Στο έξοχο και συλλεκτικό φύλλο της “Εστίας” της 25ης Δεκεμβρίου του 1901 αναφέρεται στην στήλη “Κόσμος” η εξής είδησις :
Η δίκη του πετεινού
Βεβαίως αυτόν τον τίτλον θα έχη η δίκη, η οποία χωρίς άλλο θα εκτυλιχθή εις το Αργοστόλιον, αφού επεδόθη η μήνυσις την οποίαν σας παραθέτομεν επί λέξει, παραλαμβάνοντες εκ του “Ζιζανίου”.
Ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου.
Κλήσις- Ιωάννου και Γεωργίου αδελφών Γκεντιλίνη π. Ιακώβου κατοίκων Αργοστολίου
Κατά- Ιωάννου Καββαδία Καμπανού κατοίκου ωσαύτως
Παρά την οδόν Σιτεμπόρων της πόλεως ταύτης έχομεν οικίαν ανώγαιον, οροθετουμένην υπό οικοπέδου μας, δημοτικής οδού και οικίας αδελφών Κοσμετάτων. Υπό την οικίαν μας ταύτην έχομεν οιναποθήκην εν η εναποταμιεύομεν τον οίνον μας και άλλα είδη. Εις την οιναποθήκην μας ταύτην εισελθών κατά την 5 Δεκεμβρίου έ.έ. ο πετεινός του αντιδίκου, αφεθείς ύπ’ αυτού ανεπιτήρητος, δια του σιδηρόφρακτου παραθύρου, εξέβαλε δια του ράμφους του το πώμα (στουπί), δι’ ου ήτο κεκλεισμένον εν των βυτίων μας, περιέχον 48 σέκια οίνου ρομπόλας πρώτης ποιότητος, εκ του οποίου εχύθησαν εις το έδαφος 43 σέκια. Μέχρι της στιγμής καθ’ ήν ειδοποιηθέντες περί τούτου εσπεύσαμεν προς πρόληψιν της απώλειας του οίνου μας.
Επειδή ο αντίδικος, αμελήσας να επιτηρή τον ειρημένον πετεινόν του και αφίνων αυτόν ελεύθερον όπως εισέρχεται εις ξένας οικίας και προξενή εις αυτάς ζημίαν ενέχεται εις αποζημίωσιν.
Επειδή έκαστον σέκιον οίνου λευκού ρομπόλας πρώτης ποιότητος τιμάται προς δραχμάς τουλάχιστον τρεις, επομένως ο αντίδικος δέον να μας πλήρωση δραχμάς εκατόν είκοσι εννέα, ας εζημιώθημεν εκ της απώλειας 43 σεκίων οίνου.
Δια ταύτα καλούμεν κ.τ.λ….
Αργοστόλιον 10 Δεκεμβρίου 1901 επεδόθη.
Ο δικαστ. Κλητήρ Ιωάννης Κατεβάτης
Την εποχή εκείνη (1892-1916) εξεδίδετο στην Κεφαλλονιά το σατιρικό περιοδικό “Ζιζάνιον” του Γεωργίου Γ. Μολφέτα. Εκεί ο απαράμιλλος αυτός ποιητής εσχολίαζε, εμμέτρως, με λάμπουσα και πνευ¬ματώδη σάτιρα την επικαιρότητα και βεβαίως δεν θα άφηνε ένα τέτοιο κελεπούρι να του ξεφύγη. Αποτέλεσμα είναι ένα ποίημα πού δημοσιεύθηκε τις 15 Δεκεμβρίου 1901 -δηλαδή στο αμέσως επόμενο φύλλο μετά την επίδοση της κλήσεως- υπό τον τίτλο : “Του Κοκκόρου το μεθύσι / που εντύπωσι θ’ αφήση”.
