ΜΕΡΟΣ Β΄
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ:
Χάριν εἰς τό καθημερινόν ἡμερολόγιον τοῦ Olivier Voutier θά ζήσωμεν μαζί του τά κυριώτερα σημεῖα τῶν μαχῶν ἀρχίζοντες ἀπό τήν Τριπολιτσάν καί τήν πολιορκίαν της.
Ἐγκαταλείποντες λοιπόν τήν θερμήν φιλοξενίαν, πού ἒτυχον εἰς τήν οἰκίαν τοῦ προκρίτου τοῦ Ἂστρους, κατηυθύνθησαν κατά πρῶτον πρός τό χωρίον Ῥίζαι καί μετά διά τῶν ἐρειπίων τῆς ἀρχαίας Τεγέας, ἒφθασαν εἰς τά προάστεια τῆς Τριπολιτσᾶς, πού ἦτο τότε ἡ πρωτεύουσα καί μία ἐκ τῶν πλέον κομβικῶν πόλεων τῆς Πελοποννήσου. Ἐντός τῆς πόλεως εἶχον συγκεντρωθῆ ἀπό τά διάφορα σημεῖα τῆς Κεντρικῆς Πελοποννήσου οἱ πλουσιώτεροι Τοῦρκοι μέ ὃλον τόν πλοῦτόν των δι’ ἀσφάλειαν.
Ὂταν ἀφίχθησαν εἰς τήν περιοχήν ἐπεκράτει παντοῦ ἡσυχία. Ὁ Ἑλληνικός στρατός εἶχε κατασκηνώσει εἰς τήν κλιτύν τοῦ ὂρους Μαινάλου καί ὁλόγυρα τῆς Τριπολιτσᾶς, περιμένοντες ὃλοι τό ἒναυσμα τῶν ἐχθροπραξιῶν. Τό λάβαρον τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν ἒφερεν, ὡς γράφει ὁ Voutier, «τό ἱερόν σύμβολον τῆς θρησκείας μας», δηλ. τόν Σταυρόν καί τόν φοίνικα, ὃστις ἀναγεννᾶται ἀπό τάς στάκτας του. Εἰδικῶς τό λάβαρον τῶν Σπαρτιατῶν ἒφερε καί τόν ἀρχαῖον ἱερόν ὃρκον των «Ἢ τάν ἢ ἐπί τᾶς», ἢτοι: Ἢ τήν ἀσπίδα, ἢ ἐπ’ αὐτῆς».
Ὁ Voutier παρετήρησεν ὃτι οἱ περισσότεροι Ἓλληνες στρατιῶται ἐφόρουν κουρελιασμένα ῥοῦχα καί τά ντουφέκια των ἦσαν πολύ κακῆς ποιότητος. Αἱ λόγχαι των δέ ἦσαν αὐτοσχέδιοι! Ὃμως ὃλοι διεκατείχοντο ἀπό μεγάλον ἐνθουσιασμόν. Ἡ ἀπάντησις πού ἒδιδον ἦτο: «Δέν μᾶς νοιάζει τίποτε! Θά πάρωμεν ὃπλα ἀπό τούς ἐχθρούς μας στήν μάχην!»
Εἰς τό Ἑλληνικόν στρατόπεδον ὁ Voutier καί οἱ λοιποί νεο-αφιχθέντες ἀπό τήν Μασσαλίαν πολεμισταί ὡδηγήθησαν εἰς τήν σκηνήν τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Ἑλλήνων, τοῦ Πρίγκηπος Δημητρίου Ὑψηλάντου, ὁ ὁποῖος περιεστοιχίζετο ἀπό τόν Μαυροκορδᾶτον καί τόν Καντακουζηνόν. Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα ἡ περιγραφή τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντου ἀπό τόν Voutier :
Ἦτο, γράφει, μόνον 28 ἐτῶν καί ὃμως ἦτο σχεδόν τελείως φαλακρός. Εἶχε κάποιας ῥυτίδας καί ἡ φωνή του ἦτο ψιλή καί ἒνρινος, πού τόν ἒκαναν νά φαίνηται περίπου 40 ἐτῶν. Ἦτο κοντός καί ἀδύνατος. Εἶχεν ὃμως ὃλας τάς ἀρετάς, πού μπορεῖ νά δώσῃ μία φροντισμένη ἐκπαίδευσις. Εἶναι γεμᾶτος ἐντιμότητα, γενναιόδωρα συναισθήματα καί ἡ ἀφοσίωσίς του εἰς τήν πατρίδα τόν κάνει νά ὑπερβαίνῃ κάθε κούρασιν καί νά κατανικᾷ κάθε κίνδυνον. Ὃσον ἀφορᾷ τάς πολεμικάς γνώσεις του εἶχε λάβει μέρος ὡς ἀκόλουθος τοῦ γενικοῦ ἐπιτελείου τοῦ ῥωσσικοῦ στρατοῦ μέ τόν βαθμόν τοῦ λοχαγοῦ τοῦ τάγματος τῶν Οὐσάρων εἰς τήν ἐκστρατείαν τοῦ 1814 κατά τῶν Τούρκων.
Εἰς τήν Ἑλλάδα ὁ Δημήτριος ἐστάλη ὑπό τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου μέ ἐντολήν νά «τεθῇ ἐπί κεφαλῆς τῆς ἐξεγέρσεως εἰς τόν Μωρέαν, ὁδηγία τήν ὁποίαν ἠκολούθησε πιστῶς. Ὁ λαός ἒσπευδε πανταχόθεν διά νά τόν ἀκολουθήσῃ μέ «ἓνα ἀνήκουστον ἐνθουσιασμόν». Βεβαίως ἒφερε μαζί του καί πολλά χρήματα διά τήν ἐπανάστασιν. Σημειωτέον, ὃτι τά χρήματα προῆλθον κυρίως ἀπό τήν δωρεάν καί πώλησιν τῆς προικός τῆς ἀδελφῆς τῶν Ὑψηλαντῶν. Αὐτό δέ πρέπει νά ἐκτιμηθῇ ἰδιαιτέρως διά τήν φιλοπάτριδα αὐτήν οἰκογένειαν.
Ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης ὑπεδέχθη τούς νέο-ἀφιχθέντας ξένους πολύ θερμῶς. Ὃταν δέ ἐπληροφορήθη ὃτι ὁ Olivier Voutier εἶχε μεγάλην εἰδικότητα εἰς τό ναυτικόν καί τό πυροβολικόν ἐνδιεφέρθη ἰδιαιτέρως δι’ αὐτόν καί τόν ἐφιλοξένησεν εἰς τήν σκηνήν του. Τήν ἑπομένην περιῆλθον μαζί τάς θέσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ καί ἀνέθεσεν εἰς τόν Voutier τήν διεύθυνσιν ὃλων τῶν προετοιμασιῶν τοῦ πυροβολικοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ.
Ἡ Τριπολιτσά (ἡ σημερινή Τρίπολις) εὑρίσκεται εἰς τούς πρόποδας τοῦ ὂρους Μαινάλου, ὃπου βορειότερόν της ἐκτείνεται ἡ πεδιάς τῆς ἀρχαίας Μαντινείας. Ἡ πόλις ἦτο ἀρχικῶς ἀνοχύρωτος, μέ ἓν ὃμως φρούριον ὑπεράνω της εἰς ὓψωμα. Ἐπειδή ἦτο εὐάλωτος εἰς τάς ἐπιδρομάς ληστῶν, εἷς πασᾶς ἒκτισεν ὁλόγυρα τῆς πόλεως τείχη ὓψους 5 – 7 μέτρων μέ πολεμίστρας διά νά δύναται νά ἀμύνηται ἡ πόλις.
Ὁ βεζίρης τοῦ Μωρέως Χουρσίτ μέ ἓδραν τά Ἰωάννινα, ὃταν ἐπληροφορήθη ὃτι ἡ πόλις ἠπειλεῖτο ὑπό τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι τήν εἶχον περικυκλώσει ἀπό πέντε μηνῶν ἀναμένοντες τήν ἐξασθένησιν τῶν ἐντός τοῦ φρουρίου Τούρκων διά νά ὁρμήσωσι πρός κατάληψίν της, ἒστειλε τόν στρατηγόν του Κεχαγιάμπεη, ἂλλως Μουσταφάμπεη, μέ 3500 Ἀλβανούς πρός ἐνίσχυσιν τῆς Τριπολιτσᾶς. Αὐτός ἐστράφη κατά πρῶτον ἐναντίον τοῦ Ἂργους, τό ὁποῖον καί κατέστρεψεν ἀπωθήσας πρός τήν Τριπολιτσάν τούς ἐκεῖ εὑρισκομένους Ἓλληνας μαχητάς. Ὃμως οἱ Ἓλληνες κατέλαβον ὃλα τά γύρω περάσματα πρός τήν Τριπολιτσάν καί εἰς ὃλας τάς ἐπακολουθησάσας ἀναμετρήσεις οἱ Τοῦρκοι ἡττήθησαν. Ἡ κυριωτέρα μάχη ἒγινεν εἰς τό Βαλτέτσι, πλησίον τῆς Τριπολιτσᾶς τήν 10ην – 12ην Μαΐου, 1821, ὃπου ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ἐπί κεφαλῆς τῶν ἂλλων ὁπλαρχηγῶν κατετρόπωσε τούς Τούρκους τρέψας τούς Τουρκαλβανούς εἰς φυγήν ἐγκαταλείποντας πολλά πολεμοφόδια καί 2 κανόνια. Ἀπώλειαι τῶν Τουρκαλβανῶν 600 νεκροί, ἒναντι 150 Ἑλλήνων. Ἀρκετοί ἐκ τῶν Τούρκων ἐνεκλείσθησαν εἰς τό φρούριον τῆς Τριπόλεως περιμένοντες βοήθειαν. Οἱ μάχιμοι Τοῦρκοι ἐντός τῆς πόλεως ἀνείρχοντο εἰς 12.000, ἐνᾧ οἱ πολιορκοῦντες αὐτούς Ἓλληνες περίπου 4000, ἢτοι τό 1/3 τῶν Τούρκων.
Συνεχιζομένης τῆς ἁλώσεως τῆς Τριπολιτσᾶς ὁ Olivier Voutier ἒφερε δύο ὁλμοβόλα μεγάλου βεληνεκοῦς ἀπό τήν Μονεμβασίαν, πού ἠδύναντο νά ἐπιφέρωσι μεγαλυτέρας ἀπωλείας εἰς τούς ἐχθρούς. Τά ἐτοποθέτησεν εἰς ἀπόστασιν 600 ποδῶν (200 μέτρα) ἀπό τό φρούριον. Ἐξ ἂλλου οἱ Ἓλληνες πολιορκηταί εἶχον ἂλλα πέντε κανόνια, τά ὀποῖα ἐτοποθέτησαν εἰς διαφόρους τοποθεσίας ὂπισθεν ὑψωμάτων, ὣστε οἱ Τοῦρκοι νά μή μποροῦν νά βλέπωσι τάς θέσεις καί βολάς τῶν Ἑλλήνων.
