Παγκοσμιοποίηση μπορεί να σημαίνει η παγκόσμια αναγνώριση «επώνυμων» εταιρειών όπως η Reebock, καθώς επίσης και η κακή φήμη που αποκτούν αυτές κάθε φορά που αποκαλύπτεται πως στις βιοτεχνίες τους που λειτουργούν στις ασιατικές χώρες, γίνεται εκμετάλλευση της χειρωνακτικής εργασίας χιλιάδων παιδιών.
Όμως παγκοσμιοποίηση σημαίνει επίσης η πυρκαγιά που εδώ και μερικά χρόνια σκότωσε εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά και αποκάλυψε ότι μία από τις αιτίες για το εξαιρετικά χαμηλό κόστος παραγωγής σ΄ αυτές τις χώρες, οφείλεται στην ύπαρξη εργοστασίων πολλαπλών χρήσεων. Δηλαδή, βιοτεχνίες που λειτουργούν συγχρόνως σαν χώροι γραμμής παραγωγής, σαν αποθήκες και σαν κατοικίες των νεαρών εργατριών και των παιδιών τους, επειδή δεν έχουν άλλη διέξοδο επιβίωσης. Παγκοσμιοποίηση σημαίνει επίσης πως ένα μόνο άτομο ή μία μικρή ομάδα οικονομολόγων που ελέγχουν τους λογαριασμούς μισθοδοσίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, μπορούν να βυθίσουν ή να σώσουν μία σειρά από χώρες με το πάτημα ενός πλήκτρου του Η/Υ και να εκτελέσουν την άμεση μαζική μεταφορά ενεργών επενδυτικών κεφαλαίων (Σ.τ.μ.: βλ. περίπτωση Αργεντινής 1999 – 2000, όπου έως σήμερα δεν έχουν επιστραφεί οι καταθέσεις των πελατών των Τραπεζών, παρά μόνον αυτών που έχουν καταφύγει στα Δικαστήρια και φυσικά η επιστροφή γίνεται με δόσεις 10 ετίας και άνω, μόνον για το ποσόν του κεφαλαίου και όχι των τόκων που τους αναλογούν).
Η ελεύθερη ροή επενδύσεων και προϊόντων δια μέσου των συνόρων δείχνει να προκαλεί οικονομικές κρίσεις παρόμοιες ή περισσότερο έντονες από αυτές που προκαλούν τα ίδια τα καπιταλιστικά κράτη και απέναντι στις οποίες, Οργανισμοί όπως το Παγκόσμιο Νομισματικό Ταμείο, έχουν πλέον μειωμένη δυνατότητα επέμβασης. Οι επενδυτές και οι επιχειρηματίες ήξεραν ότι ήταν νόμιμη μία Εθνική Ανάπτυξη βασισμένη σε μία δυναμική ιδιωτική πρωτοβουλία, που όμως ταυτόχρονα θα έπρεπε να συνυπάρχει με τα εργασιακά δικαιώματα, τις θέσεις εργασίας, τη γη για τους αγρότες και τους ιθαγενείς, καθώς επίσης και με ένα συνεταιριστικό καθεστώς παροχής φθηνής ενέργειας (πετρέλαιο, ηλεκτρικό ρεύμα). Η παγκοσμιοποίηση φέρει μαζί της μία κρίση με κοινωνικές προεκτάσεις τόσο σαρωτικές, μια που σηματοδοτεί την ταχύτατη λήξη αυτών των κοινωνικών συμφώνων. Για παράδειγμα, η δημόσια Παιδεία δεν είναι πια δωρεάν και κάθε φορά γίνεται πιο δύσκολη η πρόσβαση σε ανώτερες βαθμίδες εκπαίδευσης. Όμως, κυρίως αντιλαμβανόμαστε πως η μεξικανική Κυβέρνηση δίνει τώρα μία ιδιαίτερη έμφαση στο να πείσει τους πολίτες ότι η εκπαίδευση δεν είναι πια δική της υποχρέωση.
Παρ΄ ότι η παγκοσμιοποίηση επιφανειακά τίθεται σαν ένα στοίχημα πρωτίστως οικονομικό, στο βάθος είναι ένα θέμα καθαρά πολιτικό.
