Ὁ Ἰμπραήμ Μπέης, ὃταν ἐδιάβασε τήν ἐπιστολήν τοῦ κ. Βιάλ ἦλθεν ὁ ἲδιος εἰς τόν (François-René) [de Chateaubriand] διά νά τόν καλωσορίσῃ καί νά τόν χαιρετίσῃ. Ὁ Ἰμπραήμ Μπέης πράγματι ἀπετέλει ἐξαίρεσιν ἀπό ὃλους τούς ἂλλους Τούρκους πού συνήντησεν. Ἦτο εἰλικρινής, καλόκαρδος καί μέ καλά αἰσθήματα. Ἐξήγησεν εἰς τόν Chateaubriand ὃτι ἦτο πολύ στενοχωρημένος, διότι τό παιδί του ἦτο πολύ ἂρρωστον καί ὃτι παρ’ ὃλα τά τάματα καί τάς συμβουλάς τῶν λεγομένων Τούρκων «ἰατρῶν», ὁ πυρετός τοῦ παιδιοῦ του ἐσυνέχιζε νά παραμένῃ πολύ ὑψηλός.
Εἰς κάποιαν στιγμήν ἐπανῆλθεν ὁ Ἰμπραήμ Μπέης κρατῶν τό παιδάκι του εἰς τάς ἀγκάλας του καί τό ἐναπέθεσεν εἰς τά γόνατα τοῦ René. Παρεκάλεσε δέ τόν René ἐάν γνωρίζῃ κάτι, νά τό κάνῃ διά τό παιδί του. Ὁ René ἐνεθυμήθη ὃτι κάπου εἶχεν ἀναγνώσει [εἰς ἀφηγήσεις ἑνός ἐκ τῶν γνωστῶν του Γάλλων, προηγουμένων του ἐπισκεπτῶν εἰς Ἑλλάδα,] ὃτι ἓν βότανον τῆς Πελοποννήσου, ἡ κενταυρίς ἢ κενταύριον (Εἰς Βοτανολογίαν: Erythraeae Centauricum), πινομένη ὡς τσάϊ ἒρριπτε μεταξύ ἂλλων τόν πυρετόν καί τήν συνίστα κατά τήν ἀρχαιότητα ὁ Κένταυρος ἰατρός Χείρων. Ὁ Ἰμπραήμ Μπέης ηὐχαρίστησε θερμῶς τόν René καί ἒστειλεν ἀμέσως τούς ἀνθρώπους του διά νά ἐξεύρωσι τό βότανον αὐτό εἰς τούς ἀγρούς. Πράγματι τό κενταύριον ὑπῆρξε πολύ ἀποτελεσματικόν. Ὁ Ἰμπραήμ Μπέης εὐγνώμων παρέθεσεν εἰς τόν René καί τούς δύο συνοδούς του ἓν πλουσιώτατον γεῦμα. [πρωϊνόν-μεσημεριανόν, ὡς λέγομεν σήμερον brunch, ἀποτελούμενον ἀπό κοτόπουλον μέ ῥύζι, πού τό ἒτρωγον ὃλοι μέ τά χέρια. Μετά τό κοτόπουλον, τούς ἒφερον ἀρνίσιον κρέας (εἶδος ραγκού), μετά ἐλαίας, σταφύλι, σῦκα καί τυρί μυζήθρα καί τέλος καφέν.]
[Ὁ René (de Chateaubriand) ἀναφέρει ὃτι ὁ Ἰμπραήμ Μπέης ἦτο μία μοναδική ἐξαίρεσις διά Τοῦρκον ἂρχοντα φιλοξενοῦντα ξένους. Ὃμως αὐτό δέν ἦτο ἡ συνήθης Τουρκική πρακτική. (Σημ. ὁμιλητοῦ: Ἲσως ὁ Τοῦρκος αὐτός νά εἶχε ῥίζας ἀπό ἐξισλαμισθεῖσαν Ἑλληνικήν οἰκογένειαν τῆς Μ. Ἀσίας διά νά διαφέρῃ ἀπό τούς ἂλλους Τούρκους). Καί συνεχίζει ὁ Chateaubriand: «Ὁ κανών ἦτο, ὃτι οἱ Τοῦρκοι μποροῦσαν νά ἐφιλοξένουν τόν οἱονδήποτε εἰς τό σπίτι των, μέχρι καί ζητιάνους φοροῦντας κουρέλια, νά πίωσι καφέν μαζί των, ἀλλά ἡ ἀδελφοσύνη αὐτή δέν ἐπέρνα τό κατώφλιον τῆς ἐξώπορτας καί τοῦ σκλάβου, πού ἒπιε τόν καφέ μαζί του, ὁ ἲδιος αὐτός οἰκοδεσπότης τοῦ ἒκοβε τό κεφάλιν!»]
Τήν ἑπομένην τό πρωΐ, 16ην Αὐγούστου, 1806, ἀφοῦ ηὐχαρίστησαν τόν φιλοξενήσαντα αὐτούς Ἰμπραήμ Μπέη, ἀνεχώρησαν ἀπό τόν Μυστράν μέ κατεύθυνσιν τήν γειτονικήν ἀρχαίαν πόλιν, τάς Ἀμύκλας. [τό σημερινόν Σκλαβοχώρι. Ἐκεῖνο τό ὁποῖον κάνει ἐντύπωσιν εἰς τόν ἀναγνώστην, ἦτο τό πόσον μελετημένος ἦτο ὁ René de Chateaubriand, ἀφοῦ ἐγνώριζε πλήρως καί εἰς βάθος τήν Ἱστορίαν κάθε τόπου πού ἐπεσκέπτοντο, ἀπό πλείστας ἀπόψεις.]
Ἡ διαδρομή των ἀπό τόν Μυστράν εἰς Ἀμύκλας διείρχετο ἀπό ὡραῖα ῥυάκια, ποτάμια, φυτείας καί κήπους, πού ἐνεθύμιζον εἰς τόν René τά περίχωρα τοῦ Chambéry εἰς Γαλλίαν. Φθάσαντες εἰς Ἀμύκλας ἒσπευσε νά ἐντοπίσῃ τόν ναόν τοῦ Ἀπόλλωνος, τόν ναόν τοῦ Εὐρώτα καί τόν τάφον τοῦ Ὑακίνθου ὡς καί ἂλλα ἀρχαῖα μνημεῖα, διά τά ὁποῖα ἐμελέτησεν, ἀλλ’ εἰς μάτην. Δέν ὑπῆρχον πλέον! [«Αἱ καταστροφαί», λέγει «πολλαπλασιάζονται μέ τοιαύτην ταχύτητα εἰς Ἑλλάδα, ὣστε συχνά συμβαίνει εἷς περιηγητής νά μήν διακρίνῃ ἲχνη ἒστω μνημείων, πού εἷς ἂλλος περιηγητής τά εἶχεν ἰδεῖ καί θαυμάσει μερικά ἒτη ἐνωρίτερον».] Τά μόνα πού ὑπῆρχον ἦσαν ἐδῶ καί ἐκεῖ κάποια ἐκκλησάκια κατερειπωμένα καί ἡμι-κατεστραμμένα ἀπό τάς λεηλασίας τῶν Τουρκαλβανῶν. Εἰς κάποιαν στιγμήν, ἐνᾧ ματαίως ἐγύρευεν ἀρχαῖα μνημεῖα, εἶδεν εἰς τούς ἀγρούς ἓνα ἱερέα συνοδευόμενον ἀπό κάποιους χωρικούς. Ὁ René τούς ἠκολούθησεν. Ἐσταμάτησαν ἐμπρός εἰς μίαν ἡμικατεστραμμένην ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας ἡ ξυλίνη ἐξώπορτα ἦτο καρφωμένη μέ ἓν μεγάλον ξύλον, αὐτοί τό μετεκίνησαν καί εἰσῆλθον εἰς τήν ἐκκλησίαν, ὃπου ὁ ἱερεύς ἢρχισε νά ψάλλῃ καί μέ τούς χωρικούς νά ψάλλωσι μαζί του. Ἦτο βλέπετε Δεκαπενταύγουστος καί ἒκαμνον τήν λειτουργίαν εἰς τήν Παναγίαν, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ Παναγία ἦτο προχείρως ἐζωγραφισμένη μέ κοκκίνην βαφήν εἰς ἓνα ἡμικατεστραμμένον τοῖχον χρώματος γαλάζιου. Ὁ René σημειώνει: «Τό τρίπτυχον αὐτό: τῶν ἐρειπίων τῆς δυστυχίας καί τῆς προσευχῆς εἰς τόν πραγματικόν Θεόν καί τήν Παναγίαν ἒσβησαν ἀπό τά μάτια μου ὃλας τάς θρησκευτικάς τελετουργίας τῆς γῆς εἰς τάς ὁποίας παρηυρέθην». Τόσον πολύ συνεκλονίσθη ἀπό τήν παρουσίαν του ἐκεῖ εἰς αὐτήν τήν τόσον εὐλαβικήν λειτουργίαν.