Τήν 10ην Σεπτεμβρίου, 1821, οἱ Τοῦρκοι διά πρώτην φοράν ἐνέτεινον τό πυροβολικόν των, εἰς τό ὁποῖον καί οἱ Ἓλληνες ὑπό τάς ὁδηγίας τοῦ Olivier Voutier ἀνταπήντησαν. Ὁ Voutier παρατηρεῖ ὃτι αὐτοῦ τοῦ εἲδους αἱ συμπλοκαί τελικῶς ηὐνόουν τούς Ἓλληνας, «οἱ ὁποῖοι εἶχον ἀρχίσει νά συνηθίζωσι τήν χρῆσιν τῶν πυροβόλων ὃπλων των καί τήν ῥίψιν ὃλμων ὑπό τοῦ πυροβολικοῦ». Ἀρχηγός τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων καί εἰς τήν Τριπολιτσάν ἦτο ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Τήν ἑπομένην, 11ην Σεπτεμβρίου, 1821, τό πυροβολικόν τῶν Ἑλλήνων ὑπό τήν καθοδήγησιν τοῦ Olivier Voutier συνεκεντρώθη εἰς τήν διάρρηξιν τοῦ Τουρκικοῦ μετώπου καί τήν καταστροφήν τῶν ὀχυρῶν τῶν Τούρκων.
Ὃμως καθώς ἡ ἐξέλιξις τῶν ἐχθροπραξιῶν ἀπέβαινε πρός ὂφελος τῶν Ἑλλήνων, ἒφθασαν ἀνησυχητικά νέα, ὃτι ἐνεφανίσθη μία Τουρκική μοῖρα ἐκ περίπου 20 πολεμικῶν πλοίων εἰς τόν Μεσσηνιακόν Κόλπον πρός ἐνίσχυσιν τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ τῆς Πελοποννήσου. Κατ’ ἀρχάς ὁ Τουρκικός στόλος ἐπεχείρησε νά ἀποβιβάσῃ στρατεύματα εἰς τήν παραλίαν τῆς Καλαμάτας. Ὃμως ἐκεῖ τούς ἀνέκοψεν ὁ Γάλλος Ταγματάρχης Baleste, ὃστις μέ μεγάλην ψυχραιμίαν καί δεξιοτεχνίαν ἀνέτρεψε τά Τουρκικά σχέδια.
Παρ’ ὃλα ταῦτα ὁ στρατός πού ἐπολιόρκει τήν Τριπολιτσάν ἦτο πολύ ἀνήσυχος. Τότε ἐπαρουσιάσθη εἰς τό Ἑλληνικόν στρατόπεδον εἷς σπουδαῖος ἱερωμένος, ὁ Μανιάτης Ἐπίσκοπος τοῦ Ἓλους Ἂνθιμος, ὁ ὁποῖος συγκεντρώσας τόν στρατόν ἐτέλεσε τήν Θείαν Λειτουργίαν, τούς ἒδωσε τήν Θείαν Μετάληψιν καί τούς ἀπηύθυνε πύρινον πατριωτικόν λόγον, ὃστις «ἐτόνωσε τό ἀγωνιστικόν αἲσθημά των καί τούς παρώτρυνε νά ὑπερασπισθῶσι τά πατρῷα ἐδάφη καί τήν Χριστιανικήν θρησκείαν μέχρι τήν τελευταίαν πνοήν των». Ὃλος ὁ στρατός ὡρκίσθη τότε νά ἀποθάνῃ διά τήν Ἐλευθερίαν!
Τήν 14ην Σεπτεμβρίου, 1821, ἡμέραν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, βοηθούμενοι οἱ Ἓλληνες ἀπό πυκνήν ὁμίχλην προήλασαν καί κατέλαβον ἓν νευραλγικόν ὓψωμα, ἀπό τό ὁποῖον θά ἠμπόδιζον τούς πολιορκουμένους Τούρκους νά βγαίνωσι πλέον ἀπό τό κάστρον τῆς Τριπολιτσᾶς πρός συλλογήν τροφῆς διά τούς ἰδίους καί τά ἂλογά των. Εἰς τήν μάχην πού διεξήχθη, οἱ Τοῦρκοι ἒχασαν 30 στρατιώτας καί πολλά ἂλογα. Σημειωτέον ὃτι κατά τήν ἀρχήν τῆς πολιορκίας τῆς Τριπολιτσᾶς οἱ Τοῦρκοι εἶχον εἰς τήν διάθεσίν των 12000 ἂλογα περίπου καί τώρα κατόπιν τοῦ πολυμήνου ἀποκλεισμοῦ τῆς πόλεως ὑπό τῶν Ἑλλήνων, τούς εἶχον ἀπομείνει μόνον 500. Ὁ λόγος ἦτο ὃτι τά ἒσφαζον διά νά συντηρῶνται. Ἐξ ἂλλου εἰς ἓνα τῶν φονευθέντων Τούρκων κατά τήν μάχην τῆς ἡμέρας αὐτῆς ηὑρέθη μία ζώνη περιέχουσα 6.000 πιάστρα. Αὐτό ἐχαροποίησε τούς Ἓλληνας μαχητάς, οἱ ὁποῖοι τά διεμοιράσθησαν.
Τήν 15ην Σεπτεμβρίου κατά μίαν νέαν ἁψιμαχίαν, οἱ Ἓλληνες ἀπώθησαν τούς Τούρκους μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ κάστρου τῆς Τριπολιτσᾶς καί παρέμεινον πλέον ἐκεῖ εἰς ἀπόστασιν βολῆς ἀπό τό κάστρον. Ὁ ἒχων τό γενικόν πρόσταγμα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ἒφερε καί ἐτοποθέτησεν εἰς τήν καταληφθεῖσαν θέσιν δύο κανόνια, τά ὁποῖα ἀποκαλοῦσαν «καρονάδες». Ἐπῆραν τό ὂνομά των ἀπό τήν πόλιν Carron τῆς Σκωτίας, ὃπου αὐτά κατεσκευάζοντο. Μέ αὐτά ἀπεκλείσθη ἡ ἒξοδος τῶν πολιορκουμένων Τούρκων ἀπό ἐκείνην τήν πλευράν τοῦ φρουρίου.
Τότε πολλοί Τοῦρκοι ἂμαχοι, χλωμοί καί ἐνδεεῖς, ἐξῆλθον ὁμαδικῶς τοῦ κάστρου καί ἐζήτησαν τό ἒλεος τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντου ζητοῦντες φαγητόν, διότι δέν εἶχον πλέον τίποτε πρός βρῶσιν. Κατά τήν ἀνάκρισιν εἰς τήν ὁποίαν ὑπεβλήθησαν ἀνέφερον ὃτι τρόφιμα εἶχον ἀκόμη μόνον οἱ πλούσιοι καί ὁ στρατός. Ὃμως οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι τῆς πόλεως ἐλιμοκτονοῦσαν. Ὁ Ὑψηλάντης τούς ἐλυπήθη, τούς ἒδωσε φαγητόν καί τούς ἒστειλε μέ συνοδείαν ὑπό φρούρησιν εἰς γειτονικόν χωρίον ἐλεγχόμενον ὑπό τῶν Ἑλλήνων. Ἐν τῷ μεταξύ κατέφθασε πρός ἐνίσχυσιν καί ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ἐπί κεφαλῆς τῶν Μανιατῶν καί Σπαρτιατῶν.
Τήν ἐπαύριον, 16ην Σεπτεμβρίου, 1821, οἱ Τοῦρκοι εὑρισκόμενοι εἰς μεγάλην κατάπτωσιν ἠθικοῦ καί εἰς ἒλλειψιν τροφῆς καί πολεμοφοδίων λόγῳ τοῦ πολυμήνου ἀποκλεισμοῦ των ὑπό τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν καί τῶν ἀλλεπαλλήλων βλημάτων τῶν κανονιῶν καί τῶν πυροβολισμῶν τῶν Ἑλλήνων, ἒπαυσαν πλέον νά ἀνταποκρίνωνται εἰς τάς Ἑλληνικάς βολάς.
Τήν 19ην Σεπτεμβρίου ὁ Voutier εἶδεν ἂλλους πεντήκοντα περίπου Τούρκους ὃλων τῶν ἡλικιῶν, γέρους, γυναῖκας καί παιδία, νά βγαίνωσιν ἀπό τό κάστρον εἰς ἀθλίαν κατάστασιν καί νά κατευθύνωνται πρός τά Ἑλληνικά φυλάκια. Ἐζητοῦσαν φαγητόν. «Συνεκινήθην», λέγει ὁ Voutier, «ὃταν εἶδα τούς Ἓλληνας νά σπεύδωσι νά τούς φέρωσι ψωμί καί φαγητόν».
Τήν 20ην Σεπτεμβρίου οἱ στρατιωτικοί ἡγέται τῶν Τούρκων ἐζήτησαν συνάντησιν. Μόλις ἢκουσαν ὃμως τήν ῥητήν ἀπαίτησιν τῶν Ἑλλήνων διά παράδοσίν των, ἀπεχώρησαν καί ἒτσι ἐσυνεχίσθη ἡ πολιορκία τῆς Τριπολιτσᾶς. Οἱ Τοῦρκοι, ὡς συνήθως, παρέτεινον τήν διαπραγμάτευσιν ἐλπίζοντες εἰς ἂφιξιν βοηθείας καί ἀλλαγήν τῆς δεινῆς καταστάσεως εἰς τήν ὁποίαν ηὑρίσκοντο.
Δυστυχῶς, ὡς συνήθως, ἢρχισαν νά διαφαίνωνται καί πάλιν κατά τήν ὣραν τῶν πρώτων ἐπιτυχιῶν τῶν Ἑλλήνων αἱ πρῶται ἒριδες μεταξύ τῶν ὁπλαρχηγῶν. Τό αἰώνιον ἐλάττωμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἢρχισε καί πάλιν νά ἐμφανίζηται. Εὐτυχῶς πού ἦτο μαζί μας, ἀναφέρει ὁ Voutier, ἡ λεβέντισσα Μπουμπουλίνα, ἡ ὁποία μέ τήν γενναίαν στάσιν της ἐπανέφερεν ὃλους εἰς τά σύγκαλά των. Ἡ Μπουμπουλίνα δι’ ἐπιστολῆς της, τήν ὁποίαν ἒφερεν εἰς τον Δημήτριον Ὑψηλάντην ὁ υἱός της, ἀνέφερεν ὃτι αὓτη θά παρέμενε πιστή εἰς τόν ὓψιστον σκοπόν τῆς Ἐπαναστάσεως καί ὃτι ὃλα της τά πλοῖα τά ἐδώριζεν εἰς τήν Πατρίδα.
[Ὁ Voutier εὑρίσκει τήν εὐκαιρίαν νά μᾶς δώσῃ καί μίαν ὡραίαν περιγραφήν τοῦ καιροῦ εἰς τήν κεντρικήν Πελοπόννησον περί τά μέσα Σεπτεμβρίου. Γράφει: «Τό πρωΐ ἒπεφτε μία πυκνή ὁμίχλη. Τό μεσημέρι τήν θέσιν της ἒπαιρνεν ἓνας φλογερός ἣλιος, τόν ὁποῖον, διαδεχόταν ἂφθονη βροχή τό ἀπόγευμα. Μόνον ἡ νύκτα ἐνεθύμιζε τόν ὂμορφον οὐρανόν τῆς Ἑλλάδος».]
