ἒρχωνται σήμερον νά διδάξωσι τούς Ἓλληνας τάς ἀρχάς τῆς Οἰκονομίας καί τῆς Μαθηματικῆς Λογικῆς, τάς ὁποίας πρῶτοι οἱ Ἓλληνες ἐδίδαξαν τούς πάντας εἰς τόν κόσμον…… Τά ἀρχαῖα βιβλία βρίθουσιν οἰκονομικῶν ἀρχῶν διατυπωθεισῶν ὑπό σχεδόν πάντων τῶν μεγάλων διανοουμένων τῆς ἀρχαιότητος».
Παρακολουθοῦντες μετά μεγίστης ἀνησυχίας τάς προσφάτους ἐξελίξεις εἰς τήν Ἑλλάδα καί βλέποντες, ὃτι ὑπό τῶν συγχρόνων Ἑλληνικῶν Κυβερνήσεων, ὡς φαίνεται, δέν κατέχονται ἐπαρκῶς αἱ οἰκονομικαί παρακαταθῆκαι τῶν ἀρχαίων σοφῶν προγόνων μας καί μάλιστα δυστυχῶς συνεχίζεται ἡ κατασπατάλησις τῶν πόρων τοῦ κράτους ἂνευ σοβαρᾶς προσπαθείας περισυλλογῆς, ὁ γράφων ἀπεφάσισε νά ἀναφερθῇ πλέον συγκεκριμένως εἰς τά ἀνωτέρω γραφέντα ὑπ’ αὐτοῦ καί εἰς τό παρόν ἂρθρον νά ἀρχίσῃ νά ἐπισημαίνῃ μερικάς βασικάς οἰκονομικάς καί πολιτικάς σκέψεις καί ῥήσεις τῶν ἀρχαίων συγγραφέων.
Παρεμπιπτόντως, μέ ἰδιαιτέραν ἱκανοποίησιν ἀνέγνωσα, ὃτι καί ὁ κ. Σαράντος Καργάκος, εἷς τῶν πλέον διακεκριμένων συγχρόνων Ἑλλήνων διανοουμένων, εἰς ἓν τῶν προσφάτως ἐκδοθέντων βιβλίων του, ἀναφέρει ὃτι «ἐάν κάποιος μπορῇ νά σώσῃ τήν νέαν Ἑλλάδα, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχαία Ἑλλάς».
Παρ’ ὃλον ὃτι ἲσως πολλοί ἐξ ἡμῶν νά ἒχωσι τήν ἂποψιν ὃτι οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς δέν ἠσχολήθησαν μέ οἰκονομικά θέματα καί ἰδέας, ἐν τούτοις αἱ σκέψεις τούτων, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται διεσπαρμέναι εἰς τά διάφορα σῳζόμενα ἒργα των, εἶναι ἀναρίθμητοι. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀδύνατον νά καταγραφῶσιν αὗται εἰς μίαν περιωρισμένης ἐκτάσεως μελέτην. Διά τοῦτο εἰς τό παρόν ἂρθρον ὁ γράφων ἐπέλεξε κατ’ ἀρχήν τήν ἀναφοράν του κυρίως εἰς τούς Τραγικούς ποιητάς τῆς ἀρχαιότητος, τῶν ὁποίων διάφορα ἒργα ἐξακολουθοῦσι κατά τό πλεῖστον νά εὑρίσκωνται καί μέχρι σήμερον εἰς τό ἐπίκεντρον τοῦ συγχρόνου ἐνδιαφέροντος.
Ὡς θά προσέξητε τά μεγαλύτερα ἀποσπάσματα παρατίθενται εἰς μετάφρασιν, διά νά γίνωνται ἀμέσως ἀντιληπτά ἀπό τόν ἀναγνώστην.
ΑΙΣΧΥΛΟΣ:
Ἀρχίζομεν λοιπόν μέ τόν παλαιότερον τῶν Τραγικῶν, τόν Αἰσχύλον, ὁ ὁποῖος ἒζησε τῷ 525 -426 π.Χ.
Εἰς τό ἒργον του «Ὁ Προμηθεύς Δεσμώτης», τό ὁποῖον ἐγράφη τῷ 450 π.χ., ὁ Αἰσχύλος προβάλλει δύο θεμελιώδεις ἀρχάς διά τήν δομήν τῆς οἰκονομικῆς ἐπιστήμης: α) Τόν «ῥόλον τῆς Ἀνάγκης» εἰς τήν Οἰκονομίαν, καί β) τήν «λυτρωτικήν σημασίαν τῆς Τεχνολογίας».
