Απόκλιση λανθάνουσα
Η καρναβαλική περίοδος οριοθετείται μέσα από τρεις εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μια περίοδος που έρχεται από την αρχαιότητα ονομαστή για την αθυροστομία της.
Μάλιστα δεν ήταν τυχαία μέσα στο χρόνο, ώστε να εξυπηρετεί τη νευρική κάλμα των ανθρώπων που αντρειεύεται την άνοιξη, λόγω του κλίματος της εποχής. Οι τρεις εβδομάδες που ορίζουν το καρναβαλικό πλαίσιο -με βάση την Κυριακή τους- λέγονται: Η πρώτη Προσφωνήσιμη, η δεύτερη της Αποκριάς και η τρίτη της Τυρινής. Κατά την περίοδο αυτής της χρονικής περιόδου, καταλύουμε κρέας και τυρί, υπηρετώντας τις σωματικές μας ανάγκες και διασκεδάζουμε ηδονικά και έξαλλα, εξυπηρετώντας έναν κόσμο εσωτερικό, ο οποίος έχει ανάγκη να εκδηλωθεί για να δείξει την ύπαρξή του.
Όλο αυτό το σκηνικό δεν είναι φτιαχτό των νεοτέρων χρόνων, είναι στη βάση του αρχαιοελληνικό, πέρασε στον χριστιανικό κόσμο και έδεσε πολύ όμορφα μέσα στο τυπικό της νέας Θρησκείας του Θεανθρώπου, εξυπηρετώντας την εσωτερική ανάγκη της ψυχής προς τη θέωσή της. Δηλαδή μέσα από την πολλή έκθεση των διασκεδάσεών μας, της ηδονής, μέσα από την κραιπάλη της αποκριάτικης χαράς, έρχεται ένα Σαρανταήμερο νηστείας και θρησκευτικής ανάτασης για να δεχτούμε τελετουργικά και εσωτερικά την κορύφωση του Θείου Μαρτυρίου του Χριστού και να ξαναγεννηθούμε ως καθαρές ψυχές ακολουθώντας το φως της άνοιξης.
Κλείνοντας το αναφορικό πλαίσιο για το πώς έχουν τα πράγματα και τα θέματα σε σχέση με εμάς τους ανθρώπους πάνω στον εθιμικό κύκλο που έχουμε χαράξει στους αιώνες, μπορούμε να καταλάβουμε ότι και τα αποστολικά αναγνώσματα, τα ψυχοσάββατα, τα ευαγγέλια δεν είναι τυχαία τοποθετημένα στον ημερολογιακό κύκλο του χρόνου σε συνάρτηση με τον εθιμικό τελετουργικό. Πολλοί που δεν θέλουν το καρναβάλι ή γενικότερα τις εκφραστικές του ιδιότητες, ή ακόμη και πολλοί που το θέλουν και δεν θέλουν την Σαρακοστή ή το αντίθετο, κάνουν λάθος, διότι πράττουν μονόπλευρα για το είναι τους για κάτι που δεν γνωρίζουν και απλώς το υπηρετούν τυφλά. Καρναβάλι και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, το ένα υποστηρίζει το άλλο, αρκεί να τοποθετείται κανείς και στις δυο περιπτώσεις, χωρίς ακρότητες, υπηρετώντας αρμονικά και τη λογική και το συναίσθημα.
Η αποκριάτικη περίοδος επιβάλλεται και σ’ αυτές τα γραμμές που ακολουθούν θα σταθώ στη λανθάνουσα απόκλισή της, γιατί αυτή είναι και ατομική και συλλογική. Βέβαια, η απόκλιση αυτή έχει σχέση με τις κλιματικές και γεωγραφικές πλευρές ενός τόπου, έχει σχέση με τις οικονομικά και κοινωνικά συστήματα του τόπου που την πράττει καθώς και από το θρησκευτικό αίσθημα των κατοίκων του τόπου. Πρωτίστως όμως έχει σχέση με την παράδοσή και την ιστορική καταβολή του τόπου και πόσο οι κάτοικοί του μπορούν να ξέρουν ότι μέσα στη συλλογική συνείδηση υπάρχει αυτή η ιστορική καταβολή. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι δευτερευούσης σημασίας.
Πρέπει να κλίνουμε προς τη «λανθάνουσα συμπεριφορά»; Πρέπει να τολμάμε προς αυτή την έκφραση της υπερβολής συνειδητά, για να χαιρόμαστε κάτι που είναι αναγκαίο στην ψυχή και στο σώμα; Πρέπει να υπηρετούμε έναν κόσμο που θα εκφράζει πρωτίστως εμάς, προσωπικά και συλλογικά, για να έχουμε ταυτότητα στο είναι μας; Φοβόμαστε να εκφραστούμε πάνω σ’ αυτό το κεφάλαιο της εσώτερης ψυχολογίας και τη δράση της.
Όλα αυτά θα τα τοποθετήσω σε ένα κάδρο αναγκαίο για προβληματισμό και αναθεώρηση προς την τοποθέτησή μας. Η διαφορετική υπόσταση του καθενός μας, όταν σταθεί απέναντι στον καθρέπτη, θα υποστηρίξει κατά βάση την αναγκαιότητα της «λανθάνουσας απόκλισης», εφόσον θέλουμε να είμαστε χριστιανοί, θέλουμε να διατηρούμε την αρχαία κληρονομιά των παραδόσεων, θέλουμε να ζούμε σύμφωνα με τις πατροπαράδοτες παραδόσεις και εικόνες που κληροδοτήσαμε και θα κληροδοτήσουμε.
