ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ε. ΓΕΡΜΕΝΗΣ: Η επικοινωνία της επιστήμης στην εποχή της μετα-αλήθειας

Περιεχόμενα:

1. Εισαγωγή

2. Η εποχή της μετα-αλήθειας

2.1. Ορίζοντας την μετα-αλήθεια

2.2. Ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και μαζικής επικοινωνίας

2.3. Οι επιπτώσεις της μετα-αλήθειας στη δημόσια γνώση της Επιστήμης

3. Επιστήμη και πολιτική

3.1. Κοινωνία της γνώσης και μετα-φυσιολογική Επιστήμη

3.2. Επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη

3.3. Η εμπορευματοποίηση της επικοινωνίας της Επιστήμης

4. Επιστήμη και οικονομία

4.1. Η τεχνολογική ένταση

4.2. Η κοινωνική υποστήριξη της έρευνας

5. Καινοτόμες προσεγγίσεις

5.1. Ανοικτή Επιστήμη

5.2. Η Επιστήμη των Πολιτών

6. Η πλάνη των αξιών

7. Επίλογος: Μαθήματα επικοινωνίας της Επιστήμης από την πανδημία COVID-19

Βιβλιογραφία

_________________________________________

“….falling in love with the world, and this is science,

and at the risk of sounding too much an idealist,

I have come to believe they are the same thing”

Sharman Russell, 2014

1. Εισαγωγή

Η επικοινωνία της Επιστήμης με την κοινωνία άρχισε να διαμορφώνεται ως διακριτή διαδικασία τη δεκαετία του 1970. Πολλοί συγγραφείς, πάντως, τοποθετούν την εμφάνισή της στο 19ο αι. ή την θεωρούν ακόμη και ως πρακτική του Διαφωτισμού κατά τον 18ο αι. Πιο συγκεκριμένα, οι Bucchi and Trench αναφέρουν ότι διάχυση των επιστημονικών ιδεών έλαβε χώρα, για πρώτη φορά, μεταξύ Διαφωτισμού και 19ου αι. Στη συνέχεια, η ένταση της επιστημονικής επικοινωνίας κυμαινόταν ανάλογα με τη σπουδαιότητα των ανακαλύψεων, παραμένοντας πάντοτε ως μια περιοχή ιδιαίτερου ενδιαφέροντος των επιστημονικών φορέων. Πρακτικά, η επικοινωνία Επιστήμης-κοινωνίας αντικατοπτρίζει τη μεταξύ τους σχέση, της οποίας, διαχρονικά, έχουν παρατηρηθεί διάφορες εκδοχές: από τη μη ύπαρξη κάποιας ανάλογης ανάγκης και την πλήρη, ως εκ τούτου, απουσία μιας τέτοιας σχέσης ως την ακριβώς αντίθετη, σύγχρονη αντίληψη.

Σήμερα, οι ορίζοντες της επικοινωνίας της Επιστήμης με την κοινωνία έχουν διευρυνθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος για επιστημονική γνώση που υπάρχει αναφορικά με ένα πλήθος δραστηριοτήτων και της ως εκ τούτου μεταστροφής προς τη λεγόμενη κοινωνία της γνώσης (knowledge society). Η σχέση Επιστήμης και κοινωνίας θεωρείται πλέον ότι πρέπει να κατατείνει στην ευρύτερη δυνατή συμμετοχή της κοινωνίας και να αποσκοπεί στο όφελος τόσο της τελευταίας όσο και των ερευνητικών φορέων, του ερευνητικού προϊόντος, αλλά και στη συμμόρφωση της επιστήμης με το ηθικό και το νομικό πλαίσιο λειτουργίας της. Συμμέτοχοι σ’ αυτή τη διαδικασία, εκτός από τους επιστήμονες και το κοινό, είναι πολλοί άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, οικονομικών παραγόντων και, φυσικά, του κράτους. Αντίστοιχα, ευρύτατοι είναι και οι επιμέρους στόχοι αυτής της σχέσης που μπορεί να ποικίλουν από την αναγνώριση της κοινωνικής προσφοράς στην πρόοδο της Επιστήμης μέχρι τη διαχείριση της επιστημονικής αβεβαιότητας. Κομβική σημασία έχει, επίσης, ο ρόλος της επικοινωνίας της Επιστήμης ως προς τη μεταφορά της επιστημονικής γνώσης στα μέλη της κοινωνίας που πρόκειται να τη χρησιμοποιήσουν, κατά τρόπο που θα τα καταστήσει ικανά να επιδίδονται σ’ αυτό με την απαραίτητη υπευθυνότητα. Αναφέρεται εδώ το παράδειγμα της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας αλλά το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλη γνώση που αφορά τη χρήση δυνητικά επικίνδυνων τεχνολογιών ή νέων τεχνολογιών άγνωστης επικινδυνότητας, όπως τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα ή η νανοτεχνολογία.

