Οι μεγαλύτεροι θυμούνται, η ιστορία οδοιπορεί, αλλά ο πολιτισμός υποχωρεί. Ποιο είναι το μέλλον της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κεφαλλονιάς και ποιος ο ρόλος της νέας γενιάς;
Η πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της Κεφαλλονιάς, η πολυσύνθετη ταυτότητα μας, τα τελευταία τριάντα έτη, σβήνει μαζί με τα έθιμα, που σιγά σιγά ξεχνιούνται, τρίζουν, όπως οι λαμαρίνες του σκουριασμένου πλοίου στη στεριά. Τι είναι αυτό όμως, που κάνει αδιάφορη για τους περισσότερους νέους, τη γλυκιά και νοσταλγική θύμηση των μεγάλων για την παράδοση και τα έθιμα του τόπου μας; Ίσως επειδή πρόκειται για μνήμη και όχι, για ζωντανή κληρονομιά. Ίσως επειδή μιλάμε πλέον για μουσειακό έκθεμα και όχι για ζωντανή φλόγα.
Τα πρότυπα κοινωνικής οργάνωσης και συμπεριφοράς μαζί με όλα τα ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα και τα στοιχεία, κάνουν μοναδικό τον κάθε τόπο και τους ανθρώπους του. Πάντα αυστηρά προσαρμοσμένα στις αρχές και τις αξίες της εποχής. Πώς φτάσαμε όμως στο τέλος της σκυταλοδρομίας της ιστορίας; Μήπως, τώρα ξεκινά η πραγματική αμνησία;
Ο δρόμος της ανάπτυξης για την άυλη πολιτιστική μας καλύφθηκε, από τις κατολισθήσεις της πλασματικής προοδευτικότητας και από το φαρμάκι του ξενιτεμού. Ελάχιστες ρανίδες πολιτιστικής ταυτότητας ζουν στη μνήμη και στην καθημερινή συμπεριφορά τους όσο η φυσική τους παρουσία και οι παλιές αξίες υπομένει τον χρόνο. Η τουριστική εξέλιξη με τις οικονομικές απολαβές της, δημιούργησε ένα σύννεφο προοπτικής για βροχή, πότισμα για τον αρχαίο σπόρο του πολιτισμού μας. Όμως τελικά αυτό ήταν μια καταιγίδα που δημιούργησε ένα αποπνικτικό έλος.
Έως και τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, τα σταλαχτά πηγάδια της παράδοσης μας, ξεδιψούσαν με τις τελευταίες τους σταγόνες, την ανάγκη του Κεφαλλήνα να μεταρσιώνεται ψυχικά και σωματικά, συμμετέχοντας με ιερή ευλάβεια, στα αρχαία έθιμα και τις παραδόσεις. Μελέτες, εκδηλώσεις, αναβιώσεις, ξεπηδούσαν σαν μικρές φλόγες ελπίδας. Όμως, είκοσι χρόνια μετά, το 2024, αυτός ο Κεφαλλήνας, γέρασε, και η μνήμη και η επιθυμία διατήρησης της πολιτιστικής ταυτότητας του νησιού μας, δεν πέρασαν σε νεότερα χέρια, σχεδόν χάθηκαν.
Ότι δεν αναβιώνεται ξεχνιέται και κάπως έτσι σιγά σιγά, ο πνευματικός πλούτος, το έθιμα, τα ήθη, οι ιδιοσυγκρασίες της Κεφαλλονίτικης αστικής και αγροτικής ζωής, άρχισαν να ανταλλάσσονται με τις άχρωμες σκιές μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Ο τουριστικός εμβολιασμός που επαίρεται για την παγκοσμιότητα του πολυσύνθετου πολιτισμού, ουσιαστικά νοθεύει τους «πολιτιστικούς καρπούς της μητρικής ρίζας ». Και αυτό, διότι η εναλλαγή μεταξύ τουριστικής και της μη τουριστικής περιόδου εμποδίζουν την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ο Κεφαλλήνας, μεταβάλλεται από τον βιαστή προσφορών, στον υπεράνθρωπο που καλείται, να ξεκουραστεί, να ζήσει, να δουλέψει, να αγωνιστεί για τον εαυτό του και τους άλλους . Η απουσία ισορροπίας για την ιδιόμορφη, αλλά ταυτόχρονα πολυσύνθετη ταυτότητα και ψυχοτροπική φυσιογνωμία του, κοστίζει, και πληρώνεται θυσιάζοντας τον πολιτισμό του. Και από τη θυσία, ξεμένει η επιθυμία.
