Ἐπί τῆς πλακός ἀναγράφεται: (εἰς Ἑλληνικήν μετάφρασιν) «Ἐδῶ κατά τό ἒτος 600 π.Χ. Ἓλληνες ναυτικοί ἒχουν ἀποβιβασθῆ προερχόμενοι ἐκ Φωκαίας, πόλεως Ἑλληνικῆς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἳδρυσαν τήν Μασσαλίαν ἐκ τῆς ὁποίας ἀκτινοβολήθη εἰς τήν Δύσιν ὁ πολιτισμός».
Πρέπει νά σημειωθῆ, ὃτι οἱ Φωκαεῖς – Ἲωνες, μέ τά ἐπιμήκη εὐέλικτα καί ταχύπλοα πλοῖά των ἦσαν δεινοί θαλασσινοί καί διέσχιζον εὐκόλως τάς θαλάσσας τῆς Μεσογείου φθάσαντες ὂχι μόνον μέχρι τῶν ἀκτῶν τῆς νοτίου Γαλατίας ἀλλά καί πολύ πέραν τούτων εἰς τάς ἀκτάς τῆς σημερινῆς Ἰσπανίας διαβάντες καί τά στενά τῶν Στηλῶν τοῦ Ἡρακλέους πρός τάς χώρας, βορείως καί νοτίως τούτων, προβαίνοντες εἰς πλείστας γεωγραφικάς ἀνακαλύψεις. Ὁ Ἡρόδοτος λέγει ὃτι οἱ Φωκαεῖς ἀνεκάλυψαν καί ἐδοκίμασαν νέας ὁδούς ναυσιπλοϊας. Εἶναι ἐπίσης, λέγει ὁ Ἡρόδοτος, «οἱ Ἓλληνες πρῶτοι πού ἐξηρεύνησαν μεθοδικῶς τήν Δυτικήν Μεσόγειον».
Εὑρισκόμενος εἰς τό μέσον τῆς παρούσης μελέτης θά ἢθελον νά σᾶς ξεκουράσω κάπως μέ μίαν ἱστορικήν ἒκπληξιν: Νά ἐνθυμηθῶμεν δι’ ὀλίγον τά αὐτοκίνητα Renault! Εἶμαι βέβαιος, ὃτι θά διερωτᾶσθε τί μοῦ συμβαίνει; Καί ὃμως ἡ Renault ἒχει παρουσιάσει πρό ὀλίγων ἐτῶν ἓν αὐτοκίνητον οἰκογενειακοῦ τουρισμοῦ μέ τήν ὀνομασίαν KOLEOS. Εἶμαι βέβαιος ὃτι καί σεῖς, ὡς καί ὁ ὁμιλῶν κατ’ ἀρχάς, θά διερωτᾶσθε τί σημαίνει αὐτό τό τόσον ἀσυνήθιστον ὂνομα καί ἀπό ποῦ καί πῶς ηὗρεν αὐτήν τήν παράξενον ὀνομασίαν ἡ Renault, ὀνομασίαν πού δυσκόλως μπορεῖ νά ἀναζητήση κάποιος εἰς τά Γαλλικά λεξικά. Καί ὃμως ἡ Ἑταιρεία ἒδωσεν εἰς τό οἰκογενειακόν αὐτό αὐτοκίνητόν της τό ὂνομα ἑνός μεγάλου καί διασήμου Ἓλληνος ἐξερευνητοῦ καί θαλασσοπόρου τῆς ἀρχαιότητος – τοῦ Κωλαίου τοῦ Σαμίου. (Koléos ἢ Kôlaeos). Αὐτός ὁ φημισμένος ἀρχαῖος Ἓλλην θαλασσοπόρος ἀναχωρήσας τῶ 628 π.Χ. ἐκ Σάμου διά τήν Αἲγυπτον, παρασυρθείς παρέπλευσε τάς Ἀφρικανικάς ἀκτάς (λεγομένας εἰς τήν ἀρχαιότητα, Λιβυκάς) φθάσας τελικῶς μέχρι τῶν Στηλῶν τοῦ Ἡρακλέους καί πέραν τούτων ἀκόμη εἰς τήν χώραν τῶν Ταρτησσῶν (Tartéssos), δηλ. εἰς τήν περιοχήν τῶν Γαδείρων, τοῦ σημερινοῦ Cadix εἰς Νότιον Ἰσπανίαν, κάπου ἐκεῖ πού, ὡς εἲδομεν, ὁ Ἡρακλῆς ἣρπασε τάς βόας τοῦ Γηρυόνου. Αὐτόν τόν περίφημον ἀρχαῖον Ἓλληνα θαλασσοπόρον ἠθέλησεν ἡ Renault νά τιμήση δίδουσα τό ὂνομα KOLEOS εἰς τό πολύ ἐπιτυχές αὐτό μοδέλλον τῶν αὐτοκινήτων της οἰκογενειακοῦ τουρισμοῦ ἒχοντος τήν ἱκανότητα νά πηγαίνη εἰς δυσβάτους περιοχάς, ὡς εἷς νέος σύγχρονος Κωλαῖος ἐξερευνητής αὐτός τῆς ξηρᾶς.
