζομένας οἰκονομικάς ἀπόψεις τοῦ Σόλωνος, θά πρέπῃ πρῶτον νά προβῶμεν εἰς μίαν σύντομον ἀνάλυσιν τῆς ἐπικρατούσης πολιτικῆς καί κοινωνικῆς καταστάσεως καί τῶν ἀντιλήψεων εἰς τάς Ἀθήνας καί τήν Ἀττικήν καί ἐν γένει εἰς τήν λοιπήν Ἑλλάδα κατά τήν περίοδον τῆς ἀκμῆς τοῦ ἀνδρός.

Ὁ Β. Λαούρδας, ἐκ τῶν προσφάτων μελετητῶν τοῦ Σόλωνος, εἰς τό βιβλίον του «Σόλων ὁ Νομοθέτης» ἀναφέρει: «Ἡ φύσις τῆς Ἀττικῆς εἶναι κανών ὂχι μόνον διά τήν οἰκονομικήν καί κοινωνικήν διάρθρωσιν τῆς πόλεως (πολιτείας), ἀλλά καί διά τήν ἀτομικήν ζωήν τῶν κατοίκων της, καθώς ἐπιβάλλει εἰς τόν καθένα ἐξωτερικῶς λιτόν καί ἐσωτερικῶς πειθαρχημένον τρόπον ζωῆς, πού ἐάν τόν ξεπεράσῃ (ὑπερβῇ) δέν διασπᾷ μόνον τήν κοινότητα, ἀλλά καί διακινδυνεύει τήν ἀξιοπρέπειάν καί τήν πνευματικήν διαύγειάν του».

Πρέπει ἐπίσης νά σημειωθῇ ὃτι ἐνωρίτερον, ἀπό τόν 7ον αἰῶνα π.Χ., ἢρχισαν νά δημιουργῶνται νέαι συνθῆκαι εἰς Ἀττικήν λόγῳ τοῦ συγκεντωνομένου ἐκεῖ ὑπερπληθυσμοῦ καί τοῦ μετασχηματισμοῦ τῆς ἀνταλλακτικῆς οἰκονομίας εἰς χρηματιστικήν – ἐμπορικήν καί ἀκόμη ἀπό τήν καλλιέργειαν τῆς γῆς εἰς παραγωγικούς κλάδους, ὡς τό ἐμπόριον, ἠ βιοτεχνία καί αἱ τέχναι.

Οἰκονομικαί Ἰδέαι τοῦ Σόλωνος:

Ὁ Σόλων ἐθεώρει πηγήν τοῦ ὑπάρχοντος κακοῦ εἰς τήν κοινωνίαν, τό ὁποῖον ἒπρεπε νά διορθωθῇ, τούς πολίτας της, κυρίως δέ τούς ἀστούς, οἱ ὁποῖοι μέ τήν χρηματοθηρίαν των καί τήν ἀναρχικήν ζωήν των ἒσπρωχνον κάθε ἡμέραν ὃλον καί περισσότερον τήν πόλιν (χώραν) εἰς τό κακόν. Δέν εἶναι λοιπόν οἱ θεοί πού φέρουν τάς συμφοράς εἰς τάς Ἀθήνας. Τήν εὐθύνην τήν ἒχουσιν ἀκεραίαν οἱ ἂνθρωποι καί ἀκόμη εἰδικώτερον ἀνάμεσά των οἱ ἀστοί, πού διασπῶντες τήν κοινότητα μέ τάς ἐγωϊστικάς ἀπερισκεψίας των ὡδήγουν κατ’ ἀνάγκην τά πράγματα εἰς ἐμφυλίους συγκρούσεις.

