Ευρυδίκη Λειβαδά: «H Μάχρια της λήθης» της Ρένας Πετροπούλου – Κουντούρη

Σε όλα αυτά τα μέρη η συγγραφέας αποδίδει με μεστό, ζωντανό και δυναμικό τρόπο τις πολλαπλές μεταβάσεις των προσώπων, τα οποία, επεξεργάζεται με κάθε λεπτομέρεια. Τα αναλύει, τους ασκεί κριτική, τα αξιολογεί παρουσιάζοντάς τα με έξυπνο τρόπο, μέσω των ίδιων των εαυτών τους. Σχηματίζει στα μέρη που έχει χωρίσει το βιβλίο της υποκεφάλαια με τίτλο το όνομα κάθε ενός προσώπου, και μεταφέρει, με τη γυναικεία γραφή της, την συνέχιση της ιστορίας της μέσα από τα δικά του μάτια, από την δική του δράση και –όπου η ίδια κρίνει αναγκαίο- από τη δική του διάλεκτο –όπως η υπηρέτρια Πιπίνα-. Έτσι, σε πρώτο πρόσωπο ρίχνει φως διεισδυτικό στα προτερήματα και στα ελαττώματά απλών ανθρώπων –Κοραλία, Μιχριμπάν, Σουλεϊμάν-, μεγαλόκαρδων –καπετάν Σουκρού- και ποταπών –Αρβανίτης-, αρχόντων –Καλλιμάρκος-, αφοσιωμένων υπηρετών –Ζουλφέ, Αϊντά- και συμφεροντολόγων δούλων – Βάλια-, μάγων – Μπατ Αζούν- και πόρνων, φτηνών εραστών –Ζακ- , καλών φίλων –Μπεσιμέ, Φρανσουά ντε Λαρσέ-, ορκισμένων εχθρών -, στις καλές προθέσεις τους και στις ιδιοτελείς και παραδόπιστες ενέργειές τους, στα μίση, στις αγάπες και στις φιλοδοξίες τους, και δοκιμάζονται οι ίδιοι ανάμεσα σε πιστεύω, αξίες, φραγμούς θρησκείας, πατρίδες, θάλασσες, στεριές και όνειρα.

Χρησιμοποιούνται πολλές παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, αντιθέσεις, πλούσιο λεξιλόγιο, παρατηρείται ενδιαφέρουσα χρήση ρημάτων –«ναυάγησε το χιούμορ»- και συνεχής περιγραφή κάθε λογής εικόνων. Οι σπουδές της κ. Πετροπούλου κι η ενασχόλησή της με τη μόδα είναι φανερές σε όλο σχεδόν το έργο της, καθώς περιγράφει με παλλόμενη λεπτομέρεια τα ενδύματα, τα υποδήματα, τα αξεσουάρ τόσο στις γυναίκες, όσο και στους άνδρες πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές της.

Εξαιρετικές είναι οι περιγραφές των μυρωδιών και ήχων. Είναι μάλιστα τόσο ωραία δοσμένα ώστε ο αναγνώστης μπορεί να αισθανθεί τα αρώματα, τις βαριές μυρωδιές των βαρελιών και των ψαριών, την ιδιαίτερη μυρωδιά της υγρασίας, της κλεισούρας και της μούχλας, τις γαργαλιστικές μυρωδιές των φαγητών, ακόμα και αυτές του συνωστισμού στα λιμάνια, και παράλληλα να ακούσει θορύβους, κλάματα, βελάσματα, οπλές αλόγων, φωνές μικροπωλητών.

Περιγράφονται με παλμό στιγμές φόβου, έντασης, κυνηγητού, στιγμές ανθρώπινες, καθημερινές, στιγμές περιδίνησης συναισθημάτων, έρωτα και θανάτου, στιγμές κατάπτωσης, εξάρτησης από φτηνά και άρρωστα πάθη –όπως η εξάρτηση από το όπιο κι από ανάξιους εραστές-, στιγμές συγκίνησης και ισοπέδωσης, στιγμές σιωπηλών και άφατων συμφωνιών, στιγμές θολές και στιγμές λεβεντιάς.

Για να προχωρήσει όπως η ίδια θέλει την ιστορία της κάνει πισωγυρίσματα σε χρόνο και σε τόπους, δημιουργεί πρόσωπα πολλά –όπως ο Ισκεντέρ κι η Βάλια- που ξεπηδούν την κατάλληλη στιγμή για να δώσουν λύση, για να συνεχίσουν την υπόθεση, για να υπηρετήσουν τον ρόλο που η συγγραφέας έχει πλάσει για αυτά, και για να τα «καταπιεί» λίγο αργότερα το ίδιο το έργο της και να τα εξαφανίσει εντελώς από τη σκηνή, αφήνοντας κάπου στην άκρη τους πρωταγωνιστές που περιμένουν καρτερικά τη δική τους σειρά να κάνουν επανεμφάνιση.

Το πεπρωμένο κι η τύχη κάνουν κύκλους σε όλα σχεδόν τα κεφάλαια. Έχει γίνει προσέγγιση τής μουσουλμανικής θρησκείας και των εξ αυτής εθίμων με απόλυτο σεβασμό. Όπως με σεβασμό έχει αποδοθεί η αγριότητα που η ίδια η ιστορία μάς έχει διαφυλάξει.

Το κείμενο προέρχεται φανερά από μια αστείρευτη πέννα που ιντριγκάρει τον αναγνώστη και δεν τον αφήνει να ξεκολλήσει από την μελέτη του και, είμαι βέβαιη, πως με αγωνία θα περιμένει την έκδοση του δεύτερου μέρους, προσδοκώντας την κάθαρση ως αρχαία τραγωδία και το κλείσιμο του κύκλου εκεί, κάπου στην αρχή, στα βουνά της Κρήτης.

Αργοστόλι, 12.7.2014

Ευρυδίκη Λειβαδά