Το βλέπουμε αυτό στους ήρωες τής Όπερας
και του Παγκόσμιου Θεατρικού Δραματολογίου.
Η Τόσκα, μ’όλη της την Πολεμικότητα, μ’όλο ακόμα και το λάθος της,
ή και την συμπεριφορά «Ντίβας» που διακατέχει την ύπαρξή της,
είναι πολύ πιο αυθεντική, πολύ πιο αληθινή, πολύ πιο ενδιαφέρουσα,
στα μάτια του ίδιου τού Θεού τον οποίο επικαλείται,
από την ψευτοηθική τού τυρράνου Σκάρπια.
«Έχεις σκεφθεί ποτέ το ενδεχόμενο, ο Θεός να πλήττει αφόρητα μαζί σου;»
ρώτησε λαοφιλής ορθόδοξος γέροντας τής εποχής μας, κυρία που τού παρέθετε καντάρια ολόκληρα ανυπόστατης «θεολογίας» (ανυπόστατο είναι ότι μένει στον εξωτερικό τύπο χωρίς να περνάει από την καρδιά) και του εξηγούσε
πόσο κακοί είναι εν τέλει κατά τη γνώμη της, οι άνθρωποι.
Είναι μιά ερώτηση που ο σοφός γέρων δεν θα έκανε ποτέ στην Φλόρια Τόσκα.
Τον υποκριτικό ευσεβισμό, ηθικισμό, τού Βαρώνου Σκάρπια, προβάλλει
με απόλυτα έντεχνο τρόπο η Σκηνοθεσία-Σκηνογραφία τού Ούγκο ντε Άννα,
τού Άργεντινού Σκηνοθέτη-Εικαστικού τής παράστασης, παρουσιάζοντας επάνω στην Σκήνη έναν αφύσικων διαστάσεων Μπαρόκ Εσταυρωμένο,
την σημασία τού οποίου χρησιμοποιεί ο τύραννος για να προσδώσει
ηθική νομιμοποίηση στα εγκλήματα και την παλιάνθρωπιά του.
Ο Σκάρπια ως ρόλος, ενέχει ποιότητες σαδιστή τής «Ιεράς Εξετάσεως»
όπως αυτή φανερώθηκε και δρα υποκριτικά στον χώρο τής Δυτικής Ευρώπης, σαν ανελέητος ελεγκτής και άτεγκτος τιμωρητής.
(Μας θυμίζει αυτό κάτι σήμερα!;)
Φέρει επίσης στο παγκόσμιο δραματολόγιο το όνομα «Δεύτερος Ιάγος»
λόγω των ομοιότητων που έχει με τον ομώνυμο σατανικό ήρωα τού Σαίξπηρ στον «Οθέλλο». Και τα δύο πρόσωπα έχουν κακό τέλος.
Αλλά ποιός είναι ο Σκάρπια;
Η δράση τής «Τόσκα» διαδραματίζεται στα 1800 ακριβώς·
και συγκεκριμένα την 14η Ιουνίου εκείνου τού έτους.
(Από το πρωί τής 14ης έως τις πρώτες πρωινές ώρες τής 15ης.)
Είναι η ημέρα τής Μάχης τού Μαρέγκο.
Η Ιταλία δεν είναι ελεύθερη. Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα Ιταλία. Κατακερματισμένη σε κρατίδια βρίσκεται κάτω από τις διαθέσεις των Αυστριακών, που εκείνη την ημέρα πολεμούν στο Μαρέγκο τον Ναπολέοντα.
Ο Απολυτάρχης τής Ρώμης Σκάρπια είναι όργανό τους.
Για λογαριασμό τους έχει θέσει υπό διωγμόν τούς Ιταλούς πατριώτες,
όπως τον Αξιωματούχο τής παυθείσας Ρωμαικής Δημοκρατίας, Αντζελόττι,
με την δραπέτευση τού οποίου από τις φυλακές, ξεκινάει η Όπερα.
Στα πλαίσια τού ανθρωποκυνηγητού που εξαπολύει ο Σκάρπια,
ανακρίνεται και βασανίζεται ο ζωγράφος Μάριο Καβαραντόσσι,
με σκοπό να αποκαλύψει που βρίσκεται τον Αντζελόττι.