Η δημόσια γνώση της Επιστήμης έχει τρεις διακριτές αλλά αλληλεξαρτώμενες διαστάσεις: την αντίληψη και τη στάση του κοινού απέναντι στην Επιστήμη, την εμπιστοσύνη στην Επιστήμη, και την επιστημονική παιδεία. , Η αντίληψη της Επιστήμης περιλαμβάνει τόσο την πρόσληψη της Επιστήμης που έχουν τα άτομα μέσα από τα διάφορα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα (π.χ. σχολείο), όσο και την πρόσληψη μέσω καθεαυτής της επικοινωνίας της Επιστήμης. Η εμπιστοσύνη στην Επιστήμη είναι μια πολυδιάστατη έννοια που επηρεάζει σημαντικά την τύχη των επιστημονικών πληροφοριών. Αποδέκτες της είναι διάφορα πρόσωπα, φορείς ή και επιστημονικά αντικείμενα, όπως οι ίδιοι οι επιστήμονες, τα επιστημονικά ιδρύματα, οι χρησιμοποιούμενες μεθοδολογίες ή και τα ερευνητικά ευρήματα. Το ασταθές επίπεδο εμπιστοσύνης προς την Επιστήμη θέτει σε κίνδυνο την αποδοχή και τη νομιμοποίηση της Επιστήμης, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των περισσότερο δύσπιστων κοινωνιών της γνώσης. Η επιστημονική παιδεία, τέλος, παρότι άμεσα συνδεδεμένη με τα προηγούμενα, αποτελεί ένα από τα αντικείμενα της Ανοικτής Επιστήμης, για την οποία γίνεται λόγος στη συνέχεια.

Από την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας της Επιστήμης με την κοινωνία κρίνεται η δυνατότητά της να αλλάξει τη στάση του κοινού απέναντι στην Επιστήμη, να αυξήσει το ενδιαφέρον του για την Επιστήμη, να προωθήσει την κατανόηση των επιστημονικών γεγονότων και μεθόδων, να διευκολύνει την αντίληψη των κοινωνικών επιπτώσεων της Επιστήμης αλλά και να συμβάλει στη βιώσιμη ανάπτυξη. Εντούτοις, η αποτελεσματικότητα αυτής της επικοινωνίας συναρτάται από μια σειρά παραγόντων, όπως η λειτουργία της ίδιας της Επιστήμης καθεαυτήν, οι αντιλήψεις για τη σχέση της με την κοινωνία, τα μέσα που υποστηρίζουν την επικοινωνία της με την κοινωνία και άλλοι. Προς το παρόν, πάντως, η δημόσια αντίληψη για την Επιστήμη δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. Πρόσφατη (2019) παγκόσμια έρευνα του Wellcome Trust έδειξε ότι μόνο 18% του πληθυσμού έχει υψηλού βαθμού εμπιστοσύνη στους επιστήμονες –με ανώτατο ποσοστό 33% στη Βόρεια Ευρώπη–, ενώ ακόμη και μετά την πανδημία COVID-19, έρευνα του Open Knowledge Foundation έδειξε ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο μόνο 64% των πολιτών «είναι πιθανόν να ακούσουν τη συμβουλή εξειδικευμένων επιστημόνων και ερευνητών». Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι σύμφωνα με το 2014 BIS report on Public Attitudes to Science, στο μεγαλύτερο μέρος του κοινού η έννοια της Επιστήμης ταυτίζεται με τη βιολογία, τη χημεία, τη φυσική ή με τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας. Σπάνια η Επιστήμη θεωρείται τρόπος σκέψης κι ακόμη σπανιότερα γίνεται αυτόματη αναφορά σε ιδέες, καινοτομίες ή πειράματα.

2. Η εποχή της μετα-αλήθειας

Κύριο χαρακτηριστικό της τεχνοκρατικής εποχής μας αποτελεί η εύκολη και γρήγορη πρόσβαση στην πληροφορία. Πριν από μερικά χρόνια, είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι το γεγονός αυτό θα βοηθήσει τη διάδοση της γνώσης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη δημοκρατία, την ισότητα, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Η γενική άποψη ήταν ότι το διαδίκτυο (internet) βελτιώνει τη σχέση των κυβερνήσεων με τους πολίτες και αυξάνει τη συμμετοχικότητα του λαού στον πολιτικό διάλογο. Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, υπήρξαν στη διεθνή σκηνή αρκετά παραδείγματα του θετικού ρόλου που διαδραμάτισαν τα κοινωνικά δίκτυα στην εδραίωση της δημοκρατίας σε διάφορες χώρες, όπως η Αίγυπτος, η Τυνησία και άλλες χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Μετά από λίγα μόλις χρόνια, όμως, η άποψη αυτή άλλαξε και σιγά-σιγά άρχισε να επικρατεί ένας φόβος μπροστά στον κίνδυνο που προέρχεται από τη δυνατότητα που έχουν οι σύγχρονες τεχνολογίες της πληροφορίας, όχι μόνο να αλλοιώνουν την πραγματικότητα, αλλά ακόμη και να επιτυγχάνουν τη μαζική διαχείριση της κοινής γνώμης ή ακόμη και την απόκρυψη σημαντικών γεγονότων. Η αντίληψη αυτή εδραιώθηκε το 2016 μετά από τα μη αναμενόμενα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος για το Brexit στη Μεγάλη Βρετανία και των εκλογών που ανέδειξαν τον Trump Πρόεδρο των ΗΠΑ.

