1) Αποστολές επιτήρησης του θαλάσσιου χώρου. Η παραδοσιακή αποστολή του Λ.Σ αποκτά ιδιαίτερη σημασία εν καιρώ κρίσης ή πολέμου. Εκείνο που μετράει είναι η παροχή έγκαιρης προειδοποίησης για τις κινήσεις του αντιπάλου και η διάγνωση των προθέσεων του. Το Λ.Σ με τον μεγάλο αριθμό πλωτών και όχι μόνο μέσων που διαθέτει δύναται να συμπληρώσει τα μέσα του Π.Ν, πυκνώνοντας το δίκτυο επιτήρησης και συνεπώς την ικανότητα του φίλιου μηχανισμού να παρακολουθεί τις κινήσεις του αντιπάλου. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι αποστολές επιτήρησης ακτών που πιθανώς θα αποτελούν στόχους απόβασης.
2) Ορθή διαχείρηση της κρίσης Σημαντική μπορεί να αποδειχτεί η συμβολή του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής στην ορθή πολιτικοδιπλωματική διαχείριση της κρίσης. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι,κατά τα στάδια κλιμάκωσης της κρίσης μπορεί να κριθεί σκόπιμη η αποστολή,σε πρώτη τουλάχιστον φάση,πλωτών μέσων του Λ.Σ και όχι του Π.Ν. Ο λόγος είναι πως αποστολή μονάδων του τελευταίου μπορεί να στείλει λάθος μήνυμα και να αποτελέσει κατάλληλο πρόσχημα για την άλλη πλευρά να κατηγορήσει την ελληνική πλευρά για κλιμάκωση της κρίσης καθ’ο,τι η εμφάνιση σκαφών του Π.Ν στην περιοχή θεωρείται γενικά “υπέρ του δέοντος” δυναμική ενέργεια,τουλάχιστον αρχικά. Η παρουσία λοιπόν του Λ.Σ στην περιοχή της κρίσης,αποτελεί «ορθότερη» πολιτικά και διπλωματικά ενέργεια,προσφέροντας ένα ενδιάμεσο επίπεδο δράσης και επίδειξης ένοπλης εθνική παρουσίας και κυριαρχίας,αποφεύγοντας ανεπιθύμητες παρενέργειες σε πολιτικοδιπλωματικό επίπεδο. Προφανώς απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτέλεση της παραπάνω αποστολής είναι η παρουσία στο δυναμικό του Λ.Σ σκαφών επαρκούς μεγέθους και ισχύος πυρός,ικανών να αντιμετωπίσουν τα αντίστοιχα μέσα της Τουρκικής Ακτοφυλακής αλλά και του Τουρκικού Ναυτικού σε περίπτωση που τα τελευταία επιχειρήσουν μια ξαφνική και δυναμική έως βίαια είσοδο στην περιοχή της κρίσης με στόχο την εξασφάλιση πλεονεκτήματος και την δημιουργία τετελεσμένων.
3) Αποτροπή επιχειρήσεων ανορθοδόξου πολέμου. Ό,τι λαμβάνει χώρα καθημερινά στο Αιγαίο με την προσπάθεια ανάσχεσης των κυμάτων των λαθρομεταναστών, μπορεί να επαναληφθεί εν καιρώ σύρραξης, μόνο που στην θέση των δουλεμπορικών σκαφών θα βρίσκονται σκάφη των τουρκικών δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων. Ο ρόλος του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής εδώ είναι προφανής και συνίσταται στην πρόληψη και αντιμετώπιση εχθρικών ναυτικών καταδρομικών επιχειρήσεων και γενικά επιχειρήσεων ναυτικού ανορθοδόξου και “ασυμμετρικού” πολέμου με χρήση των ειδικά σχεδιασμένων και εξοπλισμένων γι’αυτόν τον σκοπό πλωτών μέσων που διαθέτει ο αντίπαλος και που διακρίνονται για την ταχύτητα τους,το χαμηλό προφίλ τους και τον ασυνήθιστα ισχυρό για το μέγεθος τους οπλισμό που φέρνουν. Βέβαια μόνο η κατοχή και παράταξη εκ μέρους του Λ.Σ σκαφών ισοδύναμης τουλάχιστον ισχύος κρίνεται ικανή για την αντιμετώπιση τέτοιου ενδεχομένου,καθώς τα κύρια και επικουρικά σκάφη του Π.Ν θα είναι δεσμευμένα στην εκτέλεση σημαντικότερων και πάντως πιο κλασικών και ορθόδοξων αποστολών.
