Ευρυδίκη Λειβαδά: Οι Κεφαλλήνες εν Κωνσταντινουπόλει. Η ελπίς των υποδούλων Ελλήνων

ευρύτατα κυκλοφορούν αι φήμαι περί σφαγών εκ μέρους των Τούρκων, μόνο ο Έλλην δεν ανησυχεί. Πιστεύει ότι οι Κεφαλλήνες θα προστρέξουν και θα τον αναρπάσουν από τας χείρας των σφαγέων. Αλλά και οι Τούρκοι έχουν τον μέγαν φόβον εκ των Κεφαλλήνων, και η παράδοσις αναφέρει πολλά περιστατικά, ιπποτικά, πολλάκις ίσως και μυθολογικά. Αρκεί κατά την παράδοσιν ο Τούρκος αστυνόμος να συναντήσει Κεφαλλήνα και εν τω άμα τρέπεται εις φυγήν. Άλλοτε ένας και μόνος Κεφαλλήν εκυνήγησε σώμα ολόκληρον αστυνομικών.

Ο Κεφαλλήν γενικώς είναι άνθρωπος ριψοκίνδυνος, εις τίποτε μη λογίζων την ζωήν του. Ορμά εις τον κίνδυνον ως αστραπή και με αταραξίαν ζωγράφου. Πρέπει να σημειώσω ότι ο Κεφαλλήν ουδέποτε αναμιγνύεται εις αμφιβόλου ηθικής υποθέσεις. Είναι όμως πάντοτε παρών εις πάσαν αυθαιρεσίαν των Τούρκων και χρήσιν βίας κατά των Ελλήνων. Επιπίπτει εις την συμπλοκήν με το μαχαίρι, που ποτέ δεν έβαψε εις άδικο αίμα, ή με το πολύκροτο, και θερίζει ως στάχεις, με αταραξίαν, ως είπον ανωτέρω, ζωγράφου παίζοντος με την γραφίδα.

Αλλά και εκτός του κινδύνου ο Κεφαλλήν είναι επιβλητικός. Όταν ιδήτε εις τας εκατοντάδας χιλιάδας των κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως, μέσα εις τόσας φυλάς και εθνότητας, έναν άνδρα ωραίον, υψηλόν, ελεύθερον το βήμα, περιπατούντα ως να επιθεωρεί τον κόσμον με την ρεπούμπλικά του καθαρά και εύμορφη, με το βλέμμα του ως αστραπή να πέφτει όπου σταματήσει, είναι Κεφαλλήν. Τον εννοείτε αμέσως διότι μόνος αυτός μπορεί να διατηρεί την αφοβίαν του, την λεβεντοσύνην του εις το περιβάλλον εκείνο. Δεν ξεύρω τώρα, βεβαίως θα επήλθε βελτίωσις με το νέον, το συνταγματικόν καθεστώς, αλλ’ επί του πρώτου καθεστώτος οι Πρέσβεις αυτοί δεν ηδύναντο να διέρχονται μόνοι από ολιγοσυχνάστους δρόμους. Η κόρη του πρεσβευτού της Γερμανίας, νομίζω, είναι αψευδής μάρτυς. Μόνος ο Κεφαλλήν, μόνος διέρχεται χωρίς εκείνη τη δουλοφροσύνη που αποκτούν στην Τουρκία και οι Γάλλοι, οι Άγγλοι και οι Ιταλοί, ακόμα οι αναρχικοί εμπρός από τα επιφοβώτερα καρακόλια και από τας τουρκικωτέρας συνοικίας.

Ήμουν ακόμη μικρό παιδί, επέστρεφα από τον Σταυροδρόμι και πήγαινα στο σπίτι μου. Επειδή καθόμουν στο Φανάρι, δεν επήγα από την Γέφυρα του Καράκιοϊ, αλλά από την άλλη γέφυρα. Μετά τα βιβλιοπωλεία, εις την μεγάλην παραλίαν οδόν που είναι μεταξύ των δυο γεφυρών, αρχίζει συνοικία τελείως τουρκική. Δεν βλέπει κανείς τίποτε χριστιανικό, ούτε σπίτι, ούτε κατάστημα, όλο μικρά ξύλινα σπιτάκια και καφενεία τουρικά, μουχαλεπιστίδικα και παπλωματάδικα αγρίων λαζών. Φυσικά είναι απαραίτητοι αι πρόχειροι τουρκικαί αγοραί, αι οποίαι συνίστανται εις παμμέγιστα πανέρια ενάμισυ μέτρο διαμέτρου, που κάθηνται επί καλάθου επίσης παμμεγίστου. Αυτά είναι τα μαγαζιά. Συνήθως πωληταί είναι χοτζάδες σαρικοφόροι. Ένας από αυτούς πουλούσε τζάνερα κατακίτρινα. Σαν παιδί που ήμουν πλησίασα ν’ αγοράσω. Τα πουλούσε ένα γρόσι την οκά. Του είπα να με βάλλει εκατό δράμια. Αντί όμως να με ζυγίσει με την οκά, με ζύγισε με λίτρα. Δεν θέλω του είπα. Εις απάντηση όμως τρώγω μια στο στήθος με τη ζυγαριά ενώ σα γενίτσαρος με λέγει:

-Αλλατζάκ σην! Θα τα πάρεις.

Αντίσταση εκεί δεν χωρούσε. Έκαμον να τα πάρω. Αιφνιδίως όμως βλέπω την ζυγαριά να φεύγει από τα χέρια του χότζα και ως από μηχανής θεός ένα υψηλό ανάστημα ξεπρόβαλλε και ένα ισχυρότατο χέρι σπρώχνει τον χότζα. Ήτο ένας Κεφαλλήν:!

-Τι τρέχει, μου λέγει.

Του είπα με δυο λόγια. Δεν ξεύρω τι είπε με τον Τούρκο. Είδα μόνον τον Τούρκο να με δίνει την δεκάρα πίσω.

-Πήγαινε τώρα, ήταν τα άλλα δυο λόγια του Κεφαλλήνος.

Υπήκουσα με κάποια αγαλλίαση που ηύρα ένα προστάτη. Θα είχα πάγει ένα διάστημα ως 200 μέτρα. Εγύρισα και είδα. Ο Κεφαλλήν ακόμη εστέκετο εκεί. Μόνον όταν εχάθηκε πλέον από τα μάτια του, έφυγε και αυτός.

Ευρυδίκη Λειβαδά