Τήν 17ην Αὐγούστου, 1806, μετά τάς Αμύκλας κατηυθύνθησαν πρός τήν Σπάρτην. Ὁ René τήν ἀνεζήτει ἀρχικῶς ὡς τήν Λακεδαίμονα. Οὒτε οἱ συνοδοί του ἀλλ’ οὒτε οἱ χωρικοί, πού ἠρώτων, ἀντελαμβάνοντο τί ἐννοοῦσεν! Ὃλοι δέ συνέχεον τότε τόν Μυστράν μέ τήν ἀρχαίαν Σπάρτην, ὃτι δηλ. ἦσαν τό ἲδιον, ἐκεῖ πού ἦτο ὁ Μυστράς ἦτο καί ἡ ἀρχαία Σπάρτη. Ἐν τέλει εἷς χωρικός ἀντελήφθη, ὃτι ὁ René ἐκείνην πού ἀνεζήτει ὡς Λακεδαίμονα ἢ Σπάρτην οἱ χωρικοί ὠνόμαζον Παλαιοχώρι, πλησίον τοῦ σημερινοῦ χωρίου Μαγούλα. Τοῦ ἒδειξεν δέ εἰς τό βάθος τῆς κοιλάδος μίαν ἂσπρην καλύβα ἑνός βοσκοῦ, πού ἐξεχώριζεν εἰς ἓν ὓψωμα. Ἐκεῖ ἦτο ἡ ἀρχαία Λακεδαίμων ἢ Σπάρτη, τήν ὁποίαν ὁ Chateaubriand καί οἱ συνοδοί του ἐπιμόνως ἀνεζήτουν.
Ὁ René μέ χαράν ηὐχαρίστησε τόν χωρικόν. Καθ’ ὁδόν, διερχόμενος ἒμπροσθεν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τοῦ Μυστρᾶ, συνήντησεν ἐκεῖ ἱερεῖς, οἳτινες τόν προσεκάλεσαν διά νά γνωρίσῃ τόν Ἀρχιεπίσκοπον καί ἒτσι, παρ’ ὃλην τήν βιασύνην του, συνήντησε τόν Ἀρχιεπίσκοπον καί τούς λοιπούς ἱεράρχας τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι τόν ἐφιλοξένησαν μέ μεγάλην εὐγένειαν. Ἡ ἐντύπωσις τοῦ René ἦτο ὃτι ὃλοι των ἦσαν πολύ πνευματώδεις καί καλλιεργημένοι. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Μυστρᾶ ἐξενάγησε τόν René εἰς τήν Ἀρχιεπισκοπήν καί τόν καθεδρικόν ναόν ἀφιερωμένον εἰς τόν Ἃγιον Δημήτριον. Χαρακτηριστικόν τοῦ ναοῦ ἦσαν οἱ 7 τροῦλλοι ἢ θόλοι, ὡς ἡ Ἁγία Σοφία εἰς Κωνσταντινούπολιν.
Ἀξιοσημείωτος ἦτο καί ἡ Βιβλιοθήκη τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἒχουσα πραγματείας Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἱστορικά βιβλία τοῦ Βυζαντίου. Ἐπίσης μεταφράσεις Γαλλικῶν βιβλίων. [ὡς ὁ Télémaque (Τηλέμαχος), ὁ Rollin (Ῥολλέν) κ.ἂ.] Μεταξύ τούτων, ὑπῆρχε καί μετάφρασις τοῦ θρησκευτικοῦ ἒργου « Atala » τοῦ René, τό ὁποῖον εἶχε μεταφράσει κάποιος κ. Σταμάτης ἐκ Ζακύνθου. [Ἡ μετάφρασις τοῦ ἒργου ἒγινεν ἐκ τῆς Ἰταλικῆς ἐκδόσεώς του εἰς Βενετίαν.] Ὁ René de Chateaubriand ὃμως ἀπό μετριοφροσύνην δέν ἀπεκάλυψε τήν ταὐτότητά του εἰς τούς ἐκεῖ ἱεράρχας, ὃτι αὐτός ἦτο ὁ συγγραφεύς τοῦ ἒργου Atala, πού εἶχον εἰς τήν βιβλιοθήκην των.
Τήν ἐπαύριον 18ην Αὐγούστου, 1806, προτοῦ ἀνατείλει ἀκόμη ὁ ἣλιος ἀνεχώρησαν ἀπό τόν Μυστράν πρός τό Παλαιοχώριον μέ τήν ἂσπρην καλύβα ἐπί λοφίσκου εἰς τό μέσον ἑνός λειβαδιοῦ. Ὃταν ἐπλησίασαν ἀρκετά εἶδον ἓν μακρύ τεῖχος νά περιβάλλῃ τόν λοφίσκον. Τό ἠκολούθησαν, διά νά εὓρωσι τήν κατάλληλον δίοδον πρός ἂνοδόν των εἰς τήν κορυφήν τοῦ λόφου. Φθάνοντες εἰς ἒν σημεῖον ὁ René παρετήρησεν, ὃτι τό περιτοίχισμα ἦτο ἀνοικτόν εἰς ἡμικύκλιον καί ἀμέσως ἀντελήφθη ὃτι τοῦτο ἒπρεπε νά ἦτο τό θέατρον τῆς ἀρχαίας Σπάρτης… «Ἡ καρδία μου ἐκτύπα δυνατά …», γράφει. «Ὁ λόφος εἰς τούς πρόποδας τοῦ ὁποίου ηὑρισκόμην ἦτο λοιπόν ὁ λόφος τῆς Ἀκροπόλεως τῆς Σπάρτης καί τό ἂσπρον ἐρείπιον πού ἐφαίνετο ἐπί τοῦ λόφου ἦτο ὁ Ναός τῆς Ἀθηνᾶς Χαλκιοίκου (Temple de Athéna-Chalciaecos).» (Σημ. ὁμιλοῦντος: Χαλκίοικος εἶναι ὁ κατοικῶν ἐντός οἰκίας ἢ εἷς ναός, τοῦ ὁποίου οἱ τοῖχοι ἐσωτερικῶς, ἐνίοτε δέ καί ἐξωτερικῶς, εἶναι ἐπενδεδυμένοι μέ χαλκόν).
Ἂς ἀφήσωμεν ὃμως τόν ἲδιον τόν René de Chateaubriand νά μᾶς περιγράψῃ τά συγκλονιστικά συναισθήματα, τά ὁποῖα τόν κατέλαβον. «Κατέβην ἀπό τό ἂλογόν μου καί τρέχων ἀνέβην τόν λόφον τῆς Ἀκροπόλεως. Φθάνων εἰς τήν κορυφήν ὁ ἣλιος ἐκείνην τήν ὣραν ἀνέτελλεν ὂπισθεν τοῦ Μενελαΐου ὂρους. Πόσον ὂμορφον θέαμα! Ἒμεινα ἀκίνητος καί ἐκστατικός ἀτενίζων αὐτήν τήν μοναδικήν εἰκόνα. Ἓν μεῖγμα θαυμασμοῦ καί ὀδύνης διακατεῖχε τήν σκέψιν μου. Ἡ σιωπή γύρω μου ἦτο βαθεῖα. Ἠθέλησα τοὐλάχιστον νά κάνω τήν ἠχώ νά ὁμιλήσῃ εἰς τούς βωβούς αὐτούς τόπους: Ἐφώναξα μέ ὃλην μου τήν δύναμιν: «Λεωνίδα!» Κανένα ἐρείπιον δέν ἐπανέλαβε τό περίφημον αὐτό ὂνομα – ἀκόμη καί ἡ Σπάρτη ἐφαίνετο νά τό ἒχῃ λησμονήσῃ!…»
Εἰς τήν κλιτύν τοῦ λόφου τῆς Ἀκροπόλεως ἐπάνω ἀπό τό θέατρον ὑπῆρχον τά ἐρείπια ἑνός σχετικῶς μικροῦ μεγέθους κυκλικοῦ οἰκήματος. Ἦτο ὁ ναός τῆς Ἐνόπλου Ἀφροδίτης. Ἐδῶ ὁ René παραθέτει τόν στῖχον διά τήν Ἀφροδίτην τοῦ Λατίνου ποιητοῦ Αὐσονίου τοῦ 4ου αἰῶνος π.Χ.: «Vincere si possum nuda, quid arma gerens ?», ἢτοι «Ἐάν μπορῶ νά νικήσω γυμνή, τί μοῦ χρειάζονται τά ὃπλα;»
[Συνεχίζων τήν περιγραφήν του, βλέπει ὁ René μεταξύ τῆς Ἀκροπόλεως τῆς Σπάρτης καί τοῦ Εὐρώτα ποταμοῦ ἓν μακρόστενον ἐπίπεδον βουναλάκι, τό ὁποῖον ἀμέσως ἀπέδωσεν εἰς τό ὃτι κατά τήν ἀρχαιότητα ἦτο τό στάδιον καί ὁ ἱππόδρομος.] Κάπου ἐκεῖ πλησίον ἦτο καί ὁ ναός τοῦ Λυκούργου, τοῦ μεγάλου νομοθέτου τῆς ἀρχαίας Σπάρτης.