4) Συμμετοχή σε ειδικές επιχειρήσεις Ακόμα πιο προωθημένη είναι η ιδέα συμμετοχής του Λ.Σ ή καλύτερα επιλεγμένων του στοιχείων στη δημιουργία μιας θαλάσσιας δύναμης “ανταρτοπολέμου” από κοινού με αντίστοιχα μέσα του Π.Ν,σκαφών κρούσης,συνοδείας και εφόδου των ΜΑΚ ίσως ακόμη και μιας νέας συλλήψεως ναυτική Εθνοφυλακή,με στόχο την διεξαγωγή αντίστοιχου είδους αγώνα,ενός ή δύο “επιπέδων” πιο κάτω σε σχέση με το κλασικό δόγμα του Π.Ν και τις επιλεγόμενες από αυτό τακτικές. Στην ουσία η συγκεκριμένη πρόταση υλοποιεί με τον καλύτερο τρόπο το δόγμα της δράσης του σύγχρονου «μπουρλοτιέρη» στο αρχιπελαγικό περιβάλλον του Αιγαίου,ένα δόγμα στο οποίο ο Έλληνας έχει εκ φύσεως ιδιαίτερη έφεση,προσθέτοντας νέους πονοκεφάλους και θέτωντας νέα δυσεπίλυτα επιχειρησιακά και τακτικά προβλήματα στον αντίπαλο. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα τα σκάφη τύπου Lambro 53/57 του Λ.Σ θεωρούνται ικανές πλατφόρμες μεταφοράς ομάδων ειδικών επιχειρήσεων, τις οποίες μπορούν να υποστηρίζουν με ικανή ισχύ πυρός ενώ το ίδιο και σε μεγαλύτερο βαθμό ισχύει με τα CB-90, μικρός αριθμός εκ των οποίων βρίσκεται σε υπηρεσία με τις δυνάμεις του Λ.Σ.
5) Φύλαξη λιμένων και άλλων στόχων στρατηγικής αξίας. Σε περίπτωση πολέμου λιμένες και άλλες στρατηγικές εγκαταστάσεις αποτελούν στόχους πρόκλησης δολιοφθορών και διεξαγωγής επιχειρήσεων ανορθοδόξου πολέμου. Ήδη από τον καιρό της ειρήνης το Λ.Σ είναι επιφορτισμένο με την φύλαξη αυτών των υποδομών συνεπώς δύναται να αναλάβει ανάλογη αποστολή σε περίοδο επιχειρήσεων με την συνδρομή και άλλων φορέων άμυνας και ασφάλειας (π.χ Εθνοφυλακή).
6)Συνοδεία επίτακτων πολιτικών σκαφών. Ως γνωστόν σε καιρό επιχειρήσεων επιτάσσονται πολιτικά σκάφη διαφόρων κατηγοριών για την εκτέλεση ποικιλίας αποστολών. Αν και τα μεγαλύτερα τουλάχιστον σκάφη θα συνοδεύονται από μονάδες του Π.Ν, προκύπτει αριθμητικό πρόβλημα κάλυψης των μικρότερων καθότι τα μέσα του Π,Ν προφανώς δεν επαρκούν. Ως πρώτος υποψήφιος για τη συνοδεία αυτών των σκαφών προβάλλει το Λ.Σ που θα κληθεί να συνοδεύσει και να προστατεύσει, στο μέτρο του δυνατού, τα σκάφη αυτά ώστε να μπορέσουν να επιτελέσουν τις αποστολές τους.