Διά τῆς Ἀνάγκης ὁδηγούμεθα εἰς τήν πάσῃ θυσίᾳ ἀπόσπασιν φυσικῶν γνώσεων, εἰς τήν γνῶσιν καί ἀξιοποίησιν τῶν φυσικῶν κανόνων καί εἰς τήν ἐφαρμογήν τῶν γνώσεων αὐτῶν διά τήν ἀνθρωπίνην εὐημερίαν. Ἡ Ἀνάγκη εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ἀξιοποιεῖ τήν ἀνθρωπίνην ἐπινοητικότητα καί ὁδηγεῖ εἰς τήν ἐξεύρεσιν τρόπων διά ἱκανοποίησίν της. Εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὣστε πρό αὐτῆς ὑποχωροῦσι καί αὐτοί οἱ θεοί ἀκόμη: «Ἀνάγκα καί θεοί πείθονται».
Ὁ Αἰσχύλος φέρει τόν Προμηθέα εἰς ἓν χωρίον νά λέγῃ:
«Μέσα σέ θήκην ἒκλεψα τήν σπίθα τῆς φωτιᾶς, πού εἶναι διά τούς θνητούς κάθε τέχνης διδάσκαλος καί μέγα ἐργαλεῖον διά τῆς ζωῆς τήν πόρευσιν.»
Ἒκτοτε ἐχρειάσθησαν πέραν τῶν 2300 ἐτῶν (23 ὁλόκληροι αἰῶνες) διά νά φθάσωμεν εἰς τούς διαδόχους τοῦ Adam Smith, εἰς τούς Αὐστριακούς καί λοιπούς μετέπειτα οἰκονομολόγους, διά νά ἀρχίσῃ νά ἀναγνωρίζηται ἡ Ἀνάγκη ὡς βασικόν στοιχεῖον τῆς ἐπιστήμης τῆς Οἰκονομίας.
Ὁ Γάλλος οἰκονομολόγος G. Dehove πολύ ἀργότερον ἀκόμη, εἰς ἐργασίαν του ἐκδοθεῖσαν εἰς Παρισίους τῷ 1947, ἀναφέρει ἐπί λέξει: «Αἱ Ἀνάγκαι, συνειδητοποιούμεναι ὑπό τῶν ἀνθρώπων, συνιστῶσι ταὐτοχρόνως τόν λόγον καί τόν σκοπόν τῆς οἰκονομικῆς των δραστηριότητος … Ἒτσι αἱ Ἀνάγκαι εὑρίσκονται εἰς τήν ἀρχήν καί τό τέρμα τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος: συνιστοῦσι δέ τό κίνητρον καί τόν σκοπόν ταύτης».
Ὃσον ἀφορᾷ τό δεύτερον σκέλος τό θιγόμενον ὑπό τοῦ Αἰσχύλου εἰς τόν Προμηθέα Δεσμώτην, ἢτοι τήν σημασίαν τῆς Τεχνολογίας, ἀναγνωρίζει οὗτος διά τῶν κατωτέρω λόγων τοῦ Προμηθέως, ὃτι ἡ πράξις του νά προσφέρῃ τό πῦρ εἰς τήν ἀνθρωπότητα, τόν κατέστησεν ἀναποφεύκτως τόν ἐφευρέτην ὃλων τῶν Τεχνῶν. Καί λέγει ὁ Προμηθεύς:
«Μονάχα ἀκοῦστε τῶν θνητῶν τά πάθη, πῶς ἦσαν πρίν, χωρίς μυαλόν, κι’ ἐγώ τούς ἒκανα μέ νοῦν, τούς χάρισα τήν γνῶσιν … Βλέπαν παλιά, μά βλέπαν δίχως κέρδος, ἀκούγανε, μά δέν νοοῦσαν …»
Συνεχίζων ὁ Προμηθεύς ἀπαριθμεῖ τάς διαφόρους Τέχνας πού ἐδίδαξεν εἰς τούς ἀνθρώπους. Καί ἀναφέρει ὃτι οἱ θνητοί δέν ἐγνώριζον οὒτε σπίτια προσήλια νά φτιάξουνε, «οὒτε κἂν τήν τέχνην τῆς ξυλουργίας». Καί παρακάτω:
«Κι’ ἒβαλα πρῶτος στόν ζυγόν, στήν ζεῦγλα ὑποταγμένα, ζῶα σκληρά … καί στ’ ἃρματα τιθάσσεψα πειθηνίους ἳππους, κόσμημα τοῦ μεγάλου πλούτου. Κι’ ἢμουν ἐγώ, κανένας ἂλλος, πού βρῆκε τά καράβια μέ τά λινά πανιά τους, πού πάνω τους οἱ ναυτικοί σκίζουν τίς θάλασσες».