Οι εκφράσεις της «λανθάνουσας απόκλισης» κατά την αποκριάτικη περίοδο, έχει σχέση με τα φαγητά, με το κρέας και το τυρί, έχει σχέση με το κρασί και τα υπόλοιπα ποτά, έχει σχέση με τη γενετήσια ορμή της σεξουαλικής ηδονής. Αυτά τα υλικά και οι επιθυμίες της περιόδου αυτής, φυσικά όταν αυτά υπερβάλουν κατά τη χρήση τους, είναι στοιχεία που θέλουν να ικανοποιήσουν τον εσώτερο φόβο μας για το θάνατο. Με άλλα λόγια αυτές οι αποκλίνουσες συμπεριφορές μας, που κάνουμε στην καρναβαλική περίοδο και που τις πράττουμε αθέλητα ή ανήξερα -οι περισσότεροι δε κατά συνήθεια- κρύβουν τον φόβο του θανάτου, που όλοι έχουμε μέσα μας. Θέλουμε να οριοθετήσουμε το είναι μας, την παρουσία μας, την ύπαρξή μας, να ενεργοποιήσουμε τους στομαχικούς μας νευρώνες , τους ηδονικούς μας αδένες για να δείξουμε πως είμαστε ζωντανοί, πως έχουμε θέση στη ζωή. Αυτά λοιπόν τα εξωτερικά και εσωτερικά συμβάντα που κοχλάζουν μέσα μας κατά την αποκριάτικη περίοδο πρέπει να υπάρχουν, αλλά να τα τοποθετούμε με εναρμόνιση μέσα στο κοινωνικό σύνολο, και όχι σε βάρος ή εναντίον άλλων. Κλείνοντας το πρώτο μέρος αυτού το θέματος, θα τονίσω ότι είναι αναγκαία η «λανθάνουσα απόκλιση», δηλαδή το αποκριάτικο βίωμα, γιατί αλλιώς δεν έχει νόημα η τεσσαρακοστή, δεν έχει νόημα ο αγώνας για τη εσωτερική ανάταση προς το Θείο, που μας τη δίνει η μυσταγωγία της Μεγάλης Εβδομάδας με κορύφωση την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Αν αυτό είναι συνειδητοποιημένο στον καθένα μας, τόσο το καλύτερο και το ιδανικότερο, γιατί αυτή η συνείδηση σου διατηρεί το μέτρο και τη χαρά της ηδονής μέσα από τη γνώση των πραγμάτων.
Το δεύτερο μέρος του θέματος της λανθάνουσας απόκλισης είναι κατά πόσον μπορεί να είναι φανερή ή κρυφή ή κατά πόσο αυτή είναι ατομική ή συλλογική. Αν και τα όρια αυτά είναι υποκειμενικά, μπορούν να τοποθετηθούν και να εκφραστούν με καθαρότητα σκέψεων.
Η φανερή έκφραση, αυτή που δεν «κρύβεται πίσω από τη μάσκα», δηλώνει μια ωριμότητα, μια πράξη ανοικτού καθρέπτη μέσα στο κοινωνικό σύνολο, μια πράξη συνείδησης και μια υπερνίκηση του φόβου του θανάτου• δηλώνει πως το άτομο έχει αποδεχτεί το εφήμερο της ζωής. Η κρυφή έκφραση στην «λανθάνουσα απόκλιση» κατά την περίοδο της αποκριάς δηλώνει φόβο κοινωνικό και εσωτερικό. Το άτομο που την πράττει φοβάται να οριοθετήσει το είναι του μέσα στην κοινωνία που ζει και δρα. Προσπαθεί να παίξει, να χαρεί ψεύτικα όχι αδειάζοντας και μοιράζοντας τα εσώτερα θέματα της ψυχής του με τους άλλους συνανθρώπους του, αλλά φορτώνοντας τις εικόνες που βλέπει καλυμμένος από τη μάσκα και τραβώντας τες μέσα του με την ψευδαίσθηση πως δεν τον ανακάλυψαν, πως δεν είδαν τις κινήσεις του, πως δεν τον σχολίασαν. Ο φόβος θανάτου τότε, χωρίς αυτό το άτομο να το γνωρίζει, είναι μεγαλύτερος και η εικόνα της μάσκας θα τον συνοδεύει ολοχρονικά, γιατί απλά δεν θα έχει την κοινωνική εξομολόγηση, το κοινωνικό μοίρασμα του κεφιού.
Η περίπτωση της συλλογικής έκθεσης στην αποκριά είναι σπουδαία, και η ανάλυσή της θέλει πολύ μελάνι και χώρο για να ξετυλίξει κανείς όλες τις πτυχές αυτής της έκφρασης. Αντίθετα, το επώνυμο και το ατομικό της λανθάνουσας απόκλισης, αυτό που δεν καλύπτεται από μάσκα ,δείχνει μια τόλμη και μια συνείδηση που από πρώτη ματιά σε παραξενεύει και το φοβάσαι, αλλά εύκολα μ’ αυτό εξοικειώνεσαι ψυχοσωματικά.