Είναι σημαντικό, έχοντας σαν σημείο εκκίνησης μία κριτική ματιά, να ληφθεί υπ΄ όψιν το τι υποδηλώνει η πρόταση που υποβάλλουν οι νεοφιλελεύθερες τάσεις για την εκπαιδευτική παγκοσμιοποίηση. Οι εκπαιδευτικές θεωρήσεις της παρούσας παγκοσμιοποίησης στηρίζουν εμφατικά τη γνώση που προσανατολίζεται προς την παραγωγή και τα προσωπικά οφέλη και φιλοδοξίες. Σαν εκπαίδευση θεωρείται πλέον η επένδυση και η διαδικασία εμπορευματοποίησης που φέρουν μαζί τους μία δραματική αποδυνάμωση της φιλοσοφίας και της εκπαιδευτικής και πανεπιστημιακής πρακτικής.
2. Η εκπαιδευτική πρόταση της παγκοσμιοποίησης
Οι Lehman Brothers, μία από εκείνες τις εταιρείες που στις Η.Π.Α. ελέγχουν και διαχειρίζονται χιλιάδες εκατομμυρίων δολαρίων από επενδύσεις σε διάφορους τομείς, εξηγούν καθαρά την αξία της εκπαίδευσης για το κεφάλαιο.
Η εκπαιδευτική βιομηχανία….. είναι ένας τομέας με μία αύξηση άκρως δυναμική, με εμπορικούς και οικονομικούς δείκτες που προτείνουν μία αξιόλογη ευκαιρία επένδυσης. Είναι η καλύτερη στιγμή από ποτέ, δεδομένου ότι τα προβλήματα που υφίστανται στην Παιδεία, την έχουν αναγάγει σε μία προτεραιότητα ύψιστης πολιτικής σημασίας. Οι επιχειρηματίες εκφράζουν παράπονα για το ότι δεν μπορούν να προσφέρουν εργασία σε ένα «προϊόν» που αποφοιτά από τα σχολεία και δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή και ως εκ τούτου … απαιτούν (και μερικές φορές εκείνοι οι ίδιοι προσφέρουν) μία άμεση μεταρρύθμιση. Οι γονείς μένουν έκπληκτοι από τις σπουδές που δείχνουν πως, για πρώτη φορά σ΄ αυτή τη χώρα, η γενιά που τώρα αποφοιτά από το σχολείο, είναι λιγότερο μορφωμένη από τους ίδιους. Όλοι οι δείκτες κάνουν σαφές το γεγονός ότι η βιομηχανία της εκπαίδευσης θα αντικαταστήσει αυτήν της υγείας, που το 1996 ήταν η πρωτοπόρος βιομηχανία και πως εάν αυτό που συνέβη με την υγεία είναι ένας καλό παράδειγμα, οι ιδιωτικές εταιρείες θα επωφεληθούν σε μεγάλο μέρος από αυτό το κλίμα που δίνει κίνητρο για την αλλαγή.
Για να εισέλθουν σε αυτές τις αγορές, σε «αναδυόμενες» χώρες όπως το Μεξικό, οι επενδυτές, είχαν την αμέριστη συμπαράσταση κυβερνήσεων που εναγωνίως θέλουν να προσφέρουν τις καλύτερες ευκαιρίες για την είσοδο κεφαλαίων στο έδαφός τους και το επιτρέπουν με την πολιτική των «ελεύθερων θυρών». Στο Μεξικό, αυτή που δημιούργησε προϋποθέσεις για εισαγωγή κεφαλαίων για την εκπαίδευση με την υπογραφή του Συμφώνου Ελεύθερου Εμπορίου, ήταν η Κυβέρνηση (1988 – 1994) και μέχρι τώρα (1994 – 2000), συνεχίζει μ΄ αυτή την πολιτική. Πράγματι, στο Σ.Ε.Ε., με πέντε άρθρα του, αναδιατυπώνονται οι Κυβερνητικές δαπάνες για την Παιδεία, κατά τέτοιο τρόπο ώστε – με εξαιρέσεις – ό,τι σχετίζεται με την εκπαίδευση, να προμηθεύεται εφεξής από επιχειρηματίες των τριών χωρών (Μεξικό – Καναδάς – Η.Π.Α.)˙ δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια, καθώς επίσης και στις τηλεπικοινωνίες και εισάγει το ελεύθερο εμπόριο στην παροχή της γνώσης και των υπηρεσιών.