Προχωρῶν τήν ἀπαρίθμησιν τῶν ἐπινοήσεων πού ἐδίδαξεν ὁ Προμηθεύς, ὁμιλεῖ ἀκόμη διά τήν ἐφεύρεσιν τῶν φαρμάκων καί τάς ἀναμείξεις διαφόρων οὐσιῶν πρός δημιουργίαν σκευασμάτων πρός θεραπείαν τῶν παρουσιαζομένων ἀσθενειῶν. Καί καταλήγει ὡς ἐπιστέγασμα:
«… καί στήν φωτιάν πυρώνοντας … ἂνοιξα δρόμον στους θνητούς γιά τέχνη ποὖναι δύσκολον νά βρῇς τήν ἂκρην … Τέτοια, λοιπόν. Μά κι’ ὃσα εἶναι κρυμμένα κάτω ἀπ’ τό χῶμα, ὠφέλιμα διά τούς ἀνθρώπους, χαλκός καί σίδερον κι’ ἀσῆμι καί χρυσάφι ποιός θά’λεγε πώς ἀπό μένα πρίν τά βρῆκε;»
Καί συνοψίζει μέ τήν ὑπέροχον κατάληξιν:
«Ὃλα, τά πάντα μάθε τα κλεισμένα σέ δυό λόγια: Ὃ,τι κι’ ἂν ἒχουν οἱ θνητοί καλόν, εἶν’ ἀπ’ τόν Προμηθέα».
Πρό 2500 ἐτῶν ὁ Αἰσχύλος εἰς τόν Προμηθέα Δεσμώτην ἐπεξηγεῖ τόν μέγαν ῥόλον πού διεδραμάτισεν ἡ Τεχνολογία εἰς τήν ἀνάπτυξιν τῶν ἀνθρώπων. Ἒκτοτε ἒπρεπε νά φθάσωμεν εἰς τούς δύο τελευταίους αἰῶνας διά νά ἐπιληφθῶσιν οἱ οἰκονομολόγοι, ὡς ὁ Keynes, ὁ Marx, ὁ Schumpeter κ.ἂ., τοῦ θέματος καί μεγίστης σημασίας τῆς Τεχνολογίας εἰς τήν ἀνάπτυξιν τῶν κρατῶν καί τῶν οἰκονομιῶν των.
ΣΟΦΟΚΛΗΣ:
Καί ἐρχόμεθα ὀλίγα χρόνια ἀργότερα εἰς τόν Σοφοκλῆ (496 -406 π.Χ.), ὁ ὁποῖος εἰς τήν Ἀντιγόνην ἀναφέρεται εἰς τήν Καινοτομίαν καί τήν καινοτόμον Ἀνάπτυξιν τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Σοφοκλῆς ἀρχίζει τήν ἀναφοράν του διά τήν Καινοτομίαν μέ τούς ἑξῆς ἀθανάτους στίχους του:
«Πολλά τά δεινά οὐδέν ἀν-
θρώπου δεινότερον πέλει».
(«Εἶναι πολλά τά θαυμαστά, μά πιο θαῦμα ἀπό τόν ἂνθρωπον κανένα»).
Καί προχωρεῖ εἰς τήν ἐξήγησίν του, πῶς ὁ ἂνθρωπος ηὗρε τόν τρόπον νά διασχίζῃ τήν «ξαφρισμένην θάλασσαν», πῶς ἒμαθε νά ὀργώνῃ τήν ἂφθαρτον καί ἀκάματην γῆν μέ τ’ ἀλέτρια του, πῶς κατώρθωσεν νά παγιδεύῃ τά «ἐλαφρόμυαλα» πουλιά μέ τά δίκτυα καί τά ἀγρίμια μέ τάς συσκευάς πού ἐπενόησεν, πῶς ἐφηῦρε θεραπείας διά τάς ἀρρώστιας.