Ἀπαρχή δέ τοῦ τρόπου ζωῆς ὑπῆρξε καί ἡ μετατροπή τῆς οἰκονομίας ἀπό ἀνταλλακτικήν εἰς χρηματιστικήν. Ὁ δρόμος πού ἢνοιξεν ἡ χρηματοθηρία δέν ἐπρόκειτο νά σταματήσῃ πουθενά, διότι ἐπαρουσιάζοντο πολλαί δυνατότητες νά ἀποκτήσῃ κάποιος χρήματα καί ἡ ἀπόκτησίς των ἐδημιούργει κῦρος ἀνάμεσα εἰς τούς συμπολίτας των. Ἒτσι οἱ ἀστοί, ἀδιαφοροῦντες διά τόν πλησίον των καί διά τόν δῆμον καί διά τά ἱερά, ἀφιερώθησαν εἰς τήν χρηματοθηρίαν, ἒκαμνον ἀδικίας καί συνηγωνίζοντο, ὁ εἷς τόν ἂλλον, εἰς τήν πολυτέλειαν. Τό ἀποτέλεσμα ἦτο νά διαρραγῇ ἡ παλαιά στερεά ἑνότης τῆς πόλεως – πολιτείας, διότι ἐνᾧ ἀπό τό ἓν μέρος ἓν τμῆμα τοῦ λαοῦ ἐκυνήγει διαρκῶς καί περισσότερον τόν πλοῦτον, ἀπό τό ἂλλο τό μεγαλύτερον τμῆμα ὑπέφερεν ἀπό τάς σκληράς συνθήκας διαβιώσεως, πού ἐδημιουργοῦντο. Ἒτσι πολλοί ἠναγκάζοντο νά μποῦν εἰς τόν δανεισμόν καί τά χρέη καί κατέληγον νά γίνωσι δοῦλοι. Ἂλλοι ἐξενητεύοντο. Καί ἐκεῖνοι πού ἒμενον ἐσυνωμότουν καί ἡτοιμάζοντο νά κάνωσιν ἐπαναστάσεις.

Εἶμαι βέβαιος ὃτι ἀναγιγνώσκοντες τάς ἀνωτέρω ἀναλύσεις τῶν σκέψεων τοῦ Σόλωνος, ὁπωσδήποτε εὑρίσκομεν, ὃτι καί σήμερον, παρ’ ὃλην τήν μεγάλην σύγχρονον τεχνολογικήν πρόοδον, ἐν τούτοις αἱ οἰκονομικαί τάσεις τῆς κοινωνίας παραμένουσι σχεδόν ἀναλλοίωτοι. Μάλιστα δέ, ὡς βλέπομεν, διαρκῶς καί ἐντείνονται· ὃσον μεγαλυτέρα ἡ πρόοδος, τόσον μεγαλυτέρα ἡ χρηματοθηρία.

Ἒχοντες τά ἀνωτέρω ὑπ’ὂψιν δυνάμεθα τώρα νά χωρήσωμεν μέ εὐχέρειαν εἰς τάς σημαντικωτέρας οἰκονομικάς ἰδέας τοῦ διαπρεποῦς νομοθέτου καί ποιητοῦ ὡς ἀναφέρονται αὗται εἰς τά ἒξοχα ποιήματά του:

Πλοῦτος καί Ἂτη (= τιμωρία) (διά τούς φιλοχρηματίας καί τήν ἐπερχομένην πάντοτε ἐπ’ αὐτῶν θείαν Δίκην).