Η μεξικάνικη Κυβέρνηση προχώρησε, μέσα από αυτά τα άρθρα, σε μία βαθιά αναμόρφωση του νομικού πλαισίου για την εκπαίδευση και την παροχή γνώσης. Το 1991 αναμορφώθηκαν οι νόμοι που αφορούν την πνευματική ιδιοκτησία. Ο Νόμος για τις εξωτερικές επενδύσεις (1993), για πρώτη φορά, καταργεί τη δωρεάν Παιδεία (προϋπόθεση για οποιαδήποτε εκπαιδευτική εμπορευματοποίηση), προσφέροντας επενδυτικό έδαφος και στον τομέα της Εκπαίδευσης.
3. Οι εθνικές εξετάσεις
Ένα παράδειγμα αυτού του νέου τύπου εμπορικών προϊόντων στο Μεξικό, είναι τα βιομηχανοποιημένα τεστ εξετάσεων που πωλούνται, με στόχο τη μέτρηση της ποιότητας των φοιτητών που αποφοιτούν από την Ανώτατη Εκπαίδευση. Η προσφορά που γίνεται στους Πανεπιστημιακούς, μοιάζει να είναι η εξής: «τα Πανεπιστήμια σας είναι κακής ποιότητας ή, τουλάχιστον ακαθόριστης ποιότητας, αν όμως αγοράσετε τις Γενικές Εξετάσεις Αποφοίτησης από το Παν/μιο, που στοιχίζουν 45 δολάρια για κάθε εξεταζόμενο φοιτητή, θα έχετε έναν δείκτη που θα σας επιτρέψει να βελτιωθείτε». Παρόμοια προσφορά («απόκτηση των καλύτερων φοιτητών»), μελετάται για την εισαγωγή στη Δευτεροβάθμια, την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, καθώς και στα Μεταπτυχιακά.
Έχει αποδειχθεί ότι αυτές οι εξετάσεις των 120, 180 ή των 400 ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής, μετρούν λίγο και με κακό τρόπο την επίδοση και επιπλέον, κάνουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και των λαϊκών κοινωνικών τάξεων. Ακόμη και στην περίπτωση που θα ήταν αντικειμενικά, είναι υπό συζήτηση η ιδέα να θέσουμε θέμα ποιότητας σε ένα Εκπαιδευτικό ΄Ιδρυμα βασιζόμενοι στην ικανότητά του να αποκλείει αυτούς που υποτίθεται πως γνωρίζουν λιγότερα απ΄ όσα θάπρεπε να ξέρουν. Γι΄ αυτό το λόγο δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι εξετάσεις πράγματι βελτιώνουν το επίπεδο, διαφαίνεται όμως πολύ καθαρά πως με μία τιμή μεταξύ 14 και 45 δολαρίων «το κεφάλι», αυτή αποτελεί μία αγορά που μπορεί να αποδώσει κέρδη ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως.
Σε κάθε γραπτή δοκιμασία αντιστοιχεί ένας Οδηγός Εξετάσεων που περιέχει δεκάδες σελίδων όπου απαριθμούνται τα θέματα και τα υποθέματα, καθώς και η απαραίτητη Βιβλιογραφία για τις απαντήσεις στις Εξετάσεις Στάθμισης Επαγγελματικής Ποιότητας. Αυτά τα θέματα συζητούνται και συμφωνούνται στο εσωτερικό του Κέντρου Αξιολόγησης και συμμετέχουν στην δημιουργία τους ακαδημαϊκοί Δημόσιων Πανεπιστημίων, αλλά και εκπρόσωποι Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, Σύνδεσμοι εργαζομένων, εκπρόσωποι Εταιρειών (όπως η Microsoft), καθώς και Δημόσιοι Λειτουργοί (όπως το Μεξικάνικο Ινστιτούτο Κοινωνικής Ασφάλισης). Επίσης συμμετέχουν σύμβουλοι ιδιώτες, ακόμη και από το εξωτερικό.