Ἂς ἐπανέλθωμεν ὃμως καί πάλιν εἰς τήν ἀρχαίαν Γαλατίαν ἀναφέροντες καί ἂλλα πολύ ἐνδιαφέροντα γεγονότα:
Ἡ σύζευξις τῶν γυναικῶν τῆς Γαλατίας μέ τούς πρώτους Ἓλληνας ναυτικούς, διατυπώνεται εἰς ἓνα ὑπέροχον Γαλλικόν μῦθον – τοῦ γάμου τῆς θυγατρός τοῦ Γαλάτου βασιλέως Nann, τοῦ ὁποίου ἡ θυγάτηρ ὠνομάζετο Γύπτις (-ιδος) (Gyptis) μετά τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Ἑλλήνων ναυτικῶν, πού ἀφίχθησαν εἰς τόν κόλπον τῆς Μασσαλίας, τοῦ Πρώτιδος (Prôtis). Τήν ἡμέραν ἀκριβῶς πού ἠγκυροβόλησε τῶ 600 π.Χ. τό πλοῖον τῶν Ἑλλήνων εἰς τάς ἐκβολάς τοῦ Ροδανοῦ ἐπρόκειτο νά δώση ὁ Βασιλεύς Nann τήν θυγατέρα του εἰς γάμον. Συμφώνως πρός τό ἐπικρατοῦν ἒθιμον ἡ ἐπιλογή τοῦ συζύγου ἐγίνετο ὑπό τῆς κόρης εἰς μίαν ὡραίαν τελετήν καί θά ἒπρεπε νά ἐπιλέξη αὓτη τόν ἐκλεκτόν της μεταξύ τῶν ἢδη καλῶς ἐπιλεγμένων ἐκ τῶν προτέρων ὑπό τοῦ Βασιλέως ὑποψηφίων γαμβρῶν. Ἀπό ἁβρότητα ὁ Βασιλεύς Nann ἐκάλεσε καί τόν Πρώτιδα, τόν ἀρχηγόν τῶν Ἑλλήνων ναυτικῶν, ὃπως παρακολουθήση τήν τελετήν.
Εἰς τήν δεδομένην στιγμήν, μετά τό παρασχεθέν ἐντυπωσιακόν δεῖπνον, παρουσιάζεται ἡ Γύπτις, ἡ ὁποία μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης δέν ἐγνώριζε τούς ὑποψηφίους μνηστῆράς της, κρατοῦσα εἰς τήν χεῖρά της κύπελλον καί παιρνῶσα ἒμπροσθεν τῶν ὑποψηφίων γαμβρῶν. Φθάνουσα πρό τοῦ Πρώτιδος καί ἐντυπωσιασθεῖσα μεγάλως ἀπό αὐτόν, ἐστάθη ἐνώπιόν του καί προέτεινε τό κύπελλον εἰς τόν Πρώτιδα, δεικνύουσα κατά τό ἒθιμον, ὃτι αὐτός ἦτο ἡ ἐπιλογή της. Ὁ Πρῶτις ἒλαβε τοῦτο ἀπό τάς χεῖρας τῆς Γύπτιδος καί ἒπιεν ἀπό αὐτό ἀποδεχόμενος ἒτσι τήν ἐπιλογήν τῆς Γύπτιδος πρός αὐτόν. Ὁ Βασιλεύς Nann ἐθεώρησε τήν ἂφιξιν τῶν ξένων Ἑλλήνων τήν ἡμέραν ἐκείνην ὡς καί τήν ἐκλογήν τοῦ Πρώτιδος ὑπό τῆς θυγατρός του ὡς θεϊκόν οἰωνόν καί ἒδωσεν ἀμέσως τήν συγκατάθεσίν του διά τόν γάμον. Ὡς προῖκαν δέ ἒδωσεν εἰς τό ζεῦγος ὃλην τήν γύρω περιοχήν ὃπου προσήγγισε τό καράβι τῶν Ἑλλήνων, ἢτοι τήν περιοχήν τῆς Μασσαλίας. Ὡς ἀναφέρει ὁ Γερμανός ἀρχαιολόγος Furtwängler κατά τό 2ον τέταρτον τοῦ 5ου αἰῶνος π.Χ. ἐκόπησαν καί νομίσματα πρός τιμήν τοῦ Πρώτιδος φέροντος εἰς τήν κεφαλήν κράνος.
Λόγω τοῦ δραστηρίου ἐποικισμοῦ τῆς νοτίου Γαλλίας ὑπό τῶν Ἑλλήνων καί τοῦ ἀναπτυχθέντος ἐντόνου ἐμπορίου ἢρχισαν οἱ Ἓλληνες κατά φυσικόν τρόπον νά διδάσκωσι τούς Κέλτας τήν Ἑλληνικήν Γλῶσσαν καί Γραφήν καί νά τούς ἐκπολιτίζωσι καί ἒτσι ἒχομεν τήν πρώτην γραφήν τῶν Κελτῶν εἰς τήν Ἑλληνικήν. Ἒχουσιν ἀναγνωσθῆ ἑλληνικά γράμματα, λέξεις καί ἐπιγραφαί ἐπί ἀνευρεθέντων ἀγγείων καί νομισμάτων τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, πού ἀπεικόνιζον μέ χαρακτῆρας Ἑλληνικούς καί γράμματα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου κάποιους μύθους τῶν Κελτῶν. Ἒτσι ἡ Ἑλληνική ὑπῆρξεν ἡ πρώτη πολιτισμένη Γλῶσσα τῆς Γαλλίας, ὡς ἀναφέρεται τοῦτο καί εἰς τό βραβευθέν ὑπό τῆς Γαλλικῆς Ἀκαδημίας βιβλίον τοῦ Xavier de Planhol « Géographie Historique de la France ».
Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ περίπτωσις τῆς πόλεως Entremont (Λατ. Intermontes). Ἡ λέξις σημαίνει «μεταξύ τῶν ὀρέων», ἢτοι ἡ πόλις Μεσαορία, θά ἠδυνάμεθα νά τήν ὀνομάσωμεν σήμερον. Ἡ Entremont ἀπεῖχε κάπου 30 χλμ. ἀπό τήν σημερινήν Aix-en-Provence. Οἱ Κελτο-Λίγυρες κάτοικοί της ἦσαν πολύ φιλικοί πρός τούς Φωκαεῖς καί ἂφηναν τά ἐμπορεύματα καί τάς ἐφοδιοπομπάς τῶν τελευταίων νά διέρχωνται διά τοῦ ἐδάφους των. Σημειωτέον ὃτι ἐχρησιμοποίουν τά νομίσματα τῶν παρακτίων Ἑλληνικῶν πόλεων τῆς Νοτίου Γαλλίας, τό Ἑλληνικόν ἀλφάβητον καί ἒπινον εὐχαρίστως τόν Ἑλληνικόν οἶνον πού ἒφερον εἰς Μασσαλίαν οἱ Φωκαεῖς μέ τά πλοῖά των.
Ἐνὧ δέ οἱ Μυκηναῖοι καί Θεσσαλοί ἒδωσαν πρῶτοι τήν ὢθησιν πρός δημιουργίαν τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, ἐγκατασταθέντες εἰς τάς ἀκτάς τῆς Τυρρηνικῆς (δηλ. Ἰταλικῆς) Χερσονήσου, οἱ Φωκαεῖς ἳδρυσαν κυρίως τάς παραθαλασσίους ἀποικίας των πέραν τῆς Ἰταλίας, εἰς τάς νοτίους ἀκτάς τῆς Γαλατίας, καί εἰς τήν Ἰβηρικήν Χερσόνησον. Ὡς μᾶς λέγει ὁ Ἡρόδοτος οἱ Φωκαεῖς ἐταξείδευον μέ πλοῖα τῶν 50 κουπιῶν. Ἒτσι εἶχον ἐξόχως ταχύπλοα πλοῖα καί ἠδύναντο νά ἀποφεύγωσι τούς Ἐτρούσκους εἰς τήν Β. Ἰταλίαν καί τούς ἀνταγωνιστάς τῶν Ἑλλήνων, τούς Φοίνικας, πού ἐξώρμων ἀπό τάς ἀποικίας των ἐπί τῆς Ἀφρικανικῆς ἀκτῆς, ὡς ἡ Καρχηδών, κατά τῶν διερχομένων Ἑλλήνων ναυτικῶν. Αὐτός ἀκριβῶς ἦτο καί εἷς τῶν βασικῶν λόγων πού οἱ Ἓλληνες ἐπροτίμων νά ἀποικίζωσι τάς βορείους ἀκτάς τῆς Μεσογείου, ὡς τάς Ἰταλικάς, Γαλατικάς καί Ἰβηρικάς ἀκτάς ἀποφεύγοντες τάς Ἀφρικανικάς ἢ Λιβυκάς, ὡς ἐλέγοντο τότε.
Ἂς ἀναφερθῶμεν ἐν τάχει εἰς μερικάς ἀπό αὐτάς τάς ἀποικίας τάς σχετιζομένας μέ τήν Γαλλίαν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ χώρα, ἡ ὁποία μᾶς ἐνδιαφέρει ἰδιαιτέρως εἰς τήν παροῦσαν μελέτην, καί τάς ὁποίας ἐδημιούργησαν οἱ Ἲωνες – Φωκαεῖς εἰς τάς θαλασσίας ὁδούς τάς ὁποίας διήνοιγον. Ἀρχίζοντες ἀπό τήν Μασσαλίαν θά πρέπη νά ἀναφέρωμεν ὃτι εἰς τό ὓψωμα, τό ὁποῖον ἐδέσποζε τῆς πόλεως οἱ Φωκαεῖς ἒκτισαν δύο ἱερά, τά ὁποῖα ἀφιέρωσαν εἰς τήν Ἂρτεμιν καί τόν Ἀπόλλωνα, ὃστις ἐλατρεύετο καί ὡς προστάτης τῶν Ἀποικιῶν. Ἐπί λέξει ὁ ἱστορικός Στράβων λέγει: «Κτίσμα δ’ ἐστί Φωκαιέων ἡ Μασσαλία, κεῖται δέ ἐπί χωρίου πετρώδους: ὑποπέπτωκε δέ αὐτῆς ὁ λιμήν θεατροειδεῖ πέτρα, βλεπούση πρός νότον. Τετείχισται δέ καί αὐτή καλῶς καί ἡ πόλις σύμπασα, μέγεθος ἒχουσα ἀξιόλογον. Ἐν δέ τῆ ἂκρα τό Ἐφέσιον (δηλ. εἰς τήν ἀκρόπολιν ὁ ναός τῆς Ἀρτέμιδος) ἳδρυται καί τό τοῦ Δελφινίου Ἀπόλλωνος ἱερόν». Τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος σώζονται περί τάς 40 στήλας, ὃπου ἡ θεά παρουσιάζεται μέ ἓνα λεοντιδέα ἐπί τῶν γονάτων, ὡς ἀκριβῶς εἰς τόν ναόν της εἰς τήν πατρώαν γῆν τῶν Ἰώνων εἰς Μικράν Ἀσίαν. Ὡς ἐπίσης ἀναφέρει ὁ Στράβων πλησίον τῶν ναῶν ὑπῆρχε καί στάδιον. Ἡ ἀρχιτεκτονική τῆς Μασσαλίας ἦτο εἰς οἰκιστικά τετράγωνα ἐπί τῆ βάσει τῆς Ἰωνικῆς ἀρχιτεκτονικῆς.