Ὁ Voutier ἀναφέρει ἓν περιστατικόν, τό ὁποῖον δεικνύει τήν ἀνωτερώτητα τοῦ ἢθους καί χαρακτῆρος τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντου: Ἓν πρωϊνόν τρεῖς Τοῦρκοι ἐκμεταλλευόμενοι τήν πυκνήν ὁμίχλην ἒφυγον ἀπό τό κάστρον τῆς Τριπολιτσᾶς μέ σκοπόν νά εὓρωσι καταφύγιον εἰς τό Ναύπλιον. Κάποιοι ἀγροῖκοι Ἓλληνες στρατιῶται τούς συνέλαβον καθ’ ὁδόν καί ἐξετέλεσαν τούς δύο ἐξ αὐτῶν. Μετά οἱ ἀγροῖκοι στρατιῶται ἐπαρουσιάσθησαν εἰς τόν Δημήτριον Ὑψηλάντην διά νά ζητήσωσι ἀμοιβήν διά τό «κατόρθωμά» των. Ὁ Ὑψηλάντης ἒγινεν ἒξω φρενῶν καί τούς ἀπήντησεν: «Αἱ τιμαί ἀνήκουσι μόνον εἰς τούς θαρραλέους εἰς τό πεδίον τῆς μάχης!». Μάλιστα δέ διέταξε νά τιμωρηθῶσι καί νά τούς ἀφαιρεθῇ πάραυτα ὁ ὁπλισμός των.
Ἐπηκολούθησε τότε ἀναταραχή εἰς τό στράτευμα, διατί ὁ Πρίγκηψ Δημήτριος νά φανῇ τόσον αὐστηρός ἒναντι τῶν στρατιωτῶν αὐτῶν, ἐπειδή «ἁπλῶς ἐσκοτώθησαν δύο Τοῦρκοι». Τότε ἐπενέβη ὡς ἀπό μηχανῆς θεός καί πάλιν ὁ ὑπέροχος ἱεράρχης Ἂνθιμος, ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Ἓλους, ὃστις ἠκολούθει τό στράτευμα, καί τούς καθησύχασεν ἀναφέρων εἰς αὐτούς τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀφορίσει ἀπό τήν Ἐκκλησίαν ἐπί 20 ἒτη, ὃσους εἶχον σκοτώσει ἡττημένους ἐχθρούς. Σημείωσις ὁμιλοῦντος: Αὐτή εἶναι μία ἂλλη πολύ ἐνδιαφέρουσα πτυχή τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καί ὂχι μόνον διά τά δῶρα τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ὡς τόν γνωρίζομεν σήμερον.
Ἀλλά καί πάλιν ἐπιστρέφομεν εἰς τό πολεμικόν πεδίον:
Εἰς τήν Τριπολιτσάν κατέφθασεν ἀπό τήν Καλαμάταν καί ὁ Γάλλος Συνταγματάρχης Baleste μέ ἓν ἂγημα ἐκ 300 Φιλελλήνων εἰς Εὐρωπαϊκόν σχηματισμόν. Αὐτοί ἀπετέλεσαν τόν ἂξονα τοῦ 1ου Συντάγματος πεζικοῦ. Ἡ ὃλη ἐμφάνισις τοῦ στρατιωτικοῦ σώματος τοῦ Συνταγματάρχου Baleste ἐνετυπωσίασε τούς ἀγωνιστάς καί ἐνέσπειρε τόν ἐνθουσιασμόν εἰς τάς τάξεις τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν.
Ὁ ἀποκλεισμός τῶν Τούρκων εἰς τό φρούριον τῆς Τριπολιτσᾶς ἐξηκολούθει στενεύων διαρκῶς καί περισσότερον. Οἱ πεινασμένοι Τοῦρκοι πολιορκημένοι συνηντῶντο μέ τούς πολιορκητάς των, οἱ ὁποῖοι τούς ἒδιδον ψωμί καί οἱ Τοῦρκοι τούς ἒδιδον ὃπλα. Κατά διαστήματα ὃμως ἐδημιουργοῦντο καί ἁψιμαχίαι μεταξύ τῶν δύο πλευρῶν, αἱ ὁποῖαι πολλάκις ἐξελίσσοντο καί εἰς μάχας…
Εἰς κάποιαν στιγμήν φθάνει ἡ εἲδησις ὃτι Τουρκικός στόλος κατηυθύνετο πρός τήν Πάτραν καί ὡς ἐκ τούτου οἱ εἰς Πάτραν πολιορκοῦντες τούς Τούρκους Ἓλληνες μαχηταί ἠναγκάσθησαν νά λύσωσι τόν ἀποκλεισμόν τοῦ πολιορκουμένου φρουρίου τῆς πόλεώς των. Αὐτή ἡ εἲδησις ἀνησύχησε τήν Ἑλληνικήν στρατιωτικήν διοίκησιν εἰς Τριπολιτσάν, διότι ἡ Πάτρα κειμένη εἰς πεδινήν περιοχήν τῆς Πελοποννήσου μποροῦσε νά προκαλέσῃ σοβαρά ῥήγματα εἰς τήν Ἐπανάστασιν καί νά ὁδηγήσῃ εἰς προέλασιν τῶν Τούρκων ἀπό βορειοδυτικά πρός τήν ἐνδοχώραν τῆς Πελοποννήσου.
Ἒτσι τήν 25ην Σεπτεμβρίου ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης μέ 500 ἂνδρας συνοδευόμενος ἀπό τόν Olivier Voutier ὡς καί τόν Ταγματάρχην Baleste μέ τούς 300 Φιλέλληνάς του ἐγκαταλείπουν τήν μονότονον πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς καί κατευθύνονται πρός τήν Πάτραν. Ἐξ ἂλλου καί ὁ υἱός τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Πάνος, κατόπιν ἀνωτέρας ἐντολῆς ἀφήνει καί αὐτός τήν Τριπολιτσάν καί μέ 500 μαχητάς κατευθύνεται πρός τό πέρασμα τῆς Κορίνθου εἰς Ἀττικήν καί Στερεάν Ἑλλάδα, διά νά προστατεύσῃ καί αὐτήν τήν δίοδον πρός τήν Πελοπόννησον.
Ἐν τῷ μεταξύ οἱ ἐναπομείναντες μαχηταί εἰς Τριπολιτσάν μέ ἐπί κεφαλῆς των τόν Θεόδωρον Κολοκοτρώνην ἐσυνέχισαν τήν πολιορκίαν της. Κατ’ αὐτήν προέβησαν εἰς νέας προτάσεις εἰς τόν ἀρχηγόν τῆς Ἀλβανικῆς φρουρᾶς Ἐλμά Ἀγᾶ, ὃπου καί συνεφωνήθη ὃπως οἱ ἐναπομείναντες 2000 Ἀλβανοί, πού ὑπηρέτουν ὡς μισθοφόροι εἰς τήν Τριπολιτσάν, θά ἠδύναντο ἂνευ προβλήματος νά ἐγκαταλείψωσι τήν πόλιν φέροντες μεθ’ ἑαυτῶν τόν ὁπλισμόν των καί ὃ,τι ἂλλο κινητόν εἶδος ἢθελον, ὑπό τόν ὃρον, ὃτι δέν θά ἐμάχοντο πλέον ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων. Ἐντός δύο ἡμερῶν, τήν 26ην Σεπτεμβρίου, οἱ Ἀλβανοί μέ τήν συνοδείαν τοῦ δευτεροτόκου υἱοῦ τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, τοῦ Γενναίου ἢ Ἰωάννου, ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Τριπολιτσάν ἐπιστρέφοντες εἰς Ἀλβανίαν.
Οἱ ἐναπομείναντες Τοῦρκοι, ἀρκετά ἐξηντλημένοι ἀπό τόν πολύμηνον ἀποκλεισμόν των, ἐζήτησαν καί αὐτοί διαπραγματεύσεις. Ὃμως καί πάλιν τάς παρέτεινον, ὡς συνήθως σκοπίμως, ἐλπίζοντες, ὃτι θά ἢρχετο βοήθεια ἀπό τήν Πάτραν καί τήν Θεσσαλίαν. Ὃμως τά Τουρκικά στρατεύματα εἰς Θεσσαλίαν εἶχον ἡττηθῆ νοτίως τῆς Λαμίας εἰς τήν περιοχήν τῶν Θερμοπυλῶν.
Οἱ Τοῦρκοι ἐπωφελούμενοι τῶν δῆθεν διαπραγματεύσεων προσεπάθουν νά καλοπιάσωσι τούς Ἓλληνας ὁπλαρχηγούς. Ὑπάρχει δέ καί τό ἑξῆς περιστατικόν μέ τόν Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, τό ὁποῖον μᾶς περιγράφει ὁ Voutier. Μίαν ἡμέραν κάποιοι Τοῦρκοι φέροντες δῶρα ἐζήτησαν νά ἐπισκεφθῶσι τόν Θεόδωρον Κολοκοτρώνην εἰς τήν σκηνήν του. Εἰσελθόντες εἰς αὐτήν, ὡς δεῖγμα ὑποτελείας ἒσκυψαν νά φιλήσωσι τό ἒδαφος πού ἐπατοῦσε, κατά τό ἀνατολίτικον ἒθιμον. Ὁ Κολοκοτρώνης τούς εἶπε μέ τήν βροντώδη φωνήν του: «Τί κάνετε, ὠρέ; Κρατῆστε διά τούς πασάδες σας αὐτάς τάς ἐξευτελιστικάς ἀποδείξεις τῆς ὑποτελείας σας. Ἐμένα μιλῆστέ μου κοιτῶντάς με στά μάτια!» Οἱ Τοῦρκοι ἀπέθεσαν ἐμπρός του τά δοχεῖα ἀπό ἐπιχρυσωμένον ἀσῆμι πού τοῦ ἒφερον. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀγρίεψε καί τούς εἶπε: «Πάρτε πίσω τά δῶρα σας! Τά δῶρα θέλω πάντα νά τά κερδίζω μέ τό σπαθί μου σάν λάφυρα στίς μάχες!»
Ἡ ἀνταλλαγή ψωμιοῦ ἀπό τούς Ἓλληνας καί τυφεκίων ἀπό τούς Τούρκους ἐσυνεχίσθη διά μερικάς ἀκόμη ἡμέρας, ἀφοῦ ἡ παράδοσις τῆς Τριπολιτσᾶς καθυστεροῦσε καί βεβαίως οἱ Ἓλληνες μαχηταί ἐδυσανασχέτουν. Καί φθάνομεν εἰς τό ἀπροχώρητον πλέον. Τήν μεσημβρίαν τῆς 5ης Ὀκτωβρίου, 1821, ἠκούσθη αἲφνης ἀπό τό Ἑλληνικόν παρατηρητήριον ἡ κραυγή: «Ἒφοδος! Ἓλληνες ἀνεβαίνουν στά τείχη!». Ὃλοι οἱ Ἓλληνες ἒτρεξαν τότε στά ὃπλα των. Εἷς μαχητής τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ὁ Παναγιώτης Κεφάλας, ἐπεσήμανεν ὃτι ἓν μέρος τοῦ τείχους εἶχεν ἐλλειπῆ φύλαξιν. Ὁ ὑπόλοιπος στρατός τοῦ Κολοκοτρώνη τόν ἠκολούθησε καί ἐντός ὀλίγου ἢρχισε μάχη σῶμα μέ σῶμα ἐντός τῶν τειχῶν τῆς Τριπολιτσᾶς.