7) Συμμετοχή σε ναυτικές επιχειρήσεις. Επειδή η συγκεκριμένη αναφορά ακούγεται παράδοξη είναι σκόπιμες κάποιες επισημάνσεις. Πολλοί θα ισχυριστούν πως δεν αποτελεί αποστολή οποιοδήποτε Σώματος Ασφαλείας παγκοσμίως η ευθεία αντιπαράθεση με τις ένοπλες δυνάμεις οποιουδήποτε κράτους. Αυτό μπορεί να αποτελεί διεθνώς τον κανόνα, με πολλές ωστόσο εξαιρέσεις, ιστορικές και σύγχρονες, δεν βρίσκει ωστόσο απόλυτη εφαρμογή στα Ελληνικά δεδομένα, στον χώρο τουλάχιστον της θαλάσσιας άμυνας(αν και ο γράφων ανήκει σε εκείνους που βρίσκουν και χερσαίες, ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις, εναέριες εφαρμογές του σχετικού δόγματος). Σε ιδιαίτερες πολιτικο-διπλωματικο-στρατιωτικές συνθήκες είναι πιθανή η άμεση αντιπαράθεση μονάδων του Λ.Σ με μονάδες, πέραν της Τουρκικής ακτοφυλακής ακόμα και του Τουρκικού ναυτικού, όπως επιδείχθηκε χαρακτηριστικά στην κρίση των Ιμίων. Σε αντίστοιχη περίπτωση τα μέσα του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής θα κληθούν σε περίπτωση μετατροπής της κρίσης σε “θερμή”, να συνδράμουν τις μονάδες περιπολίας και μάχης του Π.Ν σ’ένα περιβάλλον ναυτικής μάχης ασυνήθιστο για τα σημερινά δεδομένα του ναυτικού πολέμου. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί σε περίοδο κανονικών πολεμικών επιχειρήσεων όπου τα σκάφη του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής θα συμμετέχουν κανονικά σε αυτές δρώντας επικουρικά των δυνάμεων του Π.Ν και των ναυτικών μέσων του Σ.Ξ.
Βέβαια όσον αφορά την δυνατότητα εκτέλεσης των συγκεκριμένων αποστολών είναι γεγονός πως υπάρχουν προβλήματα και περιορισμοί. Και μόνο η σύγκριση των τεχνικών χαρακτηριστικών των σκαφών του με τα αντίστοιχα της Τουρκικής ακτοφυλακής οδηγεί σε μελαγχολικά συμπεράσματα καθώς κατα κανόνα τα τελευταία υπερέχουν σε μέγεθος,ταχύτητα και ισχύ πυρός. Ακόμα περισσότερο,εντελώς ανεπαρκείς είναι οι ικανότητες του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής σε δείκτες παράθεσης με το Τουρκικό ναυτικό και τα τα ναυτικά μέσα που χρησιμοποιούν οι δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων των Τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Αν επικεντρωθούμε στην απειλή βλέπουμε πως το τουρκικό ναυτικό(TDK) και η τουρκική ακτοφυλακή (η οποία στην ουσία διαθέτει τα μέσα και την οργάνωση ενός “μικρού” ναυτικού) αποτελούν την αιχμή του δόρατος των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και εσχάτως στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αντιμετώπιση της απειλής αποκλειστικά από το Π.Ν κρίνεται εσφαλμένη, τόσο από πλευράς μεθοδολογίας όσο και από πολιτικής πλευράς για λόγους που παρατέθηκαν σε προηγούμενο χωρίο του παρόντος άρθρου.
