ο Μωρίς φαν ντερ Μόιτεν διαβεβαιώνει
ανάμεσα σε μάταιες προθέσεις και συνετισμούς των παιδιών του
ότι κατά το ταξίδι στη Ροδεσία της στροφής του νέου έτους
είδε λευκούς σε λινά πουκάμισα με καπέλα παναμά
να καίνε στα ποτάμια
τις μονοετείς γέφυρες από πλεξίδες ξεραμένων ριζών
και νεκρούς βαμμένους με κιμωλία να κυνηγούν ύαινες
γύρω απ’ τον μεγάλο νερόλακκο με την αποφορά της βροχής
όμως στα σταχτιά σοκάκια με τα χαμόσπιτα
από πεπιεσμένη κόκκινη γη
στα πρόθυρα της πρωτεύουσας των ορυχείων
όπου συγχρωτιζόταν επί μήνες τους τυχοδιώκτες
τους λαθροθήρες και τα αυτόκλητα όργανα της τάξης
ή τα γυμνά παιδιά με τις γαλάζιες μύγες
που βγαίναν μαζί με κατσίκες
από κάτι σπηλαιώδεις φάτνες από τενεκέ και κούτες φαρμάκων
ουδέποτε συνάντησε κάποιον ευσεβή ή περίεργο
για τα θαύματα του Σωτήρα που εικονιζόταν στις κάρτες
της ερωμένης του που έστελνε γάντια
απ’ τις Βρυξέλλες, τη Βέρνη ή το Αμβούργο ανταποκρινόμενη
καμιά φορά απερίσκεπτα
στο μοναδικό όπως νόμιζε άξιο πάθος
που υπαγόρευε τις πολυσέλιδες επιστολές του προς τον Θεό
που αποτελούν ήδη αναπόσπαστο μέρος
των παρυφών της βελγικής λογοτεχνίας
στα τέλη της αποικιοκρατίας.
Αλέξιος Μάινας
Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 2.1.2014