Ὁ Σοφοκλῆς ἐξαίρει εἰς τό ἒξοχον ἀπόσπασμά του τήν «καινοτομίαν» εἰς τό Ἐμπόριον καί τήν Οἰκονομίαν. Πολύ καλήν ἀνάλυσιν κάνει ὁ Ἀθ. Κανελλόπουλος πού ἀναφέρει: «Πῶς διασχίζων ὁ ἂνθρωπος τάς θαλάσσας διανοίγονται νέαι ἀγοραί, πῶς κατακτᾷ ὁ ἂνθρωπος νέας πηγάς προμηθείας πρώτων ὑλῶν, πῶς εἰσήχθησαν νέαι μέθοδοι παραγωγῆς καί νέων μηχανικῶν μέσων ὡς καί διά τάς ἐφευρέσεις ἀπό τήν ἀνθρωπίνην ἐπινοητικότητα, αἱ ὁποῖαι τόν προετοιμάζουσι καταλλήλως διά νέας ἐπινοήσεις εἰς τό μέλλον».
Καί λέγει εἰς τήν Ἀντιγόνην:
«Σοφόν τι τό μαχανόεν
τέχνας ὑπέρ ἐλπίδ’ ἒχων»
(Κι’ ἒχει σοφίαν νά μηχανεύηται τέχνας, πού οὒτε μποροῦσε νά ἐλπίσῃ κανείς).
Καί ἀλλαχοῦ: «Παντοπόρος· ἂπορος ἐπ’ οὐδέν ἒρχεται
τό μέλλον …».
(Ὁ πάνσοφος (ἂνθρωπος). Δέν τόν εὑρίσκει καθόλου ἀνεφοδίαστον, ἀπ’ ὃ,τι εἶναι νά ’ρθῃ μελλοντικά…)
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (485-406 π.Χ.)
Ὁ Εὐριπίδης χαρακτηρίζεται διά τάς πολύ ἀνθρωπίνους καί φιλελευθέρας ἰδέας του ἐν σχέσει πρός τόν Αἰσχύλον, ὁ ὁποῖος θέλει τούς ἣρωάς του ὑπερανθρώπους, καί τόν Σοφοκλῆ, ὃστις τούς ἐξιδανικεύει.
α) Ἱκέτιδες: Εἰς τάς «Ἱκέτιδας» ὑπάρχουν πλεῖστα χωρία μέ βαρυσημάντους οἰκονομικάς καί πολιτικάς ἀπόψεις τοῦ Εὐριπίδου, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὡς ὑπερτάτας οἰκονομικάς ἀρχάς του τήν Ἐλευθερίαν καί Ἰσότητα τῶν πολιτῶν καί κατακρίνει τούς Δυνάστας καί τήν προσπάθειάν των, ὃπως πλουτίζωσιν ἀπό τόν λαόν.
«… ἡ πόλις αὐτή δέν ἐξουσιάζεται ἀπό ἓνα ἂνδρα,
εἶναι ἐλεύθερη. Ἐδῶ κυβερνοῦν οἱ πολλοί
πού ἐναλλάσσονται στά ἀξιώματα χρόνο τό χρόνο·
δέν δίνουν πιό πολλά στον πλοῦτο, καί ὁ πτωχός ἒχει τά ἲδια …
Καί ποιό τό ὃφελος νά θησαυρίζῃ κάποιος
πλούτη καί βιός γιά τά παιδιά του;
Μήπως γιά νά μεγαλώνη μέ τόν ἱδρῶτά του τό βιός τοῦ δυνάστη;…
Γιά τήν πόλιν δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπεχθέστερο ἀπό τόν δυνάστην·
τό πρώτιστον: ἐκεῖ οἱ νόμοι δέν ἰσχύουν γιά ὃλους·
τήν ἐξουσίαν τήν ἀσκεῖ μονάχα ἓνας
καί αὐτός κρατάει στά χέρια του τόν νόμο·
αὐτό καί μόνον ἀναιρεῖ τήν ἰσότητα.