Η ενεργητικότερη εμπλοκή του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής στον αγώνα της διατήρησης των θαλασσίων συνόρων και της εθνικής κυριαρχίας κρίνεται επιβεβλημένη κίνηση. Αν προχωρήσουμε σε μια λεπτομερή καταγραφή και περιγραφή των μέσων που απαιτούνται για την συστηματικότερη και με αξιώσεις συμμετοχή του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής στην εθνική άμυνα(γιατί περί αυτού στην ουσία πρόκειται) καταλήγουμε σε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Όπως προελέχθει, αντίπαλος του Λ.Σ σε όλα τα στάδια εμπλοκής(ένταση,κρίση,πόλεμος) δεν είναι μόνο η τουρκική ακτοφυλακή αλλά και το TDK. Ο επιχειρησιακός και κατ’επέκτασην εξοπλιστικός προσανατολισμός του Λ.Σ οφείλει να λάβει υπόψην του αυτήν την πραγματικότητα και να στραφεί στην ενίσχυση του Λ.Σ με ανάλογης ισχύος μέσα. Τα τελευταία μπορεί να ξεκινούν από παράκτια περιπολικά,να περιλαμβάνουν Περιπολικά Ανοιχτής Θαλάσσης και να καταλήγουν σε σκάφη μεγέθους και εκτοπίσματος κορβέτας. Σε αυτούς τους τομείς η διεθνής αλλά και η εγχώρια ναυπηγοβιομηχανία προσφέρουν πληθώρα δοκιμασμένων λύσεων. Επίσης παροπλισμένα ή υπό παροπλισμό σκάφη του Π.Ν, αντί να οδηγούνται στα διαλυτήρια μπορούν μετά από γενική επισκευή και μερικό εκσυγχρονισμό να αποδωθούν στο Λ.Σ ενισχύοντας αποφασιστικά την δύναμη του και την ικανότητα εκτέλεσης πολεμικών αποστολών.
Οι πυραυλάκατοι τύπου S-148 αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανωτέρω σχολής σκέψης. Γενικά στην διαρκή προσπάθεια για την εξασφάλιση και διατήρηση της απαιτούμενης αποτρεπτική ισχύος,δεν χωρούν “πνευματικά” στεγανά και δογματικές ακαμψίες. Όλοι οι πιθανοί τρόποι είναι στο τραπέζι υπό μελέτη και διερεύνηση. Η σκοπιμότητα λοιπόν της διερεύνησης της πιθανότητας διεύρυνσης του φάσματος αποστολών και καθηκόντων του Λ.Σ πατάει σε γερές βάσεις. Επιχειρησιακές και δογματικές στενομυαλιές δεν δικαιολογούνται, είναι καιρός ο Ελληνικός μηχανισμός άμυνας και ασφάλειας να ξεφύγει από τον κόσμο του διεθνώς τυποποιημένου και “αποδεκτού” και να αποδειχθεί ικανός να δίνει ιδιαίτερες λύσεις σε ιδιαίτερα προβλήματα, αποτελώντας ο ίδιος πρότυπο για τους άλλους αντί να προσπαθεί, κατά τη γνώριμη νεοελληνική συνήθεια, να αναζητά ξένα πρότυπα προσαρμόζοντας τα “στις ιδιαίτερες ελληνικές συνθήκες”-χαρακτηρισμός που σκοπό έχει συνήθως να δικαιολογήσει τις σχετικές εκπτώσεις σε σχέση με το προτεινόμενο μοντέλο. Φυσικά όλα τα παραπάνω σε σχέση με τις εξοπλιστικές προτεραιότητες θα ήταν άχρηστα αν δεν συνοδεύοταν από ανάλογη μεταβολή των οργανικών δόμων του Λ.Σ. Έως τώρα η διάθεση των πλωτών μέσων του Λ.Σ στα κατά τόπους λιμεναρχεία ήταν λογική επιλογή. Με την προτεινόμενη ωστόσο προμήθεια έστω μέρους των παραπάνω σκαφών αυτό αλλάζει, απαιτείται λοιπόν ανάλογη προσαρμογή σε οργανωτικό επίπεδο. Προτείνεται η δημιουργία Διοικήσεων Ακτοφυλακής, κατά τα πρότυπα των Διοικήσεων του Αρχηγείου Στόλου,που θα συγκεντρώνει κατά κατηγορία τα υπόψην σκάφη, υπό κοινή διοικητική και οργανωτική “ομπρέλα”.
