Μιλώ για την φαινομενικά ασήμαντη κληρονομιά δυο χώρων του κελαριού (pantry) και του μαγειρείου (cucina) που στέκουν δίπλα δίπλα εδώ και 496 χρόνια. Συνυπήρχαν και συνεργάζονταν σχεδόν σε καθημερινή βάση. Ετοιμάζοντας πάνω στα μάρμαρα 543.000 γεύματα και πρωινά που όφειλαν να κάνουν την κάθε μέρα διαφορετική. Δυο χώροι σ´ ένα σπίτι, άρρηκτα δεμένοι με μια καθημερινότητα, που και αυτή με την σειρά της ήταν δεμένη με τις παρουσίες 15 γενεών ανθρώπων που πάλεψαν εκεί μέσα και που έφυγαν απο τον φλοιό της γης και που πολλές φορές δεν επέστρεψαν ούτε καν σαν μνήμες.
Άνθρωποι που μόχθησαν σε αντίξοες συνθήκες, για να προσφέρουν την μέγιστη δυνατή απόλαυση στους εργοδότες τους, κάτω απο συνθήκες άγνοιας, ανεπάρκειας, πολέμου, ανέχειας, φτώχειας, πλούτου, υπέρμετρων απαιτήσεων, που έκαναν το πέτρινο τραχύ δάπεδο να γυαλίζει σαν φρεσκοβερνικωμένο παρκέ κάτω απο το σύρσιμο παπουτσιών, που με βία κουβαλούσαν τους πόνους της ορθοστασίας. Άνθρωποι που κανείς δεν θυμάται το όνομά τους, που το μόνο τους κέρδος ήταν ότι παρέτειναν τα βασανά τους όσο πιο πολύ μπορούσαν.
Άνθρωποι που γεννήθηκαν σαν ζώα μέσα σε στάβλους και κλήθηκαν να φτιάχνουν salmon en robe, μέσα σε ζελέ με baccara τριαντάφυλλα από πατζάρι, χωρίς να έχουν γευθεί τίποτα άλλο από υπολείμματα. Άνθρωποι που έφτιαχναν έργα τέχνης με χαμόγελο, χωρίς σπίρτα για την φωτιά, χωρίς τρεχούμενο νερό, με γουδιά αντί για μίξερ, χωρίς ψυγεία και απορρυπαντικά. Αυτά όλα, δεν μπορεί να μη σε κάνουν να σκεφτείς το μέγεθος των άθλων και το μέγεθος του χρόνου. Δεν μπορούν να μη σε κάνουν να αναζητήσεις πάνω στα αντικείμενα τα ίχνη τους και τις μαρτυρίες ολόκληρης ζωής. Άλλα φτιαγμένα απο γη, άλλα από πέτρα, άλλα από ξύλο, άλλα από πηλό και σπάνια απο μέταλλο, αρκετά εύθραυστα, με πάρα πολύ αργή εξέλιξη στον τρόπο κατασκευής τους, σε σημείο που να είναι δύσκολη η χρονολογισή τους. Παρέμειναν ίδια για εκατοντάδες χρόνια αλλά και αντικείμενα πόθου και τεκμήρια πλούτου για πολλούς.
Μέσα σε αυτήν την νηνεμία του τεχνολογικού μεσαίωνα ήρθε η βιομηχανική επανάσταση να ταράξει τα νερά, φέρνοντας νεωτερισμούς που κανείς από τους δυό αυτούς χώρους δεν είχε ξαναδεί. Το pantry γέμισε κονσέρβες, παγωτομηχανές, κουρδιστές ψησταριές, αυτόματους καθαριστές πατάτας, χτυπητήρια μαρέγκας με ρόδα, τροχιστήρια μαχαιριών, μαγική χειροκίνητη μηχανή που έκοβε κιμά, ψυγείο πάγου, ζυγαριές που έδειχναν αυτόματα το βάρος σε λίτρες οκάδες και κιλά, κουρδιστά κρεμαστάρια για κάπνισμα των αλλαντικών, μανταλάκια με ελατήρια, μηχανή για το άλεσμα του καφέ, ξύλινο πλυντήριο ρούχων, βαποράκια για το σιδέρωμα, λουλάκι, σαπούνι σε σκόνη, μύλος για πιπέρι.