Βλέποντες οἱ Σπαρτιᾶται ὑπό τόν Πετρόμπεην Μαυρομιχάλην τήν προώθησιν τῶν στρατιωτῶν τοῦ Κολοκοτρώνη νά εὑρίσκωνται ἐντός τῆς Τριπολιτσᾶς, ὣρμησαν καί αὐτοί, ἀπό τῆς πλευρᾶς των, μαζί μέ τό ἂγημα τοῦ Olivier Voutier, καί μέ ἒφοδον ἐκυρίευσαν τόν κεντρικόν πύργον τῆς πόλεως. Ἐν τέλει, ὡς διηγεῖται ὁ Voutier, «ὁ στρατός μας ὡρμοῦσεν ἀπό παντοῦ ὡσάν χείμαρρος». Μία χαρακτηριστική φωτογραφία τῆς Τριπολιτσᾶς καί τό ἂγαλμα τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη εἰς Τριπολιτσάν.
Ἀποτελέσματα τῆς καταλήψεως τῆς Τριπολιτσᾶς: Ὑπῆρξαν ἡ κυρίευσις 12.000 ντουφεκίων, μεγάλου ἀριθμοῦ σπαθιῶν καί μεγάλης ποσότητος πιστολίων. Διά τῆς καταλήψεως τῆς Τριπολιτσᾶς ἂλλαι 10.000 Ἑλληνικοῦ στρατοῦ θά ἠδύναντο τώρα νά διατεθῶσιν εἰς ἂλλα μέτωπα. [Δυστυχῶς τό ἐθνικόν ταμεῖον τοῦ νεοσυστάτου κράτους δέν ἐπωφελήθη, διότι τό πλιάτσικον ὑπό τῶν ὁπλαρχηγῶν καί στρατιωτῶν εἰς χρήματα καί τιμαλφῆ τῶν Τούρκων ἦτο ἂνευ προηγουμένου!
Μία παρατήρησις τοῦ Voutier ἦτο ἡ κάτωθι: «Ἡ εὐτυχία τῆς νίκης δέν προκαλεῖ πλέον εἰς τόν Ἓλληνα μαχητήν αὐτήν τήν ἀγρίαν ἒξαψιν τῆς μάχης, πού διψᾷ δι’ἐκδίκησιν. Τό πεδίον τῆς μάχης εἶναι δι’ αὐτόν (τόν Ἓλληνα), ἡ ἀρένα εἰς τήν ὁποίαν κρίνονται ἀφ’ ἑνός ὁ δεσποτισμός τῶν Τούρκων καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ Ἐλευθερία διά τούς Ἓλληνας. Ἡ νίκη εἶναι ἀνθρωπίνη κάτω ἀπό τά λάβαρά της καί αἱ γενναῖαι ἰδέαι διακατέχουσιν ὃλας τάς πράξεις τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν».
Ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης εἰς τήν Πάτραν: Ἂς εἲδομεν ὃμως τήν ἐξέλιξιν τῶν ἐπιχειρήσεων τοῦ στρατοῦ τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντη, ὁ ὁποῖος τήν 25ην Σεπτεμβρίου, 1821, ἀνεχώρησεν ἀπό τήν Τριπολιτσάν μέ κατεύθυνσιν τήν Πάτραν. Τήν ἐπαύριον ὁ Πρίγκηψ Ὑψηλάντης ἒφθασεν εἰς τά Καλάβρυτα, ὃπου ἐκεῖ ἐπληροφορήθη, ὃτι ὁ Τουρκικός στόλος ἀπεβίβασεν εἰς Πάτρας μόνον 1500 Ἀλβανούς. Ὃλοι τότε ἀνεκουφίσθησαν ἀπό αὐτήν τήν πληροφορίαν καί διετάχθη ἡ ἐπανασύνταξις τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ καί ἡ συνέχισις τῆς πολιορκίας τοῦ φρουρίου τῶν Πατρῶν ὑπό τῶν Ἑλλήνων.
Ὃμως ὁ μεγάλος Τουρκικός στόλος ἐξ 27 βρικίων καί 2 κορβεττῶν, ἐπροχώρησε πρός τόν κόλπον τῆς Ναυπάκτου. Τότε ἓν μέρος τοῦ στόλου αὐτοῦ ἀπεσπάσθη καί ἐσυνέχισε τόν πλοῦν του ἐντός τοῦ Κορινθιακοῦ Κόλπου, ὃπου φθάσας τήν 2αν Ὀκτωβρίου εἰς τό Γαλαξείδιον, εἰς τήν εἲσοδον τοῦ Κόλπου τῆς Ἰτέας, διενήργησεν ἐπίθεσιν κατ’ αὐτοῦ καί τό ἐπυρπόλησε. Μετά τήν καταστροφήν του Γαλαξειδίου ἐπέστρεψαν ὃλα τά Τουρκικά πλοῖα εἰς τήν Πάτραν καί ἡνώθησαν μέ τόν ὑπόλοιπον στόλον των. Ὁ Ὑψηλάντης, τόν ὁποῖον, ὡς ἀνεφέρθη, συνώδευεν ὁ Olivier Voutier, παρηκολούθει τάς κινήσεις τοῦ Τουρκικοῦ στόλου ἀπό τήν ἀπέναντι ἀκτογραμμήν τῆς Πελοποννήσου.
Συνεχίζων ὁ Ὑψηλάντης μέ τάς δυνάμεις του τήν παραλιακήν πορείαν του ἒφθασεν εἰς τά Γεράνεια ὂρη βορείως τοῦ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου. Εὑρισκόμενος εἰς τήν περιοχήν των Γερανείων ὀρέων ἒλαβε δύο πολύ εὐχάριστα νέα: Τό ἓν ἦτο ἡ ἐπίτευξις τῆς ἁλώσεως τῆς Τριπολιτσᾶς καί τό ἂλλον ἡ ἧττα τοῦ εἰς Πάτραν εὑρισκομένου Τουρκικοῦ στόλου. Εἰς τήν ναυμαχίαν τῶν Πατρῶν ἒλαβε μέρος καί συνέτεινε τά μέγιστα εἰς τήν νίκην τῆς ναυμαχίας αὐτῆς ἡ μεγάλη ἱκανότης τοῦ Μιαούλη, ὃστις παρ’ ὃλον ὃτι ἐπλοήγει ἓν βαρύ καί βραδυκίνητον ἐμπορικόν δίστηλον βρίκι, ἐν τούτοις κατώρθωσε νά ἀκινητοποιήσῃ δύο τριστήλους πολεμικάς φρεγάτας τῶν Τούρκων! Ὁ ὑπόλοιπος Τουρκικός στόλος ἀπεχώρησε τότε ἀτάκτως ἀπό τήν περιοχήν τῶν Πατρῶν. Ὡς ἀνέφερον διασωθέντες Ἓλληνες πού ὑπηρέτουν ὡς σκλάβοι εἰς τά Τουρκικά πλοῖα, τά πλοῖα τῶν Τούρκων ἦσαν εἰς χειρίστην κατάστασιν, οἱ δέ Τοῦρκοι ναῦται λόγῳ τῆς μεγάλης ἀκαθαρσίας, πού ἐπεκράτει ἐπί τῶν πλοίων των, ἐπλήγησαν ὑπό θανατηφόρου λοιμοῦ. Δι’ αὐτό καί διετάχθησαν, ὃπως ἐπιστρέψωσιν εἰς Δαρδανέλια.
Ὁ Ὑψηλάντης ἀφοῦ ἂφησεν εἰς τά διάφορα κρίσιμα περάσματα, τά λεγόμενα δερβένια, καί κυρίως εἰς τά Γεράνεια ὂρη, ἱκανήν δύναμιν πρός προάσπισίν των, ἐπέστρεψεν εἰς Τριπολιτσάν, ὃπου ἒγινε δεκτός ὑπό τοῦ ἐνθουσιῶντος λαοῦ. Συνεκάλεσε δέ ἐκεῖ Συνέλευσιν ὃλων τῶν προὐχόντων τῶν Ἑλληνικῶν περιοχῶν, διά νά χαράξωσιν ὁμοῦ τάς νέας κατευθυντηρίους γραμμάς τῆς Ἐπαναστάσεως.
Ἐνᾧ οἱ ἡγέται τῶν Ἑλλήνων διεπραγματεύοντο ἀλληλοδιαπληκτιζόμενοι εἰς Τριπολιτσάν, ὁ Olivier Voutier ἀνεχώρησε καί πάλιν μέ τό ἂγημά του ἀποτελούμενον κυρίως ἀπό ξένους πολεμιστάς διά τήν Πάτραν πρός καλυτέραν ὀργάνωσιν τῶν πολιορκούντων τήν πόλιν Ἑλλήνων. Τήν διαδρομήν των πρός Πάτραν τήν περιγράφει πολύ παραστατικῶς εἰς τά Ἀπομνημονεύματά του. Ἂς ἲδωμεν λοιπόν τί λέγει:
«Τήν 10ην Ὀκτωβρίου, 1821, ἀνεχωρήσαμεν διά τήν Πάτραν. Κατά πρῶτον διεσχίσαμεν μίαν ἀπό τάς ὀροσειράς τοῦ Μαινάλου ὂρους καί «κατόπιν τριῶν ὡρῶν κοπιαστικῆς πεζοπορίας σέ μονοπάτια πολύ δύσκολα ἐφθάσαμεν εἰς ἓν μικρόν χωρίον, τό Ἁλώνι, πού ἦτο ἐκτισμένον εἰς μίαν ῥωμαντικήν τοποθεσίαν, τήν ὁποίαν διεπαιρνοῦσε ἓν ἣσυχον ῥυάκι, τό ὁποῖον, ὡς μᾶς ἐλέχθη, τόν χειμῶνα μετεβάλλετο εἰς ὁρμητικόν χείμαρρον. Ἐσταματήσαμεν ἐδῶ διά νά φάγωμεν τό ψητόν ἀρνί, πού μᾶς προσέφερεν ὁ προεστός τοῦ χωρίου καί μετά περνῶντες ἀπό πολύ δύσκολα καί ἀπόκρημνα μονοπάτια ἐφθάσαμεν εἰς τήν Βυτίναν. Ἐδῶ ὑπῆρξαν στιγμαί, λέγει ὁ Voutier, πού ἐπίστευα ὃτι μετεφέρθημεν εἰς τήν ἐποχήν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας». Εἰς τήν εἲσοδον τῆς Βυτίνης τούς ὑπεδέχθη ὁ κλῆρος τῆς πόλεως μέ μεγάλας τιμάς. Ἀφοῦ τούς καλωσώρισαν διά τήν ἐπίσκεψίν των, τούς ὡδήγησαν εἰς τήν ἐκκλησίαν, ὃπου ἐκεῖ «ἀπεδώσαμεν ὃλοι εὐχαριστηρίους τιμάς εἰς τόν Θεόν διά τήν πτῶσιν τῆς Τριπολιτσᾶς». Σημειωτέον ὃτι ἡ Βυτίνα εἶναι ἐκτισμένη εἰς τήν πλαγιάν ἑνός ὑψηλοῦ λόφου, ἀνατολικῶς δέ προστατεύεται ἀπό πανύψηλα ὂρη, ὣστε ὁ ἣλιος τήν ἀγγίζει δύο ὣρας μετά τήν ἀνατολήν του. Ὁ πληθυσμός τῆς Βυτίνης ἀνήρχετο εἰς 4.000 κατοίκους.
