Η υπεξαίρεση του αγώνα των Παλαιστινίων από το φονταμενταλιστικό ισλάμ μόνο κακά προοιωνίζεται.
Ανήκω σε εκείνη τη γενιά πού μεγάλωσε με το αίτημα για ελεύθερη Παλαιστίνη, για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους για τους Παλαιστινίους. Μισήσαμε τον ακραίο σιωνισμό που ήθελε να εκδιώξει τους Παλαιστινίους από τον τόπο τους. Και αυτό δεν αποτελούσε μία μειοψηφική τοποθέτηση αλλά είχε αποκτήσει σχεδόν καθολικά χαρακτηριστικά, στην Ελλάδα αλλά και σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης της Δύσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όχι μόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου υποδεχόταν τον Αραφάτ στην Ελλάδα αλλά και η Νέα Δημοκρατία τηρούσε θετική στάση απέναντι στους Παλαιστίνιους. Άλλωστε, η έναρξη επίσημων διπλωματικών σχέσεων της Ελλάδας με το Ισραήλ πραγματοποιήθηκε μόλις το 1990, όταν ήταν πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Έκτοτε, η Ελλάδα διατηρούσε και διατηρεί πάντοτε ως επίσημη θέση της την ύπαρξη δύο κρατών, του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, ως τη μοναδική λύση γι’ αυτό το άλυτο ζήτημα, που αποτελεί το σημαντικότερο περιφερειακό αλλά και διεθνές ζήτημα του μεταπολεμικού κόσμου. Τω όντι, οι συνέπειές του υπήρξαν κυριολεκτικά καταλυτικές για τις πλανητικές εξελίξεις, σε όλους τους τομείς, από την οικονομία έως τη γεωπολιτική, και προπαντός για την ενίσχυση του πολέμου των πολιτισμών.
Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε πως η εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου μετά τον πόλεμο του 1973 θα μεταβάλει τον οικονομικό χάρτη του πλανήτη και θα οδηγήσει όχι μόνο στην ενίσχυση των πετρομοναρχιών αλλά και σε αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της Δύσης, με την απαρχή της αποβιομηχάνισης και της μεταφοράς της βιομηχανικής παραγωγής στον Τρίτο Κόσμο.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Όλα ξεκίνησαν από την εγκατάσταση εβραϊκών πληθυσμών στην Παλαιστίνη, από τα τέλη του 19ου αιώνα, που αναζητούσαν μια εθνική στέγη ως συνέπεια των πογκρόμ και των διώξεων κατά των Εβραίων, αρχικώς στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, κατά την τσαρική περίοδο. Διώξεις οι οποίες επεκτάθηκαν, μετά τη δεκαετία του 1930, στη Γερμανία και κορυφώθηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με το Ολοκαύτωμα έξι εκατομμυρίων Εβραίων. Και ενώ το 1896, στα εδάφη της Παλαιστίνης, ζούσαν 470.000 μουσουλμάνοι, 20.000 εβραίοι και 59.000 χριστιανοί, το 1945 οι μουσουλμάνοι ήταν 1.061.000, οι χριστιανοί 135.000 και οι εβραίοι 550.000, για να φθάσουν τις 650.000 το 1948, ενώ τα κύματα της εβραϊκής μετανάστευσης συνεχίζονται μέχρι σήμερα που οι εβραίοι φθάνουν τα 8 εκατομμύρια.
Έτσι, το παλαιστινιακό ζήτημα θα έρθει στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων στην περιοχή. Οι εβραίοι θα διεκδικούν το δικαίωμα «της επιστροφής» στην αρχέγονη γη τους, επιβάλλοντας ακόμα και τη νεκρή εβραϊκή γλώσσα ως τη ζωντανή γλώσσα του νέου Ισραήλ. Παράλληλα, οι Παλαιστίνιοι, και δικαίως, θα διεκδικούν το δικαίωμα να ζήσουν στη γη τους.
