Είναι δυνατή η ευτυχία μόνο με τα χρήματα και την κοινωνική άνοδο ή η κοινωνική κινητικότητα θα πρέπει να συνοδεύεται από ταπεινότητα, αγάπη, ευγνωμοσύνη. σκληρή δουλειά και επίγνωση ότι για να προχωρήσεις, χρειάζεται να σέβεσαι τις μνήμες και, κυρίως, τα πρόσωπα τα οποία σε αγάπησαν και σου στάθηκαν στα δύσκολα; Κι όλα αυτά συνδεδεμένα με το σπουδαιότερο κίνητρο της ανθρώπινης πορείας: τον έρωτα! Φτάνει ο έρωτας άραγε ως παντοδύναμη ώθηση ή χρειάζονται και τα πρόσωπα τα οποία θα ανταποκριθούν στην διάθεση του ερωτευμένου;
Ο Ντίκενς στις «Μεγάλες Προσδοκίες» γίνεται ένας βαθύς ψυχογράφος. Το μυθιστόρημα, καρπός της ωριμότητας του συγγραφέα (γραμμένο το 1861, 9 χρόνια πριν τον θάνατό του), είναι μία σπουδή στον έρωτα και την εκδίκηση. Παρότι πρωταγωνιστής του είναι ο Πιπ, ένα παιδί που κάνει καλό, από φόβο, βοηθώντας έναν δραπέτη των φυλακών, δείχνοντας ανθρωπιά σε μια πραγματικότητα στην οποία οι κατάδικοι αντιμετωπίζονταν ως εχθροί της κοινωνίας, ανεξαρτήτως των αιτίων της καταδίκης τους, στην ουσία πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος είναι μία γυναίκα: η μις Χάβισαμ. Καθηλωμένη στην απώλεια του μεγάλου έρωτά της, του μετέπειτα κατάδικου Κομπέησον, ο οποίος την εξαπάτησε, της καταχράστηκε, για λογαριασμό δικό του και του αδερφού της Άρθουρ, αισθήματα και χρήματα και τη εγκατέλειψε την ώρα που ετοιμαζόταν για τον γάμο, με αποτέλεσμα να σταματήσει η ίδια τον χρόνο και να ζει ως έναν ζωντανό φάντασμα, φορώντας το νυφικό, τα γοβάκια και κρατώντας την διακόσμηση του γάμου μέχρι το τέλος της ζωής της, η μις Χάβισαμ θα εκδικηθεί στο πρόσωπο της Εστέλας όλο το ανδρικό φύλο! Θα μεγαλώσει ένα κορίτσι με τέτοιον τρόπο ώστε να καταστεί ανίκανο να έχει αισθήματα, να αγαπήσει και να μοιραστεί.
«Τότε συνειδητοποίησα ξεκάθαρα, παρ’ όλη τη δυστυχία και την πικρή αίσθηση εξάρτησης και εξευτελισμού που με πλημμύριζε, ότι η μις Χάβισαμ είχε αναθέσει στην Εστέλα να εκδικηθεί για λογαριασμό της ολόκληρο τον αντρικό πληθυσμό… την είχε στείλει να ξελογιάσει, να βασανίσει και να βλάψει όσους άντρες μπορούσε με την μοχθηρή επίγνωση ότι ήταν απόλυτα απρόσιτη σε όλους τους θαυμαστές της και ότι όλοι όσοι διακινδύνευαν να να την πλησιάσουν ήταν χαμένοι στα σίγουρα» (σελ. 462).