Η σύλληψή του δεν έγινε μόνον για πολιτικούς λόγους αλλά και γιατί ο Σκάρπια θέλει να τού πάρει την αγαπημένη του, που δεν είναι άλλη από την ίδια
την πρωταγωνίστρια τού Θεάτρου, Φλόρια Τόσκα!
Ο τρόπος που ο εντεταλμένος τύραννος ασκεί τις λειτουργίες τού Νόμου
και τής Δικαιοσύνης, και η μοίρα την οποία έχουν στα χέρια του Αλήθειες
όπως η Αρετή, η Ελευθερία, η Οικογένεια και η Πατρίδα κάθε ανθρώπου,
περιγράφονται από τον Κεφαλονίτη πατριώτη, αγωνιστή τού 19ου αιώνα ριζοσπάστη Ηλία Ζερβό, μοναδικά:
«Όπου Ξένος βασιλεύει και δη μετ’απολύτου εξουσίας, τα πάντα ψεύδος εισί
και σκιά. Ο Νόμος εκεί ενέδρα, η Δικαιοσύνη σκευωρία, η Αρετή έγκλημα,
η Ελευθερία κακούργημα, η Πατρίς κενόν όνομα, και αυτή η Οικογένεια
πηγή πικριών και οδύνης.»
Όταν κατά την διάρκεια τής ανάκρισης θα φθάσουν τα νέα
πως οι υπέρτερες δυνάμεις των Αυστριακών, ηττήθηκαν στο Μαρέγκο
κατά κράτος από τον Ναπολέοντα, ο Σκάρπια θα σκυθρωπιάσει
ενώ ο αγνός πατριώτης, ο ζωγράφος Καβαραντόσσι
προσβλέποντας, ελπίζοντας, σε λυτρωμό, θα κραυγάσει:
«Νίκη! Νίκη!… Σκάρπια, μέσα σου τρέμεις…!»
Γίνεται εύκολα φανερή η έκδηλη Θεατρικότητα τής συγκεκριμένης Όπερας.
Δεν είναι τυχαίο πως γι’αυτό ήθελε να την κάνει ταινία ο Μπέργκμαν.
Ο Πουτσίνι επιτείνει αυτήν την θεατρικότητα, εφαρμόζοντας τις αρχές τού Βερισμού, που είναι το Αισθητικό κίνημα τού Νατουραλισμού στην Ιταλική εκδοχή του. Η Μουσική του σύνθεση προκρίνει την θεατρική δράση και πατάει καλά σε μιά ενυπόστατη Ανάγκη, στα πρότυπα τής Ελληνικής Τραγωδίας.
Είναι χαρακτηριστική στην 3η πράξη λίγο πριν το τέλος, η ηρεμία που αναδύεται μουσικά -θυμίζει τον καθησυχασμό ηρώων τής Τραγωδίας λίγο πριν το κακό-
σε αντίστιξη με το χάος που χάσκει και τον Καβαραντόσσι που θα είναι σε λίγο νεκρός· ενώ λίγο πρίν έχει τραγικά τραγουδήσει:
«E lucevan le stele… e non ho amato mai tanto la vita!»
«Και τ’αστέρια έλαμπαν… και δεν έχω αγαπήσει ποτέ τόσο πολύ τη ζωή!»
Το στοιχείο αυτό τής μεγάλης Θεατρικότητας στην «Τόσκα», αναγνώρισε αμέσως ο Συνθέτης Τζιάκομο Πουτσίνι όταν την είδε πρωτοπαιγμένη
σαν Θεατρικό έργο, γραμμένη από τον Σαρντού στα 1887.
Γι’αυτό και στα 1889 ζήτησε με επιστολή του την άδεια από τον συγγραφέα
για να την κάνει Όπερα. Οι δυσκολίες που του προέβαλε εκείνος, έκαναν ώστε αυτό να συμβεί τελικά χρόνια μετά, στα 1903.
Και η ειρωνία είναι, πως αν κανείς θυμάται σήμερα περισσότερο τον Σαρντού, είναι επειδή ο Πουτσίνι κάποτε, τού έκανε τη χάρη να κάνει Όπερα την «Τόσκα».
Αθήνα, Ιούνιος 2015
Γεώργιος Κακής Κωνσταντινάτος
Ηθοποιός Σκηνοθέτης Εικαστικός
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 20.6.2015