Τήν ἑπομένην ἐσυνεχίσαμεν, λέγει ὁ Voutier, τήν πορείαν μας διερχόμενοι ἀπό χειρότερα μονοπάτια ἀπό τά προηγούμενα. «Ἀπό κάτω μας ἡπλώνοντο τρομακτικοί γκρεμοί μέ πανύψηλα πεῦκα καί πυκνούς θάμνους, πού ἐξεπρόβαλλον ἀπό τάς σχισμάς τῶν βράχων». Μετά τήν κοπιώδη καί ἐπικίνδυνον πεζοπορίαν των ἒφθασαν εἰς τό χωρίον Δάρας, ὃπου εἰς μικράν ἀπόστασιν ἀπό αὐτό διενυκτέρευσαν εἰς τοποθεσίαν λεγομένην Παγκράτι, ἀπ΄ ὃπου ἠδύναντο νά ἐλέγχωσι τόν δρόμον πρός τά Καλάβρυτα.
«Τήν ἐπαύριον ἀφοῦ ἐπεζοπορήσαμεν ἐπί πολύ κατά μῆκος τῆς βουνορράχης, ἐκατέβημεν», συνεχίζει ὁ Voutier, «ἀπό ἐπικίνδυνα μονοπάτια καί ἀντικρύσαμεν ἐπί τέλους εἰς τό βάθος τάς ὁλανθίστους κοιλάδας τῆς Ἀρκαδίας μέ τούς παραποτάμους τοῦ Ἀλφειοῦ, Ἐρύμανθον καί Λάδωνα, νά παιρνῶσιν ἀνάμεσα σέ φυσικάς ἀναδενδράδας μέ τά ὡραιότερα πλατάνια, πού εἶδα ποτέ, καί μέ τό γλυκό μουρμούρισμα τῶν νερῶν των καί τούς κατά τόπους καταρράκτας των».
Τέλος περνῶντες ἀπό τά Σουδενά (τούς Λουσούς Ἀχαΐας) καί τά μονοπάτια τοῦ ὂρους Χελμός, ἐφθάσαμεν εἰς τόν πολυπόθητον σταθμόν μας, τά Καλάβρυτα. Ἡ ὁμώνυμος ἐπαρχία τῶν Καλαβρύτων ἀποτελεῖται ἀπό περίπου 100 χωρία. Τό ἐτήσιον δέ εἰσόδημά των ἀνέρχεται εἰς περίπου 1½ ἑκατομμύριον πιάστρα καί προέρχεται ἀπό τό σιτάρι, τό μετάξι, τάς σταφίδας καί τό καλαμπόκι. Ὁ πληθυσμός τῶν Καλαβρύτων ἦτο περίπου 3.500 κάτοικοι. [Οἱ Τοῦρκοι τῆς περιοχῆς συνελήφθησαν κατά τήν ἒναρξιν τῆς Ἐπαναστάσεως ὑπό τῶν Ἑλλήνων ἂνευ οὐδεμιᾶς ἀντιστάσεως καί ἐπεριωρίσθησαν εἰς τάς οἰκίας των.]
Προτοῦ ἀναχωρήσουσι διά τάς Πάτρας, ἀναφέρει ὁ Voutier, ἢθελε νά ἐπισκεφθῇ τό ὀνομαστόν Μέγαν Σπήλαιον. Ἠκολούθησαν λοιπόν τάς ὂχθας τοῦ κατά τήν ἀρχαιότητα ὀνομαζομένου Κερυνίτου ποταμοῦ, σήμερον δέ Βουραϊκοῦ. Μετά ἀπό δύο ὡρῶν πεζοπορίαν ἀντικρύσαμεν, λέγει, τήν Μονήν τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, τό ὁποῖον εἶναι ἐκτισμένον «σάν χελιδονοφωλεά εἰς τήν κλιτύν τοῦ ὂρους τῆς Κυλλήνης. Οἱ στρατιῶταί μου, λέγει ὁ Voutier, ἐμπρός εἰς τόν ἱερόν αὐτόν χῶρον ἒκαμον πολλάς φοράς τόν σταυρόν των καί ὡς ἒνδειξιν χαιρετισμοῦ ἐπυροβόλουν εἰς τόν ἀέρα. Ἀπό τήν Μονήν ἀνταπήντων καί οἱ μοναχοί μέ ντουφεκιάς, ἐνᾧ αἱ καμπάναι τῆς Μονῆς ἐκτυποῦσαν ἀκατάπαυστα.
Οἱ μοναχοί προσέτρεξαν νά ὑποδεχθῶσι τόν ἐπί κεφαλῆς τῶν ἐπισκεπτῶν των Γάλλον Olivier Voutier καί τούς στρατιώτας του, καί νά τούς ξεναγήσωσιν εἰς αὐτόν τόν ἱερόν καί ἀπόρθητον χῶρον. Ἡ Μονή εἶχε τάς τρεῖς πλευράς της λαξευμένας ἐντός ἑνός τεραστίου βράχου καί μόνον ἡ ἐμπροσθία πλευρά του ἦτο ἐκτεθειμένη, ἀλλά πολύ ἀσφαλής μέ πολυαρίθμους πολεμίστρας. Εἰς τήν Μονήν τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου εἶχον εὓρει καταφύγιον καί πλεῖσται οἰκογένειαι προὑχόντων Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς μέ τά ὑπάρχοντά των. Σημειώνει ἐπίσης ὁ Voutier, ὃτι εἰς τήν Μονήν ὑπῆρχε σπουδαία βιβλιοθήκη μέ ἒργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἑλλήνων κλασσικῶν συγγραφέων.
Μετά τήν ἐπίσκεψίν των εἰς τό Μέγα Σπήλαιον ὁ Olivier Voutier καί οἱ στρατιῶταί του ἐσυνέχισαν τήν πορείαν των πρός τήν Πάτραν διά τῶν ὀρέων ἀποφεύγοντες τάς παραλιακάς προσβάσεις πρός τήν πόλιν, ὃπου ὁ ἐχθρός θά ἠδύνατο πολύ εὐκολώτερον νά τούς ἐντοπίσῃ καί στήσῃ ἐνέδρας.
Φθάνοντες εἰς τήν Πάτραν, ὁ Voutier μᾶς δίδει διαφόρους ἐνδιαφερούσας πληροφορίας διά τήν πόλιν. Αὓτη ἀπεῖχεν ἣμισυ μίλι ἀπό τήν θάλασσαν καί ἦτο ἐκτισμένη εἰς τήν πλαγιάν ἑνός λόφου. Εἰς τήν κορυφήν του ὑπῆρχε διά τήν ἂμυναν τῆς Πάτρας ἓν πεπαλαιωμένον φρούριον. [Πρό τοῦ πολέμου ὁ πληθυσμός περιελάμβανε 4.000 Τούρκους, οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἒναρξιν τοῦ πολέμου ἀνῆλθον εἰς 6.000 μέ Τούρκους ἐλθόντας ἀπό τάς γύρω περιοχάς. Ἐξ αὐτῶν οἱ ἡμίσεις, ἢτοι 3.000, ἦσαν στρατιῶται. Ὁ Ἑλληνικός πληθυσμός τῆς πόλεως ἀνήρχετο εἰς 12.000 κατοίκους καί οἱ Τοῦρκοι πρός ἀσφάλειάν των ἐξεδίωξαν τούς περισσοτέρους ἀπό τήν περιοχήν τοῦ φρουρίου.] Ἡ ὃλη ἐπαρχία τῶν Πατρῶν εἰς τήν Ἀχαΐαν ἠρίθμει 25.000 Ἓλληνας. Ἡ ἐτησία παραγωγή τῆς ἐπαρχίας ἀπέφερε 2-4.000.000 πιάστρα, ἀναλόγως τῆς ἐσοδείας, καί προήρχετο κυρίως ἀπό τήν σταφίδα, τόν σῖτον, τήν κριθήν καί τήν μέταξαν. Ἡ θέσις δέ τῶν Πατρῶν ἦτο ἰδεώδης διά τήν ἀνάπτυξιν τοῦ ἐμπορίου καί τάς ἐξαγωγάς.
Πρός Κόρινθον: Ὁ Olivier Voutier καί οἱ στρατιῶται του, ἀφοῦ ὠργάνωσαν στρατιωτικῶς τήν περιοχήν τῶν Πατρῶν, διέβησαν τά περάσματα τοῦ Παναχαϊκοῦ Ὂρους, ὓψους 1926 μέτρων, μέ τελικό προορισμόν των τήν Κόρινθον. Παρακάμπτοντες τάς θέσεις τῶν Τούρκων εἰς τά παράλια, ἒφθασαν εἰς μίαν ὑπέροχον τοποθεσίαν – εἰς μίαν κρυσταλλίνην πηγήν κάτω ἀπό ἓνα πανάρχαιον ἐπιβλητικόν πλάτανον. [Πράγματι αἱ διαστάσεις τοῦ πλατάνου ἦσαν ὑπερφυσικαί. Οἱ βοσκοί τῆς περιοχῆς τόν ἐπληροφόρησαν ὃτι κάποτε εἶχε πέσει κεραυνός, ὃστις κατέκαυσε τό 1/3 τοῦ ὑπερμεγέθους πλατάνου.] Μάλιστα, συμφώνως πρός τήν παράδοσιν, κάτω ἀπό αὐτόν τόν ὑπέρογκον πλάτανον ἐκάθησε μέ τόν στρατόν του ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος κατά τήν ἐκστρατείαν του εἰς Πελοπόννησον. Αἱ διαστάσεις τοῦ πλατάνου αὐτοῦ ἦσαν ὑπερφυσικαί:Διάμετρός του 20 πόδια (σχεδόν 7 μέτρα) καί περίμετρός του 300 πόδια (σχεδόν 100 μέτρα), ὁπότε κάλλιστα θά ἐχώρουν ἀπό κάτω του 1000 ἂνδρες! Φαντασθῆτε τό ὐπερμέγεθες τοῦ πλατάνου αὐτοῦ. Δυστυχῶς δέν ἐξηκρίβωσα ἐάν ὁ πλάτανος αὐτός ὑπάρχει μέχρι σήμερον.
Προχωροῦντες, περιγράφει ὁ Voutier, κατά μῆκος τῶν παραλιακῶν πεδιάδων, εἰσήλθομεν μετά ἀπό ἀρκετήν πεζοπορίαν εἰς τήν Κορινθίαν. Αὐτή ἡ Ἐπαρχία εἶναι ἐκ τῶν πλουσιωτέρων τῆς Πελοποννήσου καί ἀπαρτίζεται ἀπό 130 χωρία. Ἡ παραγωγή τῆς ἐπαρχίας ἀνέρχεται εἰς 3 ἑκατομμύρια πιάστρα καί παράγει σῖτον, κριθήν, ἐλαιόλαδον, τυρόν, σταφίδας καί μέταξαν. Προχωροῦντες ἐντός τῆς Κορινθίας ἐφθάσαμεν εἰς τά ἐρείπια τῆς Ἀρχαίας Σικυῶνος. Τά τείχη τῆς Ἀρχαίας Σικυῶνος καλύπτουσιν ἓν μεγάλον ὀροπέδιον, τό ὁποῖον τόσον ἀνατολικῶς, ὃσον καί δυτικῶς καταλήγει εἰς βαθεῖς γκρεμούς ἀνάμεσον τῶν ὁποίων κυλᾷ ὁ Ἀσωπός ποταμός. Ἡ Σικυών κατά τήν ἀρχαιότητα ἦτο τό κέντρον τῶν Καλῶν Τεχνῶν καί ἐθεωρεῖτο ἡ πλουσιωτέρα πόλις τῆς Πελοποννήσου. Τό ἀρχαῖον θέατρον καί τό στάδιον διεκρίνοντο εὐκρινῶς, ἐνᾧ ὃλη ἡ γύρω περιοχή ἦτο γεμάτη ἀπό θραύσματα κεραμεικῶν ἀγγείων.