Ακόμη πιο συγκλονιστική είναι η σκηνή του διαλόγου της μις Χάβισαμ με την Εστέλα, όταν η δασκάλα συνειδητοποιεί πως η μαθήτριά της δεν τρέφει κανένα αίσθημα ούτε και για την ίδια:
«Ζητάτε αγάπη… Ό,τι έχω και δεν έχω είναι δικό σας. Οτιδήποτε μου έχετε δώσει μπορείτε να το πάρετε πίσω όποια στιγμή θελήσετε. Εκτός από αυτά, εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου. Αν όμως μου ζητάτε να σας δώσω κάτι που εσείς δεν μου δώσατε ποτέ, παρά την ευγνωμοσύνη που νιώθω για σας, δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω θαύματα! Πότε με είδατε να μην τηρώ όσα μου διδάξατε; Πότε με είδατε να παραμελώ όσα μου μάθατε; Πότε με είδατε να επιτρέπω να μπει εδώ μέσα- και άγγιξε το στήθος της στο μέρος της καρδιάς- κάτι που εσείς δεν εγκρίνατε; Πρέπει να φανείτε δίκαιη απέναντί μου» (σελ. 465).
«Αν είχατε κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μάθετε στην κόρη σας από την πρώτη στιγμή που άρχισε να καταλαβαίνει τον εαυτό της ότι υπάρχει μεν κάτι που το ονομάζουν φως του ήλιου, αλλά αυτό είναι εχθρός της και έχει σκοπό να την καταστρέψει και γι’ αυτό πρέπει να το αποστρέφεται, αλλιώς θα την βλάψει όπως έβλαψε κι εσάς, αν είχατε κάνει κάτι τέτοιο κι έπειτα, για κάποιον λόγο, είχατε αλλάξει γνώμη και είχατε θελήσει να αγαπήσει η θετή κόρη σας το φως του ήλιου αλλά τώρα πια της ήταν αδύνατον, δεν θα ήταν φυσικό να αισθανθείτε ντροπή κι απογοήτευση; Γι’ αυτό θα πρέπει να με δεχτείτε έτσι όπως με έχετε πλάσει. Ούτε η επιτυχία είμαι εγώ ούτε η αποτυχία, αλλά και τα δύο μαζί αποτελούν τη Εστέλα» (σελ. 467)
Κι όλα αυτά γιατί η ίδια ζήτησε στον έρωτα το απόλυτο, χωρίς να σκεφτεί ότι ο έρωτας είναι ανθρώπινη κατάσταση. Ότι γίνεται απόλυτος όταν οι άνθρωποι αφήνουν στην άκρη το συμφέρον, όταν παραιτούνται από τα προνόμιά τους και παύουν να ζητούν να εξουσιάσουν τον άλλο, αλλά και να θέλουν να εξουσιαστούν από αυτόν. Ο έρωτας έχει νόημα όταν εκούσια παραδίδεις την ελευθερία σου στον άλλο και εκείνος την δική του σε σένα, όχι για να εξουσιάσει ο ένας τον άλλον, αλλά για να μοιραστεί τον εαυτό του. Αλλιώς έρχονται στρεβλώσεις: «Θέλεις να σου πω τι είναι αληθινή αγάπη; ψιθύρισε η μις Χάβισαμ ξανά με την ίδια βιασύνη και το ίδιο πάθος. Αληθινή αγάπη σημαίνει τυφλή αφοσίωση, αδιαμαρτύρητη αυτοταπείνωση, τέλεια υποταγή, εμπιστοσύνη και πίστη. Αγάπη είναι να τα βάλεις με τον εαυτό σου και με όλους τους άλλους γύρω σου και να παραδώσεις στον κατακτητή όλη σου την καρδιά και όλη σου την ψυχή χωρίς όρους, όπως έκανα εγώ!» (σελ. 368).
Αυτός είναι ο έρωτας που δεν γίνεται «τόκος εν τω αγαθώ», όπως λέει ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο, αλλά σχοινοβασία στην προοπτική ο άλλος να μην θέλει να αποδεχτεί αυτή σου την κίνηση και επιλογή. Και τότε πρέπει να είσαι θεός για να πονέσεις, αλλά να μην εκδικηθείς. Να μοιάσεις του Χριστού, ο Οποίος την ψυχήν Του παρέδωκε υπέρ πολλών, να έχεις το κουράγιο και την συγχώρεση ως όπλα για να προχωρήσεις. Ο ανθρώπινος έρωτας είναι εγωκεντρικός, αυτοδικαιωτικός και γι’ αυτό και καταστροφικός ενίοτε.