[Παραλλήλως τοῦ ῥοῦ τοῦ Εὐρώτα τοποθετεῖ κάποιος πολύ φυσικά τό παλάτι τοῦ βασιλέως Δημαρείτου, τό μνημεῖον τοῦ Κάδμου, τόν ναόν τοῦ Ἡρακλέους κ.ἂ.] Εἰς τά δυτικά, πιό κάτω ἀπό τήν θέσιν τοῦ θεάτρου φαίνονται διάφορα ἐρείπια, μεταξύ αὐτῶν οἱ τάφοι τοῦ στρατηγοῦ Παυσανίου καί τοῦ Λεωνίδου, ὡς καί ὁ ναός τῆς Ἰσσωρίας Ἀρτέμιδος. Τήν περιοχήν τῆς Σπάρτης τήν ηὗρεν ὁ François-René ξηράν καί ἒρημον: Κανένα φυτόν, κανένα πουλί καί κανένα ἒντομον δέν τῆς ἒδινε τήν παραμικράν ζωήν, ἐκτός ἀπό μυριάδας σαύρας, πού ἀνεβοκατέβαινον ἀθόρυβα τά καυτά τοιχώματα τῶν ἐρειπίων, λέγει.
Καταβαίνων ἀπό τήν Ἀκρόπολιν κατηυθύνθη πρός τάς ὂχθας τοῦ Εὐρώτα ποταμοῦ, πού ἀπεῖχε περίπου ἓν τέταρτον τῆς ὣρας. Εἰς τήν κοίτην του ἐβλαστοῦσαν ὑπέροχοι καλαμιῶνες καί ὁλανθισμέναι δάφναι, μεγάλου μεγέθους ὃπως τά δένδρα. Ἐπί τῆς κοίτης τοῦ ποταμοῦ τό καλοκαίρι ἒρρεον λεπταί «κλωσταί» καθαροῦ νεροῦ. Καθώς ἐδιψοῦσεν ἒπιεν ἀπό τό νερόν τοῦ Εὐρώτα, τό ὁποῖον ηὗρεν ἐξαιρετικόν εἰς τήν γεῦσιν καί πολύ δροσερόν.
Ὁ Chateaubriand ἐνεθυμήθη τά δύο ἐπίθετα πού ἒδωσεν ὁ Εὐριπίδης εἰς τόν Εὐρώτα: Τό «καλλιδόναξ» δηλ. μέ τά ὡραῖα καλάμια καί μέ τό ὁποῖον συνεφώνησε πλήρως. Τό ἓτερον ἐπίθετον ἦτο τό «κυκνοφόρος». Δι’αὐτό ἐξέφρασεν ἀμφιβολίας, καθ’ ὃτι ὃσον καί ἐάν ἒψαξεν εἰς τήν περιοχήν πουθενά δέν ηὗρε κύκνους. [Παρομοιάζει δέ τούς διασήμους ποταμούς μέ τήν μοῖραν τῶν διασήμων ἀνδρῶν: Κατ’ ἀρχάς οἱ ἂνθρωποι τούς ἀγνοοῦσι, μετά τούς ὑμνοῦσιν εἰς ὂλην τήν γῆν καί τέλος πίπτουν καί πάλιν εἰς τήν ἀφάνειαν. «Ἒτσι, γράφει, μετά ἀπό αἰῶνας λήθης ὁ ποταμός αὐτός, πού εἶδε νά περιφέρωνται εἰς τάς ὂχθας του οἱ γενναῖοι Λακεδαιμόνιοι, οἱ ὁποῖοι τόν ἐλάμπρυνον, ἲσως νά ἐχάρη πού ἢκουσε μέσα εἰς τήν ἐγκατάλειψίν του νά ἠχῶσιν εἰς τάς ὂχθας του, τήν 18ην Αὐγούστου, 1806, τά βήματα ἑνός ἀσήμου ξένου».] Εἰς ἂλλο σημεῖον λέγει: «Παρ’ ὃλην τήν σκληρότητα τῶν νόμων καί ἠθῶν τῶν ἀρχαίων Σπαρτιατῶν, δέν παραγνωρίζω καί θαυμάζω τό μεγαλεῖον αὐτοῦ τοῦ ἐλευθέρου λαοῦ. [Ὁ μεγαλύτερος ἒπαινος δι’ αὐτόν τόν λαόν εἶναι τό ὃτι, ὃταν ὁ Νέρων ἦλθεν εἰς τήν Ἑλλάδα, δέν ἐτόλμησε νά προχωρήσῃ εἰς τήν Λακεδαίμονα. Δέν ὑπάρχει ὑπεροχώτερον ἐγκώμιον διά τήν Σπάρτην!»]
Ἐπιστρέψας καί πάλιν εἰς τήν Ἀκρόπολιν τῆς Σπάρτης προσεπάθησε νά ἐξερευνήσῃ τήν δυτικήν πλευράν ταύτης, ὃπου ἀνεκάλυψε διάφορα μνημεῖα. Τά δύο ἐξ αὐτῶν ἒφερον ταφικάς ἐπιγραφάς τῶν περιφήμων στρατηγῶν τῆς ἀρχαίας Σπάρτης Λυσάνδρου καί Ἀγησιλάου. [Δυστυχῶς ἂλλα γνωστά ἐκ τῆς ἀρχαιότητος μνημεῖα δέν ηὑρέθησαν.] [Μετ’ ὀλίγον ὁ ἣλιος ἒδυσεν.] [ὂπισθεν τῶν ὀρέων τοῦ Ταϋγέτου.] Ἒτσι ἒκλεισεν, λέγει, ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ τρισχιλιετοῦς, ἑκατοστοῦ τεσσακοντατριετοῦς ἒτους (3143), πού ὁ ἣλιος ἀνέτειλε καί ἒδυσεν εἰς τήν φημισμένην αὐτήν πόλιν τῆς ἀρχαιότητος – δηλ. ἀπό τῆς ἱδρύσεως τῆς ἀρχαίας Σπάρτης ἢ Λακεδαίμονος τῷ 1337 π.Χ. μέ τήν κάθοδον εἰς αὐτήν τῶν Δωριέων.
Μετά τήν δύσιν τοῦ ἡλίου ἀνεχώρησαν προχωροῦντες [ἐπί ἑναμισεῖαν ὣραν κατά] μῆκος τοῦ Εὐρώτα καί μετά τό πλούσιον δεῖπνον πού ἡτοίμασαν, κατεκλίθησαν εἰς τήν ὂχθην τοῦ ποταμοῦ. Ὁ René γράφει, «ἡ νύκτα ἦτο τόσον καθαρά καί γαλήνια, πού ὁ γαλαξίας ἀντεκατοπτρίζετο ἐπάνω εἰς τά ἣρεμα νερά τοῦ ποταμοῦ Εὐρώτα δημιουργῶν μίαν ὑπέροχον ἀντανάκλασιν φωτός. Ἀπεκοιμήθην μέ τά μάτια καρφωμένα εἰς τόν οὐρανόν ἒχων ἀκριβῶς ἐπάνω ἀπό τήν κεφαλήν μου τόν ὂμορφον ἀστερισμόν τοῦ Κύκνου τῆς Λήδας».
19 Αὐγούστου, 1806: Στάς τέσσαρας τά χαράματα ὁ συνοδηγός του Ζοζέφ τόν ἐξύπνησε καί ἀνεχώρησαν. «Ἒστρεψα», ἒγραψεν ὁ René, «τήν κεφαλήν μου πρός τήν Σπάρτην καί τῆς ἒρριψα ἓν τελευταῖον βλέμμα: Δέν ἠδυνήθην νά ἀποφύγω τό αἲσθημα τῆς θλίψεως ἐμπρός ἀπό τά σπουδαῖα ἐρείπιά της, καθώς ἐφεύγομεν ἀπό τόπους, πού δέν θά ξαναϊδῶμεν ποτέ …».