Η επιτυχία υπάρχει σ’ αυτόν που την πράττει ατομικά, επώνυμα και γίνεται αθέλητα για τους άλλους καθρέπτης συνείδησης. Η περίπτωση της συλλογικής έκθεσης στην αποκριά φανερώνει χαρά κοινωνική και συνεργασία, εφόσον οι άνθρωποι είμαστε όντα κοινωνικά. Δείχνει εσώτερα μια ασφάλεια αποδοχής του είναι μας, που θα την φοβόμασταν σε ατομικό επίπεδο έκφρασης, δείχνει όμως και μια μεγάλη αποδοχή: ότι δεν είμαστε μόνοι μας αλλά αυτό που κάνουμε είναι αποδεχτό από την μεγάλη μάζα. Προτεραιότητα στον εσώτερο κόσμο μας είναι το μοίρασμα του φόβου μας, πράξη αθόρυβη που την κάνουμε αθέλητα, «ασυνείδητα», χωρίς να την σκεπτόμαστε, γιατί ανήκουμε σε ένα κοινωνικό σύνολο και το ακολουθούμε τις περισσότερες φορές πολιτικοκοινωνικά και θρησκευτικά.
Μέσα στη λανθάνουσα απόκλιση της αποκριάς μεγάλο μέρος είναι και η «διακωμώδηση» θρησκευτικών και εθνικών συμβόλων. Το θέμα ως θέση είναι πολύ δύσκολο, αλλά και απλό. Οι προεκτάσεις και οι αναλύσεις είναι πολλές. Οι ερμηνείες που μπορούν να σταθούν με επιχειρήματα είναι θεολογικές ή πολιτικές με χρώμα και είναι κοινωνικές. Μπορεί ακόμη να είναι και μηδενικές έως και πλήρους απαξίωσης αυτών των γεγονότων και της χρησιμοποίησης αυτών των ιερών –πατριωτικών συμβόλων. Ο χώρος δεν επιτρέπει μεγαλύτερη ανάλυση. Βέβαια, δεν είναι εξ ανάγκης αρνητές αυτές οι εκφράσεις, ούτε χρειάζεται προκατάληψη• χρειάζεται να ξέρει όποιος χρησιμοποιεί αυτούς τους ιερούς συμβολισμούς γιατί το κάνει ή γιατί δεν πρέπει να το κάνει.
Η λανθάνουσα απόκλιση της ψυχής κατά την άβουλη επιθυμία της να χρησιμοποιήσει αυτούς τους συμβολισμούς μέσα από ιερατικές και πατριωτικές εικόνες για να τις σατιρίσει, θα πει πως τις υπολογίζει αλλά απλά δεν τις έχει ακόμη αποδεχτεί σταθερά ή βρίσκεται σε στάδιο αναγνώρισής τους. Έτσι, αγαπά κανείς αυτό που θα μάθει καλά, αυτό που θα τον εξυπηρετήσει ψυχικά και θα του δείξει δρόμο για σταθερότητα και αγάπη. Γιατί στο δρόμο του Φωτός, τα πράγματα είναι επικίνδυνα, δύσκολα, αγωνιστικά και σε θέλουν να είσαι ακέραιος γιατί το φως δίνει στα μάτια τη γεωμέτρηση της εικόνας και αυτή καλείται ο κάθε άνθρωπος να την τιθασεύσει και να την τοποθετήσει αρμονικά μέσα του κινούμενος, αν θέλει να είναι σωστός, στο μέτρο, στην αγάπη και στον έλεγχό του προς τη συνείδησή του.
Επιπλέον, θα προσθέσω μέσα στις πολλές θέσεις που υπάρχουν για το θέμα των εκκλησιαστικών ιερών συμβόλων και πατριωτικών, πως κατά μένα κάτι που έχει πληρωθεί με αίμα αγωνιστικό, που έχει στερεωθεί από μαρτυρικό θάνατο, κάτι που υπηρετεί μια ιερή ενεργειακή τελετουργία θα πρέπει να το σεβόμαστε και να το εξυψώνουμε προς το δρόμο που αυτό το ίδιο σύμβολο μας ανεβάζει: προς το Φως του Ουρανού. Με άλλα λόγια να έχουμε για αυτά τα πατριωτικά και τα ιερά θρησκευτικά μας σύμβολα το «Άνω σχώμεν τας καρδίας».
Εν κατακλείδι, η λανθάνουσα απόκλιση, ιδίως κατά την περίοδο της αποκριάς , επιβάλλεται να έρχεται και να την τηρούμε διότι είναι αυτή που μας προετοιμάζει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ας βρούμε τη σωστή κλείδα εναρμόνισής της για να υπηρετηθεί το σώμα, ώστε να υπηρετήσει την ερχόμενη απόκλιση της επιθυμίας που θέλει η ψυχή κατά την Τεσσαρακοστή για να οδηγηθεί η ψυχή προς το θείο. Οι αποκλίσεις, η λανθάνουσα της αποκριάς και της στερητικής ηδονικής συνείδησης της Τεσσαρακοστής, αλληλοβοηθούνται και η μία δηλώνει την ύπαρξη της άλλης.
Η Παλιά Μασκαρία της Αγίας Θέκλης- Ανωγής Παλικής
Το κείμενο αυτό αφιερώνεται με πολλή αγάπη και εκτίμηση στη Βάσω Κωνσταντίνου Θωμάτου , που με παρακίνησε να το γράψω και στη μνήμη της Ακακία Κωνσταντίνου Θωμάτου –Βεντουριέρη, που με υπομονή και αγάπη με βοήθησε στην εύρεση πληροφοριών.