Όπως είναι φανερό, οι φοιτητές, οι καθηγητές και τα Ιδρύματα θα δεχθούν δυνατές πιέσεις για την υιοθέτηση αυτών των Οδηγών Εξετάσεων που όπως διατείνονται οι δημιουργοί τους, σκιαγραφούν το επιθυμητό επαγγελματικό προφίλ.
Ένα παράδειγμα είναι το Εθνικό Κέντρο για την Αξιολόγηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, ιδιωτικός Οργανισμός που από την ίδρυσή του (1994), δέχεται σημαντικά έσοδα από τη δημιουργία γραπτών εξετάσεων αξιολόγησης για την εισαγωγή εκατοντάδων χιλιάδων φοιτητών. Επίσης συγκεντρώνει έσοδα από την αξιολόγηση των αυτοδίδακτων που επιθυμούν να αποκτήσουν μέσω ενός μηχανισμού «express» και χωρίς να έχουν φοιτήσει επίσημα πουθενά, έναν τίτλο σπουδών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ή διαφόρων άλλων επαγγελματικών σχολών. Ακόμη και οι υποψήφιοι για την αστυνομική σχολή των Μ.Α.Τ., οι φύλακες των Σωφρονιστικών Ιδρυμάτων της Πόλης του Μεξικού και το προσωπικό της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας, αξιολογούνται από αυτό το Ιδιωτικό Κέντρο, στο σύνολό τους, περισσότερα από 12 εκατομμύρια άτομα, το 12 τοις εκατό του μεξικάνικου πληθυσμού.
Η βαθύτερη αιτία αυτού του εγχειρήματος, παρ΄ όλα αυτά, είναι βασικά η εμπορική του απόδοση: οι ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής είναι οι μόνες που ο οπτικός αναγνώστης ενός Η/Υ μπορεί να βαθμολογήσει με μεγάλη ταχύτητα. Οποιαδήποτε άλλη διαδικασία, πιο συγκεκριμένη και με βαθύτερο περιεχόμενο ερωτημάτων, δηλαδή ανώτερης ποιότητας και πολιτισμικού επιπέδου, θα ανέβαζε το κόστος αυτής της διαδικασίας πάνω από τα 20 δολάρια το κομμάτι.
Η αξιολόγηση, ο μηχανισμός που υποτίθεται πως επιδιώκει τη βελτίωση της ποιότητας των Ιδρυμάτων, δεν μπορεί να αποφύγει τα επακόλουθα που ενέχονται σ΄ αυτήν, δηλ. του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Δεδομένου ότι δεν είναι μία Κρατική αξιολόγηση (Δημόσια και δωρεάν), αλλά ιδιωτική, μπορεί να είναι ανταποδοτική οικονομικά, μόνον εάν έχει τις προδιαγραφές ποιότητας και πολιτισμού που ισχύουν στις χώρες που την διαχειρίζονται.
Η American Psychological Association, που είναι συνδημιουργός αυτού του τύπου γραπτών εξετάσεων, παραινεί θερμά να γίνεται συνετή και σωστή χρήση αυτών και να μην χρησιμοποιηθεί ο αριθμός των επιτυχών απαντήσεων μιας γραπτής δοκιμασίας πολλαπλής επιλογής, σαν το μοναδικό κριτήριο για τη λήψη αποφάσεων και πως «μία σημαντική απόφαση δεν πρέπει να παίρνεται βασισμένη στο αποτέλεσμα μιας και μόνης γραπτής εξέτασης». Παρ΄ όλα αυτά από το 1996 αξιολογούνται κατά αυτόν τον τρόπο 250 χιλιάδες νέοι, μέσα σε λίγες ώρες και ανάλογα με τον αριθμό των επιτυχών ερωτήσεων ανάμεσα σε 128 ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, ένας Η/Υ αποφασίζει ποιοι θα είναι αυτοί οι 51 χιλιάδες που θα εισαχθούν στο Εθνικό Πανεπιστήμιο και στο Εθνικό Πολυτεχνείο για να φοιτήσουν σε μία Σχολή υψηλού επιπέδου, ποιοι θα είναι οι 130 χιλιάδες που θα σταλούν σε Σχολές μειωμένου κύρους που σε γενικές γραμμές τούς είναι και αδιάφορες και ποιοι από τους 4 – 6 χιλιάδες θα αποκλεισθούν από την Δημόσια Εκπ/ση. Κι όλα αυτά, βασιζόμενος, σημειωτέον, σε ερωτήματα που σε ένα ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο μπορεί να περιέχει λάθη ή να ξεκινά από τετριμμένες ερωτήσεις, φθάνοντας έως και την πιο βαθιά σύγχυση εννοιών. Για παράδειγμα: Σ΄ αυτόν που φέρομαι με αγάπη, διαμάντι βλέπω στην ψυχή του / και είμαι διαμάντι γι΄ αυτόν που μ΄ αγαπά / νικητή θέλω να δω τον που με φονεύει / και φονεύω τον που με θέλει νικητή. Τι εκφράζει το απόσπασμα; Α) Χλευασμό, Β) Φιλία, Γ) Μίσος, Δ) Αγάπη, Ε) Αμφιβολία. Στην πραγματικότητα, η αμφιβολία φωλιάζει σε μία μεγάλη πλειοψηφία νέων που, τελικά, δεν θα εισαχθούν σε μία Σχολή με βάση την σχολική τους πορεία, αλλά μόνον με αυτόν τον τρόπο αξιολόγησης.