Ὃταν ὃμως ὑπάρχουν νόμοι γραπτοί,
τό δίκαιο ἰσχύει ἐξίσου καί γιά τόν ταπεινόν καί γιά τόν πλούσιον…
Γιά τήν πόλιν νοείται ἰσότητα ἀνώτερη ἀπ’ αὐτήν;»
Μία ἂλλη οἰκονομική ἂποψις τοῦ Εὐριπίδου εἶναι τό ὃτι ἐπίστευε μεγάλως εἰς τό ἐλεύθερον ἐμπόριον μεταξύ τῶν λαῶν ὡς μέσου ἀνταλλαγῆς τοῦ πλούτου μεταξύ τῶν ἐθνῶν ὡς ἐμβαίνεται καί ἀπό τό κάτωθι χωρίον τῶν Ἱκετίδων:
«τά διά θαλάσσης καί διά τῶν πλοίων
μεταφερόμενα διά νά ἒχωμεν ἀνταλλαγάς μεταξύ μας,
ἐκείνων τῶν πραγμάτων πού παράγει καί στερεῖται ἡ γῆ».
Εἰς τόν «Ρῆσον» ὁ Εὐριπίδης διατυπώνει πρῶτος πρό 2500 ἐτῶν τήν προσφάτως ἐμφανισθεῖσαν θεωρίαν τῶν «συγκριτικῶν πλεονεκτημάτων» καί τοῦ καταμερισμοῦ τῆς ἐργασίας διά τῆς φράσεώς του «χρή δι’ ἂνδρα τάσσειν οὗ μάλιστα ἂν ὠφελοῖ». (Πρέπει δέ νά τοποθετῇς τόν ἂνθρωπον ἐκεῖ ὃπου ἀκόμη περισσότερον αὐτός μπορεῖ νά ὠφελῇ).
Καί ἀλλαχοῦ:
«Ἀλλά κανένας θνητός δέν τά ξέρει ὃλα ἀπό τήν φύσιν του
στον καθένα ὑπάρχει κάποια ξεχωριστή ἱκανότητα,
σύ στόν πόλεμον νά πολεμᾶς, ἂλλοι νά σκέπτωνται σωστά.»
β) Φοίνισσαι: Εἰς τάς «Φοινίσσας» εὑρίσκομεν πλείστας οἰκονομικάς καί πολιτικάς ἀρχάς τοῦ πολυγραφοτάτου αὐτοῦ Τραγικοῦ ποιητοῦ. Μεταξύ αὐτῶν, σημειώνει ὁ ἀναγνώστης καί πάλιν τήν θέσιν τοῦ Εὐριπίδου διά τήν Ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων:
«Νά τιμᾷς τήν Ἰσότητα, αὐτήν πού ἑνώνει φίλον μέ φίλον, πόλιν (χώραν) μέ ἂλλην πόλιν (χώραν), σύμμαχον μέ σύμμαχον. Ἡ Ἰσότης εἶναι νόμος φυσικός … Ἡ Ἰσότης ὣρισε νά δεσπόζουν στούς ἀνθρώπους μέτρα καί σταθμά …»
Εἰς τό ἲδιον ἒργον ἒχομεν διά τόν Πλοῦτον τό κάτωθι χωρίον: «… θέλεις νά μοχθῇς, διά νά στοιβάζῃς ἀγαθά; Καί τί σημαίνουν τά πολλά; Μία λέξις εἶναι κενή. Οἱ φρόνιμοι ἱκανοποιοῦνται μέ ὃσα τούς ἀρκοῦν. Δέν εἶναι ἰδιοκτησία μας τά πλούτη. Στους θεούς ἀνήκουν κι’ ἡμεῖς μόνον τά φροντίζομεν· καί ὃποτε αὐτοί θελήσουν, μᾶς τά παίρνουν …»
Διά τήν Φιλαρχίαν καί τήν Ἐξουσίαν μᾶς λέγει: «Δαίμονας ἂγριος εἶναι αὐτή, πού ὁρμάει μέσα σ’ εὐτυχισμένα σπίτια καί σέ πόλεις καί μόνον ἐρείπια ἀφήνει πίσω της». Καί ἀλλαχοῦ: «Ὁ πλοῦτος πού ζητεῖς καί ἡ ἐξουσία θά κοστίσουν πολύ στάς Θήβας».
Τέλος χαρακτηρίζει τήν Ἐξουσίαν ὡς «ἐκμαυλιστικήν ἀδικίαν», δηλ. μίαν ἀδικίαν πού διαφθείρει τά χρηστά ἢθη καί τάς συνειδήσεις τῶν πολιτῶν.