Και οι αντιπαραθέσεις, συχνά βίαιες και πολύνεκρες, θα ξεκινήσουν πολύ νωρίς – άλλωστε, οι Εγγλέζοι, που είχαν υπό τη διοίκησή τους την περιοχή, από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως το 1948, με τη γνωστή τακτική του «διαίρει και βασίλευε», θα ρίχνουν λάδι στη φωτιά. (Μάλιστα, το 1946, μια βομβιστική ενέργεια της ένοπλης σιωνιστικής οργάνωσης «Ιργκούν», που είχε δημιουργήσει ο Μεναχέμ Μπέγκιν, προκάλεσε τον θάνατο δεκάδων Βρετανών στρατιωτικών στο ξενοδοχείο «Βασιλιάς Δαυίδ», στην Ιερουσαλήμ).
Η σύγκρουση θα οδηγήσει, το 1948, στον πρώτο μεγάλο αραβοϊσραηλινό πόλεμο, τη νίκη των ισραηλινών δυνάμεων και τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, το οποίο πρώτη θα αναγνωρίσει η Σοβιετική Ένωση και θα ακολουθήσουν οι ΗΠΑ.
Μετά την ήττα των Αράβων, θα ακολουθήσει η μεγάλη φυγή, η Νάκμπα, όταν 500.000 έως 700.000 χιλιάδες Παλαιστίνιοι θα εγκαταλείψουν τα εδάφη τους τους και θα εγκατασταθούν ως πρόσφυγες στην Ιορδανία –ιδιαίτερα την Υπεριορδανία, τη σημερινή Δυτική Όχθη– και στη Γάζα την οποία, μέχρι τον πόλεμο του 1967, θα ελέγχουν οι Αιγύπτιοι.
Ίσως, στις αρχές του 20ού αιώνα, θα ήταν δυνατή η δημιουργία ενός ενιαίου εβραίο-παλαιστινιακού κράτους, πιθανώς με ομοσπονδιακή μορφή – μια και, ακόμα, στον εβραϊκό λαό κυριαρχούσαν οι φιλελεύθερες και σοσιαλιστικές ιδέες του αριστερού σιωνισμού, που ξεκίνησε με τη δημιουργία των κοινοβιακών κιμπούτζ, σε εδάφη που είχαν αγοράσει από Άραβες ιδιοκτήτες. Όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό, αντίθετα, η παλαιστινιακή ηγεσία της εποχής θα στραφεί προς τους Γερμανούς ενώ θα ενισχυθούν και οι αδιάλλακτες πτέρυγες του σιωνισμού και η σχέση ανάμεσα στους δύο συνοίκους, τον εγχώριο και τον επήλυδα, θα παγιωθεί ως μια αντιπαράθεση φυλετικού μίσους και πολέμου.
Θα ακολουθήσουν οι δύο μείζονες αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι: εκείνος των έξι ημερών, το 1967, ανάμεσα στο Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Συρία και την Ιορδανία, που θα μεταβάλουν τη Γάζα και τη Δυτική όχθη σε κατεχόμενα εδάφη, καθώς και την έρημο του Σινά· θα ακολουθήσει δε ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, με τους ίδιους πρωταγωνιστές, το 1973, που απλώς θα οδηγήσει στην ανάκτηση του Σινά από την Αίγυπτο. Και παρά τις πρώτες ήττες του Ισραήλ, το 1973, οι δύο πόλεμοι θα επιβεβαιώσουν τελικώς τη στρατιωτική υπεροχή των Ισραηλινών.
Το Παλαιστινιακό κίνημα
Παράλληλα, αναπτύσσεται το παλαιστινιακό κίνημα, με τη Φατάχ και τις άλλες κοσμικές, λιγότερο ή περισσότερο σοσιαλιστικές, οργανώσεις, το Λαϊκό Μέτωπο και το Δημοκρατικό Μέτωπο, συχνά με ηγέτες Άραβες χριστιανούς. Οι παλαιστινιακές οργανώσεις συνδέονταν με το μεγάλο αντιαποικιακό και αμφισβητησιακό κίνημα της Δύσης και θα αγωνίζονται με όλα τα μέσα, ακόμα και με την τρομοκρατία, εναντίον του ισραηλινού κράτους, αλλά και εναντίον αραβικών κρατών, όπως η Ιορδανία ή οι Φαλαγγίτες χριστιανοί του Λιβάνου.