Θά πρέπη νά σημειωθῆ ὃτι εἶναι οἱ ἀρχαῖοι Φωκαεῖς θαλασσινοί πού ἒφερον εἰς τήν Μασσαλίαν τό μέχρι σήμερον περίφημον σπεσιαλιτέ της, τήν ψαρόσουπαν Bouillabaisse (Μπουϊγιαμπές), πού ἦτο τό βασικόν ἒδεσμα τῶν κατοίκων τοῦ Αἰγαίου, ἢτοι σιγοβραζόμενα εἰς τόν ζωμόν των τεμάχια ἀπό ψάρια εἰς τά ὁποῖα προσετίθεντο καί ἂλλα καρυκεύματα καί ἀρωματικά πρός τό εὐγεστώτερον. Καί κάτι ἂλλον ἐπίσης πολύ ἐνδιαφέρον. Τό ἒμβλημα τῆς ἀρχαίας Φωκαίας καθώς πιστοποιοῦσι ἀνάγλυφα εὑρήματα εἰς Μικράν Ἀσίαν ἦτο ὁ κόκκορας. Εἶναι φανερόν ὃτι καί ὁ περίφημος Γαλλικός κόκκορας, le coq Gaulois, τό ἒβλημα τῶν σημερινῶν Γάλλων, ἓλκει καί αὐτός τήν καταγωγήν του ἀπό τήν ἀρχαίαν Ἑλλάδα.
Ἐπί πλέον οἱ Φωκαεῖς μέ τό ἐμπόριόν των ἒφερον εἰς τούς τότε μή ἀνεπτυγμένους Κέλτας ἐμπορεύματα ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τήν ἀνατολικήν Μεσόγειον, ὡς κατεσκευασμένα προϊόντα, κοσμήματα, ἃλας, ἀλλά καί τόν περίφημον Ἑλληνικόν οἶνον, διότι ὁ Ἑλληνικός οἶνος ἢρεσεν ἰδιαιτέρως εἰς τούς Κέλτας. Ἡ οἰνοποσία τῶν Κελτῶν ἦτο παροιμιώδης. Ὁ Διόδωρος ὁ Σικέλιος εἰς τήν Ἱστορίαν του, χρονολογουμένη μεταξύ τοῦ 60 – 30 π.Χ., ἀναφέρεται εἰς τήν «φιλοινίαν» τῶν Κελτῶν. Μάλιστα οἱ Κέλται ἀγορασταί τοῦ οἲνου, ὡς λέγει καί πάλιν ὁ Διόδωρος ὁ Σικέλιος, ἒφθασαν τότε εἰς τό σημεῖον διά νά ἀποκτήσωσι τόν οἶνον νά κάμνωσιν ἀνταλλαγήν τούτου μέ τόν δοῦλόν των! Εἶναι ἐπίσης γνωστόν ὃτι εἶναι οἱ Ἓλληνες Φωκαεῖς, οἱ ὁποῖοι ἒφερον τήν ἀμπελοκαλλιέργειαν εἰς τούς Κέλτας καί τήν Γαλατίαν καί γενικώτερον εἰς τήν Δύσιν. Ταὐτοχρόνως τούς ἒφερον τήν ἐλαίαν, τήν κυπάρισσον, τήν συκῆν, τήν ἂκανθον, τήν ῥοδιάν ὡς καί ἂλλα δένδρα καί φυτά καί βεβαίως Ἑλληνικάς τοπικάς συνηθείας. Ἀπό δέ τήν Μασσαλίαν διαμετεκόμιζον, ὡς εἲδομεν ἢδη, τόν περιζήτητον Κασσίτερον εἰς τήν Ἑλλάδα.