Όλα τα πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους γύρω από τις μεγάλες προσδοκίες του Πιπ, οι οποίες όμως συναντούν τον έρωτα και την εκδίκηση της μις Χάβισαμ, άμεσα και έμμεσα. Ο Πιπ νομίζει ότι ανεβαίνοντας κοινωνικά θα κάνει την Εστέλα να τον αγαπήσει. Εγκαταλείπει για χάρη της τον θείο του σιδερά Τζο και την νεαρή υπηρέτρια δασκάλα Μπίντι, η οποία τον αγαπά. Χορηγός του στην εκπλήρωση των προσδοκιών του ο κατάδικος Πρόβις, ο οποίος είναι ο πραγματικός πατέρας της Εστέλας. Ο Πρόβις θα συγκλονιστεί από την πράξη αγάπης του Πιπ και θα βάλει σκοπό της ζωής του να τον κάνει τζέντλεμαν (σελ. 487). Να τον βοηθήσει να εκπληρώσει τις «μεγάλες προσδοκίες» του. Ο Πρόβις ζητά από τον Πιπ να τον αισθανθεί πατέρα του. «Εγώ είμαι ο δεύτερος πατέρας σου. Εσύ είσαι ο γιος μου- πιο πολύ κι από γιος μου δηλαδή» (σελ. 487). Ο κατάδικος Πρόβις γίνεται πατέρας ενός ζευγαριού που ποτέ δεν θα μπορέσει να είναι πραγματικό ζευγάρι. Και ο Πιπ, υποταγμένος όχι στην προσδοκία ότι η αλλαγή κοινωνικής θέσης θα του εξασφαλίσει την ανταπόκριση στον έρωτά του, θα τα χάσει όλα. Το μόνο που θα προλάβει είναι να δείξει αγάπη στον φίλο του Χέρμπερτ: «Τελικά, όταν όλα τακτοποιήθηκαν και ο Χέρμπερτ έγινε συνεταίρος στον οίκο Κλάρικερ κι αφού μου είπε όλες τις λεπτομέρειες ένα βράδυ ξεχειλίζοντας από τήν έξαψη της ικανοποίησης και της επιτυχίας, έκλαψα από ειλικρινή χαρά όταν βρέθηκα στο κρεβάτι μου, επειδή όλες εκείνες οι προσδοκίες μου είχαν τελικά ωφελήσει κάποιον» (σελ. 457).
Κι αυτό θα συμβεί ενώ έβλεπε την εξέλιξη, χωρίς να θέλει να παραδεχτεί τις συνέπειες των πράξεών του: «Από καιρό θεωρούσα την εκπλήρωση των προσδοκιών μου δεδομένη, αλλά αυτό δεν με εμπόδιζε να παρατηρώ την επίδραση που είχαν οι προσδοκίες μου πάνω σε μένα και στους ανθρώπους γύρω μου. Την επίδραση που είχαν πάνω μου προσπαθούσα να κάνω ότι δεν βλέπω, ωστόσο αισθανόμουν ότι δεν ήταν θετική. Όταν δεν μπορούσα να κοιμηθώ μερικά βράδια σκεφτόμουν με μια απίστευτη κούραση στην καρδιά, πως ίσως να ήταν καλύτερα για μένα και να ήμουν πιο ευτυχισμένος αν δεν είχα δει ποτέ στα μάτια μου την μιας Χάβισαμ και αν είχα γίνει μεγαλώνοντας συνεταίρος του Τζο στο παλιό και τίμιο σιδεράδικο. Πολλές φορές τα βράδια, όταν καθόμουν μόνος μου κοιτάζοντας την φωτιά, σκεφτόμουν πως δεν υπήρχε φωτιά άλλη σαν την φωτιά του σιδεράδικου και την φωτιά της κουζίνας μας στο σπίτι μου» (σελ. 415).