Κατά τον «Μαύρο Σεπτέμβρη» του 1970, χιλιάδες Παλαιστίνιοι, που χρησιμοποιούσαν την Ιορδανία ως ορμητήριο για τον ανταρτοπόλεμο εναντίον του Ισραήλ, θα εξοντωθούν και θα εκδιωχθούν από τις δυνάμεις του βασιλιά Χουσεΐν της Ιορδανίας. Τελικώς, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης θα μεταφέρει την έδρα της στον Λίβανο, όπου είχαν εγκατασταθεί εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι πρόσφυγες.
Η επίθεση της οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης», παρακλαδιού της Φατάχ, στην ισραηλινή αθλητική αποστολή στο Μόναχο, κατά τους Ολυμπιακούς του 1972, θα ανοίξει μία νέα περίοδο κατά την οποία η παλαιστινιακή αντίσταση έχοντας απολέσει τις βάσεις του ανταρτοπολέμου στην Ιορδανία, θα χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο την τρομοκρατία. Αυτό το γεγονός που θα αποξενώσει μεγάλο μέρος της δυτικής υποστήριξης. Παράλληλα στον Λίβανο θα ακολουθήσει νέα επέμβαση του ισραηλινού στρατού και θα πραγματοποιηθεί η αποτρόπαιη σφαγή στη Σάντρα και Σατίλα, το 1982, από τους συμμάχους των Ισραηλινών, τους χριστιανούς Λιβανέζους φαλαγγίτες, που οδήγησε στην εξόντωση τουλάχιστον 3.000 Παλαιστίνιων, αμάχων κατ’ εξοχήν.
Θα πρέπει βέβαια να διευκρινίσουμε πως, όλα αυτά τα χρόνια, η στρατηγική των παλαιστινιακών οργανώσεων ήταν αντίθετη στη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους, ή έστω τη συμβίωση με τους Ισραηλινούς, και, μέχρι την εποχή των συμφωνιών Ράμπιν-Αραφάτ στο Όσλο, τo 1993, επέμενε στην καταστροφή του κράτους του Ισραήλ.
Αυτή η λανθασμένη στρατηγική αφαιρούσε συμμάχους από τη Δύση, η οποία βαρυνόταν άλλωστε από τη συλλογική ενοχή του Ολοκαυτώματος και δεν μπορούσε να ανεχθεί έναν νέο διωγμό των Εβραίων. Παράλληλα, εξέτρεφε τη σιωνιστική ακροδεξιά –ενισχυμένη πλέον και με τη συμμετοχή των «υπερορθόδοξων» Εβραίων– που έκανε ό,τι μπορούσε για να σαμποτάρει μία οποιαδήποτε λύση. Έτσι, όχι μόνο θα δολοφονηθεί ο πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν, από εβραίο σιωνιστή, αλλά και θα πολλαπλασιαστούν οι εγκαταστάσεις εποίκων στα παλαιστινιακά εδάφη της Δυτικής Όχθης, οι οποίοι πιέζουν συνεχώς τους Παλαιστίνιους προκειμένου να τους εκδιώξουν. Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 600.000 Ισραηλινοί έχουν μετακινηθεί στη Δυτική Όχθη. Άλλωστε, ο Νετανιάχου, για να μπορέσει να κρατηθεί στην εξουσία, συμμαχεί με τα ακραία θρησκευτικά κόμματα των εποίκων και ακολουθεί τις πολιτικές τους.
Η άνοδος της Χαμάς
Η επεκτατική σιωνιστική πολιτική, με τη σειρά της, θα δώσει ούριο άνεμο στα πανιά των ισλαμικών οργανώσεων, και κατ’ εξοχήν της Χαμάς, που θα καταγγέλλουν τις συμφωνίες του Όσλο ως κοροϊδία και θα επιμένουν στην καταστροφή του Ισραήλ, χρησιμοποιώντας όλο και περισσότερο τη θρησκευτική-πολιτισμική παράμετρο της σύγκρουσης. Έτσι, στο μεν Ισραήλ, θα εξαφανιστεί σταδιακώς η επιρροή του Εργατικού Κόμματος, που κυβέρνησε επί δεκαετίες στο Ισραήλ, μέχρι το 1977, ενώ στους Παλαιστίνιους, το κέντρο βάρους θα πέσει στη σύγκρουση των πολιτισμών και στη σύγκρουση του ισλάμ με τον εβραϊσμό και τη Δύση.