Τό Φρούριον τῆς Σικυῶνος ἦτο ἐκτισμένον ἐπί λωρίδος γῆς κατευθυνομένης πρός τήν Κόρινθον. Ὑπῆρχον δέ πολλαί βάσεις δωρικῶν κιόνων, αἱ ὁποῖαι κατά τόν Voutier, θά πρέπῃ νά ἀνῆκον εἰς τόν ἀρχαῖον ναόν τῆς Δήμητρος. Ὁ τοῖχος τοῦ ἀρχαίου σταδίου ἦτο κυκλώπειος καλυμμένος ἀκόμη εἰς πολλά μέρη του ἀπό λευκόν μάρμαρον. Τό ἀρχαῖον θέατρον τῆς Σικυῶνος εἶχε περίμετρον 300 ποδῶν (100 μέτρων) καί 80 ἀναβαθμίδας. Σήμερον, γράφει ὁ Voutier, χρησιμοποιεῖται ὡς καταφύγιον τῶν βοσκῶν. Ἡ τοποθεσία τοῦ θεάτρου τῆς Σικυῶνος ἦτο ὑπέροχος. Ἀπό αὐτό ἒβλεπε κάποιος ὃλα τά ἀρχαῖα μνημεῖα τῆς πόλεως, τό ἐπιβλητικόν φρούριόν τῆς Κορίνθου, τό ὁποῖον ἐπολιόρκουν Ἓλληνες ἀγωνισταί, τήν πεδιάδα τῆς Κορίνθου καί τάς καλλιγράμμους κορυφάς τῶν ἀπέναντι ὀρέων. Τό θέαμα ἦτο ἀλησμόνητον, διηγεῖται ὁ Voutier. [Ὁ Voutier διέσχισε τήν πεδιάδα τῆς Κορίνθου ἀπό τήν μίαν ἂκρην ταύτης μέχρι τόν Ἰσθμόν.] Τοῦ εἶχε κάνει ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν ἡ γύμνια τῆς πεδιάδος, ὃπου τό μόνον πράσινον πού συνήντα κάποιος ἦσαν μερικαί συστάδες δένδρων γύρω ἀπό οἰκισμούς, ὡς καί εἷς ἐλαιών δυτικῶς τῆς Κορίνθου. [Οὐδέν ἂλλο φυσικόν πράσινον δέν ἒβλεπες.] Τό βράδυ κατέλυσαν εἰς μίαν οἰκίαν εἰς τό χωρίον Ἑξαμίλια, πού ἒλαβε τήν ὀνομασίαν αὐτήν ἀπό τήν ἀπόστασιν πού τό ἐχώριζεν ἀπό τάς δύο θάλασσας – τῶν Κορινθιακοῦ καί Σαρωνικοῦ Κόλπων.
Τήν ἑπομένην ὁ Voutier διέβη τόν Ἰσθμόν διά νά ἐξετάσῃ τά ὀχυρωματικά ἒργα εἰς τήν περιοχήν, παρ’ ὃλον ὃτι ἐγνώριζε καλῶς ὃτι τά Γεράνεια ὂρη αὐτά καθ’ ἑαυτά ἀπετέλουν φυσικά ἀποτρεπτικά ἀμυντικά ἒργα. Οἱ προηγούμενοι κατακτηταί τῆς Κορίνθου, οἱ Ἑνετοί, εἶχον ἀνεγείρει μίαν μεγάλην τάφρον ἀπό τήν Κόρινθον μέχρι τό Λέχαιον. Ὡς καλλιεργημένος ἂνθρωπος πού ἦτο, ὁ Voutier ἐξεμεταλλεύθη τήν παραμονήν του εἰς τόν Ἰσθμόν διά νά ἐπισκεφθῇ τά ἀρχαῖα Ἲσθμια, ὃπου εἰς τήν ἀρχαιότητα διεξήγοντο οἱ γνωστοί ἀγῶνες τῶν Ἰσθμίων. [εἰς τά ὁποῖα συνεκεντροῦντο ἀθληταί ἀπ’ ὃλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδος.] Ὁ Voutier ἀπογοητευμένος λέγει τά κάτωθι: «Ἐκεῖ ἀπέμενον ἐλάχιστα ἀπό τόν ναόν τοῦ Ποσειδῶνος. Τό πευκοδάσος, ὃπου ἐστεφάνωνον τόν νικητήν ὑπό ἐπευφημίας, εἶχεν ἐξαφανισθῆ. Τό ἀρχαῖον θέατρον, ὀρφανόν ἀπό τά ἀριστουργήματα πού τό ἐκόσμουν, ἦτο ἐρειπωμένον. Εἷς τσοπάνης, κακόμοιρα ἐνδεδυμένος, ἒβοσκε τάς κατσίκας του μέσα εἰς τό στάδιον». Καί ὃμως ὁ τσοπάνης αὐτός τόν ἐνετυπωσίασε. Γράφει ὁ Voutier τά κάτωθι συγκινητικά: «Ἐκείνην τήν ὣραν αὐτός ἦτο ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἑλλάδος καί ἐτραγουδοῦσε ᾂσματα μέ τά κατορθώματα τῶν Ἑλλήνων, τήν ἧτταν τῶν βαρβάρων καί τήν Ἐλευθερίαν τῶν Ἑλλήνων πού ἀνεγεννᾶτο!».
Εἰς τάς 20 Ὀκτωβρίου, 1821, ἀφίχθη ὁ Voutier μέ τούς ἂνδρας του εἰς τάς Κεχριάς, τάς ἀρχαίας Κεγχρεάς, νοτίως τῶν Ἰσθμίων, αἱ ὁποῖαι κατά τήν ἀρχαιότητα ἀπετέλουν βασικόν λιμένα ἀνεφοδιασμοῦ τῶν Κορινθίων ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Σαρωνικοῦ Κόλπου. Ἦσαν ἐμφανεῖς οἱ ἀρχαῖοι κίονες ὀχυρωματικῶν ἒργων, ὁ ἡμικυκλικός τοῖχος τοῦ λιμένος, ὑπόγειοι ἀγωγοί πού κατέληγον εἰς τήν θάλασσαν. [ὡς καί τάφοι λαξευμένοι εἰς κατακόρυφον βράχον τῆς ἀκτῆς.] Νοτίως τῶν Κεγχρεῶν ἐπεσκέφθη καί τήν τοποθεσίαν τῶν «Λουτρῶν τῆς Ὡραίας Ἑλένης», πού εἶναι μία πηγή μέ ἁλμυρόν ἰαματικόν νερόν, εἰς τήν ὁποίαν οἱ γηγενεῖς ἀπέδιδον θεραπευτικάς ἰδιότητας.
Ἐπίσκεψις εἰς τάς Νήσους τοῦ Αἰγαίου: Ἐνᾧ ὁ Olivier Voutier ηὑρίσκετο εἰς τήν περιοχήν τῆς Κορινθίας, ἒλαβεν ἐπεῖγον μήνυμα ἀπό τόν Δημήτριον Ὑψηλάντην, ὃτι ἒπρεπε νά ἐπισκεφθῇ τάς νήσους τοῦ Ἀρχιπελάγους, δηλ. τοῦ Αἰγαίου, καί νά μελετήσῃ ἐπί τόπου τήν κατάστασιν των, διότι εἰς τό Αἰγαῖον τά πράγματα ἦσαν πολύ ἀσταθῆ. [Ἒπρεπε λοιπόν νά ἐντοπίσῃ ποῖαι νῆσοι εἶχον ἰσχυράν ἂμυναν ἒναντι τῶν Τούρκων καί ποίων τά ὀχυρωματικά των ἒργα ἦσαν πολύ ἀδύνατα, ὣστε οἱ μικροί πληθυσμοί των νά μεταφερθῶσιν εἰς τάς ἰσχυροτέρας νήσους διά νά προστατευθῶσι.]
Ἒτσι ἀπό τάς Κεγχρεάς μετέβησαν εἰς τήν Αἲγιναν, ὃπου ὁ Voutier δέν ἒχασε τήν εὐκαιρίαν νά ἐπισκεφθῇ τόν ὀνομαζόμενον τότε ὑπό τῶν κατοίκων Ναόν τοῦ Πανελληνίου Διός, ὁ ὁποῖος ὃμως εἰς τήν ἀρχαιότητα ἦτο ὁ Ναός τῆς Ἀφαίας Ἀθηνᾶς. [Εἰς τήν Αἲγιναν ἐπεσκέφθησαν καί ἓνα ἂλλον ἀρχαῖον ναόν, τόν λεγόμενον τοῦ Ποσειδῶνος, ὁ ὁποῖος ὃμως εἰς τήν ἀρχαιότητα ἦτο ἀφιερωμένος εἰς τόν Ἀπόλλωνα καί ἦτο ἐκτισμένος ἐπί τοῦ λόφου τῆς Κολώνης.] Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περιγραφή τοῦ Voutier, ὃτι παρ’ ὃλον ὃτι ἡ γῆ ἦτο ἐλάχιστα εὒφορος ἐκ τῆς φύσεώς της, ἐν τούτοις ἐκαλλιεργεῖτο μέ μεγάλην φροντίδα ὑπό τῶν Ἑλλήνων κατοίκων τῆς Αἰγίνης. Καί περιγράφει ἐπί λέξει: «Ἐθαύμαζα εἰς ὃλα τά νησιά τάς προσπαθείας τῶν κατοίκων των καί τῆς δημιουργικῆς ἐλευθερίας των, πού κανείς Τοῦρκος κατεῖχε, μιᾶς καί ἡ βρωμερή ἀνάσα των θά ἐξέραινεν ἀκόμη καί τήν Ἐδέμ».
Διά τόν ναόν τοῦ λεγομένου Πανελληνίου Διός, δηλ. τῆς Ἀφαίας Ἀθηνᾶς, ὁ Olivier Voutier σημειώνει εἰς τά Ἀπομνημονεύματά του τά ἑξῆς καυστικώτατα διά τούς Ἂγγλους ἀρχαιοκαπήλους. Καί παραλληλίζει: «Οἱ μέν Βάνδαλοι ἐβεβήλωσαν τά μνημεῖα ἐκ βαρβαρότητος καί ἐξ ἀγνοίας διά τήν ἀξίαν των ὡς ἒργων τέχνης. Τί μποροῦν ὃμως νά ἰσχυρισθῶσιν οἱ Ἂγγλοι, διά νά ὑπερασπισθῶσι τόν βανδαλισμόν των; Μά ἦτο τόση ἡ ἀπληστία των, πού αὓτη κατέφερε νά φθάσῃ ἀκόμη καί εἰς αὐτήν τήν ἐρημίαν καί νά ξεγυμνώσῃ τόν ναόν τῆς Ἀφαίας Ἀθηνᾶς ἀπό τά ἀγάλματά του. Πρόκειται δι’ ἀπλήστους, πού συλλέγουσι θησαυρούς, ὂχι διά νά τούς ἀπολαύσωσι, ἀλλά διά νά [τούς στερήσωσι ἀπό ἐκείνους πού ξέρουν νά τούς ἐκτιμῶσι καλύτερα καί διά νά] πωλήσωσιν ἀκριβά εἰς τούς ἐπισκέπτας των αὐτήν τήν ἀπόλαυσιν».