Μία σημείωσις πριν προχωρήσω στην παράθεσι του κειμένου. Ο περί ου ο λόγος “Κόκκορος” προφανώς κυνηγούσε μικρά έντομα (μουθίτσες) πού γεννώνται κοντά στα βαρέλια για κάποιο λόγο. Σμήνη από μουθίτσες περιίπτανται της τάπας την οποία ο πετεινός, άκων, μετετόπισε με τους ραμφισμούς του. Μερσιάς είναι η το-ποθεσία των αμπελώνων των Γκεντιλίνη -παλαιάς ευγενούς Ιταλικής οικογενείας. Ο αναφερόμενος ως “Γιαννάκης” στις στρ. 5, 6, 7, είναι προφανώς ο Ιωάννης Γκεντιλίνης, και όχι ο Ι. Καμπανός γιατί μόνον οι ευγενείς απεκαλούντο με το υποκοριστικό του βαπτιστικού.
Το ποίημα, κατά την γνώμη μου, είναι το λαμπρότερο σατιρικό ποίημα της Ελληνικής λογοτεχνίας. Έχει γραφή προφανώς σε κατάσταση εμπνεύσεως στα όρια Διονυσιακού παροξυσμού, κάτι που είναι φανερό από τον ρυθμό του. Ο ρυθμός αυτός μοιάζει με το χαρακτηριστικό crescendo accelerando του Ροσσίνι, αυξανόμενος δηλαδή συνεχώς σε έντα¬ση και ταχύτητα και έτσι μόνον αποδίδεται. Ιδού λοιπόν το ποίημα, στροφές του οποίου είναι ακόμη στην μνήμη πάρα πολλών Κεφαλλήνων. (Ορθογραφία του πρωτοτύπου).
Κόκκορος αναυλακάτος
και σιδερομουστακάτος
νειός ασίκης και βαρβάτος
κι’ από κόμμα Βινιεράτος
σβέρτο κι’ έξυπνο πουλί
έφυγε από την αυλή
που περίφανα εζούσε
και τις κόττες εγλεντούσε
με ιδέα και με σκέψη
ποιο πολύ να μιλορδέψη
ν’ άπωλέση και να θύση
και στο τέλος να μεθύση.
Κόκκορος αναυλακάτος
με σοφία και με νου
Π’ ώβασίλευε μπεάτος
στην αυλή του Καμπανού.
Ξάφνου τούρτε στο κεφάλι
κι’ ήθελε με το στανειό
Ναν το ρίξη στην κραιπάλη
κι’ ετριγύριζε για Νειό.
Δρόμους έσχιζε κι’ επέρνα
στο μεθύσι να δοθή
Μα δεν έβρισκε ταβέρνα
για να συνεννοηθή.
Ανησύχως παρετήρει
δεξιά κι’ αριστερά
Όσπου π’ όνα παρεθύρι
ξαγναντεύει με χαρά
Φτερουγίζει και πετάει
κι’ από κείθενε σαρτάει
Σ’ εν αρχοντικό κατώι
πούτανε βαρέλια σόϊ
Κι’ εκλεκτοί ευώδεις οίνοι
οι των brothers Γκεντιλίνη.
O ζωηρός o πετεινός
καθώς μας είπ’ ο Καμπανός
Αυτός που τον ορίζει,
υπερηφάνως προχωρεί
Και με την μύτη το πυρί
τραβά και ξεπυρίζει.
Κι’ ο κόκκορος μωρές παιδιά
δεν έφτανε να πίνη
Στην πρόοδο και την υγειά
των brothers Γκεντιλήνη.
Τό κακό που έκαμε
του κοκκόρου η μύτη
Ο Γιαννάκης τάκουσε
ξάφνου μέσ’ το σπίτι.
Βγαίνει ξεκαπέλωτος
όξου και ρωτάει
Και με μιας ο Κόκκορας
νάτος και πετάει.
Να που φτερουγίζει
ο αφορεσμένος
Νάτος πού τρεκλίζει
τάπα καμωμένος!!!
Ο Γιαννάκης ο καϋμένος
βλέποντας το γεγονός
Ερωτάει θυμωμένος
τίνος ειν’ ο πετεινός.
Τίνος ειν’ το κοκκορέλι
που τωρρύπισε -τί φρίκη!
Το καλύτερο βαρέλι
πούχε μες την αποθήκη.
Κι’ ο αμαξάς ο Μαραβέγιας
-άλλος Γιάννης ζηλευτός-
Απανταίνει στον Ιππότη
“Σιόρ Γιαννάκη, μάθε ότι
Του κοκκόρου ο αφέντης
Γιάννης λέγεται κι’ αυτός”.