Η κίνηση αυτή κρίνεται επιβεβλημένη για την βελτιστοποίηση της επιχειρησιακής αξιοποίησης των πλωτών μέσων του Λ.Σ και την επίλυση των προβλημάτων που ανακύπτουν σε επίπεδο συντήρησης και υποστήριξης. Οι υπόψη διοικήσεις θα είναι διοικητικά αυτόνομες, υπό τον άμεσο ωστόσο επιχειρησιακό έλεγχο του Αρχηγείου Ακτοφυλακής και επιχειρησιακά συζευγμένες με τις αντίστοιχες διοικήσεις του Αρχηγείου Στόλου. Τα μικρότερα μεγέθους σκάφη θα συνεχίσουν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των τοπικών λιμεναρχείων, πρέπει ωστόσο να επιχειρηθεί αντίστοιχης φιλοσοφίας επιχειρησιακή σύζευξη και ενοποίηση με τις γεωγραφικές Ναυτικές Διοικήσεις του Π.Ν(ΝΔΑ,ΝΔΙ,ΝΔΒΕ). Γενικά πρέπει να επιδιωχθεί η στενότερη επιχειρησιακή δράση ανάμεσα στις ναυτικές μονάδες του Π.Ν και αυτές του Λ.Σ,ακόμη και μελέτη κοινών επιχειρησιακών και οργανωτικών, είτε μόνιμων είτε “ad hoc” σχημάτων, βελτιστοποιημένα για δράση σε επιχειρησιακά σενάρια υπό λεπτές πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές συνθήκες. Γενικά πρέπει να δωθεί περισσότερο βάρος στην εκμάνθηση τακτικών ναυτικής μάχης, από το απλούστατο σενάριο της καταδίωξης ταχύπλοου χειριζόμενο από κοινούς εγκληματίες έως την συμμετοχή αυτόνομα(σε επίπεδο ΛΣ) ή συνδυαστικά(με το ΠΝ) σε εμπλοκή μικρών ή μεγαλύτερων αποστάσεων με εχθρικές μονάδες επιφανείας. Είναι απαράδεκτο να μην διδάσκονται έστω στοιχειώδεις ελιγμοί προς επίτευξη τακτικού πλεονεκτήματος σε καταδιώξεις ταχυπλόων(είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε περισσότερα από όσα γράφουμε) και σωστής χρήσης του οπλισμού των σκαφών. Η ανανέωση και εμπλουτισμός φυσικά του εξοπλισμού δεν πρέπει να περιοριστεί στον τομέα των πλωτών μέσων, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των μέσων, εγκαταστάσεων και υποδομών. Πέραν της δημιουργίας σύγχρονων εγκαταστάσεων για την στέγαση, την υποστήριξη και την εκπαίδευση, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να αποδωθεί στην δημιουργία ενός πραγματικά σύγχρονου και ολοκληρωμένου συστήματος C4I που θα επιτρέπει την,σε πραγματικό χρόνο, παρακολούθηση του επιχειρησιακού περιβάλλοντος.