«Ἡ δικιά μας ἡ πόλις μέ τό θέλημα τοῦ Δία καί μέ τίς βουλές τῶν μακαρίων ἀθανάτων Θεῶν ποτέ δέν θά χαθῇ. Γιατί μεγαλόψυχη προστάτρια, κόρη τοῦ μεγάλου πατέρα, ἡ Παλλάδα Ἀθηνᾶ ἒχει ἀποπάνω τά χέρια. Οἱ ἲδιοι ὃμως οἱ κάτοικοί της μέ τίς ἀστοχασιές τους θέλουν νά τήν καταστρέψωσι, γιατί νοιάζονται γιά χρήματα καί ὁ νοῦς τῶν ἀρχηγῶν τῆς πολιτείας εἶναι ἂδικος, πού τούς μέλλεται νά πάθουν πολλά βάσανα ἀπό τήν μεγάλην ἀλαζονείαν. Γιατί δέν ξέρουν πότε νά χορταίνουν, οὒτε νά ρυθμίζουν μέ τάξη τίς χαρές τοῦ γλεντιοῦ. Καί πλουτίζουν ἀφήνοντας νά παρασυρθοῦν ἀπό ἂδικες πράξεις. Οὒτε γιά τά ἱερά κτήματα, οὒτε γιά τίποτε ἀπό τά δημόσια νοιάζονται καί κλέβουν δόλια ἂλλος ἀπ’ ἀλλοῦ καί δέν σέβονται τά ἃγια θεμέλια τῆς Δίκης πού σωπαίνει καί ὃμως ξέρει καλά ὃσα γίνονται καί ὃσα ἒχουν γίνει καί μέ τόν καιρό, ὃπως κι ἂν εἶναι, ἒρχεται νά τιμωρήσῃ. Τοῦτο τώρα τό ἀναπόφευκτο κακόν ἒρχεται σέ ὃλην τήν πόλιν. Γιατί ἀπό τούς κακοβούλους γρήγορα βασανίζεται τό πολυπόθητο ἂστυ ἀπ’ ὃσους ἀδικοῦνε. Στόν λαόν ὃμως γυρίζουν οἱ συμφορές. Καί ἀπό τούς πτωχούς πολλοί πηγαίνουν στήν ξενητιά πουλημένοι καί δεμένοι μέ βαρειά δεσμά. Ἒτσι τό δημόσιον κακόν ἒρχεται σέ καθενός τό σπίτι καί βρίσκει τούς ἀνθρώπους, ἒτσι ἢ ἀλλοιῶς, ἒστω κι ἂν κάποιος κρύβεται στήν πιό σκοτεινήν γωνιάν τοῦ σπιτιοῦ. …»

Εἰς ἂλλο σημεῖον τοῦ ἐξαιρέτου ποιήματός του, τήν «Ἐλεγείαν εἰς τάς Μούσας», ὁ Σόλων διατυπώνει τάς κάτωθι συμπληρωματικάς οἰκονομικάς ἀπόψεις:

«Τοῦ Ὀλυμπίου Δία καί τῆς Μνημοσύνης λαμπρά τέκνα, ἐπακοῦστε τήν προσευχή μου. Πλοῦτον ἀπό τούς μακαρισμένους Θεούς δῶστε μου νά ἒχω καί μέσα σέ ὃλους τούς ἀνθρώπους δόξαν καλήν παντοτινήν. Χρήματα ποθῶ νά ἒχω, μά ἂδικα νά τά ἒχω κερδίσει δέν θέλω, γιατί ἡ Δίκη θά ἒρθῃ, ὃπως κι ἂν εἶναι, στό τέλος. Πλοῦτον πού θά δώσουν οἱ Θεοί στόν ἂνθρωπο, τοῦ ἀπομένει ἀσάλευτος ἀπό τήν βαθειάν τήν ρίζαν ὣς τήν κορφήν του, μά αὐτός (ὁ πλοῦτος) πού κυνηγᾶνε ἀπό ἒπαρσιν οἱ ἂνθρωποι, ποτέ δέν ἒρχεται κόσμια, μά ὑπακούει στά ἂδικα ἒργα καί ἀκολουθάει ἂθελα καί ἡ Ἂτα (Τιμωρία) γοργοφτάνει. Καί ἀπό τό ὀλίγον γίνεται ἡ ἀρχή, ὃπως ἡ φωτιά πού πρῶτα εἶναι μικρή καί στό τέλος καταστρέφει τά πάντα».

Διά τό πρόσκαιρον τοῦ Πλούτου:

«Πολλοί κακοί πλουτίζουσι καί καλοί δυστυχοῦσιν. Ἀλλά ἡμεῖς δέν θ’ ἀλλάξωμεν τήν ἀρετήν μέ τόν πλοῦτόν των, διότι ἡ μέν (ἀρετή) μένει στερεά, ἐνᾧ τά χρήματα τά ἒχει ἂλλοτε μέν κάποιος καί ἂλλοτε ἓνας ἂλλος ἀπό τούς ἀνθρώπους».