2.1. Ορίζοντας την μετα-αλήθεια

Την χρονιά του Brexit και της εκλογής του Trump (2016), το Oxford Dictionary ανέδειξε τον όρο μετα-αλήθεια (posttruth) ως Λέξη της Χρονιάς, διευκρινίζοντας ότι «σχετίζεται ή υποδηλώνει καταστάσεις, στις οποίες τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν μικρότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από ό,τι τα συναισθήματα και οι προσωπικές πεποιθήσεις». Ταυτόχρονα και η Society for the German Language ανέδειξαν ως Λέξη της Χρονιάς τον συνώνυμο γερμανικό όρο postfaktisch, εξηγώντας ότι «όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού είναι έτοιμα να αγνοήσουν τα γεγονότα ή ακόμη και να αποδεχθούν προφανή ψέματα, μέσα στην απροθυμία τους να […] αποδεχθούν καθιερωμένες δομές και διαδικασίες. Στην εποχή της μετα-αλήθειας, αυτό που οδηγεί στην επιτυχία δεν είναι η υποστήριξη της αλήθειας αλλά η διαμόρφωση μιας ‘αίσθησης αλήθειας’». Ως έννοια, βέβαια, η μετα-αλήθεια είχε εισαχθεί πολύ πριν (2004) από τον Ralph Keyes, ενώ στο ενδιάμεσο, με την ίδια υποδήλωση, χρησιμοποιούνταν όροι, όπως οι ψεύτικες ειδήσεις (fake news) ή τα εναλλακτικά γεγονότα (alternative facts).

Το φαινόμενο, βέβαια, της μετα-αλήθειας δεν είναι καινούριο. Ο George Orwell έγραφε: «Η πολιτική γλώσσα … έχει σχεδιαστεί για να κάνει τα ψέματα ν’ ακούγονται αληθινά και σεβαστά μέχρι θανάτου, και για να δίνει στον καθαρό αέρα μια συμπαγή εμφάνιση». Και 400 χρόνια πριν από τον Orwell, ο Machiavelli έλεγε: «Αυτοί οι πρίγκιπες που κάνουν μεγάλα πράγματα αποφάσισαν να χρησιμοποιούν τον ασήμαντο λόγο τους κι έμαθαν πώς να παραπλανούν το μυαλό των ανθρώπων με επιδεξιότητα και πονηριά». Πολλοί υποστηρίζουν ότι η μετα-αλήθεια είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Τη δεκαετία του 1980 η χρήση ανακριβούς ακόμη και παραπλανητικού λόγου περιγραφόταν ως εγγενές γνώρισμα της ανθρώπινης επικοινωνίας. Οι εξιδανικευμένες (λανθασμένες) αντιλήψεις, οι μύθοι, οι φαντασιώσεις, οι υπερφυσικές εξηγήσεις και οι θεωρίες συνωμοσίας είναι πιθανώς τόσο παλιές όσο και ο πολιτισμός. Η χρήση τους στο χειρισμό ανθρώπων, για θρησκευτικούς, πολιτικούς, οικονομικούς ή άλλους λόγους, ήταν ανέκαθεν πολύ συνηθισμένη.

Στις μέρες μας, όσο κι αν η τεχνολογική πρόοδος λειτουργεί προς όφελος της κοινωνίας, ο τεράστιος όγκος της παραγόμενης πληροφορίας, η εύκολη πρόσβαση σ’ αυτή και η άμεση διάδοσή της μεγεθύνουν τρομακτικά το φαινόμενο. Στο βαθμό δε που η μετα-αλήθεια αναφέρεται και απασχολεί κατ’ εξοχήν την Επιστήμη, τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο αντίθετο προς την ίδια της τη φύση, όσο το ενδεχόμενο να χάσουν οι ερευνητικές ενδείξεις και η επιστημονική αλήθεια το νόημά τους ως οι υπέρτατες αξίες της. Πολλοί πιστεύουν ότι, εφόσον η μετα-αλήθεια δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα καινούριο, η Επιστήμη είναι συνηθισμένη να συνυπάρχει με αυτή και, ως εκ τούτου, είναι καλά προετοιμασμένη να αντισταθεί σε αυτή. Άλλοι, όμως, προβλέπουν μαύρες μέρες για την Επιστήμη, αν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της μετα-αλήθειας.