Οι νέοι, μέσα από την επανάσταση του νου, αναζητούν ελεύθερα να ανήκουν εκεί που μόνος του ο καθένας επιλέγει. Η εφηβική ορμή, θολώνεται από τον αφρό της σύγχρονης οικουμενικής κουλτούρας και τα ερεθίσματα της κεφαλληνιακής ταυτότητας, στον εικοστό πρώτο αιώνα, φαντάζουν στην ανταριασμένη λογική, λιγοστά και ανολοκλήρωτα, για να τους γοητεύσουν. Ακόμα και για τους πιο ρομαντικούς, που λένε τον εαυτό τους «μοναδικό και ανάξιο εραστή ».
Κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει την κληρονομία του ούτε μπορεί να την πουλήσει, ακόμα και σε μια ακούσια κίνηση άδολου εντυπωσιασμού. Είναι φυσικό λοιπόν, να εκφράζεται έντονα ο πολιτιστικός νόστος από τη προηγούμενη γενιά αλλά και συνάμα μια απροσδιόριστη ανάγκη, από τη νέα.
Λιγοστοί είναι σήμερα η νεολαία που κινείται από την επιθυμία να γνωρίσει και να αναβιώσει, τη πολιτιστική κληρονομιά των γεννητόρων της. Διαβάζουν, ψάχνουν με τη παλιά πυξίδα, δώρο από συγγενή, με χαραγμένο πάνω της το όνομα Η. Τσιτσέλης. Η μελωδία της ελπίδας, ακόμα σιγοπαίζει στα αυτιά των τυχερών μουσικών και χορευτών που μαθήτευσαν κοντά σε μεγάλους δασκάλους. Ακόμα όμως και αυτός ο δάσκαλος, ξυπνά και θυμάται με λύπη από την πόλη της ξενιτιάς, ότι τον αντικατέστησαν, έδωσαν σε άλλον τη θέση του. Και οι μαθητές, ξέχασαν ότι για να ζήσουν Κεφαλλονίτικα, πρέπει πρώτα από όλα να σέβονται την ιστορία. Δεν επιτρέπεται να σύρουν τον χορό, απαίδευτα άνω και κάτω άκρα, εκπαιδευμένα στον πληθωρισμό. Άγνωστοι με τις αρχές της παλιάς εποχής. Άλλωστε, οι περισσότερες αξίες και παλιά ιδανικά, έχουν αντικατασταθεί από τον νεοτερισμό.
Στο ερώτημα λοιπόν «τις πταίει », η απάντηση υπάρχει. Το βέβαιο είναι ότι δεν ευθύνονται όλοι αυτοί που μας κληρονόμησαν την αρχαία μας ταυτότητα: όλοι όσοι θυμόμαστε στα ετήσια μνημόσυνα των πολιτιστικών εκδηλώσεων. Αυτοί ήταν οι μεγάλοι: ο Λουκάτος, ο Δεμπόνος, ο Τουλ, ο Μαρινάτος, ο Κογιαλένειος, ο Γερουλάνος, ο Ιακωβάτος, ο Γαλιατσάτος κ.ο.κ…
Γεμάτες χάρτες οι δύο μεγάλες βιβλιοθήκες του νησιού μας και όμως οι νέοι μας, έγιναν ναυαγοί της παράδοσης. Δεν γνωρίζουν, τι είναι, πως θα τη βρουν και δεν ενθουσιάζονται από τον τρόπο που εκφράζεται. Οι περισσότεροι αδυνατούν να καταλάβουν τις διαφορές του να χορεύουν σε μια σχολή χορού από έναν πολιτιστικό σύλλογο.