Το καρναβάλι στην Κεφαλονιά έρχεται από παλιά και με τις επιδράσεις που δέχτηκε από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και από τη Δύση (λόγω κατακτήσεων και εποικισμών) διαμορφώθηκε ταιριαστά στον κεφαλονίτικο χαρακτήρα του κεφιού και της σάτιρας.
Επί τω πλείστον οι καρναβαλικές εκδηλώσεις στα χωριά κρατούσαν ένα τύπο καρναβαλικής διασκέδασης, που, στο μεγαλύτερο μέρος είχε στοιχεία ελληνικά. Ιδιαίτερα ο τρόπος που ντύνονταν και διασκέδαζαν οι συμμετέχοντες στην Μασκαρία, όπως ονόμαζαν το καρναβάλι, ντυμένοι με τη ελληνική φουστανέλα και το πλουμιστό γιλέκο, ήταν δανεισμένα από μετανάστες και κυνηγημένους λόγω της Τουρκοκρατίας από την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Βάση της ενδυμασίας και το όνομα της που διατηρήθηκε γι’ αυτήν,(Γιανίταροι και Ντάμες) είναι βέβαιο, πως οι στολές της παλιάς μασκαρίας , προέρχονται από τους Γενίτσαρους της Βορείου Ελλάδας (Γενίτσαροι και Μπούλες της Νάουσας και αλλού).
Σ’ όλη την Κεφαλλονιά διατηρήθηκε αυτός ο τύπος της μασκαρίας έως και τα χρόνια πριν το μεγάλο σεισμό του 1953.Δυστυχώς, άλλαξε ο τρόπος ζωής και οι απαιτήσεις παραγκώνισαν τα παλιά έθιμα και στη θέση τους ήλθαν τα «βιομηχανοποιημένα» και ξένα προς την παράδοση μας.
Μια τέτοια μασκαρία που έμεινε στη μνήμη πολλών και οι παλιοί πρωταγωνιστές της τη θυμούνται νοσταλγικά, ήταν κι αυτή της Αγίας Θέκλης στην Ανωγή της Παλικής. Κοντά να φτάσουν οι μέρες των απόκρεων, από την Κυριακή της Σφαγαριάς, (Κυριακή όπου έσφαζαν τα σφαχτά) μαζευόντανε μια ομάδα ιδιαίτερα από καλούς χορευτές και γύριζαν τα σπίτια της Αγίας Θέκλης και των γύρω χωριών και ζητούσαν υλικό για την μασκαρική τους εμφάνιση. Ζητούσαν καδένες και κοσμήματα και μικρά αντικείμενα για να στολίσουν οι Γιανίτσαροι τα γιλέκα τους και τα καπέλα τους, ιδίως ζητούσαν μαντήλια για να φτιάξουν τη στολή τους και οι Ντάμες (άνδρες ντυμένοι γυναικεία ) το στήθος τους για μια καλή εμφάνιση.
Οι Αγιαθεκλησιάνοι και οι γύρω κάτοικοι των χωριών, δάνειζαν ότι είχαν για την καλύτερη παρουσία των μασκαρεμένων. Είχε αναπτυχθεί από πιο παλιά το αίσθημα της εμπιστοσύνη και της τιμιότητα μεταξύ αυτών που δάνειζαν τα κοσμήματα και άλλο υλικό και σ’ αυτούς που το δανείζονταν. Συγχρόνως αυτοί που ζητούσαν το υλικό της αμφίεσή τους ενημέρωναν με τον τρόπο τους και την παρουσία τους ότι πρόκειται να γίνει Μασκαρία στο χωριό.
Οι πρωταγωνιστές που ήταν διοργανωτές της Μασκαρίας, έβαζαν χρήματα δικά τους για να καλύψουν τα έξοδα του κεφιού. Δεν επιτρεπόταν αλλά ήταν κι αδιανόητο γι’ αυτούς να πληρώσει ο επισκέπτης ή αυτοί που παρακολουθούσαν τη μασκαρία, τα κεράσματα, τον βιολιστή και να λάβει μέρος σε έξοδα της όλης διοργάνωσης. Ότι θέμα ήθελε προκύψει ήταν κάτω από την οικονομική επίβλεψη των διοργανωτών.
Μάζευαν πρασινάδες και χλωρασιές,δάφνες φοίνικες και μυρσίνες και στόλιζαν το Αλωνάκι, που βρίσκονταν σε αμφιθεατρικό μέρος της Αγίας Θέκλης. Το Αλωνάκι βρισκόταν κοντά στο δρόμο που είναι πιο κει η σπηλιά στο Γέρακα, και σήμερα στο ίδιο μέρος έχει κτιστεί το Πνευματικό κέντρο και το παλιό μαγαζί του Μπατίρη.
Στολισμένο με την αψίδα του, που, ήταν και η είσοδος του, προετοίμαζε την όμορφη διασκεδαστική ατμόσφαιρα που θα ακολουθούσε και το γλέντι που θα το χαιρόταν οι συμμετέχοντες. Επίσης χορός γινόταν και στου Φάοντα, στην Αγιά Θέκλη.