2.2. Ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και μαζικής επικοινωνίας

Οι υποστηρικτές του δυσάρεστου σεναρίου υποστηρίζουν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι σκόπιμα κατασκευασμένα έτσι, ώστε να μπορούν να εκμεταλλεύονται την εγγενή σχετική ευπάθεια της ανθρώπινης ψυχολογίας. Η λειτουργία τους διέπεται από τους κανόνες της λεγόμενης πειστικής επικοινωνίας, που σε καμιά περίπτωση δεν έχει ως αρχή της την εντιμότητα. Η αμεσότητα και η συντομία των μηνυμάτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διευκολύνει τη διαμόρφωση θέσεων με βάση τα κίνητρα του χρήστη, όπου, ειδικά βραχυπρόθεσμα, τα συναισθήματα κυριαρχούν των γεγονότων. Η επιτυχία μιας τέτοιας επικοινωνίας βασίζεται αφενός στην καλή προσαρμογή ολόκληρης της διαδικασίας στα χαρακτηριστικά των σύγχρονων τεχνολογιών της πληροφορίας και αφετέρου στην ικανοποίηση των χρηστών. Οι τελευταίοι επιβραβεύονται με την επιβεβαίωση των προκαταλήψεων, των απόψεων και των ιδεών τους, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν στην αναδιανομή της προωθούμενης πληροφορίας στα δικά τους δίκτυα. Αυτό, με τη σειρά του, πολλαπλασιάζει τον αριθμό των χρηστών και ταυτόχρονα εμπεδώνει τη δέσμευσή τους στις προκατειλημμένες θέσεις. Παράλληλα, το γεγονός ότι τα ίδια κοινωνικά δίκτυα χρησιμοποιούνται και από αξιόπιστες πηγές πληροφοριών επιτρέπει στους χρήστες να αντιλαμβάνονται ότι και οι αλλοιωμένες πληροφορίες έχουν το ίδιο υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας.

Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα της μιντιακής επικοινωνίας των επιστημονικών γεγονότων είναι η δημοκρατική επίφαση που την χαρακτηρίζει. Εξαιτίας της δημιουργείται η εντύπωση πως όλοι είναι ειδικοί και πως όλοι μπορούν να συμμετέχουν στον ίδιο βαθμό στη διαδικασία παραγωγής γνώσης. Γι’ αυτό το φαινόμενο έχει προταθεί ο όρος democratainment (democracy + entertainment) –θα μπορούσε να αποδοθεί ως δημοκρατία της επιστημονικής ψυχαγωγίας– που υποδηλώνει την παρέκκλιση της επικοινωνίας, η οποία μετατρέπει την πληροφόρηση σε θέαμα. Η επιστημονική επικοινωνία που διεξάγεται κατ’ αυτό τον τρόπο δεν έχει μεγάλη σχέση με την επιστήμη, αλλά γίνεται… διασκέδαση. Είναι προφανές ότι, όχι μόνο στην επιστήμη, αλλά σε οποιονδήποτε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, ένας τέτοιος περιορισμός του πλαισίου έγκυρης διαμεσολάβησης των ειδικών αλλοιώνει τη σαφήνεια και την αξιοπιστία των πληροφοριών. Γενικότερα, η έλλειψη της κατάλληλης μεθόδου για μια τέτοια διαμεσολάβηση μειώνει την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας ή μπορεί ακόμη και να προκαλέσει βλάβη στο κοινό που απευθύνεται.

2.3. Οι επιπτώσεις της μετα-αλήθειας στη δημόσια γνώση της Επιστήμης

Οι συνθήκες της επικοινωνίας της Επιστήμης με την κοινωνία που διαμορφώνονται στην εποχή της μετα-αλήθειας απειλούν άμεσα τη δημόσια γνώση της Επιστήμης. Ως αποτέλεσμα, παρατηρείται έντονη διάδοση φανταστικών ιδεών –αυτό που συνήθως χαρακτηρίζεται ως ψευδοεπιστήμη–, γεγονός που συχνά συνοδεύεται και από επιθέσεις εναντίον των κανονικών Επιστημών. Οι πιο γνωστές περιπτώσεις, που συνοδεύονται και από κινδύνους για το κοινό, σχετίζονται με την ιατρική, με πιο χαρακτηριστικές την αντι-εμβολιαστική κίνηση, την ομοιοπαθητική και τη νευροπαθητική θεραπεία. Άλλα σημαντικά παραδείγματα αποτελούν οι διάφοροι τύποι άρνησης των κατεστημένων επιστημονικών θεωριών, όπως η άρνηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, η άρνηση της εξελικτικής θεωρίας ή οι προ-επιστημονικές αντιλήψεις για το σύμπαν (όπως η θεωρία της επίπεδης γης και η άρνηση της προσεδάφισης στη σελήνη).

