- · Όλοι ξέρουν πως η Κεφαλλονιά είναι αυτή: εκεί, στη μέση του Ιόνιου Πελάγους κι έχει στο βορρά τη Λευκάδα, ανατολικά της την Ιθάκη, τις Εχινάδες και τον ελλαδικό κορμό, δυτικά –κάπου στο βάθος- την Ιταλία και στο νότο τη Ζάκυνθο. Εσύ όμως ξέρεις πως τούτη είναι μόνο η Μητροπολιτική Κεφαλλονιά. Η Κεφαλλονιά έχει ξεχειλίσει. Είναι πέρα μακριά κι είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που νομίζουν όλοι οι άλλοι. Είναι η ασύνορη Κεφαλλονιά τση Διασποράς.
- · Λες και ξαναλές πως διεθνείς στατιστικές φέρνουν το νησί σου πρώτο –βάσει πληθυσμού- σε «παραγωγή» ανθρώπων της επιστήμης, του πνεύματος, της τέχνης και του λόγου.
- · Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, όπου κι αν ταξιδέψεις θα βρεις τουλάχιστον έναν συμπατριώτη σου –συνήθως- πετυχημένο, όποιο επάγγελμα κι αν κάνει. Σκοπός της ζωής του είναι η επιστροφή στις «άγιες πέτρες που κουνιούνται» και μαγική λέξη του ο ΝΟΣΤΟΣ.
- · Σε όποιο μέρος πάς κι ακούσεις «Ε… Μεμά, ε… ορέ Μάκηηη… », γυρίζεις να δεις ποιος σε φωνάζει, κι ας είναι το όνομά σου … σιόρα Πιερουτζέτα.
- · Ξέρεις πως είσαι «πολυσπόρι» -ε, τόσους κατακτητές που είχες πάνω από 750 χρόνια, τι να κάνανε κι οι νιές οι χήρες;-. Είσαι και «διαολόσπορος». Φουσκώνεις ολόκληρος από περηφάνεια σαν λες πως «Ο διάολος έκανε τρία παιδιά. Το ’να τ’ άφησε στην Κρήτη, τ’ άλλο στη Μάνη και το τρίτο στην Κεφαλλονιά. Επειδή όμως ο τόπος τ’ άρεσε έκατσε κι ο ίδιος».
- · Ο Θεός όμως, βλέποντας πως του θρονιάστηκε πατέρας και γιός στο νησί, αποφάσισε κι έστειλε Προστάτη Άγιο που θεραπεύει δαιμονισμένους.
- · Εκειό το «αλαφρύ» «Μά τον Άγιο» (εν. Γεράσιμο) το ’χεις ψωμοτύρι – οι περισσότεροι όρκοι άλλωστε είναι «δεμένοι» μαζί Του-. Κι όσο για τις βλαστήμιες… πλημμύρα τση Βενετιάς. Άλλωστε, το λένε κι οι κανταδόροι μας: «Όλη μέρα βλαστημάμε και το βράδυ τραγουδάμε». Όταν όμως ακούσεις τον διπλανό σου –που δεν είναι από τον ίδιο τόπο με σένα- να ξεστομίζει όρκους και βλαστήμιες που να περιέχουν έστω τη λέξη «Άγιος» (χωρίς ούτε καν να υπάρχει ο προσδιορισμός -«Γεράσιμος»)… ουαί κι αλλοίμονο του. Κάλλιο φόντο λόντο που ‘χε το θράσος και τη ξεδιαντροπιά να πιάσει στο στόμα του τον ΔΙΚΟ ΣΟΥ Άγιο, Αυτόν που, όταν με πίστη ανάβεις το κερί σου στη μικρή εκκλησιά Του, σε πιάνει δέος και σου κόβονται τα γόνατα, Αυτόν που πάντα καλείς να έρθει αρωγός σου γιατί είναι ο Προστάτης σου.