Ὁ δρόμος ἀπό τήν Λακωνίαν πρός τήν Ἀργολίδα ἦτο εἰς πολύ ἂσχημον κατάστασιν. Ἐπαιρνοῦσαν ἀπό φαράγγια καί πυκνά δάση, τῶν ὁποίων οἱ χαμηλοί κλῶνοι τῶν δένδρων τούς ἠνάγκαζον νά σκύβωσι ἐπάνω εἰς τόν λαιμόν τῶν ἀλόγων των διά νά μή κτυπήσωσιν. Εἰς κάποιαν στιγμήν εἷς πολύ χαμηλός κλῶνος ἐκτύπησε τόν Chateaubriand εἰς τό κεφάλι καί ἒπεσεν ἀναίσθητος ἐπί τοῦ ἐδάφους. Καθώς τό ἂλογόν του ἐσυνέχισε τήν πορείαν του, οἱ σύντροφοί του, οἱ ὁποῖοι προηγοῦντο, δέν ἀντελήφθησαν τό συμβάν. Εἰς κάποιαν στιγμήν στρέψαντες τό κεφάλι των καί δέν τόν εἶδον ἐπί τοῦ ἀλόγου του καί ἀντιληφθέντες τό τί εἶχε συμβῆ ἐπέστρεψαν ἀρκετήν ἀπόστασιν καί τόν ηὗρον ἐπί γῆς ἀναίσθητον. Μετά ἀπό πολλάς προσπαθείας εὐτυχῶς τόν συνέφερον, ἂλλως οἱ Ἓλληνες θά ἐχάνομεν προώρως ἓνα μεγάλον Φιλέλληνα, ἡ δέ Γαλλία, ἡ Πατρίς του, ἓνα μεγάλον πολιτικόν, θρησκευόμενον, ἱστορικόν καί φιλόσοφον.
Συνεχίζοντες τήν διαδρομήν των εἰσῆλθον εἰς τό Ὂρος Παρθένιον, ὃπου ἀκολουθήσαντες τήν ὂχθην τοῦ ποταμοῦ Ποταμιᾶ τούς ὡδήγησεν εἰς τήν θάλασσαν τοῦ Ἀργολικοῦ Κόλπου. Ἀπό τήν περιοχήν ἐκείνην ἒβλεπον ἀπέναντί των τήν Ἀκρόπολιν τοῦ Ἂργους, τελείως εἰς τό βάθος πρός τάς Μυκήνας τά βουνά τῆς Κορίνθου, ἐνᾧ εἰς τήν ἂλλην πλευράν τοῦ Ἀργολικοῦ Κόλπου ἒβλεπον τό Ναύπλιον. Διά νά φθάσωσι εἰς τό Ἂργος θά ἐχρειάζοντο ἀκόμη πορείαν τριῶν ὡρῶν. Διῆλθον ἀπό τόν βάλτον τῆς Λέρνης. Ἐκεῖ ὁ ὁδηγός των ἒκανε λάθος εἰς τόν δρόμον καί ηὑρέθησαν νά διέρχωνται ἀπό στενά ἀναχώματα, πού τά ἐχώριζον ἓλη. Ἐνύκτωσε καί αὐτοί ἠγωνίζοντο ἀκόμη μέσα στά ἓλη τῆς Λέρνης, ἐκεῖ ὃπου ὁ Ἡρακλῆς εἶχε σκοτώσει τήν Λερναίαν Ὓδραν ἐκτελῶν τόν 2ον ἆθλόν του. Κάποιαν στιγμήν εἶδον ἓν φῶς καί παραπατοῦντες εἰς τό σκότος καί τά λασπόνερα κατηυθύνθησαν πρός τά ἐκεῖ. Ἦτο ἡ ἀγροικία Ἑλλήνων χωρικῶν. [Κατ’ ἀρχάς τούς ἐξέλαβον διά ληστάς, γρήγορα ὃμως ἐδόθησαν αἱ ἀναγκαῖαι ἐξηγήσεις,] Αὐτοί τούς ἐφιλοξένησαν καί διενυκτέρευσαν ἐκεῖ.
Τήν πρωΐαν τῆς 20ης Αὐγούστου 1806 ἀφίχθησαν εἰς τό Ἂργος, ὃπου ὁ Chateaubriand μᾶς παραθέτει τάς ἐντυπώσεις του διά τήν πόλιν. Ηὗρε τό Ἂργος ὀμορφοτέραν καί ζωηροτέραν πόλιν ἀπό τάς ἂλλας πού ἐπεσκέφθη εἰς Πελοπόννησον. Ἡ τοποθεσία του ἦτο ὑπέροχος ἒχων ἀπό τήν δυτικήν πλευράν τά ὂρη τῆς Ἀρκαδίας καί ἀπό τήν ἀνατολικήν εἰς τό βάθος τά ὑψώματα τῆς Ἐπιδαύρου [καί τῆς Τροιζήνης.]
Εἰς τό Ἂργος ἐπεσκέφθη τά λεγόμενα «λείψανα τοῦ παλατίου τοῦ Ἀγαμέμνονος». Τό Ἂργος ἦτο ἡ πατρίς τοῦ Ἀγαμέμνονος – τοῦ βασιλέως τῶν βασιλέων. Ἦσαν τώρα ἐκεῖ μόνον ὑπολείμματα, ἢτοι κατεστραμμένα μνημεῖα. Εἰς αὐτό συνέβαλον οἱ Ἑνετοί, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν τούς παμπαλαίους λίθους πρός κατασκευήν τοῦ κάστρου τοῦ Παλαμηδίου εἰς τό Ναύπλιον. [Ὁ ἐκπεσμός τῆς πόλεως τοῦ Ἂργους εἶχεν ἢδη ἐπέλθει ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουλιανοῦ. Ἐξ ἂλλου Τόν Μεσαίωνα ἡ τότε κάτοχος τοῦ Ἂργους, μία χήρα Βενετσιάνα, ἐπώλησε τήν πόλιν εἰς τήν Δημοκρατίαν τῆς Βενετίας ἒναντι διά βίου] [ἐτησίου εἰσοδήματος ἐκ 200 δουκάτων καί 500 δουκάτων ἐφ’ ἃπαξ. Τό Συμβόλαιον αὐτό ὠνομάσθη κατά τόν ἱστορικόν Κορονέλι: «Omnia vanitas ! », ἢτοι «τά πάντα ματαιότης».]
Εἰς τό Ἂργος συνηντήθη μέ τόν ἐγκατεστημένον ἐκεῖ Ἰταλόν ἰατρόν Avramiotti. Ἀπό τό σπίτι του, ὁ ἰατρός Avramiotti, τοῦ ἒδειξεν εἰς τό βάθος ἓν ἀκρωτήριον καί τοῦ ἀνέφερεν ὃτι ἐκεῖ ἦτο τό σημεῖον, ὃπου ἡ Κλυταιμνήστρα εἶχε τοποθετήσει τόν σκλάβον, πού θά τῆς ἒδιδε τό σινιάλον τῆς ἀφίξεως τοῦ στόλου τῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν Τροίαν καί τοῦ ὁποίου ἡγεῖτο ὁ Ἀγαμέμνων.
Τήν ἑπομένην, 21ην Αὐγούστου, 1806, ἀφοῦ ἐπῆραν νέα ἂλογα, ἀνεχώρησαν διά τήν Κόρινθον. Καθ’ ὁδόν ἒφθασαν εἰς τά ἐρείπια τῶν Μυκηνῶν, πού ἦσαν περίπου, ὃπως τόν καιρόν τοῦ ἱστορικοῦ Παυσανίου, πρό 2270 ἐτῶν, προτοῦ οἱ Ἀργεῖοι καταστρέψουσι τάς Μυκήνας, ἐπειδή ἐζήλευον τήν δόξαν, πού εἶχον ἀποκτήσει οἱ Μυκηναῖοι κατά τήν ἀρχαιότητα στέλλοντες 40 πολεμιστάς νά ἀποθάνωσι μετά τῶν Σπαρτιατῶν εἰς τάς Θερμοπύλας. Κατηυθύνθησαν εἰς τόν τάφον τοῦ Ἀγαμέμνονος. Ὁ François-René ἀναφέρει ὃτι ὁ Λόρδος Elgin εἶναι αὐτός πού εἶχεν ἀναλάβει τό ἂνοιγμα τοῦ τάφου τοῦ Ἀγαμέμνονος. Ἡ ἀναφορά πού ἐδόθη τότε ἀπό τόν [Λόρδον] Elgin ἦτο, ὃτι ὁ τάφος ἦτο γεμᾶτος χώματα καί οὐδέν ἀρχαῖον ἀντικείμενον ἀνηυρέθη εἰς αὐτόν! (Σημ. ὁμιλητοῦ: Ἐάν εἶναι ποτέ αὐτό δυνατόν! Θά ἒλεγεν ὁ Elgin ποτέ τί ηὗρε καί πῶς ἐξηφάνισε τά εὑρήματά του εἰς τόν τάφον τοῦ Ἀγαμέμνονος; Κτερίσματα εὑρίσκομεν κατά τάς ἀνασκαφάς καί εἰς τούς πλέον ἁπλοῦς τάφους. Πόσον μᾶλλον εἰς τόν τάφον τοῦ βασιλέως τῶν βασιλέων!)