Η συνήθης αντίδραση των επιστημόνων είναι η αδιαφορία τους γι’ αυτά τα φαινόμενα, που στηρίζεται στην πεποίθηση για το κύρος και την αυθεντία της Επιστήμης, όσον αφορά την παραγωγή και την προάσπιση του σώματος της γνώσης, στο οποίο αναφέρεται η αλήθεια. Η στάση αυτή φαίνεται ότι είναι επικίνδυνο να συνεχιστεί στην εποχή της μετα-αλήθειας, αφού, όλο και συχνότερα, παρατηρείται διείσδυση της ψευδοεπιστήμης σε πανεπιστημιακά προγράμματα, σε επαγγελματικές οργανώσεις και στα μέσα μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ), ενώ η άρνηση καταφέρνει να επηρεάζει ακόμη και τις αποφάσεις ορισμένων κυβερνήσεων. Οι διαστάσεις του φαινομένου είναι τέτοιες που προκαλούν σύγχυση των ορίων μεταξύ επιστημονικών γνώσεων και πεποιθήσεων και υπονομεύουν τα επιχειρήματα και τις θέσεις της Επιστήμης. Κατ’ αυτή την έννοια, πρόκειται για μια πραγματική απειλή που αφορά την Επιστήμη στο σύνολό της.

3. Επιστήμη και πολιτική

Οι επικοινωνιακές συνθήκες και πρακτικές δεν είναι οι μόνες που διαμορφώνουν το καθεστώς της επικοινωνίας της Επιστήμης με την κοινωνία, την αποτελεσματικότητα και τις συνέπειές της. Καθοριστικό παράγοντα αποτελεί, επίσης, η σχέση της Επιστήμης με τις άλλες δραστηριότητες του ανθρώπου, με κυριότερες μεταξύ αυτών την πολιτική και την οικονομία.

3.1. Κοινωνία της γνώσης και μετα-φυσιολογική Επιστήμη

Η επιστήμη είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ανθρώπινη δραστηριότητα. Από τον 17ο αι. και μετά, σε κάθε διπλασιασμό του πληθυσμού αντιστοιχεί τριπλασιασμός του αριθμού των επιστημόνων. Αυτό σημαίνει ότι, τα τελευταία 300 χρόνια, οι δυτικές κοινωνίες έχουν επενδύσει ένα μεγάλο μέρος των πόρων τους στην παραγωγή, στην αναθεώρηση και στην επαλήθευση της γνώσης. Κι όσο αυτό συνεχίζεται, τόσο θα συνεχίζεται η παραγωγή νέας γνώσης. Αυτή η εκθετική ανάπτυξη της επιστήμης είναι ο κύριος παράγοντας που κατηύθυνε τη μετάβαση από τη βιομηχανική κοινωνία (industrial society) στην κοινωνία της πληροφορίας (information society). Ο όρος κοινωνία της πληροφορίας επινοήθηκε για να περιγράψει την τεράστια ροή πληροφοριών που προκλήθηκε από την έλευση των υπολογιστών, των συστημάτων επεξεργασίας δεδομένων και των επικοινωνιών. Πρωτοεμφανίστηκε στην Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1960, από όπου και εισήχθηκε στην πολιτική ρητορική της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Σήμερα, βέβαια, ακόμη και αυτός ο όρος ακούγεται μάλλον παραπλανητικός. Αυτό που θα χαρακτηρίσει τις μελλοντικές κοινωνίες δεν είναι απλώς ο όγκος των πληροφοριών αλλά η παραγωγή, η ιδιοκτησία και η χρήση τους• οι διαδικασίες δηλαδή που διαμορφώνουν το πλαίσιο για τη δημιουργία γνώσης. Κατά συνέπεια, ο όρος κοινωνία της πληροφορίας αντικαθίσταται σταδιακά από τον όρο κοινωνία της γνώσης. Αυτή η νέα κοινωνία, στην οποία κατατείνει η τεχνολογική πρόοδος και οι συνακόλουθοι θεσμικοί μετασχηματισμοί, η δομή και η λειτουργία της αφορούν άμεσα την ίδια την υπόσταση των μελών της, την ατομική τους δημιουργικότητα, την εμπειρία και τη συμμετοχή τους στην παραγωγή γνώσης. Πρωταρχικός ρόλος της Πολιτείας σε μια τέτοια κοινωνία είναι η διασφάλιση της διάχυσης και της διαχρονικής εξέλιξης της γνώσης. Οποιαδήποτε ανάλυση της Επιστήμης και της σχέσης της με όλες κοινωνικές δραστηριότητες, όπως η πολιτική, η νομοθεσία, η οικονομία ή τα ΜΜΕ, πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτή την εκπληκτική δυναμική, τις αιτίες και τις συνέπειές της.

