Τις οίδεν ή το ζην μεν εστι κατθανείν ή το κατθανείν ζην (Ευριπίδης – Βάκχαι)
Η ονομασία των τόπων που αποτελούν το αιώνιο καταφύγιο των σωμάτων δεν έχει ρίζες. Είναι θαρρείς αυθύπαρκτη. Είναι ο μοναδικός χώρος που συν-συνειδητοποιούμε τη δαντική πραγματικότητα της απώλειας. Είναι η μοναδική Δύση της Ανατολής, ο μοναδικός χώρος συνέχισης της παγκόσμιας αρμονίας μεταξύ των δύο κόσμων: της ζωής αυτής της σφαίρας κι αυτής του υπεραισθητού μετάκοσμου.
Το μεγαλύτερο σε αξία νεκροταφείο του Ιονίου είναι αυτό του Αργοστολίου. Αξιόλογοι καλλιτέχνες της σμίλης έδωσαν σχήμα και μορφή σε μαρμάρινους όγκους μετατρέποντας το χώρο που φιλοξενεί τα έργα αυτά, σε υπαίθριο μουσείο. Έτσι ο ιδιάζων χαρακτήρας του τοποθετεί το Δράπανο στη θέση που σήμερα έχει.
Η μονή Μυρτιδιώτισσας κτίσθηκε πάνω σε ερείπια μεσαιωνικών καθολικών μονών. Η εκκλησία ξεκίνησε να κτίζεται πριν το 1813, έτος κατά το οποίο, η Άννα Χαλικιά-Κλάδά από την Έρισσο άφησε μετά το θάνατό της, ολόκληρη την περιουσία της στη μονή. Μέρος της περιουσίας της ήταν και η μεγάλη φορητή εικόνα της Παναγιάς του Κύκκου(2), εικόνα η οποία και σήμερα βρίσκεται στον ίδιο χώρο. Το 1835 περατώθηκε η κατασκευή της μονής και δυο χρόνια αργότερα οι Μεταξάς και Δεφαράνας, δώρισαν έκταση επί της οποίας κτίστηκαν τα κελλιά και οι ξενώνες. Άριστο δε δείγμα επτανησιακής ξυλογλυπτικής είναι ο επιτάφιος της μονής του Δραπάνου ή Μυρτιδιώτισσας.
Αυτό το σημείο σύγκλισης των δυο κόσμων αποτελείται από τρια τμήματα. Το πρώτο τμήμα που είναι και το παλαιότερο, βρίσκεται προς το μέρος της εκκλησίας της Δραπανιώτισσας και φιλοξενεί τα περισσότερα γλυπτά. Το δεύτερο χρονολογικά τμήμα που είναι και το μεγαλύτερο σε έκταση, απλώνεται δεξιά και αριστερά από τον διάδρομο της κυρίας εισόδου και φιλοξενεί τα νεώτερα κάπως μνημεία. Το τρίτο τμήμα που είναι σχετικά νεότευκτο είναι η γήινη λωρίδα που βρίσκεται κοντά στο οστεοφυλάκειο και κάθετα με τα δύο μέρη του δεύτερου τμήματος. Το τρίτο τμήμα στερείται τέχνης και στέκει στον αντίποδα του πρώτου και, τμήματος του δευτέρου μέρους, που και τα δυο κοσμούνται με θαυμαστά έργα.
Το Δράπανο είναι από τα λίγα νεκροταφεία στην Ελλάδα που δεν του ταιριάζουν θρηνολογίες. Σε αυτή τη χωροχρονική δημιουργία που σεβάστηκαν κι οι γήινοι συντιναγμοί φιλοξενούνται έργα αθάνατα που αναντίλεκτα αποτελούν την κληρονομιά μας. Είναι ένα κύτταρο του μακρινού παρελθόντος μας που και πέρασε στην ιστορία και πλουτίστηκε με το διάβα του χρόνου. Η συμπαντική πυθαγόρεια γεωμετρία και η λεπτομερειακή καλλιτεχνική επεξεργασία αποτελούν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο και κοσμούν τα ταφικά μνημεία στο χώρο που νεκροταφείο καλείται, μα νεκροταφείο δεν λογίζεται. Ο ανάλαφρος αψιδωτός θόλος του διάδρομου ο στολισμένος με μπουκαμβίλιες, είναι γέφυρα που ενώνει δυο κόσμους που συμμετέχουν σε ίσες δόσεις: τη γη και τον ουρανό. Εδώ δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Ούτε διαφοροποιήσεις. Εδώ αγκαλιάζεται η ανθρώπινη ύπαρξη σαν μια ολότητα. Εδώ εκμηδενίζεται η υλική της υπόσταση καθώς μετουσιώνεται σε αϋλία.