Και η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι η Χαμάς και η μητρική της οργάνωση, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, ενισχύονταν και χρηματοδοτούνταν, μέχρι τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, από το Ισραήλ, ως αντίβαρο προς την Αλ Φατάχ και τις κοσμικές παλαιστινιακές οργανώσεις, όπως είχαν κάνει άλλωστε οι Αμερικανοί με την Αλ Κάιντα του Μπιν Λάντεν.
Καταγγέλλοντας την εγκατάλειψη από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης της στρατηγικής καταστροφής του κράτους του Ισραήλ, και προπαντός μέσα στα πλαίσια του γενικότερου ισλαμιστικού κινήματος -που σάρωσε τον μουσουλμανικό κόσμο μετά το 1980 και την Ιρανική Επανάσταση-, ο ισλαμισμός της Χαμάς θα γίνει πολεμικός. Θα αρνείται την όποια συμβίωση με αλλόθρησκους πληθυσμούς, επιθυμώντας την εκδίωξή τους, και θα συναντάει, εκ του αντιθέτου, τους εξίσου αδιάλλακτους οπαδούς του Μεγάλου Ισραήλ.
Κατ′ αυτό τον τρόπο, το παλαιστινιακό κίνημα στην ισλαμιστική εκδοχή του απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την εθνική διεκδίκηση ενός κράτους για την Παλαιστίνη και μεταβάλλεται όλο και περισσότερο σε αιχμή του δόρατος της ισλαμιστικής επανάστασης ενάντια στη Δύση και τους Εβραίους.
Το ευρασιατικό μπλοκ
Ανάλογη εξέλιξη θα διαπιστώσουμε και στην Τουρκία, που επί Ερντογάν μεταβάλλει το ισλάμ σε όπλο για την επεκτατική της πολιτική, και σε αυτά τα πλαίσια θα προσπαθεί να προσεταιριστεί τους Παλαιστίνιους, μέσω του ισλαμισμού της Χαμάς. Θα χρησιμοποιήσει μάλιστα και τις παραδοσιακές φιλοπαλαιστινιακές ευαισθησίες των προοδευτικών της Δύσης για να τσουβαλιάσει το «Καράβι για τη Γάζα» στην στρατηγική της, όπως θα συμβεί με το Μαβί Μαρμαρά. Και όμως, η Τουρκία, επί δεκαετίες, αποτελούσε τον ισχυρότερο σύμμαχο του Ισραήλ στην περιοχή, προσφέροντας στρατηγικό βάθος στην ισραηλινή αεροπορία.
Τελικώς, μέσα από την πολιτικοποίηση της θρησκείας, η ισλαμική πλευρά κυριάρχησε σχεδόν απόλυτα στη Γάζα, έως ένα βαθμό δε, και στη Δυτική Όχθη. Στη Γάζα, μετά το 2006, η Χαμάς κατασκεύασε ένα μοντέλο θρησκευτικού φανατισμού, που τείνει εσχάτως να προσλάβει τα χαρακτηριστικά του ισλαμοφασισμού. Η Χαμάς, μέσα στο αδιέξοδο της στρατηγικής της, προχώρησε προς την κατεύθυνση του ISIS, όπως καταδεικνύουν οι πρόσφατες σφαγές των αμάχων στο Ισραήλ. Σφαγές που προοιωνίζονται, ίσως, μετά την κρίση της Αλ Κάιντα και του ISIS, την υποκατάστασή τους από το ισλαμικό «παλαιστινιακό» κίνημα. Αναπόφευκτα δε –καθώς θα πληγεί, με τον ένα ή άλλο τρόπο, στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη–, θα έχει τον πειρασμό να μεταφέρει τον θρησκευτικό πόλεμο στο εσωτερικό της Δύσης, όπως είχε κάνει η Αλ Κάιντα και ο ISIS.
