Το 1461 η Τραπεζούντα έπεσε στους Τούρκους, ο δε «μεγάλος σουλτάνος» Μωάμεθ Β’, παρά τις συνθήκες που είχε υπογράψει, έσφαξε ολόκληρη τη βασιλική οικογένεια, προαναγγέλλοντας τους μελλοντικούς διωγμούς. Παρά την τουρκική κατάκτηση οι Έλληνες του Πόντου, παρά την καταπίεση και τους διωγμούς, συνέχιζαν, χάρη στην αξιοσύνη και την μεταξύ τους αλληλεγγύη να ακμάζουν, να δημιουργούν.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Στην πόλη ιδρύθηκε ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του υπόδουλου Ελληνισμού, το περίφημο «Φροντιστήριο», στο οποίο εκπαιδεύτηκαν και δίδαξαν τα πλέον φωτισμένα μυαλά και το οποίο συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι την εισβολή των ορδών του Κεμάλ στην πόλη.
Αν και οι Έλληνες αντιμετώπιζαν πάντα την καχυποψία και την εχθρότητα των Τούρκων, ειδικά σε περιόδους που το εθνικό κέντρο, η Ελλάδα, ή η Τσαρική Ρωσία, μάχονταν κατά των Οθωμανών, η κατάσταση επιδεινώθηκε με την άνοδο στην εξουσία των Νεοτούρκων. Οι Νέοτουρκοι, μεταξύ των οποίων και ο Κεμάλ, αν και αρχικά επιχείρησαν να εμφανιστούν ως προστάτες των εθνικών μειονοτήτων εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σύντομα απέβαλαν το προσωπείο και άρχισαν, υπό την καθοδήγηση των Γερμανών, τους διωγμούς.
Τον Οκτώβριο του 1914 η Οθωμανική αυτοκρατορία ενεπλάκη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Γερμανίας. Αμέσως άρχισαν οι διωγμοί κατά του ελληνικού στοιχείου, τόσο στην Ιωνία, όσο και στον Πόντο, οι οποίοι εντατικοποιήθηκαν και συστηματοποιήθηκαν την περίοδο του Μικρασιατικού Πολέμου. Φυσικά οι Έλληνες δεν έμειναν αδρανείς.
Αντιπάλεψαν με όλες τους τις δυνάμεις τους Τούρκους, υπό την καθοδήγηση ανδρών όπως του Γερμανού Καραβαγγέλη και του μεγάλου Έλληνα και εθνάρχη Χρύσανθου, μητροπολίτη Τραπεζούντας, ο οποίος έπραξε το παν για να ελευθερωθεί ο Πόντος, στο πλαίσιο μιας ελληνο-αρμενικής κρατικής οντότητας. Δεν βρήκε όμως υποστήριξη, ούτε καν από τον Ελ. Βενιζέλο, στον οποίον στηρίχθηκε.
Ο ποντιακός Ελληνισμός αφέθηκε μόνος, απέναντι στους σφαγείς, του αρχισφαγέα Κεμάλ.
Οι Τούρκοι εκτόπισαν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»).
Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που βρίσκονταν σε στρατεύσιμη ηλικία.
Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Έλληνες, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ότι ήταν δυνατόν.
Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι Τούρκοι στράφηκαν μαζικά κατά των Ελλήνων. Υπολογίζεται ότι στην τραγική δεκαετία 1914-23 περίπου 370.000 Έλληνες του Πόντου, σφαγιάστηκαν από τα τουρκικά στίφη.
Όσοι επέζησαν κατέφυγαν είτε στην Ελλάδα, είτε στην τότε ΕΣΣΔ, όπου υπέστησαν νέους διωγμούς. Αυτή είναι η γενοκτονία των Ποντίων Ελλήνων, η οποία αναγνωρίζετε επίσημα από την Ελλάδα, η οποία τιμά τα θύματα της γενοκτονίας στις 19 Μαΐου, από την Αυστραλία και από τη Διεθνή Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Επρόκειτο για ένα εκ προμελέτης έγκλημα, αντάξιο των Τούρκων, αλλά και των Γερμανών εμπνευστών του και κυρίως του στρατηγού Λίμαν φον Ζάντερς.
Παντελής Καρύκας
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 7.8.2014, Ολυμπία