Όταν το μεσημεριανό φως πέφτει στερεό και πάλλευκο νικώντας τις σκιές, κορυφώνεται ο ορατός κόσμος. Μα καθώς ο ήλιος προσκυνά τη δύση, ξεχύνονται οι σκιές και ξεχειλίζει ο αόρατος κόσμος για να επιβεβαιώσει πως δεν υπάρχει καμμιά διακοπή ουσιαστικά μεταξύ της ζωής του ορατού κι αυτής του αόρατου. Έτσι εξασφαλίζεται η φυσική αέναη ροή. Αυτή η αδιάλειπτη επαφή του ανθρώπου με τους αγαπημένους νεκρούς του, τον συντρίβει και τον εξυψώνει συνάμα. Πάντοτε δε, η αποχώρησή του από τον ταφικό χώρο συνοδεύεται με ανανεωμένη πίστη στη θεϊκή πρόνοια. Κι η ανατολή που φτάνει πρασινίζει ξανά τα κυπαρίσσια, μαζεύει τις μέλισσες γύρω από τα λουλούδια των βάζων των νεκρών, μυρίζει ξανά αναγέννηση.
Οι τιμές στους νεκρούς χάνονται στα βάθη των αιώνων και σμίγουν με την πρώτη παρουσία του ανθρώπου στη γη. Ο άνθρωπος αντίκρυζε το θάνατο με δέος. Η αναγκαιότητα για επαφή κάτω από το φως με τους νεκρούς και το θεό μεταφράζεται σε ταφικές τελετές και ταφικά μνημεία κάθε λογής. Επιτύμβιες πλάκες, προτομές, αγάλματα εξευμενίζουν τις αόρατες δυνάμεις και εκθειάζουν τις ορατές. Όσοι ζουν μεριμνούν για τους νεκρούς τους για να συνεχίσουν έτσι, τη διαιώνιση. Στο χώρο αυτό που δένει όσους έφυγαν και όσους θα φύγουν, βρίσκονται μορφές ονειροπόλες, σκεφτικές, μυστηριακές κι απόμακρες, με απαλή επιδερμίδα και καμπύλες γραμμές αλλά και μορφές στατικές, ανέκφραστες, σε αυστηρή κανονικότητα. Αλλού ξεπετιώνται σχήματα πολύπλοκα στην οργανική τους διάρθρωση με πλούτο διακοσμητικών στοιχείων και αναλογιών κι αλλού μνημεία λιτά, κατασκευασμένα επιπεδομετρικά. Όλα όμως σμίγουν στην αινιγματική γαλήνη που εξασφαλίζει η μετάβαση στο άγνωστο. Επώνυμοι κι ανώνυμοι καλλιτέχνες μελέτησαν λεπτομερειακά κανόνες προοπτικής, αναλογίες, κίνηση και στάση και κυρίως την τέχνη -της Ελληνικής περιόδου, της Ελληνιστικής, των χρόνων των βυζαντινών-, η οποία ρύθμιζε τα περί ταφής.
Κάθε ταφικό μνημείο περικλείει τις μυστικές αποθήκες της καταγωγής μας, αποτελεί το σύνδεσμο μεταξύ γενεών, μεταξύ γης κι ουρανού. Κάθε ταφικό μνημείο συμμετέχει με τη μοναδικότητά του στο σύνδεσμο μεταξύ του οριστικού και του αόριστου κόσμου. Κι οι καλλιτέχνες συνέλαβαν και μετέφεραν άριστα στο μάρμαρο τη συσχέτιση των δύο κόσμων αποδίδοντάς της και το ανάλογο συναίσθημα. Υλοποίησαν την ποθούμενη βεβαιότητα της αναγέννησης. Απέδωσαν μεγαλόπνοα την αξία της σύντομης παρένθεσης στην αβεβαιότητα και σκάλισαν ταπεινά τη μεγαλοπρέπεια της αιωνιότητας.
Το ότι το νεκροταφείο μας είναι ένα υπαίθριο μουσείο το διακηρύσσει το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Αργοστολίου, όταν στην είσοδό του φιλοξενεί επιτύμβιες πλάκες (Σάββας Άννινος, Σολωμός Κοντομίχαλος, Μπέλλα Κατζαϊτη -Κλαδά, Γερ. Τυπάλδος – Μαράτος, Μιχ. Βανδώρος) αλλά και μια από τις πρώτες βιτρίνες του κοσμεί λεπτοδουλεμένο στεφάνι ταφικό από πορσελάνη Θουριγγίας (1840) ειλημμένο από το μνημείο της Πηνελόπης Φωκά. Το εν λόγω στεφάνι, το οποίο αποτελεί δείγμα τεχνικής τελειότητας, προσεπικυρώνει το πολιτιστικό επίπεδο μέσω του μεγέθους των τιμών που απέδιδαν οι παλιοί Αργοστολιώτες στα χαμένα, αγαπημένα τους πρόσωπα. Αναγκαιότητα; Ματαιοδοξία; Καθιερωμένος κανόνας και συμβολισμοί; Αγαθά πολυτέλειας; Στιγμιαία καπρίτσια που επιτυχώς μεταπήδησαν στη σφαίρα του αιώνιου; Μικρές κιβωτοί που εξέχουν από τη γήινη επιφάνεια περιέχοντας χώμα; Ίσως όλα μαζί, ίσως όμως και τίποτε από όλα αυτά.