Η πρόταση για ομοιομορφία μέσα από αυτό το Εθνικό Σύστημα Εξετάσεων, είναι παράλογη, από την άποψη της απόκτησης γνώσης, διότι τείνει να καταργήσει την ιστορία, τις ιδιαίτερες δεξιότητες και το ντόπιο ανθρώπινο δυναμικό. Κάθε περιοχή έχει τις δικές της κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες με τις οποίες έχει κατορθώσει να λύνει τα πολύ συγκεκριμένα προβλήματα της περιοχής της. Ο υδροκεφαλισμός στην περίπτωση της απόκτησης γνώσης, βρίσκεται σε αντιδιαστολή με όλες τις προσπάθειες αποκέντρωσης και μεγαλύτερης συμμετοχής με δημοκρατικούς όρους, καθώς και με την προώθηση μιας ακαδημαϊκής πολυφωνίας. Αντί να οδηγούμαστε στη δημιουργία κλωνοποιημένων επαγγελματιών, θα έπρεπε να ενδυναμώσουμε τη διαφορετικότητα στην Ακαδημαϊκή κοινότητα. Να αναρωτηθούμε πώς θα γίνει εφικτή η συνεύρεση με τον τόπο μας μέσα από τη γνώση (έρευνα) και μέσα από την εκπαίδευση (επαγγέλματα).
Τα αποτελέσματα αυτής της ανεύθυνης και εμπορικής φύσης αξιολόγησης, είναι δραματικά. Δεν είναι σπάνιο νέες κοπέλες που αγωνίστηκαν για να έχουν μία άψογη ακαδημαϊκή πορεία, με μέσο όρο σπουδών 9, να βρεθούν μπροστά στη αποτυχία εξ αιτίας ενός τέτοιου τύπου εξετάσεων. Μια επιφανειακή αξιολόγηση, την οποία η Γραμματεία Δημόσιας Εκπαίδευσης χαρακτηρίζει ως υψίστης ποιότητας, γεννά στους νέους τέτοιο άγχος και απελπισία που, όπως για πρώτη φορά φέτος είδαμε στην Πόλη του Μεξικού, είναι δυνατόν να οδηγήσει στην αυτοκτονία πολλές νεαρές κοπέλες. Μία αξιολόγηση κακής ποιότητας που φέρει ένα κοινωνικό και ανθρώπινο κόστος ήδη πολύ υψηλό.
4. Οι νέοι ανθρώπινοι πόροι
Το εκπαιδευτικό μοντέλο της παγκοσμιοποίησης δεν θεωρεί την εκπαίδευση μόνον σαν ένα πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις και εμπορευματοποίηση. Τη θεωρεί πρωτίστως σαν ένα χώρο διαμόρφωσης των ανθρωπίνων πόρων για τη νέα παγκόσμια οικονομία. Θεωρεί πως η εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να προσανατολιστεί προς τη διαμόρφωση ενός αριθμού σχετικά μικρού από προσωπικό ανώτατου και μέσου επιπέδου, έναν αριθμό, λίγο μεγαλύτερο, τεχνικού προσωπικού και μία μεγάλη μάζα ατόμων μόνον με τη βασική εκπαίδευση. Αυτό θεωρεί πως απαιτείται για την προσέλκυση κεφαλαίου και τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό με τις βιομηχανίες άλλων κρατών.