ΚΩΜΩΔΙΟΓΡΑΦΟΙ – ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
Θά εἶναι ὃμως μέγα λάθος νά θεωρήσωμεν, ὃτι ἀνεφέρθησαν εἰς τά οἰκονομικά θέματα μόνον οἱ Δραματουργοί. Κάθε ἂλλον. Ὁ μεγάλος κωμῳδιογράφος τῆς ἀρχαιότητος Ἀριστοφάνης ἀνεφέρθη καί αὐτός εἰς τήν Οἰκονομίαν.
α) Ἀρχίζοντες ἀπό τούς «Βατράχους» τοῦ Ἀριστοφάνους, οἱ ὁποῖοι ἐγράφησαν τῷ 406 π.Χ., ὑπάρχει τό κάτωθι χωρίον:
«Πολλάς φοράς ἡ πόλις μας φάνηκε πώς ἒχει πάθει μέ τούς καλούς
κι’ὠφελίμους πολίτας της, ὃ,τι ἒχει πάθει καί μέ τά παλιά νομίσματα σέ σχέσιν
μέ τά νέα. Γιατί, ὃπως φαίνεται, τά παλιά, τ’ ἀνόθευτα νομίσματα, τά
καλύτερα ἀπ’ ὃλα πού ἒχουν κοπεῖ σωστά καί κουδουνίζουν καί ἒχουν πέρασιν
σ’ ὃλους, Ἓλληνες καί ξένους, ἐμεῖς δέν τά χρησιμοποιοῦμεν, μά τά κάλπικα
ζητοῦμεν, τά χάλκινα, πού κόπηκαν μόλις προχθές, ὁλωσδιόλου πρόχειρα».
Τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα δέν εἶναι τίποτε ἂλλο παρά ὁ περίφημος «Νόμος τοῦ Gresham », ὡς εἶναι γνωστός εἰς τήν Νομισματικήν Πολιτικήν, τόν ὁποῖον ὃμως, ὡς μόλις ἀνεγνώσαμεν, πρῶτος διετύπωσεν ὁ Ἀριστοφάνης εἰς τό ἀνωτέρω ἒργον του.
Τόν Μεσαίωνα διετύπωσε καί πάλιν τήν θέσιν αὐτήν ὁ Ἐπίσκοπος Παρισίων Oresme ὡς ἐξῆς: «Ὃταν δύο νομίσματα κυκλοφοροῦν εἰς μίαν χώραν, ἀπό τά ὁποῖα τό μέν ἓνα θεωρεῖται ἀπό τό κοινόν ὡς καλόν, τό δέ ἂλλον ὡς κακόν, τό κακόν νόμισμα ἐκδιώκει τό καλόν». Ὁ λόγος δι’ αὐτό εἶναι ὃτι τό καλόν νόμισμα ἀποθησαυρίζεται ἀπό τόν κόσμον, ἀποσυρόμενον οὓτω ἀπό τήν κυκλοφορίαν, μέ τήν προσδοκίαν ἀνατιμήσεώς του ἢ/καί χρησιμοποιήσεώς του εἰς τάς ἐξωτερικάς συναλλαγάς.
Ἐν τέλει ἡ ἂποψις αὐτή μετεξελίχθη εἰς τόν περίφημον Νομισματικόν Νόμον τοῦ Sir Thomas Gresham (1519 – 1579), ὁ ὁποῖος ἦτο Ἂγγλος ἒμπορος ἐγκατεστημένος εἰς τήν Ἀμβέρσαν, μετέπειτα δέ διωρίσθη εἰς Ἀγγλίαν ὑπεύθυνος τῶν Οἰκονομικῶν τοῦ Βασιλέως.
Ὁ Ἀριστοφάνης εἰς τό ἀνωτέρω χωρίον εἶχεν ὑπ’ ὂψιν του τόν χρυσόν, ὁ ὁποῖος ἀφῃρέθη ἀπό τήν Ἀκρόπολιν διά νά κοπῶσι χρήματα διά τάς πολεμικάς ἀνάγκας τῶν Ἀθηναίων. Ἐπειδή ὃμως ὁ χρυσός δέν ἦτο ἀρκετός διά τόν σκοπόν αὐτόν, οἱ Ἀθηναῖοι ἠναγκάσθησαν νά τόν ἀναμειγνύωσι μέ χαλκόν. Αὐτά τότε τά νέα νομίσματα ὠνομάσθησαν «νομίσματα πονηρᾶς κοπῆς» καί ἐκεῖνα πού ἦσαν ἀπό ἀτόφιον χρυσάφι ἐφυλάσσοντο ὑπό τῶν πολιτῶν.