Μετά τόν τάφον τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ Chateaubriand ἐπεσκέφθη τά ἐρείπια τῆς πόλεως τῶν Μυκηνῶν. Ἐντύπωσιν μεγάλην τοῦ ἒκανεν ἡ εἲσοδος τῆς ἀρχαίας πόλεως, ἡ ὁποία ἦτο ἐκτισμένη μέ τεραστίους ὀγκολίθους καί μέ δύο λέοντας κολοσσιαίων διαστάσεων ἒνθεν καί ἒνθεν τῆς πύλης, τῶν ὁποίων αἱ κεφαλαί ἦσαν ἀποκεκομμέναι. Ὁ Chateaubriand ἐκφράζων τόν θαυμασμόν του διά τήν Πύλην τῆς εἰσόδου τῶν Μυκηνῶν ἀναφέρει: «Εἶναι ἀπό αὐτά τά ἒργα, πού οἱ ἱστορικοί Στράβων καί Παυσανίας τά ἀποδίδουσιν εἰς τούς Κύκλωπας». Καί προσθέτει: «Δέν ἒχω ἰδῆ πουθενά, οὒτε κἂν εἰς τήν Αἲγυπτον, ἀρχιτεκτονικήν πλέον ἐπιβλητικήν».
Ἐπίσης παρετήρησεν ὃτι εἰς τήν βάσιν τῆς πύλης ὑπῆρχε μία κρήνη. Ἀμέσως ὁ Chateaubriand ἒκανε τόν συνδυασμόν: Θά ἠδύνατο, γράφει, νά εἶναι ἐκείνη ἡ κρήνη πού κατά τήν Μυθολογίαν ηὗρεν ὁ Περσεύς κάτω ἀπό ἓν μανιτάρι (μύκητα) καί δι’ αὐτό ἒδωσεν ἀπό τό ὂνομα μύκης τήν ὀνομασίαν εἰς τάς Μυκήνας. Διά τήν κρήνην, τόν Περσέα καί τόν μύκητα μᾶς ἀναφέρει ὁ ἱστορικός Παυσανίας.
Προχωροῦντες πρός Κόρινθον εἰς τούς καταξέρους ἀγρούς εἰς ἓν σημεῖον τοῦ ἐδάφους τά βήματα τοῦ ἀλόγου του ἠκούοντο παράξενα καί ὑπόκωφα. Ἀμέσως ὁ Chateaubriand ἐσταμάτησε καί ἐξήτασε τό ἒδαφος. Ἀνεκάλυψε δέ ὃτι ἦτο ὁ θόλος ἑνός τάφου ἀπό κάτω. Γνωρίζων καλῶς ἀπό τόν ἀρχαῖον ἱστορικόν Παυσανίαν, ὃτι ἐντός τῶν Μυκηνῶν ὑπῆρχον οἱ βασιλικοί τάφοι: τοῦ Ἀτρέως, τοῦ Ἀγαμέμνονος, [τοῦ Τηλεδάμου, τοῦ Ευρυμέδοντος,] τοῦ Πέλοπος καί τῆς Ἠλέκτρας καί ὃτι ἡ Κλυταιμνήστρα καί ὁ Αἲγισθος πρός τιμωρίαν των ἐτάφησαν ἐκτός τῆς πόλεως τῶν Μυκηνῶν, ἀμέσως συνέδεσε πάντα ταῦτα καί ἐξέφρασε τήν καλῶς εὐσταθοῦσαν μέχρι σήμερον θέσιν, ὃτι πιθανότατα ὁ ἀνακαλυφθείς ὑπ’ αὐτοῦ τάφος νά εἶναι ἐκεῖνος ἀκριβῶς εἰς τόν ὁποῖον ἐτάφησαν μακράν τῆς πόλεως τῶν Μυκηνῶν ἡ Κλυταιμνήστρα καί ὁ Αἲγισθος.
Συνεχίζοντες τήν πορείαν των πρός τήν Κόρινθον διέκρινον εἰς τό βάθος τό ὓψωμα τοῦ Ἀκροκορίνθου, τοῦ ὁποίου ἡ κορυφή ἦτο «ἐστεφανωμένη μέ μίαν γραμμήν ὀφιοειδῶν τειχῶν». [Καθώς οἱ Τοῦρκοι δέν ἒδιδον πλέον ἀδείας πρός ἐπίσκεψιν τοῦ Ἀκροκορίνθου, εὐτυχῶς] Ὁ René εἶχεν ὃλας τάς πληροφορίας τῶν μνημείων ἀπό τούς ἀρχαίους ἱστορικούς Παυσανίαν εἰς τά «Κορινθιακά» του καί ἀπό τόν Πλούταρχον εἰς τόν βίον τοῦ Ἀράτου. Ὃταν ὁ καιρός εἶναι καθαρός βλέπει τις πέραν ἀπό τήν θάλασσαν τῆς Κορίνθου τόν Παρνασσόν καί τόν Ἐλικῶνα καί κάποιας φοράς τήν Ἀκρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν [μέχρι καί τό Σούνιον.] Εἷς προηγούμενος περιηγητής, ὁ Σπόν (Spon), εἶχε γράψει, ὃτι «αὐτή ἡ θέα εἶναι ἀπό τάς ὀμορφοτέρας εἰς τό παγκόσμιον».
Ὃσον διά τήν Κόρινθον τά μνημεῖά της δέν ὑπῆρχον πλέον. Μόνον δύο κιονόκρανα Κορινθιακοῦ ῥυθμοῦ ἀνεκαλύφθησαν ὑπό τοῦ Γάλλου ἀρχαιολόγου Φουσερώ (Foucherot), τά μοναδικά δείγματα τοῦ ῥυθμοῦ, ὃστις ἐπενοήθη εἰς τήν πόλιν αὐτήν. Ὃμως ὁ de Chateaubriand δέν παραλείπει νά ἀναφερθῇ εἰς τήν πλουσίαν Μυθολογίαν τῆς πόλεως ὡς [καί εἰς διάφορα ἱστορικά γεγονότα, τά ὁποῖα σχετίζονται μέ αὐτήν, ὡς ὁ Ἰάσων, ἡ Μήδεια, ὁ Πήγασος] καί εἰς τούς Ἰσθμίους Ἀγῶνας, τούς ὁποίους ἐθέσπισεν ὁ Θησεύς καί ὓμνησεν ὁ μέγας ποιητής τῆς ἀρχαιότητος Πίνδαρος.
Ἀκολούθως ὁ de Chateaubriand προβαίνει εἰς μίαν ἀνασκόπησιν τῶν περιπετειῶν καί καταστροφῶν, τάς ὁποίας ὑπέστη ἀπό τῆς ἀρχαιότητος ἡ ἀτυχής Κόρινθος. Κατά πρῶτον κατεστράφη πλήρως ἀπό τόν Ῥωμαῖον Στρατηγόν Λούκιον Μούμμιον (Lucius Mummius), ὃστις τό 146 π.Χ. ὡς ἀρχιστράτηγος κατέλαβε τήν Πελοπόννησον. Ὑπῆρξε μεγάλος καταστροφεύς τῆς Κορίνθου θανατώσας καί ὃλους τούς ἂρρενας πολίτας της, ἐνᾧ αἱ γυναῖκες καί τά παιδία ἐπωλήθησαν ὡς σκλάβοι. [Ὃλα τά ἒργα τέχνης καί τά ἀγάλματα ἐστάλησαν εἰς Ῥώμην καί ἡ Κόρινθος κατεκάη ἐκ βάθρων.]
Εἰς τό σημεῖον αὐτό ὁ Chateaubriand ἀναφέρει ἓν ὑπέροχον περιστατικόν πού διεσώθη ὑπό τῶν ἱστορικῶν, ὃταν εἷς νεανίας συλληφθείς κατά τήν καταστροφήν τῆς Κορίνθου καί ἑτοιμοθάνατος ὢν ἀπήγγειλε τούς κάτωθι στίχους τοῦ Ὁμήρου, ἀπό τήν Ὀδύσσειαν Ῥαψωδία Ε, στῖχοι 306-312:
«Εὐτυχισμένοι τρεῖς καί τέσσαρας φοράς οἱ Δαναοί πού εἶχον τήν τύχην
στήν εὐρύχωρην Τροίαν νά χαθῶσι διά τούς Ἀτρείδας.
Κι’ ἐγώ μακάρι ἐκεῖ νά εἶχα τελειώσει,
ἐκεῖ πού θά μέ εὓρισκεν ἡ μοῖρα τοῦ θανάτου,
τήν ἡμέραν ἐκείνην πού Τρῶες
ἀμέτρητοι μέ σημάδευον μέ τά χάλκινά τους δόρατα,
καθώς διά τόν νεκρόν Ἀχιλλέα ἐπολεμοῦσα.