Ἂλλη ἱδρυθεῖσα ἀποικία ὑπό τῶν Φωκαέων ἦτο εἰς τάς νότιους ἀκτάς τῆς Γαλλίας, τήν σημερινήν Κυανῆν Ἀκτήν, ἡ πόλις Ὀλβία, πού ἐθεωρεῖτο ὡς ἰδεώδης τοποθεσία πρός προστασίαν τῶν πλοίων ὑπό τάς πλέον ἀντιξόους καιρικάς συνθήκας. Μία ἂλλη ἀποικία ἐπίσης καθ’ ὁδόν πρός τήν Μασσαλίαν ἦτο ἡ Ἀντίπολις, ἡ σημερινή Antibes, ἱδρυθεῖσα περί τῶ 340 π.Χ.. Ἀντίπολις ἐσήμαινε τήν πόλιν ἒναντι, δηλ. ἒναντι μιᾶς ἂλλης Ἑλληνικῆς ἀποικίας, τῆς Νικαίας (Nice), εἰς τόν ὑπάρχοντα κόλπον. Ἐξ ἂλλου εἰς τήν Antibes (Ἀντίπολιν), ὡς ἀναφέρει ὁ ἀρχαιολόγος Antoine Hermary, ἀνηυρέθη καί ἐκτίθεται εἰς τό Μουσεῖόν της καί ἓν ἀγαλματίδιον παριστάνον γυναικείαν κεφαλήν Κυπριακῆς τέχνης – τό μόνον Κυπριακόν εὓρημα μέχρι σήμερον εἰς νότιον Γαλλίαν. Τό ἀγαλματίδιον προέρχεται ἀπό τό Ἰδάλιον. Ἂς σημειωθῆ ὃτι εἰς τά νότια τῆς Σαρδηνίας εἰς τήν θαλασσίαν περιοχήν τῆς πρωτευούσης Cagliari ἒχει ἐντοπισθῆ ἀρχαῖον ναυάγιον, τό ὁποῖον ὁ ἀρχαιολόγος – ἐρευνητής Roberto Bosi ἐπιμένει ὃτι εἶναι Κυπριακόν πλοῖον, ἀφοῦ τοῦτο ἒχει ὃλα τά χαρακτηριστικά τῆς ἀρχαίας Κυπριακῆς ναυπηγικῆς. Ἂλλαι παράλιοι ἀποικίαι ἦσαν τό Μόνοικον, τό σημερινόν Monaco, ἡ Κιθαριστή (Cithariste), ἡ Ἀγαθή (Agde), ἡ Ταυρίς, ἡ Φώκαια (Phos), ἡ Ἀθηνόπολις (πού θεωρεῖται τό σημερινόν Saint-Tropez) κ.ἂ. Ἐξ ἂλλου εἶναι οἱ Φωκαεῖς, οἱ ὁποῖοι ἒδωσαν τήν ὀνομασίαν τοῦ ποταμοῦ Ροδανοῦ (Rhône) καί ἳδρυσαν πλησίον τῶν ἐκβολῶν του τήν πόλιν Ροδανουσίαν.
Μία ἂλλη πολύ ἐνδιαφέρουσα ἀποικία τῶν Φωκαέων εἶναι ἡ ἱδρυθεῖσα εἰς τήν Κορσικήν – εἰς τό μέσον τῶν ἀνατολικῶν ἀκτῶν τῆς μεγαλονήσου – ἡ πόλις Ἀλαλία ἱδρυθεῖσα τῶ 570 π.Χ. καί τήν ὁποίαν μετωνόμασαν ἀργότερον οἱ Ρωμαῖοι εἰς Aléria. Ἂς σημειωθῆ ὃτι τό ἀρχαῖον ὂνομα τῆς Κορσικῆς (Γαλλ. Corse) ἦτο Κύρνος (Kyrnos) (Ἰταλ. Cirno), δηλ. εἶχε τό ὂνομα ἑνός τῶν τέκνων τοῦ Ἡρακλέους. Ἐπειδή ὃμως οἱ ἒναντι τῆς Κορσικῆς εἰς τήν κυρίως Ἰταλίαν Ἐτροῦσκοι ἦσαν πολύ ἐχθρικοί καί ἐπιθετικοί πρός τούς διερχομένους θαλασσινούς πού ἐπεζήτουν εἰς τόν λιμένα τῆς Ἀλαλίας τόν ἀνεφοδιασμόν των ἢ τήν προστασίαν ἀπό τάς καταιγίδας, κατόπιν συνεχῶν ἐχθροπραξιῶν τῶν Ἐτρούσκων μέ τούς Φωκαεῖς τῆς Ἀλαλίας, οἱ τελευταῖοι σταδιακῶς κατά τό μεγαλύτερον μέρος των ἐγκατέλειψαν τήν πόλιν κατευθυνθέντες νοτίως, κατ’ ἀρχάς μέν πρός τό Ρήγιον, σημερινόν Reggio, ἒναντι τῆς Μεσσήνης, μετέπειτα δέ κατηυθύνθησαν βορειότερον εἰς τάς δυτικάς ἀκτάς τῆς Ἰταλίας ἱδρύσαντες τήν πόλιν Ἐλέαν (Λατ. Velia), εὑρισκομένην νοτίως τῆς Ποσειδωνίας, τοῦ μετέπειτα Ρωμαϊκοῦ Paestum. Τήν Ἐλέαν ἀνέπτυξαν οἱ Φωκαεῖς ἂποικοί της εἰς μέγιστον βαθμόν κατά τήν ἀρχαιότητα, ἡ δέ Ἐλεατική φιλοσοφική σχολή της ὑπῆρξε διάσημος τόσον εἰς τήν κυρίως ὃσον καί εἰς τήν Μεγάλην Ἑλλάδα. Εἰς αὐτήν ἐδίδαξαν οἱ πολύ γνωστοί ἀρχαῖοι φιλόσοφοι Ξενοφάνης, Παρμενίδης καί Ζήνων ὁ Ἐλεάτης.
Ὃμως οἱ ἐγκατασταθέντες εἰς Μασσαλίαν Φωκαεῖς δέν ἐλησμόνησαν τήν μεγάλην ἀγάπην των πρός τήν θαλασσοπορίαν τῶν προγόνων των. Πάντοτε ἐμφοροῦντο ἀπό τό ἒμφυτον εἰς αὐτούς πνεῦμα τῆς περιπετείας, τό ὁποῖον τούς ἐνέπνεε καί ὢθει διαρκῶς εἰς τάς ἐξερευνήσεις των. Ἒχομεν λοιπόν διαπρέψαντας Ἓλληνας θαλασσοπόρους μεταξύ τῶν ἀποίκων τῆς Νοτίου Γαλατίας.