Ποιον να προλάβει να περισώσει εκ του ναυαγίου, ο ατυχής λαογράφος, ιστορικός, επιστημονικός αναλυτής της Κεφαλλονιάς του εικοστού πρώτου αιώνα; Θα προτιμήσει το ναυάγιο από τον ναυαγό. Και αυτό, γιατί λόγω της ηλικίας του, δεν μπορεί να βουτήξει, να τον περισώσει.
Τα πολιτιστικά σωματεία, δεν μπορούν να δράσουν λόγω της «αλληλοφαγωμάρας», να δράσουν συλλογικά για την προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Στη λογική σκέψη για το αν προτιμούμε έναν ασθενή σε κωματώδη κατάσταση θεωρώντας ότι ζει και μπορεί να επανέλθει, πρέπει να αναλογιστούμε τις ανεπανόρθωτες βλάβες που θα έχει αν και όποτε, ξυπνήσει. Όχι, δεν είναι αυτό το μέλλον της κοινωνίας μας, των παιδιών μας, όλων μας. Το μέλλον είναι στο παρελθόν, «όσο πιο πίσω πηγαίνεις στο παρελθόν τόσο πιο μπροστά βλέπεις στο μέλλον ».
Ήταν αρκετές άραγε, οι προσπάθειες των: Πετράτου, Μαρκάτου, Μοσχόπουλου, Μεταξά, Σιμάτου, Βουτσινά, Γαλιατσάτου, Καρούσου, π. Αντζουλάτου, π. Μεταλλινού, Θωμά, π. Μεσολωρά, Γαλανού, Λειβαδάς- Ντούκα, Κατσώνη, των μελετητών της προηγούμενης γενιάς (ονομαστικά αναφέρω κάποιους) ώστε το η κιβωτός της πολιτιστικής μας κληρονομιάς να διασωθεί; Μήπως μιλάμε για ερευνητική αρχαιοφιλία και όχι για Ανάσταση; Ή μήπως για μια μεγάλη ιστορική μόνο παρακαταθήκη; Που είναι οι τόσοι μελετητές όταν το κάθε λογής πολιτιστικό σωματείο αποφασίζει να αναβιώσει την δική του παράδοση, χωρίς να σεβαστεί την ιστορία; Φτιάχνει τη δική του φορεσιά, στήνει τον δικό του χορό και τον βαφτίζει Κεφαλλονίτικο. Και η παλιά Κεφαλλονιά, γίνεται πλέον, η άγνωστη Κεφαλλονιά.
Η σημαντικότητα σε κάθε έργο που μελετά έναν οργανισμό, είναι η ζωντανή υπόσταση και η λειτουργία του. Όσο μεθοδολογικά ορθή και εμπεριστατωμένη είναι η έρευνα και η συμπερασματολογία που αφορά τις εκδηλώσεις της ζωής και του ψυχισμού ενός λαού, δηλαδή της πολιτιστικής ιδιομορφίας του, αποδίδει όσο ο λαός αυτός είναι ζωντανός. Αναπνέει και τρέφεται μέσα από την αναβίωση, την πιστή στην ιστορία της και την επακόλουθη έκφραση της, τη δημιουργία. Και αυτή η αναβίωση και έκφραση, εμποδίζεται πλέον από τον τρόπο ζωής, από την αδυναμία του ατόμου, να εκφραστεί και να αυτοπραγματωθεί. Για αυτό και οι περισσότεροι νέοι μας, δεν έχουν και φυσικό είναι να μην επιλέγουν, ως τρόπο έκφρασης τους τη κεφαλληνιακή παράδοση. Και αν επιλέγουν, συνήθως επιλέγουν μια αυτοφυή δική τους παράδοση χωρίς στηριζόμενη κυρίως στις αρχές του σήμερα.