Κατά την ίδια έννοια, πρέπει να εξετάζονται και οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου πάνω στην ίδια την Επιστήμη, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίησή της προς δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη από αυτές είναι η ίδια που παρατηρείται στις αγορές όταν αυξάνεται ο ανταγωνισμός, οπότε αυξάνεται και το κίνητρο για τη δημιουργία νέων «θέσεων». Η αντίστοιχη στροφή της Επιστήμης συνεπάγεται την προσπάθεια βαθύτερης κατανόησης των μέχρι στιγμής διατυπωμένων δομών των διαφόρων αντικειμένων, που έχει ως αποτέλεσμα την ολοένα μεγαλύτερη εξειδίκευση και την ανακατασκευή των γνώσεων.

Μια άλλη μορφή διαφοροποίησης της Επιστήμης επιτυγχάνεται μέσω της επέκτασης σε νέα πεδία. Αυτή η εξέλιξη θεωρείται ως η κινητήρια δύναμη της επέκτασης της Επιστήμης στην κοινωνία, καθώς οδηγεί στην ανάπτυξη όλο και περισσότερων τομέων, οι οποίοι υπόκεινται στον έλεγχο της τελευταίας. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελούν οι περιβαλλοντικές επιστήμες που, ενώ αρχικά επεκτάθηκαν από την οικολογία προς ένα ευρύ φάσμα εξειδικευμένων τομέων, τώρα πια περιλαμβάνουν τομείς που εκτείνονται από την εκτίμηση του κοινωνικού κινδύνου έως την περιβαλλοντική ψυχολογία. Πρόκειται για ένα τυπικό παράδειγμα Επιστήμης ενός νέου τύπου, που ονομάζεται μετα-φυσιολογική Επιστήμη (postnormal science) και χαρακτηρίζεται από την εγγύτητά του με την πολιτική, την ανάγκη για κοινωνική νομιμοποίηση και την εξάρτησή του από εξωτερικές γνώσεις.

3.2. Επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη

Στο περιβάλλον που διαμορφώνεται, η απόσταση μεταξύ Επιστήμης και κοινωνίας μειώνεται σημαντικά και η εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς την Επιστήμη αντικαθίστανται από μια στενή μεταξύ τους διασύνδεση. Δεδομένης δε της υπέρβασης των παραδοσιακών ΜΜΕ, ο τρόπος με τον οποίο η Επιστήμη μπορεί να παράγει και να επικοινωνεί αξιόπιστες γνώσεις ανάγεται πλέον σε βασικό πρόβλημα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτό συμβαίνει επειδή η Επιστήμη επηρεάζεται όλο και περισσότερο από την πολιτική μέσα από τη χρήση της επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης. Η χρήση των επιστημόνων ως συμβούλων από τους πολιτικούς ή και από άλλες κοινωνικές ομάδες εμπλέκει την Επιστήμη στη λήψη πολιτικών αποφάσεων και οδηγεί στην ένταξη των επιστημόνων σε πολιτικές ομάδες.

Η αντιμετώπιση των ατυχημάτων στους πυρηνικούς σταθμούς του Three Mile Island στο Harrisburg των ΗΠΑ, το 1979, και επτά χρόνια αργότερα στο Chernobyl αποτελούν ιστορικά παραδείγματα αυτού του φαινομένου. Η επικοινωνιακή διαχείριση του πρώτου έχει χαρακτηριστεί ως η «πιο συγκεχυμένη μέρα στην ιστορία των ειδησεογραφικών μέσων», ενώ το ίδιο συνέβη και μετά το Chernobyl με τους επιστήμονες και τους πολιτικούς να αντιπαρατίθενται στα ΜΜΕ, υπερβάλλοντας ή υποτιμώντας τους κινδύνους του πυρηνικού νέφους, καθώς αυτό εκινείτο προς τη Δυτική Ευρώπη. Οι αντιφατικές δημόσιες δηλώσεις των επιστημόνων/συμβούλων έδειξαν ότι είχαν προσληφθεί μόνο και μόνο για να υποστηρίξουν συγκεκριμένες θέσεις και συμφέροντα της πολιτικής και της οικονομίας. Έτσι, το Three Mile Island και το Chernobyl έγιναν σύμβολα όχι μόνο των κινδύνων της πυρηνικής ενέργειας, αλλά και της απώλειας της εμπιστοσύνης του κοινού προς την Επιστήμη.

Αυτό κατέστρεψε την εικόνα της Επιστήμης ως θεσμού που δεν έχει άλλα συμφέροντα εκτός από τα δικά του. Από τότε, το κοινό έχει ευαισθητοποιηθεί αναφορικά με διάφορα επιστημονικά διλήμματα, όπως η ασφάλεια των γενετικών τεχνολογιών, οι ηθικές επιπτώσεις των τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, η χρήση της βιοτεχνολογίας στη γεωργία, οι πολιτικές, ηθικές και οικονομικές επιπτώσεις της αλληλούχησης του ανθρώπινου γονιδιώματος και άλλα.