- · Παρόλο που απεχθάνεσαι τις «κατάρες», ξεπετιώνται -άγνωστο πώς- αυτόματα από μέσα σου πού και πού, και είναι του τύπου: «Οπού να μη δουρίσει», «οπού ο κόριζας να βγάλει γραμπαούνι μέσαθέ του και να κουρλαθεί», «οπού να φάει σούζουμους και μουταλιασμένους μπουρθακλάδες με ρομπαρμπαρίνο και να ντον εύρει μπουνέλλο», κ.ο.κ. (κοινώς, ό,τι σού ’ρθει στην άκρη της γλώσσας εκείνη την ώρα. Αν τώρα, ο διπλανός σου απευθυνόμενος σε σένα, σου πει έστω κι μια φράση τέτοιου είδους κι εσύ τον κοιτάξεις με ματιά που φανερώνει άγνοια ή πεις ευγενικά «Ευχαριστώ», τότε δεν έχεις καμμιά σχέση με την Κεφαλλονιά. Και φυσικά δεν προβλέπεται δια παντός να αποκτήσεις).
- · Μπορείς άνετα να κατανοήσεις τον κύριο που λέει: «Μπα γιέ, μπα γιέ. Θα μ’ εύρει κόλπο φουλμινάντε με το μπεμπεούρι εδεπά. Ούρδου βωρέ. Γάνιασα να το ρεπομπάρω». Ξέρεις τι είναι ο «κουλόζος», το «ριφόρτσο» και το «μπατίκι». Γνωρίζεις όταν «ταρδίρεις» κι όταν «κιουκιουρίζεις» τι κάνεις ακριβώς, όταν «χλεμπονιάζεις» κι όταν «κλαπάρεις» τι παθαίνεις.
- · Σε πιάνει το γλυκί σου όταν ο μανάβης αρνείται πως έχει μέσπολες, κάβολε, περσίμουλο και μορόπουλα ενώ τα βλέπεις φαρδιά πλατιά μπροστά στα μάτια σου. Και μάλιστα μπόλικα.
- · Η προνόννα σου μαζί με τη μπαολίνα, τσι αμπαρέ καλικότες, τσι σοτανέλλες και τη σοταμπάρκα, είχε στα προικιά της μια κλανιόρα και ένα αναπαψόλι –ήτανε αρκόντισσα βλέπεις-.
- · Όταν σε ρωτάνε ποια ήταν τα βαφτιστικά των προγόνων σου ποτέ δεν τα ξέρεις. Αντ’ αυτών λες πως τον νόννο σου τον έλεγαν Άμπωσον και ήταν γιός του Κούδα και τση Μπούρλας. Τον μπάρμπα σου, γιό του Μόνε και τση Σάλιας, τον φώναζαν Ρουπανέλο. Η θειά σου η Παούρα ήταν κόρη του Μπονμαρσέ και τση Βερβελίθρας. Η νόννα σου απ’ τη μάνα σου ήταν η Μπατάγια θυγατέρα του Πορτοθούρη και τση Τσαρλαδώραινας. Κι η νόννα σου απ΄τον σιορ-πάρη σου λεγόταν Πίργια και ήταν κόρη του Μουζοντούρη και τση Θεοξούρας απ΄την Κολομπία. (Εδώ πάντα δημιουργείται σύγχυση. Όχι. Δεν έχει πρωτεύουσα την Μπογκοτά. Αλλά το Ληξούριον). Κι εδώ που τα λέμε, εσένα σε λένε Λιγκόνη και είσαι γιός του Κουκούδη και τση Βδέλλας. Αλλά το κρύβεις επιμελώς πίσω από το βαφτιστικό σου, ενώ το επώνυμό σου έχει -κατά κύριο λόγο- κατάληξη -άτος.
- · Το στέρνο σου διπλασιάζεται από περηφάνεια επαναλαμβάνοντας ότι η Corriere della sera αναφερόμενη στον τόπο σου έγραψε πως «είναι ένα νησί όπου η ‘τρέλα’ είναι συνηθισμένο φαινόμενο».
- · Όταν καλείς τους φίλους σου να τους κάνεις το τραπέζι, τους προσφέρεις κρεατόπιτα με φύλλο που έχεις ανοίξει με τα χεράκια σου με ρομπόλα και λάδι. Την πίτα τη συνοδεύετε με φέτα και ξεροτύρι, πίνετε βοστυλίδι και τσαούσι, μετά τρατάρεστε μπουτίνο και παστοκύδωνο και στο τέλος κλείνετε με ροσόλι τριαντάφυλλο.
- · Δεν σε ξαφνιάζει το γεγονός ότι πριν πολλά πολλά χρόνια κάποιος συμπατριώτης σου, μούτσος που ναυάγησε στο Σιάμ, έγινε Αντιβασιλιάς και τον προσκυνούσαν σαν Θεό. Το θεωρείς μάλιστα πολύ φυσικό για τη ράτσα σου.