Αυτός ο νέος στόχος για την εκπαίδευση φέρει ένα άμεσο επακόλουθο: η εκπαίδευση με στόχο την παραγωγικότητα δεν μπορεί να βρίσκεται στα χέρια των εκπαιδευτικών, αλλά πρέπει να την επανακτήσει ο παραγωγικός τομέας.
Αυτές οι θέσεις έχουν παρουσιαστεί πολλές φορές σε διεθνή Forum, όπως με ένα έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας της Νότιας Κορέας που είχε ετοιμαστεί για το Συντονιστικό των Οικονομιών των χωρών της Ασίας και του Ειρηνικού, όπου εκφράζεται καθαρά το νόημα της πολιτικής τους.
Το έγγραφο υπογραμμίζει πως εάν το αντικείμενο του Συντονιστικού είναι να διευκολύνει τις επιχειρήσεις, τότε, ο ρόλος «της εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι αυτός της προετοιμασίας των εργαζομένων για τις επιχειρήσεις», δηλαδή για τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία. «Οι αποφάσεις στο θέμα της εκπαίδευσης, θα πρέπει να ληφθούν από το εκπαιδευτικό σύστημα βασιζόμενο στη λογική «του επιχειρείν» και με τη μέγιστη μεσολάβηση του παραγωγικού τομέα».
«Έως τώρα», υπογραμμίζουν οι εμπνευστές του εγγράφου, «τις αποφάσεις για την εκπαίδευση τις έπαιρναν οι ελίτ των διανοούμενων (δηλ. οι ακαδημαϊκοί και οι δάσκαλοι) βασιζόμενοι μόνον σε μορφωτικές θεωρήσεις και στην ιδέα του να μάθεις μόνον για να μαθαίνεις, χωρίς κανέναν προβληματισμό για τα αποτελέσματα (outcomes)». Πρόκειται για διανοούμενους – προσθέτουν – οι οποίοι ενδιαφέρονται περισσότερο για τις ιδέες και τις θεωρίες παρά για τις πρακτικές εφαρμογές και την απόκτηση εμπειρίας σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. Για την επίλυση του προβλήματος, θα πρέπει να τονωθούν οι σχέσεις ανάμεσα στον ιδιωτικό παραγωγικό τομέα και τις Σχολές, κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι εταιρείες να μπορούν και αυτές να ορίζουν το τι πρέπει να μαθαίνουν οι φοιτητές.
Ανάμεσα στα πολλά προβλήματα που προκύπτουν από αυτές τις προτάσεις, ξεχωρίζουμε μόνον ένα, το νομικό.
Στο Μεξικό, σύμφωνα με το Νόμο, η Εκπαίδευση θα πρέπει να έχει στόχο την αρμονική / ισόρροπη ανάπτυξη του ανθρώπου, την αγάπη για την Πατρίδα, την παγκόσμια αλληλεγγύη, την ανεξαρτησία, τη δικαιοσύνη και θα πρέπει να επιδιώκει την επιστημονική εξέλιξη. Εξ άλλου, πρέπει να βασίζεται στη Δημοκρατία, στη βαθιά κατανόηση του Έθνους και στα προβλήματα και δυνατότητές του, στην ανθρώπινη συνύπαρξη, στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην πεποίθηση για το γενικό συμφέρον της κοινωνίας, στα ιδανικά της αδελφοσύνης και της ισότητας, στα δικαιώματα όλων των ανθρώπων.
Η εκπαίδευση θα πρέπει να προωθεί την κριτική σκέψη, να θεμελιώνει την εθνικότητα, την εθνική κυριαρχία, την εκτίμηση για την ιστορία, το σεβασμό στις παραδόσεις και στις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των διαφόρων περιοχών της χώρας, να εμφυσεί την αγάπη για τη γνώση και την πρακτική της δημοκρατίας, την αξία της δικαιοσύνης, την τήρηση του Νόμου και της ισότητας των ατόμων απέναντι σ΄ αυτόν, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την καλλιτεχνική δημιουργία, την υιοθέτηση, τον εμπλουτισμό και τη διάδοση των αγαθών και αξιών του παγκόσμιου πολιτισμού και ειδικά εκείνων που αποτελούν την εθνική κληρονομιά του Έθνους.