Η αλήθεια είναι ότι τα δύο πυρηνικά ατυχήματα δεν ήταν η πρώτη περίπτωση εμπλοκής των επιστημόνων με την πολιτική. Η παρουσία επιστημονικών εμπειρογνωμόνων στους διαδρόμους της εξουσίας χρονολογείται από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, αυτοί που υποστηρίζουν ότι η εμπλοκή επιστημόνων και από τις δύο πλευρές συγκράτησε τον Ψυχρό Πόλεμο από ενδεχόμενη εκτροπή και διαμόρφωσε μια επιστημονική δραστηριότητα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, τη λεγόμενη επιστημονική διπλωματία (science diplomacy). Την εποχή εκείνη, βέβαια, η σχέση της Επιστήμης με την πολιτική ήταν αρκετά αμφίσημη. Η χρησιμοποίηση των επιστημόνων απ’ τη μια πλευρά εθεωρείτο εγγύηση ότι η πολιτική βασιζόταν σε ορθολογική και αμερόληπτη γνώση για τη λήψη αποφάσεων για το συμφέρον της κοινωνίας και από την άλλη εκλαμβανόταν ως κίνδυνος που απειλούσε το δημοκρατικό σύστημα, λόγω της πολιτικής επιρροής που ασκούσαν μη εκλεγμένοι παράγοντες, όπως ήταν οι επιστημονικοί σύμβουλοι.

Αυτό που ακολούθησε ήταν η διάδοση της επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης και η χρησιμοποίηση συμβούλων από όλες τις ομάδες του πολιτικού συστήματος. Αυτό, ωστόσο, δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, αφού οι πολιτικές αποφάσεις δεν έγιναν πιο ορθολογικές. Αντιθέτως, οι αντιπαραθέσεις έγιναν πιο έντονες και η έλλειψη γνώσης πιο εμφανής. Οι πολιτικοί εμπλέκουν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεών τους επιστημονικούς συμβούλους, για να παρουσιάσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν το σκοπό τους. Αυτό, βέβαια, δεν αλλάζει τη σχέση της Επιστήμης με την πολιτική. Αλλάζει, όμως, τα όρια μεταξύ πολιτικής και Επιστήμης, το πώς και πού σχεδιάζονται.

Η σχέση μεταξύ Επιστήμης και πολιτικής μπορεί να περιγραφεί σαν μια διαρκής αλληλεπίδραση ανάμεσα στην επιστημονικοποίηση της πολιτικής και στην πολιτικοποίηση της επιστήμης. Πολλά πολιτικά προβλήματα έχουν αναγνωριστεί και περιγραφεί για πρώτη φορά από τους επιστήμονες. Η περιβαλλοντική ρύπανση, για παράδειγμα, έφτασε να γίνει πολιτικό πρόβλημα μόνο αφού οι επιστήμονες ανακάλυψαν DDT στην τροφική αλυσίδα. Όλες οι συζητήσεις σχετικά με τους κινδύνους των νέων τεχνολογιών αρχίζουν και συντηρούνται, στην πραγματικότητα, από τη σχετική έρευνα. Κι όσο περισσότερο η Επιστήμη γίνεται μέρος μιας τέτοιας διαδικασίας, τόσο μεγαλύτερος γίνεται ο ρόλος της στον καθορισμό των πολιτικών προβλημάτων που καλείται στη συνέχεια να λύσει.

Αντίστροφα, η σύνδεση της γνώσης με την πολιτική οδηγεί στην πολιτικοποίηση της επιστήμης. Η γνώση, όταν εκτίθεται δημόσια, αναπόφευκτα κρίνεται και εκτιμάται από την κοινωνία, με αποτέλεσμα η θέση του επιστήμονα/συμβούλου σε μια διαμάχη να θεωρείται καθορισμένη από την πολιτική και όχι από τη γνώση. «Οι σύμβουλοι επιλέγονται, όχι επειδή τα μέλη του κοινοβουλίου και οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης χρειάζονται τις συμβουλές τους, αλλά επειδή προφανώς χρειάζονται την υποστήριξη της αυθεντίας τους για τις πολιτικές που εκπροσωπούν. Υποκύπτοντας σε αυτούς τους πειρασμούς, προφασίζονται ότι συμφωνούν με τους επιστήμονες, οι οποίοι εκμεταλλεύονται το κύρος που αποκτούν μέσω της αντικειμενικότητας και της ουδετερότητας». Ως αποτέλεσμα, η παραδοχή ότι η επιστήμη είναι πάντα αμερόληπτη και μεταφέρει μόνο αντικειμενική γνώση έχει φτάσει να φαντάζει σαν μύθος. Επιπλέον, η αυξανόμενη ζήτηση για επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη οδηγεί σε μια πληθωριστική χρήση γνώσεων που τροφοδοτεί διαμάχες και στείρες αντιπαραθέσεις. Παράλληλα, η υπερπροσφορά γνώσης εκθέτει την πολιτική στον κίνδυνο να χάσει μια σημαντική πηγή νομιμοποίησης και την επιστήμη στον κίνδυνο να χάσει την εμπιστοσύνη του κοινού.