Ενώ στην cucina, η έκθεση του Παρισιού του1889 τροφοδότησε με γκατζετιές τη φωτιά φέρνοντας χερούλια στα τηγάνια και στις κατσαρόλες. Την απελευθέρωσε από το κάρβουνο, την πέρασε στο οινόπνευμα και στο πετρέλαιο, για να την φθάσει στην γκαζιέρα και από εκεί στο πετρογκάζ και τον ηλεκτρισμό. Μοιραία, μαζί με αυτά, άλλαξαν και οι άνθρωποι, φόρεσαν στολή μαγείρισσας έμαθαν γράμματα για να διαβάζουν συνταγές, έγιναν περήφανοι για την ειδικότητα – απέκτησαν και κάθισμα στην κουζίνα… έφυγε η Μαγδάλω και την αντικατέστησε η Μαλτέζα η Λουκριτία, η μαγείρισσα.
Η εκβιομηχάνιση, μαζί με το pantry, την cucina και τον κόσμο, άλλαζε και το χτήμα. Έφυγαν οι εργοδότες στην πόλη, με την διθέσια Nash, σταματώντας πίσω τους τον χρόνο. Συνθήκες έκαναν την κουζίνα να δουλεύει δεκαπέντε με είκοσι μέρες τον χρόνο, όταν οι ιδιοκτήτες έρχονταν στο κτήμα, μόνο και μόνο για να παραλάβουν τη σοδειά του λαδιού και των εσπεριδοειδών. Η επένδυση σε περαιτέρω εξέλιξη ήταν ανώφελη, σε σημείο που όταν ήρθε ο άρχοντας ηλεκτρισμός στο χωριό το 1933, το μόνο που πρόσθεσε στον εξοπλισμό, ήταν το ψυγείο δημιουργίας πάγου. Όταν κόπηκε με τον πόλεμο, έκανε όλα τα ξεπερασμένα και άχρηστα να πάρουν ζωή και να εκτιμηθούν με το παραπάνω παρετείνοντας την ζωή τους.
Μέχρι που ήρθε η γνώση και η αγάπη των γονιών μου για την βιομηχανική αρχαιολογία και κλείδωσαν την επιβίωσή τους στο διηνεκές. Έτσι παρελήφθη απο εμένα η ευθύνη και το βάρος. Ο μόνος τρόπος λοιπόν να απαλυνθούν αυτα τα δυο (και να το έχετε υπόψη σας αυτό !) ήταν η αγάπη για ό,τι έφυγε και για ό,τι αυτό σήμαινε. Έβαλα λοιπόν στον χώρο ξεχασμένες μυρωδιές, ξεχασμένες γεύσεις, ξεχασμένους ήχους μια και οι εικόνες και η αφή είχαν μείνει οι ίδιες. Άρχισαν λοιπόν οι εικόνες να φαντάζουν ζωντανές, με κίνηση, οι γεύσεις να δημιουργούν υπερσιέλωση, οι ήχοι να σε κάνουν να ανναρριγείς και η αφή να δημιουργεί ιδρώτα.
Ξανάναψε ο φούρνος του ψωμιού, πήρε ο πέτρινος χειρόμυλος μπροστά, μπήκε το κόσκινο και η σκάφη στον χορό και όλα έγιναν ζωντανά και θορυβώδη. Πλημμύρισε ο χώρος μυρωδιά από ψωμί, απο gateaux brûlé, μάντολες με την καμένη καραμέλα, καυσαέριο από λάμπες πετρελαίου, φρεσκοκοπανισμένο στο γουδί βασιλικό και κουκουνάρι, ανάκατα με φρεσκοκαβουρδισμένο καφέ… Πανδαισία, μα σκέτη Πανδαισία! Είναι τότε που αρχίζεις πάλι, σιγά σιγά, να νιώθεις πλούσιος και ευτυχής, μέσα στην απόλυτη λιτότητα.
Περικλής Λάσκαρις
Φωτογραφία: Μάγδα Παπαδάτου – Κονταρίνη
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 26.4.2014