- · Επίσης, είναι οικείο για σένα και μάλιστα καμαρώνεις πως στο νησί σου υπήρξε ένας παπάς που τα δώδεκα ευαγγέλια τα έβγαλε δεκατρία. –Κι αυτό απόλυτα κατανοητό-.
- · Όταν νευριάζεις πολύ, περνάς ασυναίσθητα τον δεξιό σου αντίχειρα ανάμεσα στον δείκτη και στον παράμεσο, ξεντώνεις το χέρι σου προς τον αίτιο του «κακού» και λες: «Ορέ πάρτα». (Βλ. Φάσκελο μονό ξεμυτιστό. Υπάρχει και το διπλό ξεμυτιστό, αλλά συνήθως θέλει υποβοήθηση. Δηλαδή, «πλέκεις» το μονό ξεμυτιστό και επιπλέον, για να ενισχύσεις το αποτέλεσμα, περνάς τον μικρό ανάμεσα σε παράμεσο και μέσο –κι εδώ ακριβώς έρχεται η αρωγή από το άλλο χέρι, εκτός κι αν, δώσε δώσε καβαλικεύει το δάχτυλο μόνο του. Επειδή όμως δεν σε διακρίνει τέτοια ευλυγισία, προτιμάς πάντα το μονό ξεμυτιστό και «καθαρίζεις» γρήγορα, εύκολα, άμεσα, αποτελεσματικά).
Προσοχή: Η μούντζα με όλα τα δάκτυλα ανοιχτά είναι ελληνική συνήθεια.
- · Αν ΟΛΑ τα παραπάνω σού συμβαίνουν, τότε είσαι Κεφαλλονίτης. Βεβαιωμένο. Τέλος. Αν όμως τούτο ΄δω δεν σου φτάνει, και:
Αν θέλεις την ανεξαρτησία σου και νομίζεις πως ο τόπος σου είναι άλλη επικράτεια γιατί σε χωρίζει απ΄την πρωτεύουσα του νησιού «τρικυμιώδης θάλασσα τριών μιλίων»,
Αν πιστεύεις πως το Αργοστόλι είναι «στη λάκα» και το πλακώνει ο όγκος του Αίνου, κι οι ‘Ργοστολιώτες είναι «μουντοί και μουζοντούροι»,
Αν κορδώνεσαι για τον Ανδρέα Λασκαράτο –κι ας είναι θαμμένος, κατόπιν επιθυμίας του, στην πρωτεύουσα-,
Αν νομίζεις πως ζεις στο Πίκολο Παρίσι γιατί το «ποτάμι» που το διασχίζει επιμένεις να το αποκαλείς «Σηκουάνα»,
Αν θεωρείς πως η πόλη σου είναι η Αιώνια Πολιτιστική Πρωτεύουσα τουλάχιστον της Ευρώπης ολόκληρης,
Αν για να εισέλθει ακόμα και Κεφαλλονίτης στην ανεξάρτητη επικράτειά σου απαιτείται «διαβατήριο»,
Αν προσπαθείς με το άστε ντούε να πείσεις τον οποιοδήποτε πως έχει ρίζες από τον τόπο σου –έστω επειδή μια προννόνα τού προννόνου του «έκλεισε το βέντουλο» με έναν απ’ τα Κουράτα-,
Αν αποφάσισαν οι προ-προ-πρόγονοί σου να βομβαρδίσουν την πρωτεύουσα γιατί δεν έγινε η δική τους πρώτη πόλη του νησιού,
Αν πιστεύεις πως οι αρκόντοι γεννιούνται μόνον στο «Όγδοο Επτάνησο»,
Αν το πείραγμα κι η σάτιρα κυλούν στο αίμα σου πυρετωδώς και σε πνίγουν αν δεν τα «εξαπολύσεις» -φυσικά και μόνον εναντίον των ‘Ργοστολιωτών,
Αν βιώνεις το καλύτερο καρναβάλι,
ε… τότε είσαι Ληξουριώτης.
Ευρυδίκη Λειβαδά (για το copyright).
Υ.Γ. Παρακαλώ οι αντιρρήσεις ή οι προσθήκες στο mail της ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΩΝ (info@odusseia.gr, news@odusseia.gr).