Εἷς περίφημος Ἓλλην θαλασσοπόρος ἦτο ὁ Πυθέας ὁ Μασσαλιώτης, ὁ ὁποῖος ἐπροχώρησε νά ἐξερευνήση διά θαλάσσης τάς βορειοτέρας χώρας τῆς Εὐρώπης καί πλέον συγκεκριμένως κατηυθύνθη ἀρχικῶς πρός τάς πηγάς τοῦ περιζητήτου μετάλλου τῆς ἐποχῆς, τοῦ κασσιτέρου (γαλλιστί étain, Ἀγγλιστί tin). Ὁ περίπλους τοῦ Πυθέου τοῦ Μασσαλιώτου ἢρχισε περί τῶ 324 π.Χ. κατά τήν ἐποχήν τῆς ἀκμῆς τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί 8 ἒτη μετά τήν κατάληψιν ὑπ’ αὐτοῦ τῆς Φοινικικῆς πόλεως Τύρου, τόν Αὒγουστον τοῦ 332 π.Χ. Ἀξιοσημείωτος εἶναι ἡ παρατήρησις καί ἀπόλυτος βεβαιότης τήν ὁποίαν διατυπώνει ὁ Γάλλος ἱστορικός Xavier de Planhol, ὃτι ὁ Πυθέας ὁ Μασσαλιώτης προέβη εἰς αὐτό τό ταξείδιον ἐν γνώσει καί κατόπιν προτροπῆς τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τοῦ ὁποίου ὁ σκοπός ἦτο νά ἐξασθενήση ἐμπορικῶς καί οἰκονομικῶς περαιτέρω τούς Φοίνικας καί τήν μεγάλην ἀποικίαν των εἰς τήν Δυτικήν Μεσόγειον, τήν Καρχηδόνα, καθώς ἀπετέλουν ἀνταγωνιστάς τῶν Ἑλλήνων εἰς τό ἐμπόριον. Νά μή λησμονῶμεν ὃτι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἐνὧ ἦτο πολύ ἱπποτικός πρός ὃλους τούς κατακτωμένους ὑπ’ αὐτοῦ λαούς καί πόλεις, ὃμως πρός τούς Φοίνικας τῆς Τύρου ὑπῆρξεν ὑπερβολικά σκληρός καταστρέψας τελείως τήν πόλιν των. Ἲσως δέ καί ὡς τιμωρίαν των διά τήν λυσσαλέαν ἀντίστασιν πού τοῦ προέταξαν.
Τό θαλάσσιον ταξείδιον τοῦ Πυθέου πρός τάς χώρας τοῦ Κασσιτέρου περνᾶ ἀπό τάς ἀνατολικάς Ἰβηρικάς ἀκτάς καί τάς ἐπίσης ἐκεῖ Ἑλληνικάς ἀποικίας τῶν Φωκαέων Ρόδας (Rosas), Ἐμπόριον ἢ Ἐμπορίαν (Ampurias σήμερον) καί Ἡμεροσκόπιον (Héméroscopion, τό σημερινόν Alicante), τήν ἒξοδον εἰς τόν Ἀτλαντικόν εἰς τάς Στήλας τοῦ Ἡρακλέους καί τήν Κάλπην (τό σημερινόν Γιβραλτάρ) καί μετά τόν πλοῦν του πρός βορρᾶν πρός τά Γάδειρα (Cadix), τό Ἱερόν Ἂκρον (τό σημερινόν Ἀκρωτήριον Cap de Saint Vincent). Συνεχίζων βορείως ἀντελήφθη καλύτερον τήν ὢθησιν τοῦ «θαλασσίου ποταμοῦ» ἢ ἂλλως τοῦ «χλιαροῦ ρεύματος», ὡς τά περιγράφει εἰς τά βιβλία του, δηλ. τοῦ θερμοῦ Ρεύματος τοῦ Κόλπου τοῦ Μεξικοῦ, ὃπου καί διετύπωσε τήν θέσιν, ὃτι ἡ εἲσοδος εἰς τήν Μεσόγειον εἶναι εὐκολωτέρα παρά ἡ ἒξοδος ἀπό αὐτήν.
Ἐξακολουθῶν τόν περίπλουν του ὁ Πυθέας ὁ Μασσαλιώτης φθάνει εἰς τήν Βρετάνην ἢ Ἀρμορικήν χερσόνησον, ὃπου ἐπίσης ἐξωρύσσετο ὁ κασσίτερος. Εἰσπλεύσας εἰς τόν ὃρμον τῆς Βρέστης παρέμεινεν ἱκανόν χρόνον μεταφέρων εἰς τήν Β.Δ. Γαλατίαν καί ἀφήνων ἐκεῖ ἐπιδράσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἐνὧ ταυτοχρόνως ἐμελέτησε τάς χρησιμοποιουμένας μεθόδους ἐξορύξεως τοῦ περιζητήτου μετάλλου.