β) Ἐπίσης ὁ Ἀριστοφάνης εἰς τό ἒργον του «Πλοῦτος» ἀναφέρει δύο χωρία οἰκονομικοῦ ἐνδιαφέροντος: Τό πρῶτον ἀναφέρεται εἰς τό «ἀκόρεστον τοῦ πλούτου» καί ἒχει ὡς ἑξῆς:
Ἡ Πενία πρός τόν Πλοῦτον:
Ἐσένα ὃμως κανείς ποτέ δέν σέ χόρτασε,
ἀλλά ἂν αποκτήσῃς δεκατρία τάλαντα, φουντώνει πιό
πολύ ὁ καημός σου νά ἒχῃς δεκαέξι, κι’ἂν τά βάλῃς κι’
αὐτά στό χέρι, θέλεις σαράντα, διαφορετικά λές πώς
τέτοια ζωή δέν ὑποφέρεται.
Εἰς τό δεύτερον χωρίον ὁ Ἀριστοφάνης ὑποστηρίζει τήν ἂποψιν, ὃτι «ἐάν ὁ πλοῦτος προορίζεται νά ὑπηρετήσῃ τήν ἀνθρωπίνην εὐτυχίαν, τότε ἡ καθολική καί ἲση κατανομή του ἀποτελεῖ ἐμπόδιον πρός τήν κατεύθυνσιν αὐτήν».
Γιατί ὁ Πλοῦτος, τό φῶς του καί πάλι σάν βρεῖ,
καί ὃλοι τόν μοιραστοῦν ἰσότιμα,
τότε οὒτε ἐπάγγελμα οὒτε ἐφεύρεσις καμμία
θά μελετοῦσε κανείς ἂνθρωπος.
Κι’ὃταν τά χάσετε αὐτά τά δύο, (δηλ. τό ἐπάγγελμα καί τήν καινοτομίαν)
τότε ποιός θά θελήσῃ νά κάνῃ τά χάλκινα σκεύη ἢ τόν ναυπηγόν
ἢ νά ράβῃ ἢ νά κατασκευάζῃ τροχούς, ἢ νά κάνῃ
τόν τσαγκάρη ἢ νά κτίζῃ ἢ νά βυρσοδεψῇ ἢ,
ἀφοῦ μέ ἀλέτρια ἀνοίξει τό ἒδαφος τῆς γῆς, νά θερίσῃ
τῆς Δηοῦς τόν καρπόν, ἂν μπορῆτε νά στέκεστε
ἀργόσχολοι ἒχοντας παραμελήσει ὃλα αὐτά;
Γιατί τότε ποιός πλούσιος θά εἶναι γιά τέτοια δουλειά;
Ἒτσι, ξανά μόνος σου θά ἀναγκαστῇς νά κοπιάσῃς,
νά σκάψῃς, νά ὀργώσῃς καί νά κάνῃς τίς ἂλλες
δουλειές, περνώντας τή ζωή σου μέ πολλά περισσότερα
βάσανα ἀπ’ ὃ,τι τώρα».
Βλέπομεν ἐδῶ ὃτι ὁ Ἀριστοφάνης εἶναι ἐναντίον τῆς ἲσης κατανομῆς τοῦ πλούτου. Φρονεῖ δέ ὃτι, διά νά ὑπάρξῃ οἰκονομική ἀνάπτυξις, ἢτοι συνεχής αὒξησις τῆς παραγωγῆς καί παραγωγικότητος, αὓτη «ἐπιτυγχάνεται μέσον τῆς αἰσθήσεως τῆς ἀνάγκης, ἣτις δημιουργεῖται ἐκ τῆς ἀνάγκης τῶν χρημάτων, δηλ. τῆς πενίας». Αὐτή ἦτο ἡ θέσις του, ὃσον ἀφορᾷ τήν ἲσην κατανομήν τοῦ πλούτου.