Σε παλιές μασκαρίες ήταν απαραίτητο να υπάρχει κάποιος ή κάποιοι που έκαναν χρέη αστυνομικού και ταξιθέτη,(ο Τσάφος), ώστε να διευκολυνθούν οι παραβρισκόμενοι και να χαρούν όλη την παράσταση. Το ρόλο αυτό το είχαν αρκετοί, που ντυμένοι με κουδούνια και τομάρια κρατούσαν την τάξη στη μασκαρία. Βέβαια ντύνονταν αρκετοί με την ιδιότητα αυτού του ρόλου, του ταξιθέτη, και λέγονταν και Μπούφοι (Αστείοι), στην μπαράκα του Γιώργη του Ευθυμιάτου, απέναντι από το μαγαζί του Μπατιστάτου, (Μπούργα), στα Βιλατώρια. Ντυμένοι με κουδουνίστρες κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο γι’ αυτούς και με καλυμμένο το κεφάλι τους, πήγαιναν και στο Αλωνάκι , όπου έκαναν χρέη αστυνομικού. Δε μιλούσαν , απλά όταν έβλεπαν, κάποιον που έπρεπε να έχει άλλη θέση, τον έσπρωχναν με την πλάτη τους και τον «τακτοποιούσαν».
Από τους παλιούς που είχαν το ρόλο του ταξιθέτη της μασκαρίας ήταν οι Αγιαθεκλησιάνοι: ο Γιάννης Νικολάου Θεοπεφτάτος (Παλιάτσος), ο Μιχάλης Γερασίμου Ρατσιάτος ( Κουτσομιχάλης ή Λεκάντες), ο Θεόδωρος Αγάπιου Πετράτος, κι όλοι αυτοί με ένα μπαστούνι ή ξύλο δεν άφηνα τα παιδιά να «ενοχλούν» και να είναι στο κέντρο στο Αλωνάκι, όπου θα ερχόταν η μασκαρία, για να ξεκινήσει η διασκέδαση.
Αυτοί που ακολουθούσαν μετά τους αστυνομικούς, οι συντελεστές της μασκαρίας, ήταν οι χορευτές, οι λεγόμενοι Γιανίτσαροι και Ντάμες, που άνοιγαν πρώτοι το χορό και το κέφι. Πολλές φορές ντύνονταν και άλλα άτομα κι έτσι πλούτιζαν την όλη παράσταση. Το 1936 ντύθηκαν αξιωματικοί καβάλα πάνω σε άλογα οι: Ευάγγελος Γερασίμου Λιναρδάτος και ο Άγγελος Αρτέμης Μικελάτος, δημιουργώντας επιβλητική ατμόσφαιρα στην τότε καρναβαλική εκδήλωση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Άγγελου Μικελάτου κάποιος,(πιθανόν ο Οκτωράτος Χαράλαμπος) ήθελε να ντυθεί παπάς , αλλά δεν τον άφησαν , έπρεπε να έχει πάρει άδεια από τη Μητρόπολη.
Τη μασκαρία τη συνόδευε απαραίτητα και ο βιολιτζής, ο οποίος «βαρούσε» τους χορούς και χόρευαν οι χορευτές και ο κόσμος. Ο κόσμος που μαζευόταν στη μασκαρία της Αγίας Θέκλης ήταν πολύς. Πέρα από τους κατοίκους των γύρω χωριών , από τους οποίους πολλοί συμμετείχαν, έρχονταν κι αυτοκίνητα με κόσμο από το Ληξούρι. Η αστυνομία της περιοχής, έδινε χέρι βοηθείας και ήταν στο πόδι για να εξυπηρετήσει σε ότι χρειαζόταν η μασκαρία.
Ο βιολιτζής Απόστολος Χαμοσφακίδης και πολλές φορές ο Αντώνης Ληξουριωτάτος (Καστρινός) και καμιά φορά και ο βιολιτζής από τα Δαμουλιανάτα, Σαράντης Δαούσης, έπαιζαν όλους τους κεφαλονίτικους χορούς, από τον Μπάλλο και το Μπαρμπουνάκι έως τον Κουτσό και το Μέρμηγκα. Ιδιαίτερη θέση είχαν τα συρτά και τα καλαματιανά, που κρατούσαν το χορό ατέλειωτο. Πιο παλιά βαρούσε τους χορούς ο Αχιλλέας Καραντινός με το σκορτσάμπουνο. Επίσης και οι βιολιτζήδες Γεράσιμος Χανδρινός (Φιλήμονας) από την Πύλαρο και Κωστάκης Ζαφειράτος , χάρισαν με το βιολί τους τούς ρυθμούς των χορών. Χαρακτηριστική είναι η ρίμα που είχε βγει για τον Χαμοσφακίδη, επειδή έπαιζε καλό βιολί και ζούσε από αυτή τη δουλειά
Αποστολάκη το βιολί να πας να το πετάξεις
νάβρεις αμπέλια μισιακά, να βάλεις να τα σκάψεις.