Ὁ ναός τῆς Ἀφαίας Ἀθηνᾶς εἰς Αἲγιναν, ἦτο Δωρικοῦ ῥυθμοῦ μέ 25 κίονας καί τά ἐπιστήλιά των ἦσαν ἀκόμη ἂθικτα καί ἒδιδον ἐντυπωσιακήν μεγαλοπρέπειαν εἰς τόν ἀρχαῖον ναόν. Ὃμως ἒλειπον ἀπό τόν ναόν ὃλα τά ὑπέροχα ἀγάλματά του, μοναδικῆς τεχνουργίας καί γλυπτικῆς δεξιότητος καί ἀξίας, κλαπέντα ὑπό τῶν ἀνωτέρω ἀναφερομένων Ἂγγλων ἀρχαιοκαπήλων. Ὡς βλέπομεν, οἱ Ἂγγλοι ἐσήλυσαν ὂχι μόνον τόν Παρθενῶνα, ἀλλά καί τά ἀρχαῖα τῆς Αἰγίνης.
Διά τόν κόσμον τῆς Αἰγίνης, λέγει ὁ Voutier, ὃτι παντοῦ τόν περιετριγύριζον, μεταξύ δέ αὐτῶν καί πάρα πολλοί πρόσφυγες, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐξέφραζον μέ τόν πλέον συγκινητικόν τρόπον τήν εὐγνωμοσύνην των πρός αὐτόν, ὡς Γάλλον, διότι οἱ Γάλλοι τούς ἒσωσαν εἰς τήν Σμύρνην ἀπό τάς τότε σφαγάς τῶν Τούρκων τόν Ἀπρίλιον τοῦ 1821», δηλ. αὐταί ἒγινον μετά τάς σφαγάς τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί πρό τῶν σφαγῶν τῆς Κύπρου. Ὁ κόσμος τῆς Αἰγίνης ἀνέφερεν εἰδικῶς τόν Γάλλον Πρόξενον εἰς Σμύρνην, Pierre-Laurent-(Jean Baptiste-Etienne) David, καί τόν Γάλλον ὑποναύαρχον Halgan καί τούς γενναίους Γάλλους ναυτικούς, οἱ ὁποῖοι διέσωσαν 3000 πρόσφυγας εἰς τήν Σμύρνην, οἱ ὁποῖοι κατέφυγον εἰς τό Γαλλικόν Προξενεῖον καί τούς μετέφερον σώους εἰς τήν Αἲγιναν.
Μετά τήν Αἲγιναν ὁ Olivier Voutier ἐπεσκέφθη τήν Ὓδραν. Ἐκεῖ ηὗρε τήν κατάστασιν τῆς Νήσου εἰς ἀναβρασμόν ἀπό ἐσωτερικάς διαφωνίας. Τά μόνα διαθέσιμα ἀξιοπόλεμα πλοῖα πού ὑπῆρχον ἦσαν 35, ὡς καί 12 πυρπολικά, δηλ. τά μικρά πλοῖα πού ἐγαντζώνοντο εἰς τά ἐχθρικά καί τά ἀνέφλεγον. Ὁ Voutier ἒδωσεν ἀμέσως ὁδηγίας πῶς θά ἐνισχύετο ἡ ἂμυνα τῆς νήσου, δημιουργῶν πολλά θαλάσσια προχώματα εἰς τούς λιμένας τῆς Ὓδρας. Σημειωτέον ὃτι ὑπό κανονικάς συνθήκας ἡ Ὓδρα διέθετεν 6.000 ναυτικούς καί 100 πλοῖα τῶν 300 τόνων ἐξωπλισμένα μέ 2.000 κανόνια. Συνολικῶς, ἡ Ἑλληνική ναυτική δύναμις τῆς περιοχῆς τῆς Ὓδρας, τῶν Σπετσῶν καί τῶν παραλίων τοῦ Κρανιδίου, ἀνήρχετο εἰς 206 μάχιμα πλοῖα, ἐφωδιασμένα μέ 4000 κανόνια καί ἐπηνδρωμένα μέ 15.000 ἱκανωτάτους ναυτικούς.
Ὁ Voutier πιστοποιῶν τάς δυνατότητας καί τό δυναμικόν τοῦ Ἑλληνικοῦ στόλου τῆς Ὓδρας, τῶν Σπετσῶν καί τοῦ Κρανιδίου προβαίνει εἰς τήν κάτωθι πρόβλεψιν: «Σέ ὀλιγώτερον ἀπό 10 χρόνια, αὐτή ἡ ἐκκολαπτομένη ναυτική δύναμις, θά ἒχῃ σημαντικόν ἐκτόπισμα εἰς τήν πλάστιγγα τῶν δυνάμεων, πού μάχονται διά τό σκῆπτρον τῶν θαλασσῶν».
Μετά τήν Ὓδραν καί τάς Σπέτσας μετέβη εἰς τάς Κυκλάδας κάνων στάσιν εἰς τήν Μύκονον. Ἐκεῖ ἐπεσκέφθη τήν λεβέντισσαν Μυκονιάτισσαν Μαντώ Μαυρογένους, ἡ ὁποία ἡγήθη τῆς ἀντιστάσεως τῶν κατοίκων τῆς Νήσου εἰς τήν ἀπώθησιν καί ρῖψιν εἰς τήν θάλασσαν 200 Τούρκων, τούς ὁποίους ἀπεβίβασεν ἐκεῖ ἓν Τουρκικόν πολεμικόν. Μεταβαίνων βορειότερον ὁ Voutier ἒφθασε μέχρι τά Ψαρά, τά ὀποῖα ἐχαρακτήρισεν, ὡς «τόν ἀκριτικόν φρουρόν τῆς Ἑλλάδος», καθώς οἱ ἀτρόμητοι Ψαριανοί ἀπέκλειον μέ τά πλοῖά των τόν Τουρκικόν στόλον εἰς τά Δαρδανέλια.
Κατόπιν τῆς στρατιωτικῆς περιπολίας του εἰς τάς νήσους τοῦ Αἰγαίου, ὁ Olivier Voutier ἐπέστρεψεν εἰς τήν Πελοπόννησον ἀποβιβασθέντων μετά τῶν ἀνθρώπων του ἐν μέσῳ σφοδρᾶς θαλασσοταραχῆς εἰς τήν Μονεμβασίαν, εἰς ἓνα ὑπήνεμον ὃρμον φέροντα τήν ὀνομασίαν «λιμάνι τοῦ Διός Σωτῆρος», τό ὁποῖον πράγματι τούς ἒσωσεν ἀπό τήν κακοκαιρίαν πού συνήντησαν. Ἀπό τήν Μονεμβασίαν διά ξηρᾶς κατηυθύνθη εἰς Τριπολιτσάν πρός συνάντησιν τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντου, διά νά δώσῃ ἀναφοράν τῆς στρατιωτικῆς ἐπιθεωρήσεώς του εἰς τάς Νήσους τοῦ Αἰγαίου Πελάγους. Ἡ πορεία πού ἠκολούθησεν ὁ Voutier καί ἡ ὁμάς του φεύγοντες ἀπό τόν Μονεμβασίαν ἦτο ἡ ἀκόλουθος: Κατέλυσαν ἐν πρώτοις τό βράδυν εἰς τήν Συκέαν εἰς τήν οἰκίαν τοῦ προκρίτου, ὁ ὁποῖος τούς περιεποιήθη θερμότατα. [Ἠρώτησε τόν πρόκριτον διατί τά διάφορα χωρία εἰς τήν βουνοπλαγιάν ἦσαν ἐρειπωμένα καί ῥημαγμένα. Ἡ ἀπάντησίς του ἦτο ὃτι δυστυχῶς τά κατέστρεψαν οἱ Τουρκαλβανοί, ὃταν ἦλθον εἰς τήν περιοχήν.]
Νά σημειωθῇ ὃτι ὁ καιρός ἦτο πολύ βροχερός καί ἀπ’ ὃπου ἐπερνοῦσαν τά μονοπάτια εἰς τά βουνά ἦσαν δύσβατα. Προχωροῦντες μετά ἀπό 5 ὣρας κουραστικῆς πεζοπορίας καί ἒχοντες, ὡς γράφει, «τήν βροχήν ἀκούραστον σύντροφόν των», ἒφθασαν εἰς τό χωρίον Νιάτα, ὃπου ἒτυχον καί ἐδῶ πολύ θερμῆς φιλοξενίας καί διενυκτέρευσαν. Τήν αὐγήν ἐσυνέχισαν τήν πορείαν των καί ἒφθασαν εἰς ἓνα ὀροπέδιον μέ ἀμπέλια καί ἐλαίας. Συνεχίζοντες ἒφθασαν εἰς τήν κορυφήν ἑνός ἀποτόμου βουνοῦ, ὃπου εἰς τήν πλευράν του ὑπῆρχε τό κατῳκημένον χωρίον Γεράκι. Διενυκτέρευσαν ἐδῶ, ἐνᾧ ὁ κακός καιρός ἐσυνέχιζε καί, ὡς περιγράφει ὁ Voutier, «ὁ βουνίσιος ἀέρας, πού ἐφύσα ἀνάμεσον τῶν κλάδων τῶν πεύκων, ὡρμοῦσε μέ βίαν εἰς τά παλτά μας καί ἀπειλοῦσε νά μᾶς ῥίψῃ σέ τρομακτικά φαράγγια».
Ἐπειδή ἢθελον πολύ νά ἐπισκεφθῶσι τόν Μυστράν, προσεπέρασαν χωρίς νά σταματήσωσι τό χωρίον Χρύσαφα. Ἀπό τήν μίαν ἡ βιασύνη των νά φθάσωσι προτοῦ νυκτώσει εἰς τόν Μυστράν καί ἀπό τήν ἂλλην ἡ κακοκαιρία πού ἐσυνέχιζεν ἐπί 3 ἡμέρας, «μέ τήν βροχήν νά πίπτῃ ὡς χείμαρρος, μέ φοβεράς βροντάς καί ἀστραπάς πού ἀντηχοῦσαν εἰς ὃλα τά γύρω βουνά καί ἒσκαγαν ἐπάνω ἀπό τά κεφάλιά μας». Τέλος ἐγκατέλειψαν τάς ὀρεινάς περιοχάς καί ἒφθασαν εἰς τήν πεδιάδα τῆς Σπάρτης καί τάς ὂχθας τοῦ Εὐρώτα ποταμοῦ, ἀπ’ ὃπου ἒβλεπον τόν Μυστράν εἰς τούς πρόποδας τοῦ Ταϋγέτου. Ὃταν ἐφθάσαμεν ἐκεῖ, λέγει, εἲμεθα ὃλοι πολύ ταλαιπωρημένοι καί ἐξουθενωμένοι ἀπό τήν συνεχῆ βροχήν καί τό τσουκτερόν κρῦον, τήν κούρασιν καί τήν πεῖναν.