Τότε θά μέ ἐτιμοῦσαν καί μέ τοῦ τάφου τά κτερίσματα
Τό ὂνομά μου οἱ Ἀχαιοί θά τό’ χαν δοξασμένον.
Μά τώρα τό γραφτόν μου
Ἦταν νά γίνω λεία ἑνός ἀνηκούστου θανάτου.
Εἰς τό ἂκουσμα αὐτοῦ τοῦ Ὁμηρικοῦ ἀποσπάσματος ἀπό τό νέον παιδί πολύ συνεκινήθη ὁ Lucius Mummius, ὣστε αὐτός ὁ τόσον σκληρόκαρδος στρατηγός ἐξέσπασεν εἰς κλάματα.
Ὃμως ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ ἒκτισε καί πάλιν τήν Κόρινθον ἐπί ἐποχῆς τοῦ ἱστορικοῦ Στράβωνος. Τήν ἀνοικοδόμησιν τῆς Κορίνθου, ἐσυνέχισε καί ὁ Ἁδριανός. Τήν πόλιν τελειωμένην τήν εἶδε καί περιέγραψεν ὁ ἱστορικός Παυσανίας. Ἡ Κόρινθος κατεστράφη διά δευτέραν φοράν ὑπό τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Βησιγότθων Ἀλαρίχου Α΄ (Alaricus), ὃστις τό 396 μ.Χ. εἰσέβαλεν εἰς τήν Πελοπόννησον καί καταλαβών ταύτην τήν κατέστρεψε τελείως. Μετά κατελήφθη ὑπό τῶν Ἑνετῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπεκατέστησαν τό Ἑξαμίλειον Τεῖχος καί ἀνῳκοδόμησαν καί πάλιν τήν Κόρινθον. Κατελήφθη ὑπό τῶν Τούρκων τῷ 1446 ὑπό τοῦ Μωάμεθ Β΄ καταστρεφομένη καί λεηλατουμένη τελείως διά τρίτην φοράν. Μετά τήν Ἑλληνικήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821, καί πάλιν ἡ Κόρινθος ἒλαβε τήν ὁδόν τῆς νέας ἀνοικοδομήσεως καί προόδου της [καί σήμερον ἒχει ἀποκτήσει μίαν προεξάρχουσαν θέσιν εἰς τήν Ἑλληνικήν Ἐπικράτειαν, ὡς ἁρμόζει εἰς τήν παναρχαίαν Ἱστορίαν τῆς πόλεως αὐτῆς.]
Ἰδιαιτέρως ἀναφέρεται ὁ Chateaubriand εἰς τήν Ῥωμαϊκήν περίοδον τοῦ 1ου μ.Χ. αἰῶνος καί μέ μεγάλην εὐλάβειαν μᾶς ὁμιλεῖ δι’ ἓνα «μυστηριώδη ξένον ἐργάτην», ὡς τόν ἀποκαλεῖ, ὁ ὁποῖος ἐν μέσῳ τῆς περιόδου τῆς Ῥωμαϊκῆς ἀνοικοδομήσεως τῆς Κορίνθου ὑπό τῶν Καισάρων ἐνεφανίσθη εἰς τό παρασκήνιον τῆς πόλεως παρουσιασθείς εἰς τούς Κορινθίους ὡς ὁ «τρίς ῥαβδισθείς, μίαν φοράν λιθοβοληθείς καί τρίς ναυαγήσας, πεποιηκώς ὁδοιπορίας πολλάκις, ἐν κινδύνοις ποταμῶν καί κινδύνοις ληστῶν …. Κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, ἐν κόπῳ καί μόχθῳ … ἐν λιμῷ καί δίψει …. ἐν ψύχει καί γυμνότητι». Αὐτός ὁ παράξενος ἂνθρωπος, ὁ περιφρονημένος ὑπό τῶν ἰσχυρῶν, ἦτο ὁ διδάξας τούς Κορινθίους τόν Χριστιανισμόν, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, ὃστις ἀναφέρει τά ἀνωτέρω εἰς τήν πρός Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολήν Κεφ. 11 Χωρίον 25-27. Τότε ἡ Κόρινθος ἀπέκτησε καί τούς πρώτους Χριστιανούς της, τούς Κρίσπον καί Κάϊον καί τήν οἰκογένειαν Στεφανᾶ.
Τήν 21ην Αὐγούστου, 1806, ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Κόρινθον μέ κατεύθυνσιν τά Μέγαρα. Ἐπέρασαν τά Ὂνεια Ὂρη καί τά Ἑξαμίλια καί ἒφθασαν εἰς τόν Ἰσθμόν. [ὃπου ὁ Chateaubriand ὑπελόγισε τήν ξηράν μεταξύ τοῦ Σαρωνικοῦ καί Κορινθιακοῦ Κόλπου εἰς μόνον πέντε μίλια.] Ἐκοίταζεν ὁ René ἀπό ὑψηλά τήν ὡραίαν θέαν καί τά ἣρεμα νερά τῆς θαλάσσης τῶν δύο κόλπων καί ἐθλίβετο βλέπων τήν τόσην ἐρημίαν καί σιωπήν πού ἐβασίλευε τώρα εἰς τά μέρη αὐτά. Ἐσκέπτετο θλιμμένος πόσον ἂτυχη χώρα ἦτο ἡ Ἑλλάδα τώρα καί πόσον δύστυχοι θά ἒπρεπε νά εἶναι οἱ Ἓλληνες πού τήν κατῲκουν. Τελικῶς ἒφθασαν εἰς τό τελευταῖον τουρκικόν φυλάκιον μεταξύ Πελοποννήσου καί Ἀττικῆς, ὃπου διά νά εἰσέλθῃ κάποιος εἰς αὐτήν ἒπρεπε νά δείξῃ τήν ἂδειαν διελεύσεώς του, πού εἶχεν ὁ Chateaubriand ἐξασφαλίσει ἀπό τόν Πασᾶν εἰς Τριπολιτσάν.
Ἐκεῖ συνέβη ἓν περιστατικόν, τό ὁποῖον πολύ ἀνεστάτωσε τόν Chateaubriand: Εἷς Ἓλλην χωρικός, πού ἢθελε νά περάσῃ εἰς Ἀττικήν, ἀντί νά μείνῃ εἰς τόν δρόμον, ἐν τῇ ἀγνοίᾳ του, ἀνέβη εἰς τό παρακείμενον ὓψωμα διά νά διέλθῃ. Οἱ Τοῦρκοι φρουροί τοῦ ἐφώναξαν νά ἐπιστρέψῃ, αὐτός ὃμως δέν ἢκουε τήν φωνήν των λόγῳ τῆς ἀποστάσεως καί τοῦ ἀέρος πού ἐφυσοῦσε μέ ἀντίθετον φοράν. Τότε ὁ Τοῦρκος διοικητής τοῦ φυλακίου ἐπῆρε τήν καραμπίναν του καί ἐπυροβόλησε τόν χωρικόν, τόν ἐπέτυχε εἰς τά πόδια καί αὐτός ἀπό τό ὓψωμα ἐκατρακύλησε μέχρι κάτω εἰς τόν δρόμον. Τόν ἒφερον οἱ Τοῦρκοι φρουροί πληγωμένον καί γεμᾶτον αἳματα εἰς τόν διοικητήν καί αὐτός ἀπαθής ἀντί νά διατάξῃ νά περιθάλψωσι τόν χωρικόν, διέταξε τούς φρουρούς νά τοῦ δώσωσι καί 50 μαστιγώσεις ἀπό πάνω.
Τόσον πολύ ἐξανέστη τότε, ὁ François-René [de Chateaubriand] δι’ αὐτήν τήν ἀγριότητα τῶν Τούρκων, πού παρ’ ὃλον ὃτι ἐπρόσεχε πολύ τήν στάσιν του ἀπέναντί των, ὣστε νά μή τούς προκαλῇ, ἐσηκώθη πάραυτα, ἐπῆρε τό πάσον του καί μέ τήν συνοδείαν του ἐσυνέχισαν τόν δρόμον των πρός τά Γεράνεια Ὂρη χωρίς οὒτε μίαν φοράν νά γυρίσῃ ὀπίσω νά τούς ξανακυττάξῃ. Τόσον πολύ τούς ἐσυγχάθη.
