Ίσως πάλι εκείνα που άτσαλα ρίχτηκαν στο σκοτάδι απλώς ξυπνούν ξανά. Η συσσώρευση πλούτου και εξουσίας σίγουρα χάρισε στους λαούς της Ενωμένης Ευρώπης ασφάλεια, τάξη και ευημερία. Τι κι αν λίγο αργότερα η όποια ισορροπία αποδείχτηκε επίπλαστη και εύθραυστη; Χάρισε ακόμη ευκαιρίες στον ξένο, σε εκείνον όμως που θέλει και πάνω από όλα μπορεί να αλλάξει. Την ίδια στιγμή πάλι στερούσε πολύ περισσότερες.
Η Ευρώπη άνοιξε τα σύνορά της επιλεκτικά, όπως επιλεκτικά ανέχτηκε, συμμετείχε και προκάλεσε σειρά βίαιων συρράξεων σε ευρωπαϊκά και μη εδάφη σύμφωνα με τις εκάστοτε προτεραιότητές της. Σήμερα ορισμένες χιλιάδες από τη Σερβία, το Κόσοβο και τη Βοσνία εξακολουθούν να αιτούνται άσυλο. Βρίσκονται καταγεγραμμένοι στη λίστα εκείνων που κανένα κράτος δεν αναγνωρίζει ως υπηκόους του.
Η Ευρώπη προκαλούσε πάντα τρόμο. Η διαφορά είναι πως τώρα προκαλεί τρόμο ακόμη και σε εμάς τους ίδιους.
Λένε πως οι όροι με τους οποίους συνάπτεται η όποια σχέση δεν παύουν έκτοτε να τη συντροφεύουν. Η Ελλάδα επιδίωξε την σύνδεσή της με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ήδη από το 1959, οπότε τουλάχιστον υπεβλήθη η αντίστοιχη αίτηση από την ελληνική κυβέρνηση. Δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής και δέκα μετά το τέλος του Εμφυλίου, η κυβέρνηση της χώρας επιζητά την οικονομική συνεργασία με έξι από τις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης. Το ίδιο έτος διαπραγματεύεται δάνειο με τη Βόννη ύψους 200.000.000 μάρκων, ενώ με σχετική τροποποίηση της νομοθεσίας, αποφυλακίζει και στέλνει πίσω στη Δυτική Γερμανία τον M. Merten.
«Η Ελλάδα αμνηστεύει τους σφαγείς της», θα γράψουν οι Times. Η κυβέρνηση είχε ήδη επανειλημμένα προσπαθήσει να σταματήσει κάθε δίωξη του Γερμανού αξιωματούχου που ανέλαβε την εποπτεία της δίωξης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, διατάσσοντας μεταξύ άλλων τη μεταφορά 45.000 ανθρώπων στο Άουσβιτς.
Οι όροι με τους οποίους οι ευρωπαϊκές δυνάμεις επενέβησαν στις εσωτερικές υποθέσεις του ελληνικού κράτους, αφήνουν κατάστιχτη ολόκληρη τη σύγχρονη ιστορία του. Το 1981, τη χρονιά της «Αλλαγής», η Ελλάδα εντάσσεται στην ΕΟΚ ως πλήρες μέλος. Το κεντρικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ την ίδια περίοδο ήταν το «Η Ελλάδα στους Έλληνες». Δείχνει ειρωνικό και πράγματι είναι. Μία δεκαετία αργότερα, και αφού οι όποιες ελπίδες για σοσιαλισμό έχουν πια ξεθωριάσει, η ελληνική κοινωνία θα σιγοψιθυρίσει ξανά παραλλαγές του ίδιου συνθήματος.
Ένας «πατριώτης» μπορεί να παραβλέψει το βιασμό της χώρας του από το Γερμανό κατακτητή και το αιματοκύλισμα της Κύπρου από τον Άγγλο σύμμαχο. Μπορεί ακόμη και να συγχωρέσει, καθώς ο αγώνας για την αναχαίτιση της κομμουνιστικής απειλής καθαγιάζει τους σφετεριστές της εξουσίας. Την ίδια στιγμή βέβαια, δεν μπορεί να δείξει οίκτο στον Αλβανό μετανάστη, ούτε στο Βούλγαρο και το Ρουμάνο, και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να υποκύψει στις όποιες διεκδικήσεις του «Σκοπιανού».
Η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων ανακουφίζει, κρύβει όμως και νέους κινδύνους που απαιτούν την εθνική αφύπνιση. Άλλωστε το κενό που δημιουργείται ελλείψει του παλιού εχθρού πρέπει να καλυφθεί από κάποιον καινούριο.
Στα πλαίσια της νέας εκστρατείας αφύπνισης, η ελληνική κοινωνία θα εκμεταλλευτεί στο έπακρον τα φθηνά εργατικά χέρια των μεταναστών, βασανίζοντας ακόμη και δολοφονώντας εκατοντάδες από αυτούς, μέσα σε ένα ηθικοπλαστικό παραλήρημα περί εγκληματιών που λυμαίνονται μια πατρίδα στέρφα. Δεν θα δεχτεί να τους ενσωματώσει παρά μόνο μετά την έλευση νέων μεταναστών από χώρες της Αφρικής και της Ασίας, οπότε ο νεοφερμένος ξένος γίνεται πια ο καινούριος εχθρός και ο παλιός εχθρός για μια ακόμη φορά ένας εν δυνάμει νέος φίλος.
Στις συνθήκες της σημερινής κρίσης, οι εχθροί είναι περισσότεροι από ποτέ. Όπως και οι αντιφάσεις. Η ανάγκη για ριζική επαναδιαπραγμάτευση του οικείου περιβάλλοντος, η άρση κάθε αυτονόητου στοιχείου του και η επιβεβλημένη καθοδική κοινωνική κινητικότητα οδηγεί σε πλήρη αποπροσανατολισμό και σύγχυση. Ο ελληνικός λαός, στερούμενος βίαια τα όποια οικονομικά και κοινωνικά κεκτημένα των περασμένων δεκαετιών, αξιώνει σήμερα την παύση της όποιας εξάρτησης της χώρας από ξένα κέντρα συμφερόντων, εξάρτηση ωστόσο που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ολόκληρη την ύπαρξή της.
Απαιτεί – επαιτώντας- την επιστροφή στην αθωότητα, όταν ο καπιταλισμός δεν ήταν ακόμη άδικος, όταν η ευρωπαϊκή οικογένεια δεν τιμωρούσε τα άτακτα παιδιά της. Η υπακοή δεν είχε ποτέ τόσο πικρή γεύση.
Η λύτρωση θα έρθει μέσα από τη κάθαρση. Ο περιπλανώμενος ξένος θα γίνει ο μεγαλύτερος εχθρός μιας κοινωνίας που κυνηγά ψευδαισθήσεις ενός κόσμου έλλογου και ελέγξιμου. Το μυαρό στοιχείο πρέπει όχι μόνο να απομονωθεί αλλά και να εξοντωθεί. Κάπως έτσι, πολίτες και πολιτευόμενοι πορεύονται μαζί στο συλλογικό έγκλημα, που φτιασιδώνεται επιμελώς με πατριωτικά λογύδρια. Λες και η ντροπή ξεπλένεται πίσω από μάσκες.
Σημ.: Ο τίτλος είναι στίχος του ποιήματος Λύχνος του Aλαδίνου του Νίκου Καββαδία (Πούσι, Άγρα 1990)
Μυρτώ Αρετάκη
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 30.5.2014, Β. Λορεντζάτος