Ἀπό τήν Βρέστην ἀπέπλευσε πρός τήν κατ’ ἐξοχήν Κασσιτερίδα Χώραν καί Νήσους, δηλ. πρός τήν Κορνουάλην τῆς Ἀλβιῶνος. Οἱ κάτοικοι τῆς Κορνουάλης, ὡς μᾶς ἀναφέρει ὁ Διόδωρος ὁ Σικέλιος, ἦσαν πολύ φιλόξενοι καί ἐξημερωμένοι λόγω τῆς συνεχοῦς ἐπαφῆς των μέ τούς ἐμπόρους τοῦ κασσιτέρου. Μετά τήν μελέτην ἐκεῖ τῆς ἐξορύξεως τοῦ μετάλλου ὁ Πυθέας προσήγγισε τήν νῆσον Ἲκτιν (σημερινήν Isle of Wight), ἡ ὁποία ἦτο τό ἐμπορικόν κέντρον διά τήν ἀγοράν καί πώλησιν τοῦ μετάλλου. Προχωρήσας πρός τό Ν.Α. ἂκρον τῆς Ἀλβιῶνος, ὃπου αἱ ἐκβολαί τοῦ Ταμέσεως ποταμοῦ, συνήντησε μεγάλας παλιρροίας καί θαλασσοταραχάς, ὃμως δέν ἐδειλίασεν. Καθώς ἐπληροφορήθη ὃτι ἀνατολικώτερον πρός τάς Γερμανικάς ἀκτάς ὑπῆρχε καί ἓν ἂλλο σπουδαῖον πολύ ἐνδιαφέρον ὀρυκτόν, τό ἢλεκτρον (κοινῶς κεχριμπάρι, ambre Γαλλιστί), ἒβαλε πλώρην ἐν μέσω μεγάλων κυμάτων καί θαλασσοταραχῶν διά νά φθάση εἰς τήν χώραν, ὃπου εἰς τάς ἀκτάς της ἐξεβράζετο ὑπό τῆς θαλάσσης τό πολύτιμον αὐτό ὀρυκτόν. Ἡ περιοχή πού ἒφθασε κατά πρῶτον ἦτο ἡ Ἑλιγολάνδη, καί μετά κατηυθύνθη πρός τάς Βορειογερμανικάς ἀκτάς εἰς τήν Ρουανίαν (σήμερον προφανῶς τήν ὀνομαζομένην Ρηνανίαν). Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς αὐτῆς ὠνομάζοντο Γκούτωνες (ἐξ οὗ τό ὂνομα Τεύτονες, ὡς λέγουσιν οἱ ἱστορικοί).
Ὁ μεγάλος αὐτός Ἓλλην Μασσαλιώτης θαλασσοπόρος δέν ἠρκέσθη ὃμως μέχρις ἐδῶ! Ἐσυνέχισε περαιτέρω τό ταξείδιον του πρός τήν, ὡς ἀναφέρει, μεγάλην «νῆσον» Βαλτίαν (τήν σημερινήν Βαλτικήν) καί προσωρμίσθη εἰς τήν Νοτιοδυτικήν Νορβηγίαν εἰς τό σημερινόν Stavanger. Ἀνεφοδιασθείς ἐσυνέχισε καί πάλιν τό ταξείδιόν του πρός βορράν πρός ἐξερεύνησιν τοῦ βορείου τμήματος τῆς Νορβηγίας φθάσας εἰς τήν μυθικήν περιοχήν, τήν νῆσον Θούλην, ὡς ἀναφέρει, καί ἡ ὁποία ἀπεῖχε μόνον μιᾶς ἡμέρας πλοῦν ἀπό τήν «πεπηγυῖαν θάλασσαν», δηλ. τήν παγωμένην θάλασσαν, (ἀπό τό ρῆμα πήγνυμι)– τήν βορειοτέραν περιοχήν τοῦ πλανήτου μας, πού μετέπειτα ὁ Πτολεμαῖος ὠνόμασεν Ἀρκτικήν! Δέν γνωρίζομεν ποῖος τόπος ἀκριβῶς ἦτο ἡ Θούλη. Κατ’ ἂλλους μέν αἱ Νῆσοι Svalbard κατ’ ἂλλους δέ ἡ Ἰσλανδία ἢ αἱ Νῆσοι Φέροου, ἢ ἀκόμη αἱ νῆσοι Shetland. Ὃμως αἱ τρεῖς τελευταῖαι ὑποθέσεις εἶναι πολύ ἀδύνατοι καθ’ ὃτι ἡ ἀπόστασίς των εἶναι πολύ μεγαλυτέρα ἀπό τούς αἰωνίους πάγους, πού ἀπό τήν Θούλην τοῦ Πυθέου ἀπεῖχον μόνον μιᾶς ἡμέρας πλοῦν.