Χόρευαν λεβέντικα, καμαρωτά και με ρυθμό, που νόμιζες πως τα πόδια τους ήταν σαν γραφομηχανές που «ξέρουν» τη δουλεία τους. Πιασμένοι απ’ το μαντήλι, και με χαμόγελο ταύτιζαν τα χορευτικά τους βήματα με το ρυθμό που έδινε το βιολί. Δεν έλειπαν και οι ευρωπαϊκοί χοροί όπως η πόλκα, τα βαλς, τα φοξ και τα ταγκό. Τα ζευγάρια του χορού ακολουθούσαν τη διάταξη, άνδρας- γυναίκα, κι όχι όλες οι γυναίκες μαζί και προς το τέλος. Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν οι Ανωησιάνοι χορευτές, στους ξένους που ήθελαν να χορέψουν ή να μπούνε στο χορό. Τους έδιναν θέση μπροστά για να μπορούν να εκφραστούν άνετα και να ευχαριστηθούν.
Όταν έπρεπε να ξεκουραστεί ο βιολιτζής ή σε κάποιο διάλειμμα ο χορός συνεχιζόταν από τους χορευτές, που, πιασμένοι από το μαντήλι τραγουδούσαν τους κεφαλονίτικους χορούς. Ξεκινούσε ο πρώτος το τραγούδι και συνέχιζε ο δεύτερος, και επαναλάμβαναν όλοι οι υπόλοιποι.
Λόγια του κεφαλονίτικου συρτού, που σήμερα είναι ξεχασμένα, αξίζει να αναφερθούν για να δώσουν το όλο σκηνικό της παράστασης.
Γενήκαν τα γεννήματα, βρε και μπήκαμε στο θέρος
με τα νάζια θα σε φέρω
Πρώτη , μωρέ πρώτη δρεπάνη που βαρώ, αχ μου το’ κοψε το χέρι
συ’ σαι το γλυκό μου ταίρι
Δως μου μωρέ , δως μου το μαντηλάκι σου, το χρυσοκεντημένο
να δέσω το χεράκι μου που είναι ματωμένο
ή άλλες ρίμνες σατιρικές του χορού , που σήμερα είναι παντελώς ξεχασμένες.
Οι Βώβικες καπνίζουνε φλαούνες πολεμάνε
όχι φλαούνες μοναχά αλλά τυροκομάνε.
Στις Βώβικες εβγήκανε τέσσερις σοναδόροι
ο γιος τ’ Αντώνη του Ντερέ κι ο Κώστας της Λουκίας
κι ο Παναγής του Θόδωρου κι ο Παύλος της Μαρίας
Πρόσεχαν να μην πειράξουν κανένα κορίτσι και τους πάρει κανένα μάτι ή γίνει καμιά παρεξήγηση και χαλάσει η όλη παράσταση της μασκαρίας.
Από τους παλιούς Γιανίτσαρους ήταν από την Αγία Θέκλη: Άγγελος Γερασίμου Ληξουριωτάτος, Σπύρος Γερασίμου Κοκκίνης , Γεράσιμος Χαράλαμπου Καραντινός, Βαγγέλης Σταύρου (Φαναράς ) Αναλυτής, Αβάσταγος Νικολάου Θρασύβουλος, Αντώνης Γερασίμου Ληξουριωτάτος, Πλάτωνας Διονυσίου Ραλλάτος ,Σπύρος Ιωάννη Μικελάτος,, Ηλίας Καραντινός, Θοδωρής Γερασίμου Τζαννάτος, Νικόλαος Γερασίμου Κοκκίνης (Ράλλης),από τις Βώβικες ο Ιωάννης Θοδ. Φραγκισκάτος, από τα Βιλατώρια Κωνσταντίνος Γερασίμου Θωμάτος, Νικόλας Αγγέλου Μπατιστάτος, Άγγελος Αγάπιου Μπατιστάτος (Γαλάνης),από τα Καλάτα Χαράλαμπος Γεωργίου Μπενάτος, και ο Πλάτωνας Σταύρος Παπαδάτος (Καλός), Δημήτρης Γερασίμου Κοκκίνης, Θεαγένης Ευαγγέλου Κοκκίνης, Άγγελος Γερασίμου Βεναρδάτος.
Ντάμες ντύνονταν από την Αγία Θέκλη : Διονύσιος Νικολάου Ρατσιάτος (Ράτσιος) , Αρτέμης Κυριάκου Μικελάτος, Λευτέρης Παναγιώτη Θεοτοκάτος(Τζαβίδης) , Σπυρογιώργης Άντζουλου Αναλυτής, Αναστάσης (Τάκης) Αγάπιου Πετράτος, Αντώνης Θεοτοκάτος (της Μήλιας), ήταν ένας από τους πιο παλιούς που ντύνονταν ντάμα, Γεράσιμος Αρτέμη Μικελάτος που ήταν και πρωτοχορευτής, Ιωάννης Παπαγιανάτος από την Κοντογενάδα, από τα Βιλατώρια Γρηγόρης Αγγέλου Πετράτος (Γληγορίτσης), από τις Βώβικες ο Παύλος Αγγέλου Φλωράτος, Βίκτωρας Ιωάννη Θωμάτος, Άγγελος Αγαμέμνου Πετράτος, Ανδρέας Αντωνίου Λιναρδάτος (Καμαρίνης).
Χόρευαν και διασκέδαζαν με πολύ μπρίο και χαρά. Ανωησιάνοι που χόρευαν και πρωτοστατούσαν με φιγούρες και γύρες χορού, ήταν από την Αγία Θέκλη :Γεώργιος Ευθυμιάτος (Μπλατσάρας), Χαράλαμπος Αριστείδη Λιναρδάτος ( Χασένιος), Πέτρος Σπύρου Ευθυμιάτος (Κουτσοδιονύσης), Διονύσης Θεόδωρου Φλωράτος (Ζαουζής), Ζήσιμος Θεοδώρου Φλωράτος (Ζαουζής), Διονύσης Ευθυμιάτος ( Μπερετόνης).