Όμως, η ενέργεια της Χαμάς ενισχύει παράλληλα τη συγκρότηση του ευρασιατικού μπλοκ (το οποίο περιλαμβάνει, εκτός από την Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν, πιθανότατα την Τουρκία και όλες τις ακραίες ισλαμιστικές πλευρές). Άλλωστε, οι αντιδράσεις όλων των χωρών του ευρασιατικού μπλοκ υπήρξαν υποστηρικτικές στη Χαμάς. Μάλιστα, σε ό,τι αφορά στην Τουρκία, την επανέφερε βιαίως, και ίσως οριστικά, στο ευρασιατικό μπλοκ, παρά τις τελευταίες προσπάθειες του Ερντογάν για επαναπροσέγγιση με τη Δύση και το Ισραήλ.
Εν κατακλείδι, η ταύτιση του παλαιστινιακού αγώνα με το ισλάμ, και μάλιστα στην πιο ακραία εκδοχή του, είναι μία αυτοκτονική πολιτική. Διότι κόβει της γέφυρες με την ευνοϊκά διακείμενη προς την Παλαιστίνη δυτική κοινή γνώμη, και εντάσσει το παλαιστινιακό κίνημα ως ενεργό στοιχείο του ευρασιατικού μπλόκ, σε μια παγκόσμια γεωπολιτική αντιπαράθεση που προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός πολέμου πολιτισμών.
Μια τέτοια ταύτιση ευνοεί τις πιο ακραίες φωνές στο εσωτερικό του Ισραήλ, και μάλιστα σε μία στιγμή που οι ακραίοι του Νετανιάχου βρίσκονταν στριμωγμένοι στον τοίχο. Και καθιστά ακόμα πιο απίθανη την οποιαδήποτε λύση, είτε δύο κρατών είτε, ακόμα περισσότερο, ενός ενιαίου ομοσπονδιακού κράτους, που θα ήταν η προσφορότερη λύση, όπως υποστηρίζεται από σημαντικούς Ισραηλινούς διανοουμένους.
Πρόκειται για μια εξέλιξη απολύτως αντιπαραγωγική για τα συμφέροντα του παλαιστινιακού λαού και της παλαιστινιακής υπόθεσης. Μια εξέλιξη που υποχρεώνει και χώρες όπως η Ελλάδα, που βρίσκεται σε σύγκρουση με το νεοθωμανικό ισλάμ, και έτρεφε πάντα φιλικά αισθήματα για τους Παλαιστίνιους, να αντιμετωπίζει τη σύγκρουση από μια καθαρά γεωπολιτική σκοπιά και να συμπαρατάσσεται με το Ισραήλ, προσπαθώντας βέβαια να απαλύνει όσο μπορεί τις όποιες; ακραίες εκδικητικές αντιδράσεις.
Και πάντως, σε συνθήκες γεωπολιτικής διακινδύνευσης, ο φίλος του εχθρού μας γίνεται και δικός μας εχθρός. Η Χαμάς οδηγεί την παλαιστινιακή υπόθεση στο ίδιο στρατόπεδο με την Τουρκία – άλλωστε, στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη, οργάνωσε διαδηλώσεις για να πανηγυρίσει τη μεταβολή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Η υπεξαίρεση του αγώνα των Παλαιστινίων από το φονταμενταλιστικό ισλάμ μόνο κακά προοιωνίζεται. Αίμα δάκρυα, καταστροφές και απόλυτο αδιέξοδο. Και είναι προφανές πως μόνον εάν αποχωρήσει από το προσκήνιο και την ηγεσία του παλαιστινιακού λαού η ισλαμοφασιστική Χαμάς, θα μπορέσουμε και πάλι να υποστηρίξουμε με σθένος μία ρεαλιστική και δίκαιη λύση για το παλαιστινιακό.
Και τότε θα πάψουν να διαδηλώνουν δήθεν για το παλαιστινιακό, και στην ουσία υπέρ της Χαμάς και στο βάθος υπέρ του Ερντογάν, εκείνοι που υποστηρίζουν τη βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όπως συμβαίνει σήμερα.
Γιώργος Καραμπελιάς Συγγραφέας, Πολιτικός Αναλυτής
HuffPost
ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 21/10/2023 #ODUSSEIA #ODYSSEIA