Η δομή του θα στηρίζεται σε συνδυασμό χερσαίων (κινητών και σταθερών), πλωτών και εναέριων πλατφόρμων, που θα εξασφαλίζει την πλήρη κάλυψη του Ελληνικού θαλάσσιου χώρου, συμπληρώνοντας τα αντίστοιχα μέσα των Ε.Δ και παρέχοντας πολλαπλότητα επιλογών και ευελιξία δράσης. Τα υπάρχοντα μέσα και υποδομές δεν κρίνονται επαρκή,με δυνατότητες κατώτερες των απαιτούμενων,προσφέροντας μόνο μερική και αποσπασματική κάλυψη του χώρου ενδιαφέροντος. Λόγω των ιδιαίτερων Ελληνικών συνθηκών και της επιδιωκόμενης “στρατιοτικοποίησης” των σωμάτων ασφαλείας, πρέπει οι προδιαγραφές των δομικών στοιχείων του συστήματος ή έστω μέρος τους να πληρεί στρατιωτικές προδιαγραφές με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της ασφάλειας, της αντοχής σε ηλεκτρονικά αντίμετρα, της επιβιωσιμότητας και της αξιοπιστίας, ενώ το δίκτυο θα πρέπει να διατηρεί δυνατότητα σχετικής ικανότητας λειτουργίας μετά από υποβάθμιση λόγω ζημιών και απωλειών μάχης. Και εδώ είναι εκ των ουκ άνευ η πρόβλεψη για διαλειτουργικότητα και κοινή δράση με τα αντίστοιχα δίκτυα των Ε.Δ με δυνατότητα αλληλοεπικάλυψης, γεωγραφικής και επιχειρησιακής. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στον εναέριο κλάδο του Λ.Σ-Ελληνικής Ακτοφυλακής. Ειδικά τα ελικόπτερα τύπου AS 365 Dauphin είναι ιδιαίτερα σύγχρονα μέσα που δεν έχουν αξιοποιηθεί στον πρέποντα βαθμό, ενώ σε περίοδο επιχειρήσεων δύνανται να χρησιμοποιηθούν,δρώντας με μικτά πληρώματα για αποστολές επιτήρησης, έρευνας και διάσωσης και μεταφοράς ομάδων ειδικών επιχειρήσεων.
Τα κατά τόπους ΚΕΑ οφείλουν να αναβαθμίστουν σε προσωπικό και μέσα.Ειδικά για τα ΚΕΑ των λιμεναρχείων των νήσων του Αν.Αιγαίου προτείνεται η στενότερη συνεργασία τους τόσο με τις δυνάμεις του Π.Ν όσο και κυρίως με τα τοπικά ΕΤΕΘ. Λαμβάνοντας υπόψη πως το προσωπικό των ΚΕΑ έχει λάβει στρατιωτική εκπαίδευση υψηλού επιπέδου, καθότι στο σύνολο τους έχουν υπηρετήσει την στρατιωτική τους θητεία στις ειδικές δυνάμεις, η μη περαιτέρω αξιοποίηση τους προς ενίσχυση των τοπικών ΜΑΚ είναι εγκληματική. Χωρίς να αποκαλύπτουμε κάποιο στρατιωτικό μυστικό οι ΜΑΚ είναι υποεπανδρωμένες και υποστελεχωμένες, αντιμετωπίζοντας αντικειμενικά πολλά προβλήματα και περιορισμούς σε θέματα εκπαίδευσης και επιχειρησιακής ετοιμότητας.Ενίσχυση, έστω περιοδικά, με το προσωπικό των ΚΕΑ θα λειτουργούσε ευεργετικά γι’αυτά, αναβαθμίζοντας αισθητά το επίπεδο τους, επαναφέροντας το σε αποδεκτό σημείο.Η συνεργασία των ΕΤΕΘ με τα ΚΕΑ θα μπορούσε να διευρυνθεί έτι περαιτέρω με τη διενέργεια κοικών ασκήσεων “διπλής ενεργείας” (ασκούμενου τμήματος και εχθρικής απεικόνισης), ενδεικτικά σε ασκήσεις ανακατάληψης βραχονησίδων με ρόλους που θα μπορούσαν να εναλλάσονται ανάμεσα σε άνδρες των ΕΤΕΘ και σ’αυτούς των ΚΕΑ. Θα μπορούσε παραδείγματος χάρη,άνδρες των ΕΤΕΘ να επιχειρούν προσέγγιση και έφοδο σε βραχονησίδα όπου θα έχει εγκατασταθεί τμήμα των ΚΕΑ που θα αναπαριστά εχθρική δύναμη και αντιστρόφως,αποκαλύπτωντας ικανότητες και αδυναμίες αμφότερων,οδηγώντας στην εξαγωγή συμπερασμάτων επί ρεαλιστικής βάσης και βοηθώντας στην βελτίωση των υφιστάμενων επιχειρησιακών σχεδίων και τακτικών.