Πέρα δηλαδή από την ίδια την παραγωγικότητα, τονίζεται στον ίδιο Νόμο ότι το Σχολείο θα πρέπει να βοηθά στην ανάπτυξη στάσης αλληλεγγύης, να δημιουργεί συνείδηση για την προστασία της υγείας, τον οικογενειακό προγραμματισμό, την ορθολογική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και την προστασία του περιβάλλοντος, την προώθηση της έρευνας και των επιστημονικών καινοτομιών και τέλος να θεμελιώνει στάσεις αλληλεγγύης και θετική στάση απέναντι στην εργασία, την αποταμίευση και το γενικό καλό.
Αυτή η νομική και Συνταγματική θεώρηση του σκοπού της εκπαίδευσης βρίσκεται σε άμεση αντιδιαστολή με την πρόταση που αναδύεται από το Συντονιστικό των Οικονομιών των χωρών της Ασίας και του Ειρηνικού. Αποτελεί, εξ άλλου, μία λαϊκή εντολή που εδώ και 100 χρόνια εκφράζει την έννοια της εκπαίδευσης. Το γεγονός ότι το κείμενο του Γενικού Νόμου για την Εκπαίδευση προέκυψε εν μέσω του νεοφιλελεύθερου σχεδίου ανάπτυξης (1993), μας δείχνει ότι το Κογκρέσο επέλεξε καθαρά υπέρ της ενίσχυσης της ευρύτητας του χαρακτήρα της εκπαίδευσης, τουλάχιστον ως προς τις προθέσεις και έκρινε απαραίτητο να διατηρήσει και να αναγάγει το ρόλο της εκπαίδευσης σε αυτόν του αρχιτέκτονα της κοινωνίας, ακριβώς μέσα στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού.
Παρ΄ όλα αυτά, όλως παραδόξως η Κυβέρνηση μοιάζει να ασπάζεται την ιδέα ότι η εκπαίδευση περιορίζεται σε ένα ωφελιμιστικό πλαίσιο. Το Φεβρουάριο του 1990 υπογράφηκε ένα Σύμφωνο ανάμεσα στη Γραμματεία Δημόσιας Εκπαίδευσης και τον ιδιωτικό τομέα. Όπως αναφέρεται στο Σύμφωνο, Γραμματείς του Υπουργείου και επιχειρηματίες, θα είχαν από κοινού τη Διεύθυνση των νέων εκπαιδευτικών οργανισμών ανώτατης εκπαίδευσης. Σχεδόν ταυτόχρονα, δύο χρόνια αργότερα, το 1992, ο Γραμματέας της Δημόσιας Εκπαίδευσης εκφράζει στους Πρυτάνεις πως «είναι αδιέξοδο» το πανεπιστημιακό μοντέλο που υπήρχε μέχρι τότε και πως θα έπρεπε να το τροποποιήσουν.
Με αυτό το προηγούμενο, ιδρύεται το 1994 στο Μεξικό ένας νέος τύπος δημόσιου Πανεπιστημίου. Αυτό το νέο Ίδρυμα, το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο, δεν διοικείται από ένα Πανεπιστημιακό Συμβούλιο αποτελούμενο από φοιτητές, καθηγητές, Πανεπιστημιακές Αρχές, όπως είναι ευρέως γνωστό στη Λατινική Αμερική, αλλά από ένα Διοικητικό Συμβούλιο με την ισότιμη εκπροσώπηση δημοτικών και κρατικών Στελεχών αφ΄ ενός και αφ΄ εταίρου με Διευθυντικά Στελέχη μεγάλων εταιρειών όπως η Alcatel / Indetel και η Erickson καθώς και του Συνδέσμου Βιομηχάνων της περιοχής. Το Διοικητικό Συμβούλιο αυτού του νέου τύπου Πανεπιστημίου, συντάσσει Προγράμματα σπουδών, μεθόδους και κριτήρια αξιολόγησης για φοιτητές και καθηγητές, τον προϋπολογισμό και τον έλεγχο της ετήσιας αναφοράς του Πρύτανη.