Διά τήν ἂποψιν αὐτήν τοῦ Ἀριστοφάνους, ὃτι ἡ συνεχής αὒξησις τῆς παραγωγῆς καί παραγωγικότητος ἐπιτυγχάνεται μέσον τῆς αἰσθήσεως τῆς ἀνάγκης, τήν ὁποίαν δημιουργεῖ ἡ πενία, ἐπανερχόμεθα εἰς τάς Ἱκέτιδας τοῦ Εὐριπίδου, τοῦ ὁποίου εἰς τό σημεῖον αὐτό ἡ ἂποψις εἶναι ταὐτόσημος:
«Εἶναι σοφόν ὁ πλούσιος νά βλέπῃ τήν πτώχειαν
καί ὁ πτωχός νά ἒχῃ τά μάτια ἐστραμμένα εἰς τούς πλουσίους
ζηλεύοντάς τους, διά νά τόν σπρώχνῃ ὁ πόθος
διά ὑλικά ἀγαθά.»
Κλείων τήν παροῦσαν μελέτην, ἣτις ἀναφέρεται εἰς τάς Οἰκονομικάς Σκέψεις τῶν ἀρχαίων Δραματουργῶν καί Κωμῳδιογράφων, ὁ γράφων ἐνετόπισε καί κάποιας ἀπόψεις πολιτικῆς ὑφῆς, αἳτινες μοῦ ἐπέσυρον ἰδιαιτέρως τήν προσοχήν. Κατ’ ἀρχάς ἐσκέφθην νά τάς παρακάμψω καί νά ἀποφύγω οἱανδήποτε ἀναφοράν εἰς αὐτάς ὡς ἐκτός τοῦ παρόντος θέματος ἀλλά καί ὡς πολύ δηκτικῶν. Ἀπό τήν ἂλλην εἶναι ὃμως καί πολύ σύγχρονοι. Δι’ αὐτό μετά ἀπό κάποιαν ἀμφιταλάντευσιν τελικῶς ἒλαβον τήν ἀπόφασιν νά τάς παραθέσω, διότι εἶναι πολύ χρήσιμοι καί διδακτικαί.
Ἡ μέν πρώτη εἶναι ἀπό τάς Ἱκέτιδας τοῦ Εὐριπίδου:
Διά τήν Πόλιν (τήν Χώραν):
«Καί κανείς δέν μπορεῖ, γιά νά κερδίζῃ αὐτός,
νά τήν ἀποχαυνώνῃ μέ ρητορείας
καί νά τήν σέρνῃ τήν μιάν ἐδῶ, τήν ἂλλην ἐκεῖ,
τήν μιάν στιγμήν νά τέρπῃ καί νά συναρπάζῃ,
τήν ἂλλην νά φέρνῃ τήν καταστροφήν
καί τήν παράλλη, μέ καινούργιες διαβολές,
νά φενακίζῃ τό πλῆθος καί νά ξεγλιστράῃ ἀτιμώρητος.
Ἂλλωστε, πῶς θά μποροῦσεν ὁ λαός, χωρίς ὀρθήν ἐνημέρωσιν,
Νά κατευθύνῃ ὀρθά τήν πόλιν;… .
Καί εἶναι σαφῶς προκλητικό γιά τούς σπουδαίους,
ὃταν ἂνδρας φαῦλος ἂγει καί φέρει τό πλῆθος μέ δημοκοπίας
καί περιβάλλεται αἲγλη καί κῦρος,
κάποιος πού ὡς τότε ἦταν ἓνα τίποτα».
Τό δεύτερον ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τόν «Ὀρέστην» τοῦ Εὐριπίδη:
«… Ἀληθινά σάν ἓνας ἂνδρας εὒγλωττος κακόγνωμος τόν λαόν τόν
καταπείση, τότε δυστυχία εἶναι στήν πόλιν τοῦτο. Ἐνῶ ἐκεῖνοι πού
δίνουν σοφές πάντα συμβουλές, ἀκόμη κι’ ἂν δέν εἶναι ἀμέσως, ἀργότερα
ὃμως εἶναι πάντα ὠφέλιμοι. Καί πρέπει σύμφωνα μ’ αὐτά νά κρίνουμε τόν
ἀρχηγόν τῆς πολιτείας …»
Ἒχω τήν ἐντύπωσιν ὃτι αἱ ἀνωτέρω πάνσοφοι πολιτικαί παρατηρήσεις θά πρέπῃ νά λαμβάνωνται πολύ σοβαρῶς ὑπ’ ὂψιν εἰς τήν Ἑλλάδα τῆς σήμερον …
Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης
Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 3.8.2015