Νίκος Παναγάκη Ρατσιάτος, Σπύρος Αγγέλου Πετράτος, Γεώργιος Αρτέμη Μικελάτος, (έπαιζε και μαντολίνο-Μπουζουξής), τα αδέλφια Γαβρίλης, Σπύρος, Νικόλας, Κοκκίνης, Γρηγόρης Γερασίμου Ραλλάτος (Παρουτζής), Βαγγέλης Καραντινός (Καρνατσάς),Νικόλας Ρατσιάτος (Λεκάντες- έπαιζε και μαντιλίνο), Διονύσης Ιωάννη Θεοτοκάτος. Από Βιλατώρια, Γιώργης Χαράλαμπου Μπενάτος (Μπαστουνάς), Σάββας Ευαγγέλου Θωμάτος, Χαράλαμπος Ιωάννη Θωμάτος, Κωνσταντίνος Ευσταθίου Θωμάτος, Άγγελος Ιωάννη Θεοτοκάτος,, Γεράσιμος Ηρακλή Μπατιστάτος ,Χριστόφορος Διονυσάτος. Από Βώβικες, Παναγής Θεοδώρου Φραγκισκάτος, Σπύρος Τουρλής , Θόδωρας Ιωάννου Φραγκισκάτος, Άντζουλος Φλωράτος και ο γιος του Παύλος.
Ήταν και είναι γνωστό ότι οι Ανωησιάνοι λάτρευαν το χορό, ο οποίος κρατούσε μέρες ιδιαίτερα όταν ήταν περίοδος των απόκρεων. Γίνονταν χοροί, πέρα από το Αλωνάκι, στου Φάοντα, στο σπίτι του Γεράσιμου Λιναρδάτου στα Γεννατάτα, στο χοροδιδασκαλείο του Κωνσταντίνου Θωμάτου και σε μαγαζιά.
Το σπίτι του Κωνσταντίνου Θωμάτου, ήταν ένα χοροδιδασκαλείο που έσφυζε από ζωή, και το σπίτι της Ευανθία Αγάπιου Μπατιστάτου (Καρκαβέλενα) δε πήγαινε πίσω αυτές τις μέρες της αποκριάς και σε άλλες μέρες διασκέδασης. Ότι φτωχικό κέρασμα μα πλούσιο στη ψυχή ,τη συκομαΐδα και το κομφέτο η Ευανθία τα πρόσφερε με αγάπη στους διασκεδάζοντες. Άλλος κόσμος κι άλλη εποχή, που μπορεί να είχε τις δυσκολίες της, αλλά υπήρχε περισσότερη αγάπη και επικοινωνία. Υπήρχε η γειτονιά και η φιλία.. Υπήρχε κόσμος στα χωριά , που σήμερα είναι σχεδόν εγκαταλελειμμένα και ο τρόπος ζωής απαιτούσε και είχε προσαρμοστεί σε άλλες καταστάσεις. Το έθιμο και η τελετουργία του, ο χορός και τα πανηγύρια ήταν οι βασικοί σταθμοί έκφρασης για την τότε κοινωνία. Αν και τα αγαθά δεν ήταν της πληθώρας, οι απλοί αυτοί άνθρωποι άνοιγαν το σπίτι τους και πρόσφεραν ότι είχαν με ανοικτή καρδιά
Το πόσο σημαντικός ήταν και είναι ο χορός για τους Ανωησιάνους το δείχνουν τα κάτωθι περιστατικά που μου διηγήθηκε ο Χαράλαμπος Παναγή Φραγκισκάτος. «Μια φορά, από τις πολλές που η Οργανωτική Επιτροπή του χορού, γύρω στα 1920, βγήκε να ζητήσει οικονομική συμπαράσταση, για να φτιάξει το χορό, ζήτησαν και βοήθεια από τον «Δετόρο» Χαράλαμπο Πετράτο. Ο «Δετόρος» σνομπάρισε τα μέλη της επιτροπής λέγοντάς τους ότι δεν είναι ικανά να διοργανώσουν το χορό και δεν έδωσε τη βοήθεια του. Ο χορός διοργανώθηκε πολύ καλά και με επιτυχία. Περνώντας από το Αλωνάκι και βλέποντας ότι ο χορός είχε μεγάλη επιτυχία, φώναξε ένα παιδί , έβγαλε ένα πεντακοσάρικο, λεφτά μεγάλης αξίας τότε, και το έστειλε στην επιτροπή.
Επίσης γύρω στο 1900 πρόεδρος στην Αγία Θέκλη ήταν ο Χρήστος Παναγιωτάτος. Πριν από τις αποκριές μέσα σε μια εβδομάδα πέθαναν δύο παιδιά του. Η επιτροπή του χορού και άλλοι συζητούσαν για λόγους σεβασμού να μη κάνουν το χορό. Όταν το έμαθε ο Παναγιωτάτος, αντέδρασε σθεναρά και είπε πως αυτό είναι έθιμο και δεν πρέπει να σταματήσει. Ο χορός έγινε και μάλιστα ο ίδιος ο Παναγιωτάτος τον έσυρε πρώτος.