Ἀποτελεσματικά ἀναπτυξιακά μέτρα, ἢτοι ἡ ἐνθάρρυνσις τῆς ἰδιωτικῆς πρωτοβουλίας καί ἡ προώθησις τῶν πολιτῶν εἰς τό ἐμπόριον:

«Κι’ ἂν εἶναι κανένας ἀχρήματος καί τόν βαραίνουν

τῆς πτώχειας τά ἒργα,

ὃπως κι’ ἂν εἶναι, πιστεύει πώς θά κάνῃ

χρήματα πολλά.

Καί σπεύδουσι βιαστικά ἂλλος ἀπό ἐδῶ, ἂλλος ἀπό ἐκεῖ.

Ὁ ἓνας ποθεῖ νά κουβαλήσῃ μέ τά καράβια του

πλοῦτο στά σπίτια

θαλασσοδέρνεται καί τόν σβαρνοῦν οἱ φουρτοῦνες

στά ψαροπέλαγα, …

Ἂλλος ἀπ’ ὃσους φροντίζουνε τά γερτά ἀλέτρια,

ὁλοχρονίς ὀργώνει καί φροντίζει τήν καλόδενδρην γῆν …»

Ἐξ ἂλλου ὁ Σόλων ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος πολιτικός, ὁ ὁποῖος προώθησε τήν «οἰκονομικήν ἀνάπτυξιν»: Ἠλευθέρωσε τό ἐπιτόκιον, μετέτρεψε τόν χρυσόν εἰς νόμισμα καί προέβη πρῶτος εἰς τήν νομισματικήν μεταρρύθμισιν «προλαβαίνων», ὡς λέει ὁ Ἀ. Κανελλόπουλος, «τόν Keynes εἰς τήν θεωρίαν τῆς πολιτικῆς ἀπασχολήσεως – κατά δύο καί ἡμισείαν χιλιετίας».

Κατηύθυνε τούς πολίτας εἰς τάς τέχνας καί τάς ἀνέδειξεν εἰς ὓψιστον βαθμόν. Ὡς λέγει δέ ὁ Πλούταρχος, ὁ Σόλων «ἒταξε τήν ἐξ Ἀρείου Πάγου Βουλήν, ὃπως ἐπιβλέπει τάς νομοθετικάς πράξεις του, οὓτως ὣστε ὁ καθείς νά ἒχῃ τά πρός τό ζῆν ἀναγκαῖα (τά ἐπιτήδεια) καί νά τιμωρῇ ὃμως ἡ Βουλή τούς ἀργούς (τούς μηδέν πράττοντας)». Θεωρεῖται δέ ὁ ἒλεγχος αὐτός τῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου Βουλῆς, ὡς ἡ πρώτη μορφή τοῦ περιφήμου εἰς τάς ἡμέρας μας «Πόθεν ἒσχες»!

Διά τήν Ἀπληστίαν καί τό Ἀκόρεστον τοῦ Πλούτου καί διά τά Ἒργα τῆς Ὑπερηφανείας καί τήν ἀναπόφευκτον Τιμωρίαν τῶν Θεῶν ἀναφέρει εἰς τήν «Ἐλεγείαν πρός τάς Μούσας»:

α) «… κανένα φανερόν τέρμα τοῦ Πλούτου δέν ὑπάρχει διά τόν ἂνθρωπον, διότι ὃσοι ἀπό μᾶς ἒχουν περίσσιον πλοῦτον, γυρεύουν τό διπλόν. Ποιός θά μποροῦσεν ὃλους νά τούς χορτάσῃ; Κέρδη χαρίζουν στούς θνητούς οἱ Ἀθάνατοι (θεοί) καί ἀπό τοῦτα φανερώνεται ἡ Ἂτα (ἡ Θεά τῆς τιμωρίας), πού ὃταν τήν στέλλῃ ὁ Δίας διά τιμωρόν, κάθε φοράν δέχεται τό κακόν καί κάποιος ἂλλος».

