και κάπου στην Ψ Ραψωδία, την συνομιλία με την Πηνελόπη:
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω· κ’ ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω, 265 αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ’ εγώ δεν χαίρω· ότ’ εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου, όσο να φθάσω ‘ς τους θνητούς ‘που θάλασσα δεν ξεύρουν, και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ’ αρτυμένο. 270 ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι’ αυτοί γνωρίζουν, ούτε τα ίσια κουπιά, ‘που ‘ναι πτερά των πλοίων, κ’ ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω· ‘ς τον δρόμον άμ’ απαντηθή μ’ εμέν’ άλλος οδίτης και ειπή, ‘ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, 275 ‘ς την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις, κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην, να γύρω ‘ς την πατρίδα μου και να δώσ’ εκατόμβαις των αθανάτων, ‘πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 280 με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ’ εύρη έξω απ’ τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ’ ολόγυρά μου θα ‘ναι μακάριος ο λαός· τούτ’ όλ’, είπε, θα γείνουν».
Διαπιστώνουμε λοιπόν από τα παραπάνω ότι, ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη (όπως τον είχε συμβουλέψει η Κίρκη) βρίσκει και ρωτάει τη σκιά του τυφλού μάντη Τειρεσία (ως ο μόνος έμφρονας, ακόμη και στον κάτω κόσμο!) την εξέλιξη και το τέλος της περιπέτειας του. Ο μάντης πράγματι του απαντά στο ερώτημα του αλλά με μια παράδοξη εντολή: ότι οφείλει να εγκαταλείψει για δεύτερη φορά την Ιθάκη, μ’ ένα κουπί στο χέρι να αποδημήσει στο εσωτερικό της απέναντι στεριάς, σε κάποια χώρα, που οι κάτοικοί της ιδέα δεν έχουν από θάλασσα, κουπιά κι αλάτι. Σ’ αυτή τη νέα περιπλάνησή του θα συναντήσει κάποιον που θα νομίσει πως το κουπί στον ώμο του είναι λιχνιστήρι. Εκεί να σταματήσει, θυσιάζοντας στον Ποσειδώνα ένα κριάρι, έναν κάπρο κι έναν ταύρο. Μόνο έτσι θα εξασφαλίσει τον οριστικό του πια νόστο στην Ιθάκη· όπου τον περιμένουν ήσυχα χρόνια και βαθιά γεράματα· εκεί θα τον βρει ανώδυνος θάνατος, κάπου μακριά ωστόσο από το νερό της θάλασσας.
Πράγματι κατά τη μυθολογία έτσι κι έγινε. Δηλαδή ο Οδυσσέας μετά τα γνωστά “επεισόδια” έφυγε πάλι γρήγορα μ’ ένα κουπί στον ώμο, για τη Θεσπρωτία της Ηπείρου. Προχωρώντας στο εσωτερικό της χώρας, συνάντησε κάποιους ανθρώπους που τον ρώτησαν γιατί κουβαλούσε μαζί του το λιχνιστήρι. Τότε κατάλαβε πως αυτός ήταν ο τόπος που έπρεπε να μπήξει το κουπί και να θυσιάσει στον Ποσειδώνα. Στη Θεσπρωτία ο Οδυσσέας παντρεύτηκε τη βασίλισσα Καλλιδίκη. Ύστερα από έναν πόλεμο των Θεσπρωτών με τους Βρύγους, η Καλλιδίκη πέθανε και στο θρόνο ανέβηκε ο Πολυποίτης, ο γιος της, και ο Οδυσσέας ξαναγύρισε την Ιθάκη πιστεύοντας πως θα περάσει ήρεμα γεράματα.
Στο μεταξύ ο Τηλέγονος, γιος του Οδυσσέα από την Κίρκη, αναζητώντας τον πατέρα του αποβιβάστηκε στην Ιθάκη και οι σύντροφοί του κατέστρεψαν το νησί. Ο βασιλιάς βγήκε να τους διώξει και σκοτώθηκε από τον Τηλέγονο, ο οποίος δεν τον γνώριζε. Όταν ο Τηλέγονος κατάλαβε πως είχε σκοτώσει τον πατέρα του, ήταν πια αργά. Πήρε το άψυχο κορμί του, το γιο του, τον Τηλέμαχο, και την Πηνελόπη και κατευθύνθηκε στην Αία. Εκεί η Κίρκη τους έκανε όλους αθάνατους.
Η ιστορία τελειώνει με δύο παράξενους γάμους: η Κίρκη παντρεύεται τον Τηλέμαχο και η Πηνελόπη τον Τηλέγονο…..
Αντικλείδι
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 6.10.2014,Β. Λορεντζάτος