Σε παρόμοιες ασκήσεις θα μπορούσε να συμμετέχει το προσωπικό και τα πλωτά μέσα και των τοπικών λιμεναρχείων πλην ΚΕΑ σε ρόλους υποστήριξης και μεταφοράς δυνάμεων, ενισχύοντας αριθμητικά το συνολικό σύστημα άμυνας του Αρχιπελάγους. Πρέπει εξάλλου να τονισθεί ο ρόλος της ΜΥΑ/ΛΣ. Αυτή η στρατηγικής σημασίας μονάδα δεν έχει τύχει, κατά τη γνώμη του γράφοντος και όχι μόνο, τη θέση που δικαιωματικά της ανήκει στον μηχανισμό άμυνας και ασφάλειας, παραμένοντας υποβαθμισμένη από μια ηγεσία που την κρατάει μακριά από τον αληθινό επιχειρησιακό της ρόλο, χρησιμοποιώντας την συχνά για την εκτέλεση αλλότριων και πολλές φορές ευτελών καθηκόντων. Ρόλο στην παραπάνω κατάσταση έπαιξαν και παίζουν και οι φωνές των μονίμων φωνασκούντων οργανωμένων περιθωριακών μειοψηφιών που βλέπουν στο πρόσωπο των ανδρών της ΜΥΑ “απειλή για το δημοκρατικό πολίτευμα” αξιοποιώντας κάποιες ατυχείς στιγμές των τελευταίων. Η μονάδα οφείλει να αναβαθμιστεί άμεσα, αποτελώντας όχι απλά “δεξαμενή” προσωπικού για την ΔΥΚ του ΠΝ αλλά λειτουργώντας ως σύνολο σε περίοδο κρίσης ή πολεμικής σύγκρουσης ως μια δύναμη ειδικών αποστολών, τουλάχιστον για ρόλους ανάλογους της Τουρκικής SAS,δηλαδή της ειδικής υποβρύχιας άμυνας κρίσιμης σημασίας στόχων στρατηγικού χαρακτήρα, απελευθερώνοντας προσωπικό της ΔΥΚ, που σήμερα ασχολείται με τέτοιου είδους πάρεργα, για την εκτέλεση απαιτητικότερων, πιο επιθετικής φύσεως αποστολών.
Και ‘δω μπορεί να εφαρμοστεί το μοντέλο της συνεργασίας ανάμεσα στην ΔΥΚ και της ΜΥΑ με τη διενέργεια ασκήσεων “διπλής ενεργείας” σε σενάρια π.χ προσβολής ναυστάθμου, με τους άνδρες της ΔΥΚ να επιχειρούν να διεισδύσουν στον ναύσταθμο που φυλάσσεται από άνδρες της ΜΥΑ. Φυσικά εκ των ουκ άνευ είναι η ενίσχυση της ΜΥΑ με προσωπικό,μέσα και ΣΑΠ(Σκάφη Ανορθοδόξου Πολέμου). Στον άρθρο επιχειρήσαμε να θίξουμε κάποιες (άγνωστες) πτυχές που αφορούν την συμμετοχή του Λ.Σ στην άμυνα της χώρας και να προτείνουμε λύσεις ενίσχυσης της σχετική ικανότητας. Γενικά είναι καιρός να ξεφύγουν τα Σώματα Ασφαλείας από την εικόνα του απαξιωμένου οργανισμού “εργαζόμενων/δημοσίων υπαλλήλων” και να προσανατολιστούν στην ικανότητα εκτέλεσης πολλαπλών αποστολών, λειτουργώντας ως μέρος του συστήματος άμυνας και ασφάλειας του ελληνικού κράτους.
Πηγή: Defencenet
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 21.2.2014, Βασίλης Λορεντζάτος