β)         «… Μά ὁ Πλοῦτος, πού κυνηγᾶνε ἀπό ἒπαρσιν οἱ ἂνθρωποι,

ποτέ δέν ἒρχεται κόσμια, μά ὑπακούει στά ἂδικα ἒργα…

Γιατί δέν μένουν πολύ στούς ἀνθρώπους τά ἒργα τῆς

ὑπερηφανείας. Γιατί ὁ Δίας βλέπει ἀπό ὑψηλά τό τέλος

ὃλων τῶν πραγμάτων … Καί κανείς δέν τοῦ ξέφυγε ποτέ,

πέρα ὣς πέρα, ἀπ’ ὃσους ἒχουν κακιά ψυχή, καί

ὃπως κι’ἂν εἶναι στό τέλος φανερώθηκε. Ὁ ἓνας ἐπλήρωσεν

ἀμέσως, ὁ ἂλλος ἀργότερα … μιά μέρα θά τούς

βρῇ τό κακόν, καί πληρώνουν ἀναίτιοι

ἢ τά δικά τους τά παιδιά ἢ οἱ κατοπινοί τους

ἀπόγονοι».

Ἂλλαι βασικαί Οἰκονομικαί Σκέψεις τοῦ Σόλωνος. Μεταρρυθμίσεις καί Ἒργα πρός βελτίωσιν τῆς κοινωνικο-οικονομικῆς καταστάσεως ὃλων τῶν πολιτῶν:

Σεισάχθεια: Ὁ κοινωνικός αὐτός ὃρος, ὃστις παράγεται ἐκ τῶν λέξεων σείω = ἀποσείω καί ἂχθος = βάρος, ἢτοι ἡ ἀπόσεισις τοῦ (οἰκονομικοῦ) βάρους, ἀπετέλεσε τήν νομοθεσίαν τήν ὁποίαν ἐπέβαλεν ὁ Σόλων (592/1 π.Χ.) πρός ἐξισορρόπησιν τῆς ἐκρηκτικῆς καταστάσεως εἰς τάς Ἀθήνας καί τήν Ἀττικήν ἐξ αἰτίας τῶν ἀνυπερβλήτων χρεῶν, κυρίως τῶν καλλιεργητῶν, ἣτις ὡδήγει τήν κατάστασιν εἰς ἀνάφλεξιν καί σύγκρουσιν μεταξύ τῶν κοινωνικῶν στρωμάτων τῆς πόλεως.

Διά τῆς Σεισαχθείας τοῦ Σόλωνος παρεγράφοντο τά μέχρι τότε χρέη καί ὑποθῆκαι τῶν καλλιεργητῶν πρός τόν Δῆμον καί τούς ἰδιώτας. Ἀπηγορεύθη ἐπίσης ὁ θεσμός τοῦ δανεισμοῦ «ἐπί σώμασιν», ἢτοι μέ ἐγγύησιν τόν ἲδιον τόν δανειζόμενον, καί ἀκόμη ἀπηλευθερώθησαν ὃσοι ἦσαν δοῦλοι λόγῳ χρεῶν.

Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὁ Σόλων «ἐνεργοποίησεν ἀναπτυξιακῶς τούς πολίτας», δηλ. παρέσχε εἰς τόν κάθε πολίτην δικαιώματα καί κίνητρα διά τήν συμμετοχήν του εἰς τήν ζωήν τῆς πολιτείας καί εἰς τήν οἰκονομικήν ἀνάπτυξιν ταύτης.

Αὐταί αἱ θέσεις τοῦ Σόλωνος ἀποτελοῦσι τόν θεμελιώδη παράγοντα διά νά ἐπιτύχῃ ἡ κοινωνία τά «οἰκονομικά της ἐπιτεύγματα». Εἰς αὐτόν δέ τόν παράγοντα βασίζονται αἱ μεταπολεμικαί θεωρίαι τῶν McClelland 1955/1966 καί Hagen 1962.