Η πολιτιστική μας κληρονομιά και οι νέοι μας, πρέπει να είναι σύμμαχοι για το μέλλον και όχι, άγνωστοι αντίπαλοι. Η παράδοση αναφύεται διατηρώντας ζωντανή την υπόσταση της. Δεν μπορεί να βρίσκεται ναρκωμένη σε σελίδες βιβλίων ή να ζητιανεύει ανάμεσα σε αδιάφορες ψυχές. Μπορεί να κρατηθεί ζωντανή, μόνο αν η νέα γενιά τη γνωρίσει και σκύψει το κεφάλι για να τη σεβαστεί. Αν αφαιρέσει τα αναισθητικά που την κρατούν στη αδράνεια και επαναφέρει το κίνητρο που ορίζει την ψυχή να εκφραστεί μέσα από την κουλτούρα της καταγωγής. Έτσι, θα μπορεί να κωδικοποιήσει τον αλγόριθμο της αναζήτησης της για την «άγνωστη» Κεφαλλονιά.
Γιατί μόνο η συλλογική μνήμη μπορεί να αφυπνίσει την αρχή μιας πολιτιστικής παλιγγενεσίας. Και αυτή η πρωτοβουλία, μπορεί να ξεκινήσει από τους νέους, από τη συλλογική τους δράση. Σεβόμενοι την ιστορία τους, είτε μέσα από τα σωματεία, επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο τους, είτε μέσα από δικές τους ομάδες. Ο σεβασμός θα καλλιεργηθεί με τη γνώση. Με τη ορθή πληροφόρηση, η παράδοση μπορεί στο μέτρο της σύγχρονης πραγματικότητας, να αναβιώσει και να παραμείνει ζωντανή.
Το αισιόδοξο μήνυμα λοιπόν, είναι ότι μπορεί να βρισκόμαστε ένα βήμα εγγύτερα προς την άνοιξη της πολιτιστικής λήθης. Οι μελετητές, ερευνητές, λαογράφοι της Κεφαλλονιάς, μπορούν να δείξουν και να συμβουλεύσουν τους νέους, ώστε να ιχνηλατήσουν τα σημάδια της ιστορίας τους. Να τους μεταβιβάσουν το κόσμημα του πολιτισμού μας και όχι φθηνές απομιμήσεις που ζουν σαν περιφερόμενοι θίασοι με φθηνές εκδηλώσεις « πολιτιστικού χαρακτήρα». Στην εποχή μας, τα εργαλεία της τεχνολογίας και η τεχνητή νοημοσύνη, μπορούν να συμβάλλουν και να λειτουργήσουν αμφίδρομα: οδηγός γνώσης και τρόπος έκφρασης, προς και από τους νέους.
Με τη σωστή καθοδήγηση λοιπόν μπορεί ο νέος να μάθει, να ζήσει το μεγαλείο της παράδοσης, να τολμήσει και να οραματιστεί. Έτσι, μπορεί να αντιληφθεί την ομορφιά του πολιτισμού, και να δημιουργήσει μέσα από αυτή. Και ο τόπος μας θα ανθίσει ξανά. Γιατί παράδοση δεν σημαίνει αντιγράφω. Σημαίνει μεταφέρω εγώ και όλοι μαζί στα χέρια μου, μεταγγίζοντας τον υπεροργανισμό του πολιτισμού στους επόμενους.
Κεφαλλήνα νέε, ξελογιάσου μόνο από αυτά που σε κάνουν να τα ζητάς με ουράνιο πάθος επειδή γνωρίζεις «την ευτυχία που μπορούν να σε ποτίσουν». Για να λες περήφανα : γεννήθηκα στη Κεφαλλονιά!
Χαραλαμπία Καρούσου Τσελέντη
Βιβλιογραφία:
1. ΦΕΚ 2002,νόμος 3028, προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς
2. Η Κεφαλλονιά του χθες και του αύριο, Α. Δεμπόνου, εφημερίδα Όστρια, Ιούλιος 1994
3. Κεφαλλονιά και Ιθάκη: η ιστορία οδοιπορεί- ο πολιτισμός απαιτεί, Πέτρος Πετράτος, εφημερίδα Όστρια, Ιούλιος 1994
4. Η άγνωστη Κεφαλλονιά, Σ. Καραγεώργη, εφημερίδα Όστρια, Ιούνιος 1995.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 27/5/2024 #ODUSSEIA #ODYSSEIA