3.3. Η εμπορευματοποίηση της επικοινωνίας της Επιστήμης

Μια άλλη εκδοχή του προβλήματος που έχει σήμερα η Επιστήμη, ώστε να μπορεί να παράγει και να επικοινωνεί αξιόπιστες γνώσεις, είναι η εμπορευματοποίηση αυτής της διαδικασίας, η αντιμετώπιση δηλαδή της διάδοσης της επιστημονικής γνώσης ως εμπορεύματος που μπορεί να ανταλλάσσεται όπως οποιοδήποτε άλλο προϊόν.

Ιστορικά, οι αντιλήψεις για τη σχέση της Επιστήμης με τα ΜΜΕ ποικίλλουν ευρύτατα. Κατά την παραδοσιακή άποψη, το κοινό είναι ένας παθητικός και μη εξειδικευμένος δέκτης, αποκλεισμένος από την παραγωγή και την επαλήθευση της γνώσης και ανίκανος να κρίνει την αξία της. Στην περίπτωση αυτή, ο ρόλος των ΜΜΕ έγκειται στη εκλαΐκευση των γνώσεων. Για τους επιστήμονες, όμως, η εκλαϊκευμένη γνώση που μεταδίδεται στο κοινό στην καλύτερη περίπτωση είναι εξαπλούστευση και στη χειρότερη τοξική μόλυνση.

Μια πιο πρόσφατη άποψη δίνει έμφαση στην ανεξαρτησία των ΜΜΕ και στο «δικαίωμά τους να δημιουργούν τη δική τους πραγματικότητα», χρησιμοποιώντας τα δικά τους κριτήρια επιλογής ανάλογα με τη χρήση των πληροφοριών, τις πηγές τους και τη συγκεκριμένη αναγνωσιμότητα ή θεαματικότητά τους. Όμως, τα σημαντικότερα κριτήρια των δημοσιογράφων για την επιλογή των ειδήσεων είναι η επικαιρότητα, οι εντυπώσεις, οι προσωπικότητες και οι τοπικές συνέπειες. Είναι σαφές ότι αυτά τα κριτήρια διαφέρουν από εκείνα που χρησιμοποιεί η επιστημονική κοινότητα για τη μετάδοση πληροφοριών.

Έτσι ή αλλιώς, δεν φαίνεται ότι μπορεί να υπάρξει παρουσίαση της επιστήμης στα ΜΜΕ με τρόπο που να ικανοποιεί τους επιστήμονες. Η αποδοχή της άποψης αυτής εκ μέρους της Επιστήμης έχει οδηγήσει στην ίδρυση υπηρεσιών δημοσίων σχέσεων στα πανεπιστήμια, στα ερευνητικά ιδρύματα, στα μουσεία και, γενικώς, σε διάφορους επιστημονικούς οργανισμούς. Οι υπηρεσίες αυτές χρησιμοποιούν για την προώθηση του «προϊόντος» τους τις ίδιες τεχνικές με τις εταιρείες δημοσίων σχέσεων και έχουν ανάλογα «εταιρικά σχέδια».

Η παραπάνω πρακτική έχει λάβει ιδιαίτερες διαστάσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η επικοινωνία της Επιστήμης έχει αναδειχθεί σε αυτόνομο αντικείμενο που απασχολεί εξειδικευμένο προσωπικό και απορροφά το 3% των ερευνητικών προγραμμάτων. Η επικοινωνία της Επιστήμης έχει μακρά παράδοση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ορόσημά της υπήρξαν η ίδρυση του Royal Institution (1799) και της British Association for the Advancement of Science (1831), πρόδρομου της σημερινής British Science Association. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το αντικείμενο περιγραφόταν ως η «δημόσια κατανόηση της Επιστήμης» (“public understanding of science”). Τα τελευταία 30 χρόνια, όμως, έχει επεκταθεί περιλαμβάνοντας μια μεγαλύτερη «συμμετοχή του κοινού» (“public engagement”), μέσα από την ανάπτυξη μιας έντονης διαλεκτικής σχέσης. Για το σκοπό αυτό, δεν χρησιμοποιούνται πλέον μόνο τα ΜΜΕ, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, γενικώς, η επιστημονική δημοσιογραφία, αλλά διοργανώνονται γιορτές, εκθέσεις, μουσειακές δραστηριότητες αλλά και καλλιτεχνικά γεγονότα, με στόχο την προαγωγή της Επιστήμης ως πολιτισμικής δραστηριότητας. Οι συνέπειες, βέβαια, της χρήσης όλων αυτών των εργαλείων της εμπορικής διαφήμισης στη δημόσια αποδοχή της Επιστήμης, είναι αρκετά δύσκολο να αποτιμηθεί με ακρίβεια.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ε. ΓΕΡΜΕΝΗΣ

Ομότιμος Καθηγητής Ανοσολογίας

Τμήμα Ιατρικής – Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 9/1/2021 #ODUSSEIA #ODYSSEIA