Ἂλλαι οἰκονομικαί θέσεις τοῦ Σόλωνος:

α) Οἰκονομική Ἀνάπτυξις δέν νοεῖται ἂνευ Λαϊκῆς Ἀλληλεγγύης. Ὁ πολίτης πρέπει νά ἒχῃ ἐλευθερίαν βουλήσεως καί ἐλευθερίαν διαθέσεως. Ἢτοι θεωρεῖ βασικήν διά τήν ἀνάπτυξιν τήν ἐλευθέρωσιν τοῦ πολίτου.

β) Περιορισμός τῆς μεγάλης γαιοκτησίας (τῆς ἀποκτήσεως μεγάλων ἐκτάσεων γῆς). Ἐπίστευε διά τούς πολίτας εἰς τά μικρά καί μέσου μεγέθους τεμάχια γῆς, πού ἐτόνωνον τήν ἀτομικήν ἐλευθερίαν. Ἦτο ἐνάντιος τῆς μεγάλης γαιοκτημοσύνης. Ἐνεθάρρυνε τήν αὐτοκαλλιέργειαν, διότι τοῦτο ἒκαμνε τόν πολίτην δραστηριώτερον.

γ) Ἂλλη Σολώνειος Οἰκονομική Ἀρχή εἶναι ἡ «τοῦ Μέσου ὃρου» καί ἦτο ἒνθερμος ὑποστηρικτής τῆς μετριοπαθείας εἰς ὃλας τάς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Ὡς ἐξαιρέτως ἀναφέρει εἷς διακεκριμένος οἰκονομολόγος εἰς ἀνάλυσίν του: «Ἡ μεσότης πρέπει νά ἒγκειται εἰς τήν μή ὑπερβολήν πλούτου καί πενίας … καί εἰς τήν ἀνάπτυξιν μέσης τάξεως μεταξύ τῶν κοινωνικῶν στρωμάτων». Ἡ κοινωνικο-οικονομική ἐπικράτησις μέσου ὃρου τῆς περιουσίας μεταξύ τῶν πολιτῶν ἐξασφαλίζει τήν ἰσορροπίαν εἰς τήν κοινωνίαν καί ἀπομακρύνει τάς μεταξύ των ἐμφυλίους ἀναμετρήσεις. Καί αὐτό ἐπετυγχάνετο διά τῆς δικαιοτέρας κατανομῆς τοῦ πλούτου μεταξύ τῶν πολιτῶν, διότι ὁ ὑπερβολικός πλοῦτος δέν ἒφερε καί τήν εὐτυχίαν.

Ἐκ τῆς ἀνωτέρω συντόμου ἀναλύσεως τῶν οἰκονομικῶν σκέψεων τοῦ Σόλωνος, βλέπομεν ὃτι οὗτος ἒθεσεν πρό δύο καί ἡμίσεων χιλιάδων ἐτῶν βασικάς ἀρχάς οἰκονομικῆς σταθερότητος καί ἀναπτύξεως, ἀφοῦ ἦτο πεπεισμένος ὃτι «πολλοί μέν γάρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἀνόλβιοί εἰσι, πολλοί δέ μετρίως ἒχοντες βίου εὐτυχέες» (δηλ. πολλοί μέν τῶν πολύ πλουσίων εἶναι δυστυχεῖς, πολλοί δέ ἐξ ἐκείνων πού δέν ἒχουσι πολλά ζοῦν εὐτυχεῖς). Ἐχρειάσθη δέ αὐτήν τήν κοινωνικο-οἰκονομικήν ἀρχήν νά τήν διατυπώσῃ μόλις πρό μερικῶν δεκαετιῶν ὁ Γάλλος οἰκονομολόγος Gabriel Marcel. Ἡ διατύπωσίς τοῦ Gabriel Marcel εἶχεν ὡς ἑξῆς: «ἓν μέγιστον ἒχειν (avoir), δέν σημαίνει καί ἓν μέγιστον εἶναι (être)».

(συνεχίζεται)

Λάμπης Κωνσταντινίδης

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 28.9.2015