Τό βράδυ κατέλυσαν εἰς τήν οἰκίαν ἑνός εὐγενοῦς ἡλικιωμένου, ὁ ὁποῖος εἶχε φιλοξενήσει πολλούς ξένους ἐπισκέπτας. Δυστυχῶς, ἐπρόφερεν ὃμως τά ὀνόματά των παρεφθαρμένως. Τοῦ μόνου πού ἀντελήφθη τό ὂνομα, λέγει ὀ Voutier, ἦτο τοῦ De Châteaubriand. Εἰς τόν Voutier ἒκανεν ἐπίσης μεγάλην ἐντύπωσιν ἡ ὡραιοτάτη θέα ἀπό τό φρούριον τοῦ Μυστρᾶ, ἀπ’ ὃπου ἒβλεπε νά ἁπλώνηται ὃλη ἡ πεδιάς τῆς Σπάρτης καί τόν Εὐρώτα ποταμόν νά «φιδογυρίζῃ» ἀνάμεσον πλουσίας βλαστήσεως ἀπό ἀμπελῶνας, μουριάς καί πορτοκαλέας. Ἡ ἐπαρχία τοῦ Μυστρᾶ περιελάμβανε τήν ὀμορφοτέραν ἐπικράτειαν τῆς Λακωνίας καί παρήγαγε μετάξι, λάδι καί σιτηρά ἀξίας 3 ἑκατομμυρίων πιαστρῶν ἐτησίως.
Τήν 8ην Νοεμβρίου ἐπεσκέφθην, λέγει ὁ Voutier, τήν γειτονικήν Σπάρτην. Παντοῦ ἐρείπια:Τό ἀρχαῖον θέατρον, τά τείχη τοῦ ὀχυροῦ τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, ὁ ἀρχαῖος ἱππόδρομος. Ὃλα ἐρείπια. Μάταια ἀνεζήτει τόν τάφον τοῦ Λεωνίδου καί τό παλάτι τῆς Ὡραίας Ἑλένης. Εἰς τήν ἀπογοήτευσίν μου, γράφει, τοῦ ἦλθεν αἲφνης ἡ ἑξῆς ὑπέροχος ἒμπνευσις πατριωτικοῦ ἐνθουσιασμοῦ: «Πολεμῶ σήμερα διά τήν Ἐλευθερίαν τῆς Σπάρτης ἀπό τούς ὀθωμανούς κατακτητάς της. Ὁρκίζομαι εἰς αὐτά τά ἐρείπια πού βλέπω ὁλόγυρά μου, ὃτι ἡ Ἑλλάς θά συνεχίσῃ νά ἒχῃ τούς Λεωνίδας της»!
[Κάποιοι χωρικοί τοῦ προσέφερον μερικά ἀρχαῖα νομίσματα. Ὁ ἲδιος δέ ἀνάμεσα στά χαλάσματα ἀνεκάλυψε μίαν μικράν ἂθικτον μαρμαρίνην ἐπιγραφήν, τήν ὁποίαν περισυνέλεξε. Ἀργότερον τήν παρέδωσεν εἰς τόν Γάλλον ἐπιτετραμμένον εἰς Ἀθήνας διά νά τήν παραδώσῃ εἰς τόν ὑποναύαρχον Halgan, μέ ὁδηγίας νά τήν προσφέρῃ ἐκ μέρους του εἰς τόν βασιλέα τῆς Γαλλίας.]
Ἐπιστρέφων ὁ Voutier εἰς τόν Μυστράν ἒγινε μέτοχος καί γνώστης δύο γεγονότων, τά ὁποῖα περιγράφει εἰς τά Ἀπομνημονεύματά του: Τό πρῶτον: Τοῦ ἐπαρουσίασαν ἐκεῖ ἓνα νεαρόν Τοῦρκον διά νά φροντίζῃ τά ἂλογά των. Ὁ Voutier εἶπεν εἰς τόν νεαρόν Τοῦρκον, ὃτι ἐάν μείνῃ εὐχαριστημένος ἀπό τήν ἐργασίαν του, θά τόν ἒστελλεν εἰς τόν τόπον του εἰς τήν Τουρκίαν. Ὁ νεαρός Τοῦρκος τοῦ ὡρκίστηκεν, ὃτι θά τοῦ ἦτο πιστός καί ἒπεσεν εἰς τά πόδιά του καί τά ἐφιλοῦσε. Ὃταν ἒφυγεν ὁ νεαρός Τοῦρκος, ὁ εὐγενής γέρων οἰκοδεσπότης τοῦ Olivier Voutier τοῦ εἶπε: «Νά μοῦ ἐπιτρέψητε, κύριε, νά σᾶς εἰπῶ τήν συμβουλήν μου: Νά φυλάγεστε ἀπό αὐτούς! Γνωρίζω πολλούς πονετικούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐβοήθησαν αἰχμαλώτους, ἀλλά εἰς τό τέλος αὐτοί καί ἡ οἰκογένειά των ἀντημείφθησαν σκληρῶς». Καί πράγματι ὁ γέρων οἰκοδεσπότης εἶχε δίκαιον. Μίαν νύκτα, ὁ νεαρός Τοῦρκος ἐλησμόνησε καί τούς ὃρκους του καί τάς ὑποσχέσεις του. Ἒκλεψε τό ἂλογον τοῦ Voutier, πού ἦτο καί τό καλύτερον τοῦ ἀγήματος, καί κατέφυγεν εἰς τάς γραμμάς τῶν Τούρκων ἐχθρῶν!…
Τότε ὁ γέρων οἰκοδεσπότης ἠναγκάσθη νά τοῦ διηγηθῆ μίαν ἂλλην ἱστορίαν: Εἷς φίλος του ἱερεύς, ὃστις ἦτο παρών κατά τήν ἃλωσιν τῆς Μονεμβασίας, ἒσωσεν ἓνα μικρόν Τοῦρκον, ἡλικίας 12 ἐτῶν, ἀπό βέβαιον θάνατον. Τόν ἐπῆρεν εἰς τό σπίτι του καί τόν ἐμεγάλωνεν, καί ὡς ἂνθρωπος τῆς ἐκκλησίας τόν εἶχεν ὃπως καί τά παιδιά του. Τό Τουρκάκι ἐφαίνετο νά ἀνταποκρίνηται εἰς τήν ἀγάπην καί οἰκογενειακήν θέρμην πού τοῦ ἒδειχνον. Οἱ μῆνες καί τά ἒτη ἐπερνοῦσαν. Μίαν Κυριακήν, ὡς ὃλας τάς Κυριακάς, ὁ ἱερεύς μετέβη ὡς πάντοτε εἰς τήν ἐκκλησίαν πολύ ἐνωρίς διά νά λειτουργήσῃ. Ὃταν ἐπέστρεψεν ἀπό τήν ἐκκλησίαν, ἠκούσθησαν ἀπό τό σπίτι του γοεραί κραυγαί. Ἐκεῖ ἀντίκρυσε τήν
παπαδιάν του καί τά δύο παιδιά του μαχαιρωμένα νά κολυμβῶσιν εἰς τό αἷμά των. Κοντά των ἦτο ὁ νεαρός Τοῦρκος μέ τό φονικόν μαχαῖρί του. Τόν συνέλαβον οἱ συγχωριανοί, ὡμολόγησε τό ἒγκλημά του λέγων ὃτι τό ἒκαμε διά νά ἐκδικηθῇ «τά σκυλιά τῆς Χριστιανωσύνης».
Προτοῦ κλείσει τό κεφάλαιον του περί Λακωνίας ἀναφέρεται ὁ Olivier Voutier μέ μεγάλον θαυμασμόν διά τάς γυναῖκας τῆς Λακωνίας. Τάς θεωρεῖ τάς ὡραιοτέρας γυναῖκας τῆς Ἑλλάδος ὑφ’ ὃλας τάς ἀπόψεις: ὀμορφιᾶς, χάριτος, εὐγενείας, συστολῆς, σεμνότητος καί ἀξιοπρεπείας. Παντοῦ ὃπου ἐπῆγε τοῦ εἶχον κάνει πολύ μεγάλην ἐντύπωσιν.
Ἐν τέλει ὁ Voutier καί ἡ συνοδεία του ἀφίχθησαν εἰς Τριπολιτσάν, ὃπου κατέλυσαν εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντου. Ἐκεῖ ηὗρε τούς ὁπλαρχηγούς νά κατατρώγονται ἀπό τό σαράκι τῆς φυλῆς μας – τήν διχόνοιαν: [Ὁ Κολοκοτρώνης ἢθελε νά διορισθῇ ὁ υἱός του Πάνος ὡς κυβερνήτης τῆς Τριπολιτσᾶς, ἐνᾧ ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης εἶχεν ἐπιλέξει ἢδη κάποιον ἂλλον…]
Παρ’ ὃλας ὃμως τάς ἀντιζηλίας τῶν ὁπλαρχηγῶν ἐπεκράτει μεγάλος ἐνθουσιασμός μεταξύ τῶν Ἑλλήνων πολεμιστῶν καί τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐξεγείροντο ἀπ’ ἂκρου εἰς ἂκρον τῆς Ἑλλάδος, ἀνοργανώτως μέν, ἀλλά μέ πολλάς ἐπιτυχίας. Φερ’ εἰπεῖν εἰς τήν Αἰτωλίαν, Ἀκαρνανίαν, τόν Ὂλυμπον, τήν Κασσάνδραν, τήν Ῥούμελην, τήν Εὒβοιαν καί τήν Ἀττικήν. Εἰς τήν Κρήτην οἱ Σφακιανοί μέ 800 τυφέκια ἐπετέθησαν κατά 20.000 καλῶς ὡπλισμένων Τούρκων ἀναγκάζοντές τους εἰς ὀπισθοχώρησιν ἀποσπάσαντες ἀπό αὐτούς ἂλλα 3000 τυφέκια, διά νά ἐξοπλίσωσι καί ἂλλους προστρέχοντας εἰς τάς μάχας ἀγωνιστάς. Ὁ Voutier ἒγραψεν εἰς τά Ἀπομνημονεύματά του, ὃτι τό μόνον πού ἒλειπε τότε ἀπό τούς Ἓλληνας ἦτο «ὁ ἱκανός ἐκεῖνος ἂνδρας πού θά μποροῦσε νά ἑνώσῃ ὃλα αὐτά τά γενναῖα κομμάτια καί νά φτιάξῃ ἓνα τρομερόν σύνολον. Οἱ Ἓλληνες μέ τήν Ἐπανάστασιν ηὗρον τούς πολεμιστάς των, ὂχι ὂμως τά εὐλογημένα μυαλά ἑνός πραγματικοῦ ἡγέτου διά νά τούς ἡγηθῇ». Σημείωσις τοῦ ὁμιλοῦντος: Αὐτό τό ἐπέτυχον τῷ 1828 ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Κυβερνήτου Ἰωάννου Καποδιστρίου, ἀλλά δυστυχῶς τόν ἐδολοφόνησαν λόγῳ τῶν μεταξύ των ἐρίδων καί ἀντιζηλιῶν.
Λάμπης Κωνσταντινίδης
ΤΈΛΟΣ Β΄ΜΈΡΟΥΣ (συνέχεια αύριο)
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 22/11/2022 #ODUSSEIA #ODYSSEIA