Λαβών ὁ Πυθέας τόν δρόμον τῆς ἐπιστροφῆς ἒφθασε δυτικῶς εἰς Σκωτίαν περιπλεύσας τήν Β. καί Β.Δ. περιοχήν ταύτης, τήν ὀνομαζομένην Καληδονίαν, καί πλέων νοτιώτερον ἒφθασεν εἰς τήν μεγαλόνησον Ἰέρνην (τήν σημερινήν Ἰρλανδίαν, ὡς ἀνεφέρθη ἢδη), καί ἀπ’ ἐκεῖ ἀκολουθῶν τήν γνωστήν πορείαν ἐπέστρεψε εἰς τήν Μασσαλίαν, ὃπου συνέγραψε τά συγγράμματά του μέ τάς παρατηρήσεις καί ἐπιστημονικάς ἐμπειρίας του ἀπό τά περιπετειώδη ταξείδιά του εἰς τά ἒργα: «Πυθέου Περίπλους», «Περί Ὠκεανοῦ» καί «Γῆς Περίοδος». Εἶναι πράγματι ἀπίστευτον τό ἐξερευνητικόν ἒργον τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θαλασσοπόρου, γνησίου τέκνου τῶν ἀρχαίων Φωκαέων – Ἰώνων, ὁ ὁποῖος, φαντασθῆτε, τῶ 324 π.Χ. ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος Εὐρωπαῖος, ὁ ὁποῖος μέ τά εὒθραυστα μέσα καί πλοῖα τά ὁποῖα διέθετεν ἡ τότε ἀνθρωπότης, δέν ἐδίστασε νά τά βάλη μέ τά θεώρατα κύματα, τάς τρικυμίας καί τάς κακοκαιρίας τοῦ Ἀτλαντικοῦ Ὠκεανοῦ καί τῆς Βορείου Θαλάσσης ἐξερευνῶν τήν μίαν περιοχήν καί χώραν μετά τήν ἂλλην φθάσας μέχρι καί τῶν αἰωνίων πάγων τῆς Ἀρκτικῆς, εἰς τήν θρυλικήν Θούλην, ὡς ἀναφέρει.
Πολύ χαρακτηριστικῶς καί ἐπαξίως ὁ μεγάλος Γάλλος συγγραφεύς καί μελετητής τοῦ 19ου αἰῶνος De Bougainville, ἒγραψε διά τόν Πυθέαν τόν Μασσαλιώτην ὃτι «ὀφείλομεν νά ἐντάξωμεν τόν Πυθέαν εἰς τόν κατάλογον τῶν μεγάλων ποντοπόρων τῆς ἀνθρωπότητος – Vasco da Gama, Χριστοφόρου Κολόμβου καί Μαγγελάνου».
Ὑπῆρχον βεβαίως καί ἂλλοι Γεωγράφοι καί Ἐρευνηταί πού ἐπεσκέφθησαν τήν ἀρχαίαν Γαλατίαν καί ἐμελέτησαν τούς Κέλτας κατοίκους της καί τούς ἐδίδαξαν γράψαντες βιβλία δι’ αὐτούς καί τήν ἐξελληνισθεῖσαν εἰς μέγιστον βαθμόν χώραν των, ὡς οἱ Πολύβιος, Ποσειδώνιος, τοῦ ὁποίου μαθητής ὑπῆρξεν ὁ Κικέρων, Ἀρτεμίδωρος, Τιμαγένης κ.ἂ.
Κλείων τήν παροῦσαν μελέτην θά ἢθελον νά ἀναφερθῶ εἰς τάς ῥήσεις δύο Γάλλων ἱστορικῶν ἐν σχέσει πρός τόν πολιτισμόν πού ἒφερον οἱ ἀρχαῖοι Ἓλληνες εἰς τήν Γαλλίαν.
Ὁ Γάλλος ἱστορικός συγγραφεύς Camille Jullian, ὁ ὁποῖος εἰδικεύθη εἰς τήν περίοδον αὐτήν τῆς Ἱστορίας τῆς Γαλλίας, ἒγραψε πλεῖστα βιβλία κατά τάς ἀρχάς τοῦ 20ου αἰῶνος ἐπί τοῦ θέματος τούτου. Εἰς ἓν σημεῖον ἀναφέρει ἐπί λέξει: «Δυνάμεθα εὐκόλως νά συμπεράνωμεν ὃτι ἡ σημερινή Γαλλία εἶναι ἀπό τήν Ἑλλάδα πού ἒλαβε τάς βάσεις τοῦ ἀνωτέρου πολιτισμοῦ της καί ὂχι ἀπό τήν Ρώμην».
Καί ὁ ἐπίσης Γάλλος φιλόσοφος καί ἱστορικός Jean-Pierre Vernant γράφει: «Οἱ Ἓλληνες μᾶς ἐφηῦρον κατά μέγα μέρος. Συγκεκριμένως καθιερώνοντές μας ἓνα τρόπον ὁμαδικῆς ζωῆς, ἓνα τύπον θέσεως ὡς πρός τήν θρησκείαν καί ἐπίσης ἓνα τρόπον σκέψεως, διανοήσεως καί τεχνικῶν νοήσεως, διά τά ὁποῖα τούς εἲμεθα μεγάλως ὑπόχρεοι. Ἡ Ἱστορία τῆς Δύσεως ἀρχίζει μέ τούς Ἓλληνας»!
Μέ τάς ἀνωτέρω παραθέσεις τελειώνω τήν παροῦσαν μελέτην ἐπί τῶν πρώτων Ἑλληνικῶν ἐπιδράσεων ἐπί τῆς πολύ ἀγαπημένης χώρας ὃλων, ὂχι μόνον τῶν Γάλλων κατοίκων της, ἀλλά καί ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων καί τῶν ἂλλων λαῶν εἰς τόν κόσμον, οἱ ὁποῖοι τιμῶσι τά ὑψηλά ἰδεώδη, τά ὁποῖα ἀκτινοβολεῖ καί συμβολίζει ἡ Γαλλία. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὁμιλοῦντες διά τήν Γαλλίαν εἶναι ἀναμφιβόλως δι’ ὂλους ἡμᾶς ἡ «γλυκεῖα Γαλλία», la douce France, ὡς ἀκριβῶς αὐτή ὑμνεῖται εἰς τό περίφημον μεσαιωνικόν ἆσμα «La Chanson de Roland ».
Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 13.3.2013