Γιάννης ουν ο ζημιώσας
Γιάννης ο ζημιωθείς
Γιάννης και ο μαρτυρήσας
συναντώνται παρευθύς.
Και συζήτησις αρχίζει
σκανδαλώδης μες το φόρο
για τον Κόκκορο εκείνο
πώπιασαν έπ’ αυτοφόρω,
ξεπυρίζοντα τα θεία
και τ’ αθάνατα κρασιά
των κτημάτων του Μερσιά.
Κόκκορος ομωρφολύρης,
μεθυστής ο κακομοίρης
Σε μπελά μεγάλο βάνει
τον αφέντη του τον Γιάννη.
Του κατσάρουνε μια κλήσι
πως δεν έπρεπε ν’ αφήση,
το κοκκόρι να μεθύση
κι’ αλλουνού κρασί να χύση.
Του κατσάρουνε μια κλήσι
του φτωχού του Καμπανού
και του λένε ν’ απότιση
τη ζημιά του πετεινού.
Κι’ ο Κριτής που θε να κάτση
για να την αποφασίση
τα έξης απάνου κάτου
έχει να παρατήρηση.
Πως καλείται Ιωάννης
ο Αφέντης του πουλιού,
Γιάννης κι’ ο ιδιοκτήτης
του χυθέντος του παληού.
Γιάννη λεν το Μαραβέγια
π’ ανακάλυψε την πράξη
Γιάννενα και τη γυναίκα
πώτρεξε να την φωνάξη.
Γιάννη λένε το γραφέα
που την έκαμε την κλήσι,
Γιάννης έλαχε κλητήρας
για να την κοινοποίηση.
Γιάννης είναι για ριφόρτσο
Τ’ όνομα του Δικηγόρου
που θα βγει για να μιλήση
για τα δίκηα του κοκκόρου.
Τι περίεργο αλήθεια
να συμβή και να συμπέση
Όλο Γιάννηδες να τύχουν
μ’ έναν κόκκορο στη μέση!!!
Στην αναφορά της κλήσεως στην “Εστία” της 25ης Δεκεμβρίου 1901, ορίζεται η οικία των Γκεντιλίνη δίπλα στην οικία Κοσμετάτου. Οι Φωκάδες είναι κλάδος της ιστορικής βυζαντινής οικογενείας με συνεχή παράδοση ευποιίας στην Κεφαλλονιά.
Την εποχή του επεισοδίου ο Σπύρος Φωκάς-Κοσμετάτος ήταν Δήμαρχος Αργοστολίου και έμεινε στην Ιστορία ως άριστος Δήμαρχος, αλλά και γιατί εδώρισε εξ ιδίων στον Δήμο ένα τεράστιο χρηματικό ποσόν για την αναμόρφωση των οικονομικών του και για δημοτικά έργα. Ο Σ. Φ-Κ. παντρεύτηκε την Μαρία (Μαριγούλα) Γκεντιλίνη, και έκτοτε, ελλείψει αρρένων απογόνων, οι δύο οικογένειες ενώθηκαν και ο γυιός του Σπύρου Μαρίνος (Μαράκης), επίσης Δήμαρχος, ονομάζεται Γκεντιλίνης Φωκάς-Κοσμετάτος, όπως και ο δικός του γυιός Σπύρος, παραγωγός σήμερα των γνωστών κρασιών “Gentilini“.
O Iωάννης Τζεντίλη από τον γάμο του με απόγονο της οικογένειας Περιστιάνου απέκτησε και την Καλλιόπη η οποία νυμφεύθηκε τον Δημήτριο Δρόσο από τον Αγκώνα και απέκτησαν εννέα παιδιά.
Στην οικία Κοσμετάτου, στην μεγάλη λεωφόρο Ριζοσπαστών του Αργοστολίου, το ισόγειο της οποίας διεσώθη από τους σεισμούς του 1953, υπάρχει πάντοτε πάνω από την μία πόρτα, έγχρωμο, το οικόσημο των Γκεντιλίνη.
Άρθρο του κυρίου Τηλέμαχου Μαράτου ειλημμένο από την ΟΔΥΣΣΕΙΑ Κεφαλλονιάς και Ιθάκης, τ. 2005