Η γεμάτη με κλασσικές νοσταλγίες νεκρόπολη του Δραπάνου, που αντιστάθηκε σε σεισμούς και ποικίλες μεταβολές, εύλογα παραδόθηκε στο χρόνο που ‘φθορά ποιεί’. Ίσως ο χώρος αυτός είναι πολύ ταπεινός για να υψώσει φωνή, πολύ σεμνός για να επικαλεσθεί βοήθεια. Έτσι, τα Α-ΛΗΘΗ σπίτια της αιωνιότητας κουβαλώντας μαζί τους τα χρώματα ενός χαμένου πίνακα, διαβρώθηκαν, μαύρισαν, μετακινήθηκαν συθέμελα. Ελάχιστες οικογένειες φρόντισαν τα δικά τους μνημεία. -Όσες έχουν απογόνους κι όσων οι απόγονοι κινούνται στην Κεφαλλονιά-. Πιθανόν κάποιες να αδιαφορούν. Πιθανόν να μην υπάρχει η οικονομική ευχέρεια. Κρίνω όμως πως σε μια τόσο προηγμένη κοινωνία, όφειλε η ίδια η πολιτεία να μεριμνούσε για το υπαίθριο αυτό μουσείο.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν ανέφερα τις άοκνες προσπάθειες που καταβάλλουν σε καθημερινή βάση όλοι όσοι εργάζονται στο χώρο του νεκροταφείου διατηρώντας το έτσι καθαρό και περιποιημένο. Επιπλέον σε ένα τόσο μεγάλο εκκλησιαστικό χώρο η μόνιμη πλέον παρουσία ιερέα δίνει λύση σε προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάθε λογής επισκέπτες. Πρόγραμμα του 1999 από την Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και με ομάδα από το Α.Π.Θ. (επικεφαλής τότε ήταν ο Καθηγητής κ. Παν. Σπαθής) να «αποκαταστήσει, συντηρήσει και αναδείξει τα μνημεία του ιστορικού νεκροταφείου του Δραπάνου» δεν προχώρησε. Το έργο χωριζόταν σε δύο φάσεις. Η μεν πρώτη περιελάμβανε όλες τις ενέργειες που προετοίμαζαν τη δεύτερη φάση, η οποία αποτελούσε και το επιστέγασμα. Νομίζω πως υλοποιήθηκε μόνον μέρος της πρώτης φάσης. Στη συνέχεια ήλθε ο διπλός σεισμός του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου του 2014 που κατέστρεψε αρκετά μνημεία. Δυστυχώς τα περισσότερα παραμένουν στην ίδια κατάσταση και σήμερα που τα οικονομικά προβλήματα καταπνίγουν ακόμη και τις ελπίδες για κάθε αποκατάσταση. Αφού δοθεί σοφή προτεραιότητα σε επιλύσεις προβλημάτων, ίσως στο βάθος του χρόνου προκύψουν κονδύλια που θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν το υπαίθριο αυτό μουσείο του τόπου μας που κάθε κομμάτι του αφηγείται την ιστορία της Κεφαλλονιάς.
Ευρυδίκη Λειβαδά
________________________
(1). Δεν θα αναφερθώ στα ταφικά έργα που έχουν υπερκαλύψει αξιόλογες μελέτες όπως αυτή της καθηγήτριας κ. Θεοδώρας Μαρκάτου.
* «Εκεί που σβήνουν δυο βουνά, εκεί που ξεκινούν δυο κοιλάδες, είναι χτισμένη η Εθνική Εστία της Κύπρου, η Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή μονή του Κύκκου». Η λέξη ‘Κύκκος’, έχει τη ρίζα της στα φυτά κοκκονιές, που περιβάλλουν τη μονή. Η μονή αυτή ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Κομνηνό. Οι θρύλλοι γύρω από την εικόνα της Παναγιάς είναι πολλοί και έχουν όλοι ρίζα στο Βυζάντιο. Επι αιώνες λειτουργούσε στη μονή μεγάλη και ονομαστή σχολή στην οποία διδασκόταν ελληνική θρησκευτική ζωγραφική και βυζαντινή μουσική. Το διάστημα αυτό σχεδιάστηκε μεγάλος αριθμός εικόνων οι οποίες στολίζουν σήμερα πολλούς ναούς σε όλη την Ορθοδοξία. Ο πλούτος της μονής είναι μεγάλος. Αρκεί να αναφερθεί ότι στη βιβλιοθήκη της υπάρχουν 1.800 τόμοι που περιλαμβάνουν συγγράμματα από τον 16ο αιώνα. Η εικόνα της Παναγιάς του Κύκκου βρίσκεται στο αριστερό μέρος της Ωραίας Πύλης και είναι θαυματουργή.