Οι φοιτητές θα πρέπει, σαν μέρος της πρακτικής τους άσκησης, να εργαστούν στις προαναφερόμενες εταιρείες, καθώς και σε άλλες όπως η IBM, η Motorola και η Telex. Εάν δε ένας φοιτητής ανακαλύψει ή εφεύρει κάτι νέο ενώ εργάζεται στις εταιρείες αυτές, η ευρεσιτεχνία θα ανήκει στην εταιρεία και όχι στον φοιτητή ή στο Πανεπιστήμιο που φοιτά. Παρ΄ όλα αυτά, ο προϋπολογισμός αυτών των Ιδρυμάτων προέρχεται από τα δημόσια κονδύλια του Κράτους.
Σ΄ αυτό το μήνυμα που απορρέει από το διάλογο για τον πανεπιστημιακό εκσυγχρονισμό και που επιμένει στην υποχρέωση του Πανεπιστημίου να γίνει ανταγωνιστικό της βιομηχανίας, υποβόσκει η αναγκαιότητα εφαρμογής προγραμμάτων σπουδών προσανατολισμένα μόνον στην επαγγελματική πρακτική, καθώς και η αναγκαιότητα επιλογής των φοιτητών και η αμφισβητούμενη αξιολόγησή τους.
Σ΄ αυτό το διάλογο, ο ρόλος του Πανεπιστημίου προσεγγίζει κάθε φορά περισσότερο αυτόν μιας επιχείρησης που αναζητά την άριστη ποιότητα των προϊόντων της. Σαν παράδειγμα αναφέρεται ότι στο Σχέδιο για την Ανάπτυξη του Ιδρύματος που παρουσίασε ο Πρύτανης του Εθνικού Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Μεξικού, το έγγραφο ήταν διάσπαρτο από την επαναλαμβανόμενη παρουσία λέξεων όπως «ανταγωνιστικότητα», «παραγωγικότητα», «ποιότητα», «προκλήσεις», «επιτυχία», «πρωτοπορία», «διεθνείς», «παραγωγικά», «παγκοσμιοποίηση», «προσφορά», «πόλοι ανάπτυξης», «άριστη ποιότητα», «ανταγωνισμός».
Αυτό το Πανεπιστήμιο, από την πιο βαθιά του έννοια ως χώρου διερεύνησης της γνώσης, είναι δυνατόν να διαχωριστεί από τη λογική του κεφαλαίου και την εμμονή του να τα μετατρέπει όλα σε εμπόρευμα. Κυρίως όμως, είναι δυνατόν να αποτρέψουμε τον υποβιβασμό του και να προβάλουμε σαν κυρίαρχης αξίας τα ιδανικά της ανθρωπότητας, της αδελφοσύνης και τις οικονομικές και πολιτικές Συμφωνίες που τους δίνουν σάρκα και οστά. Ταυτόχρονα όμως στα Πανεπιστήμια εναπόκειται να μετατραπούν σε Κέντρα Πολιτισμού, δηλ. σε Κέντρα όπου χάρη στην αυτονομία τους, να αποτελέσουν μαζί με Πανεπιστημιακούς άλλων χωρών, δυναμικά ρεύματα διανόησης και στοχασμού και διαμόρφωσης γνώμης που θα εξασκήσουν πίεση για τη δημιουργία παγκόσμιων θεμελιωδών αρχών για τον πολιτισμό και την ευζωία.
Στο Μεξικό, 10 χρόνια εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης ήταν αρκετά˙ τώρα πια δεν χωράει η υπόσχεση ότι το ελεύθερο εμπόριο θα φέρει ευημερία και μόρφωση. Η μόρφωση σαν δικαίωμα και όχι σαν εμπόρευμα, είναι αυτό που θα εγγυηθεί το δικαίωμα στη ζωή των ανθρώπων μας και των λαών μας. Σ΄ αυτό το ιστορικό ρεύμα και όχι σ΄ εκείνο του κεφαλαίου, πρέπει να οδηγήσουμε το Πανεπιστήμιο σήμερα.-
Hugo Aboites
Μετάφραση από τα ισπανικά
Ελένη Ελευθερία Γκολέτσα
Δασκάλα
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 3.4.2015, Β. Λορεντζάτος