Ὃταν ἀφίχθησαν εἰς τά Μέγαρα κατέλυσαν εἰς ἓν πανδοχεῖον. Ἦτο περίπου ἡ ὣρα 6 τό ἀπόγευμα καί ὁ Chateaubriand ἀνυπόμονος ὡς πάντοτε ἂφησε τούς συνοδούς του καί αὐτός ἒκανε μίαν ἀναγνώρισιν τῆς πόλεως. Ἐδῶ εὑρίσκει τήν εὐκαιρίαν νά ἀναφέρῃ [εἰς τό Ὁδοιπορικόν του,] ὃτι εἰς τά Μέγαρα ὑπῆρχον κατά τήν ἀρχαιότητα τά ἀγάλματα τῶν 12 μεγάλων θεῶν τῆς Ἀρχαιότητος λαξευμένα ὑπό τοῦ Πραξιτέλους, ὡς καί τοῦ Ὀλυμπίου Διός ὑπό τοῦ Φειδίου. [Ἐπίσης ὑπῆρχον οἱ τάφοι τῆς Ἀλκμήνης καί τῆς Ἰφιγενείας. Ἀκόμη εἰς τά Μέγαρα ὑπῆρχεν ὁ ναός τοῦ Κονίου Διός καί τῆς Νυκτός.] Λέγεται ὃτι τά τείχη τῶν Μεγάρων τά ἒκτισεν ὁ θεός Ἀπόλλων, ἐκεῖ δέ πού εἶχεν ἀφήσει τήν λύραν του ἐπάνω εἰς μίαν μεγάλην πέτραν, αὐτή ἒκτοτε ἒβγαζεν ἓνα μελωδικόν ἦχον μόλις τήν ἐκτύπα ἁπαλά κάποιος μέ ἓν χαλίκι. Ἐξ ἂλλου ὁ μέγας μαθηματικός Εὐκλείδης εἶχεν ἱδρύσει τήν Σχολήν του εἰς τήν πόλιν αὐτήν.
Τήν 22αν Αὐγούστου ἀνεχώρησαν ἀπό τά Μέγαρα, ὃπου καταβαίνοντες τήν κλιτύν τοῦ βουνοῦ πρός τήν Ἐλευσῖνα ἐσταμάτησαν εἰς μίαν πηγήν εἰς τό βάθος τῆς κοιλάδος διά νά ξεκουρασθῶσιν. Ἡ πηγή ἦτο τό Ἂνθιον Φρέαρ τῆς ἀρχαιότητος, ἐκεῖ ὃπου ἡ Δήμητρα κατακουρασμένη ἀπό τήν ἀναζήτησιν τῆς Περσεφόνης εἰς ὃλην τήν γῆν ἐκάθησε διά νά ἀναπαυθῇ. Περί τήν 5ην ἀπογευματινήν ἒφθασαν εἰς τήν Ἐλευσῖνα, ὃπου κατέλυσαν. Πάντοτε ἐρωτῶν τούς ἐντοπίους ὁ de Chateaubriand, ἐκεῖνοι τοῦ ἒδειξαν τό στενόν τῆς θαλάσσης καί τήν νῆσον τῆς Σαλαμῖνος ἀπέναντι, ὃπου εἶχε γίνει ἡ περίφημος ναυμαχία μεταξύ τῶν Ἑλλήνων μέ ἀρχηγόν των τόν Θεμιστοκλῆ ἐναντίον τοῦ στόλου τῶν Περσῶν, ὃπου οἱ Πέρσαι ἡττήθησαν κατά κράτος.
Ὂχι πολύ μακρυά ἀπ’ ὃπου ηὑρίσκοντο ὑπῆρχεν ἂλλοτε ὁ Ναός τῆς Δήμητρος, ὃπου ηὑρέθη ἓν τεράστιον ἂγαλμα τῆς Ἐλευσινίου αὐτῆς θεᾶς. Τό ἂγαλμα αὐτό τό ἐπῆραν οἱ Ἂγγλοι, ὡς τοῦ ἀνέφερον. Ἲσως νά ἐπῆρε καί αὐτό ὁ Elgin! Κατά τόν ἱστορικόν Πλίνιον ὁ Πραξιτέλης εἶχε δημιουργήσει ἐκ μαρμάρου τό ἂγαλμα τῆς θεᾶς Δήμητρος καί ἐκ χαλκοῦ δύο ἀγάλματα τῆς Περσεφόνης. Ὁ Chateaubriand παραθέτει τούς κάτωθι πολύ ὡραίους στίχους διά τήν θεάν Δήμητρα διεσκευασμένους ἀπό τό ἒργον «Ἀθαλία» τοῦ μεγάλου Γάλλου δραματουργοῦ Ῥακίνα:
«Πού στά λουλούδια δίνει τά ὡραῖα χρώματά των,
Πού στούς καρπούς δίνει ζωήν καί γλύκα
Καί τούς μοιράζει ἁρμονικά
Στήν ζεστασιάν τῆς ἡμέρας καί τήν δροσιάν τῆς νύκτας».
Ὁ François-René μετέβη μετά εἰς τήν παραλίαν τῆς Ἐλευσῖνος, ὃπου ἀτενίζων τήν στενήν θάλασσαν καί ἀπέναντι τήν Σαλαμῖνα προβαίνει εἰς κάποιας πολύ δυνατάς παρατηρήσεις. Ἐπί λέξει γράφει: «Ἡ Ἐλευσίς εἶναι, κατά τήν γνώμην μου, ὁ τόπος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ὃστις ἐμπνέει τόν μεγαλύτερον σεβασμόν, ἀφοῦ ἐκεῖ ἐδίδασκον τήν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ καί ἀφοῦ ὁ τόπος αὐτός ἒγινε μάρτυς τῆς μεγαλυτέρας προσπαθείας πού κατέβαλον ποτέ οἱ ἂνθρωποι διά τήν Ἐλευθερίαν». Εἰς τήν Σαλαμῖνα διεξήχθη μία ἀπό τάς πλέον φημισμένας ναυμαχίας τῆς Ἱστορίας τῆς Ἀνθρωπότητος.» (Σημείωσις ὁμιλοῦντος: Ἐφέτος ἡ Ἐλευσίς ἀνεκηρύχθη μία ἐκ τῶν δύο πρωτευουσῶν τῆς Εὐρώπης. [Εἶναι γνωστόν ὃτι ἡ Ἐλευσίς ἒχαιρε πολύ μεγάλης ἐκτιμήσεως ὡς κέντρον θρησκευτικόν καί πολιτιστικόν κατά τήν ἀρχαιότητα, ἀλλά καί σήμερον μεταξύ τῶν λογίων. Τρανή ἀπόδειξις τούτου εἶναι τό γεγονός ὃτι ἐφέτος (2023) ἡ Ἐλευσίς θεωρεῖται ἀπό κοινοῦ μέ τήν Σεβίλλην, ἡ μία ἐκ τῶν δύο πολιτιστικῶν πρωτευουσῶν τῆς Εὐρώπης.)
[Ὁ François-René de Chateaubriand ἀπεγοητεύθη πού ἡ ἂλλοτε σφίζουσα ἀπό ζωήν, ἀπό θρησκευτικάς παρελάσεις καί πομπάς πόλις, τώρα εἰς αὐτήν ἐπεκράτει ἀπόλυτος ἐρημία καί νεκρική ἡσυχία παντοῦ. Καί ἐκεῖ σήμερον ἀπέναντι εἰς τά θαλάσσια στενά τῆς Σαλαμῖνος, ὃπου εἰς τήν ἀρχαιότητα διεξήχθη μία ἀπό τάς πλέον φημισμένας ναυμαχίας τῆς Ἱστορίας τῆς Ἀνθρωπότητος, δέν ἠκούοντο πλέον αἱ πολεμικαί ἰαχαί, ἡ κλαγγή τῶν ὃπλων καί ὁ ἦχος τῶν συγκρουομένων γαλερῶν – εἶχον ἀπό αἰώνων σιγήσει – διηγεῖται ὁ Chateaubriand.]