Επιβάλλεται μια αναφορά και σε αυτούς που έπαιζαν τις αυτοσχέδιες παρλάτες και «θέατρο» μέσα στα καφενεία της Αγίας Θέκλης. Καλοσυνάτα πειράγματα και Χιουμοριστικά κάζα και πλάκες σκαρώνονταν μέσα στο καφενείο του Οχτωράτου Χαράλαμπου. Από τους συμμετέχοντες και πρωταγωνιστές στο «ρόλο του Θεάτρου»
ήταν :Χαράλαμπος Οχτωράτος(καφετζής), Αντζουλάκης Τσιμαράτος(Εργένης), Παναγάκης Ανδρεάτος (σοβαρός του έργου), Σπυράγγελος Πετράτος (ευκολόπιστος), Μικελάτος Αρτέμης (Συμβιβαστικός).
Όταν πλησίαζε το σκοτάδι, μετέφερναν τη μασκαρία στο προσεισμικό Δημοτικό σχολείο και μετά το σεισμό συνέχισαν οι χοροί στο κτήριο που στεγαζόταν το ημιγυμνάσιο, στο σπίτι της Κασσιανής Ραλλάτου.
Εκεί συνέχιζαν την καρναβαλική τους διασκέδαση χορεύοντας και τον σχεδόν πανελλήνιο κωμικό χορό στις κινήσεις του «Πως το τρίβουν το πιπέρι». Αυτό αποτελεί ακόμη μια απόδειξη πως οι λαϊκές αποκριές στην Κεφαλλονιά είχαν ελληνικό χαρακτήρα παράδοσης.
Η μασκαρία στην Αγία Θέκλη δεν υπολείπετο τα χορωδιακά άσματα. Μέρος της καρναβαλικής παράστασης του κεφιού, ήταν και το άκουσμα τραγουδιών από παρέα κανταδόρων. Τα τραγούδια του Τζώρτζη Δελλαπόρτα και άλλων τροβαδούρων του νησιού μας και άλλα νοσταλγικά άσματα και πολλές αριέττες , είχαν τη τιμητική τους και ευχαριστούσαν το ακροατήριο. Η παρέα των τραγουδιστών αρκετά μεγάλη άφησε εποχή και οι παλαιότεροι τη θυμούνται νοσταλγικά. Γεράσιμος Αναστασάτος (Ακρίδης), Παναγής Νικολάτος (Μαϊστράλης), Αντώνης Επαμεινώντα Τουμαζάτος (πρίμο), Πέτρος Σπύρου Ευθυμιάτος (μπάσο), Στέφανος Γερολυμάτος Χλωρός (σεκόντο), Άγγελος Πανταζάτος (πρίμο), Ευθύμιος Πανταζάτος (πρίμο), Σπυρογιώργης Αγγέλου Αναλυτής (σεγόντο), Θοδωρής Πετράτος (σεγόντο), Αναστάσης (Τάκης) Πετράτος (πρίμο), Αντώνιος Θεοτοκάτος (της Μήλιας), (σεγόντο), τα αδέλφια Σωκράτης και Ηλίας Καραντινός, που αργότερα έζησαν στο Μεσολόγγι, Άγγελος Γερασίμου Ραλλάτος (μπάσο, έκανε κι άλλες φωνές), Γεράσιμος Τζαννάτος (Πρόξενος), Γιώργος Ανδρέα Νικολετάτος, Γεράσιμος Σπυρίδωνα Ρεπούσης (Μόρτης), Κώστας Γαβρίλη Ραλλάτος , Πολύδωρας Διονυσίου Ραλλάτος (Βαρδαράς).
Πέρασαν τα χρόνια και ο παλιός τρόπος της διασκέδασης του καρναβαλιού άλλαξε. Μετά το σεισμό συνέχισαν κάποιοι να κάνουν τη μασκαρία και να μαζεύονται στο σχολείο και σε άλλους χώρους και να διασκεδάζουν. Παλιοί με νεότερους όπως τον Κομινάτο Ανδρέα (Χιόνος) με το ακορντεόν και τη φυσαρμόνικα, και τον Βρυάδη Γιωργάτο έπαιζαν όλους τους χορούς. Επίσης συμμετείχαν και Ευάγγελο Ρουχωτά (Τσιντίλος) από την Κοντογενάδα ακορντεόν και ο Δημήτρης Μαρκαντωνάτος από το Σκηνιά , ακορντεόν. Ακόμη στα νεότερα χρόνια κάποιοι έφτιαχναν κάποιες κατασκευές κι έτσι πορεύτηκε το καρναβάλι στην περιοχή της Άγιας Θέκλης.
Σήμερα έχει ξεχαστεί παντελώς ο παλιός τρόπος της Μασκαρίας κι ούτε τα παιδιά της περιοχής γνωρίζουν τίποτε γι’ αυτόν. Δυστυχώς οι παλαιότεροι δεν κληροδοτούν τίποτε στους νεότερους κι έτσι όλα χάνονται από τη μνήμη. Παρ’ όλα ταύτα η Ανωγή συμμετέχει δυναμικά στο Ληξουριώτικο καρναβάλι, και δείχνει πως οι άνθρωποί της έχουν το κέφι, το μεράκι και την αισιοδοξία να ζουν όλες τις χαρές της ζωής.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 6/3/2022 #ODUSSEIA #ODYSSEIA