[Δέν μένει μόνον εἰς αὐτό, ψέγει καί τούς Ἓλληνας, διότι ἐλησμόνησαν τήν ἀρχαίαν Ἱστορίαν των καί ὃσους ἠρώτα δέν εἶχον ἰδέαν ποῖος ἦτο ὁ Θεμιστοκλῆς ὁ ἒνδοξος κατά τήν ἀρχαιότητα μεγάλος στρατιωτικός νοῦς. Καί λέγει ὁ de Chateaubriand: «Κατά πᾶσαν πιθανότητα θά ἢμην ὁ μόνος ἂνθρωπος εἰς τήν Ἑλλάδα, πού ἐνεθυμεῖτο τόν μεγάλον αὐτόν ἂνδρα – τόν Θεμιστοκλῆ». (Σημείωσις ὁμιλοῦντος: Βεβαίως τί ἠδύναντο νά κάνωσιν οἱ καϋμένοι Ἓλληνες ὑποφέροντες ὑπό τόν βάρβαρον Τουρκικόν ζυγόν, ὃστις τούς ἐστέρησε τά πάντα, τά ὁποῖα προσφέρει εἰς τόν ἂνθρωπον ἡ Ἐλευθερία καί κυρίως τήν Παιδείαν; Εὐτυχῶς πού ὑπῆρξε τότε τό Κρυφόν Σχολεῖον ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί εἰς αὐτό πόσα παιδία θά ἠδύναντο νά μορφώσωσιν ἒστω καί στοιχειωδῶς οἱ ὀλίγοι μορφωμένοι ἱερεῖς;)]
Ἀναχωρήσαντες κατά τάς πρωϊνάς ὣρας τῆς 23ης Αὐγούστου, 1806, ἀπό τήν Ἐλευσῖνα πρός τόν μεγάλον προορισμόν των – τάς Ἀθήνας, ἠκολούθησαν τήν Ἱεράν Ὁδόν τῆς ἀρχαιότητος. Εἲχομεν φορέσει ὃλοι τά καλά μας ῥοῦχα, ἀλλ’ οὐδείς, λέγει ὁ Chateaubriand, «θά εἶχεν αἰσθανθῆ τήν μεγάλην συγκίνησιν, ἡ ὁποία τάς ὣρας ἐκείνας μέ διακατεῖχε».
Διήλθομεν ἀπό τό στενόν πέρασμα πού σχηματίζουσι τά ὂρη Πάρνης καί Αἰγάλεω. [Εἶναι κάπου ἐδῶ ὃπου κατά τάς ἑορτάς τῶν Ἐλευσινίων Μυστηρίων οἱ ἂνθρωποι ὓβριζον τούς περαστικούς εἰς ἀνάμνησιν τῆς γρηᾶς, πού ὓβρισε τήν θεάν Δήμητρα!] [Πλησιάζοντες πρός τήν Ἀθήναν, εἰς τό βάθος διέκρινον τήν Μονήν τοῦ Δαφνίου, μίαν τῶν παλαιοτέρων Μονῶν τῆς Ἀττικῆς. Ἡ ἐκκλησία τῆς Μονῆς ἦτο ἐκτισμένη ἐπί τῶν ἐρειπίων τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος.]
Καθώς τό στενόν πέρασμα μεταξύ τῶν δύο βουνῶν ἢρχιζε νά πλαταίνῃ αἲφνης μετά ἀπό μίαν στροφήν ἐφάνη ἐκ τοῦ μακρόθεν ἡ Ἀθήνα! Ἐξεχώριζεν ἡ Ἀκρόπολις φωτιζομένη ἀπό τάς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου. Ἀκολούθως τό φῶς τοῦ ἡλίου περιέλουσε τά κιονόκρανα τῶν Προπυλαίων, τούς κίονας τοῦ Παρθενῶνος καί τόν ναόν τοῦ Ἐρεχθέως. Βορείως καί νοτίως τῆς Ἀκροπόλεως ὑπῆρχον δύο λόφοι – ὁ Ἀγχεσμός καί ὁ λόφος τῶν Μουσῶν καί εἰς τούς πρόποδας τῆς Ἀκροπόλεως ἡπλώνετο ἡ πόλις τῶν Ἀθηνῶν. Ἀπό τούς πρόποδας τοῦ Ἀγχεσμοῦ μέχρι τό Φάληρον ὑπῆρχεν εἷς ὡραιότατος ἐλαιών, ὁ ὁποῖος συμφώνως πρός τήν Μυθολογίαν εἶναι βέβαιον ὃτι θά προῆλθεν ἀπό τήν ἐλαίαν, τήν ὁποίαν πρώτη ἐφύτευσεν εἰς Ἀθήνας ἡ θεά Ἀθηνᾶ. [Ἀνάμεσον τοῦ δάσους τῶν ἐλαιῶν ἐκυλοῦσεν ὁ Ἰλισσός ποταμός, καί μεταξύ τοῦ Ὑμηττοῦ καί τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ὑπῆρχον τά ὑπέροχα μνημεῖά της.]
Μετά ἀπό ἀκόμη ἡμισείας ὣρας πορείαν ἒφθασαν εἰς τάς Ἀθήνας πρό τῆς πύλης τῆς πόλεως. Διερχόμενος ὁ Chateaubriand τήν Πύλην καί ἒμπλεος ἐνθουσιασμοῦ καί συγκινήσεως ἐνεθυμήθη τούς στίχους τοῦ Λουκρητίου, τούς ὁποίους καί ἀπήγγειλε μεγαλοφώνως εἰς τά Λατινικά. Σᾶς τούς παραθέτω ἐν μεταφράσει:
«Ἡ Ἀθήνα, ἡ περίφημη πόλις, ἦταν ἐκείνη πού πρώτη ἒμαθε
τόν θερισμόν, τότε παλαιά, στούς ἂτυχους θνητούς.
Αὐτή τούς χάρισε μίαν καινούριαν ζωήν δίνοντάς τους νόμους:
ἐκείνη εἶναι πού τούς ἐμοίρασε τήν γλυκιάν παρηγοριάν τῆς ζωῆς».
Ὁ René ἀνεζήτησε τήν οἰκίαν τοῦ Γάλλου Προξένου κ. Fauvel (Φωβέλ), ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀρίστας γνώσεις τῶν Ἀθηνῶν, ἀφοῦ ἒμενεν ἢδη ἀπό πολλῶν ἐτῶν εἰς Ἀθήνας. Ἦτο ἐξαίρετος ἀρχαιολόγος καί εἶχεν ἀνασκάψει ἐνδιαφέροντα ἀντικείμενα, ὡς εἰς τήν ἀρχαίαν Ὀλυμπίαν καί τόν Μαραθῶνα, εἰς δέ τόν Πειραιᾶ εἶχεν ἀνακαλύψει τόν τάφον τοῦ μεγάλου ἡγήτορος τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν Περσῶν – τοῦ Θεμιστοκλέους. [«Ὁ κ. Fauvel ἐγνώριζε», λέγει ὁ Chateaubriand, «τήν Ἀθήναν πολύ καλύτερον ἀπό ὃ,τι εἷς Παριζιάνος τό Παρίσι»!]
[Ὁ κ. Fauvel, ἐκτός ἀπό ἂριστος ἀρχαιολόγος ἦτο καί ἐξαίρετος καλλιτέχνης – ἐζωγράφιζε μέ ὑπέροχον τρόπον τά διάφορα τοπία τῆς Ἑλλάδος.] Κατόπιν ἐπιμονῆς τοῦ κ. Fauvel, ὁ Chateaubriand ἐφιλοξενήθη εἰς τήν οἰκίαν του. Ὁ François-René ἦτο κατενθουσιασμένος, διότι τοῦ ἒστρωσαν ἓν στρῶμα ἐκστρατείας εἰς τό ἐργαστήριον τοῦ κ. Fauvel, ἐν τῷ μέσῳ ζωγραφικῶν πινάκων, ἀγαλμάτων καί ἀγαλματιδίων πάσης φύσεως.
Ὃσον διά τήν περιήγησίν του, ὁ René de Chateaubriand ἀναφέρει ὃτι [δέν ἐπιθυμεῖ εἰς αὐτήν νά περιλάβῃ τάς διηγήσεις τῶν τόπων πού εἶχον ἐπισκεφθῆ οἱ πρό αὐτοῦ πολυάριθμοι Γάλλοι, Ἂγγλοι κ.ἂ. περιηγηταί. Ἐάν θά ἢθελε νά μάθῃ τις διά τά ἱερά τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, παραπέμπει εἰς τόν ἀρχαῖον ἱστορικόν Παυσανίαν, ὁ ὁποῖος τά περιγράφει κάλλιστα.] εἰς τό Ὁδοιπορικόν του θέλει νά ἀποτυπώσῃ τά ἰδικά του συναισθήματα καί συγκινήσεις διά τούς τόπους πού ἐπεσκέπτετο.
[Ἐν πρώτοις εὑρίσκει τήν εὐκαιρίαν νά κάνῃ μίαν σύγκρισιν μεταξύ τῆς πρώτης ἐντυπώσεώς του διά τήν Ἑλλάδα μέ ἐκείνην τῶν ἂλλων λαῶν πού ἐπεσκέφθη. Καί λέγει: «Εἰς τήν Ἑλλάδα εἶναι ὃλα ἁβρά, ἢπια καί ἢρεμα, ὃπως εἶναι καί τά γραπτά καί τά μνημεῖα τῶν ἀρχαίων». Φέρει δέ παράδειγμα τήν ὑπέροχον ἀρχιτεκτονικήν τοῦ Παρθενῶνος, διότι, λέγει, «καί ἡ γύρω φύσις ὁδηγεῖ τό πνεῦμα πρός τήν ἁρμονίαν».]
Τέλος Μέρους Δεύτερου
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 10/10/2023 #ODUSSEIA #ODYSSEIA