Κλειδί για την κατανόηση του πώς βρίσκει κάποιος την ευτυχία είναι η ευγνωμοσύνη. Όχι κατ’ ανάγκην για γονείς ή ευεργέτες, αλλά για τον κάθε άνθρωπο που δείχνει αγάπη. Η ευγνωμοσύνη συνδυάζεται με την ταπεινότητα και όχι την έπαρση. Είναι κωμική η επίκληση της ευγνωμοσύνης από τον υποκριτή και φαντασμένο Πάμπλτσουκ, από την εκδικητική και σκληρόκαρδη μις Χάβισαμ. Είναι όμως λυτρωτική η βίωση της ευγνωμοσύνης από τον Πιπ, με την διάψευση των προσδοκιών του, με τον αγώνα να σώσει τον ευεργέτη του, με το να μην εμποδίσει την Μπίντι να παντρευτεί τον Τζο που τον αγαπά στην πράξη, με το να συγχωρέσει την Εστέλα, γιατί η αποτυχία στον έρωτα δεν τον έκανε σκληρό και εκδικητικό, αλλά του έδειξε τα ανθρώπινα μέτρα που τα είχε ξεχάσει, τον έκανε να βρει τον εαυτό του: «όλοι οι απατεώνες της υφηλίου δεν πιάνουν χαρτωσιά μπροστά σ’ αυτόν που προσπαθεί να εξαπατήσει τον ίδιο του τον εαυτό, κι εγώ προσπαθούσα να κοροϊδέψω τον ίδιο μου τον εαυτό, με εκείνες τις ψεύτικες δικαιολογίες. Ήταν ένα πολύ αλλόκοτο συναίσθημα, Το να πάρεις ανυποψίαστος το κάλπικο σελίνι που έχει φτιάξει κάποιος δεν είναι τόσο παράλογο, αλλά το να θεωρείς πως το κίβδηλο νόμισμα που έχεις φτιάξει εσύ ο ίδιος είναι αληθινό, αυτό είναι πραγματικά παράλογο! Ας υποθέσουμε πως κάποιος επιτήδειος σε πείθει ότι μπορεί να επενδύσει τα χρήματά σου κάπου με σιγουριά και βάζει στο χέρι τα λεφτά σου και σου πασάρει στη θέση τους μερικά κουρελόχαρτα, αυτό γίνεται. Αλλά τι φτουράει το κόλπο αυτό μπροστά στο δικό μου, όταν εγώ διπλώσω προσεχτικά τα δικά μου κουρελόχαρτα και τα πασάρω για γνήσια χαρτονομίσματα στον ίδιο μου τον εαυτό;» (σελ. 346).
Τα λόγια αυτά αποκαλύπτουν για μία ακόμη φορά μέσα από την πέννα του Ντίκενς τον κόσμο μας και τον εαυτό μας εντός του. Ο πολιτισμός μας, μέσα στην επιφανειακή ομορφιά και παντοδυναμία που προσφέρει, ζητά από εμάς να επενδύσουμε στην ευτυχία της στιγμής, των προσδοκιών να γίνουμε σπουδαίοι, να μετάσχουμε στα αγαθά, να στήσουμε την εικόνα μας σαν να είμαστε οι ρυθμιστές της τύχης των άλλων, όπως η μις Χάβισαμ, ο Πάμπλτσουκ και ο Κομπέησον, αλλά το μόνο που καταφέρνουμε είναι να γίνουμε είτε σαν την Εστέλα (« εγώ δεν διαθέτω καρδιά- ίσως σ’ αυτό να οφείλεται και η κακή μου μνήμη…δεν έχω τρυφερότητα στην καρδιά μου- ούτε συμπόνια- ούτε συναίσθημα- ούτε άλλες παρόμοιες ανοησίες. Αν είναι να βρισκόμαστε συχνά, καλά θα κάνετε να το πιστέψετε- δεν έχω αισθήματα» σελ. 364) είτε σαν τον Πιπ των προσδοκιών, που έχασε το μέτρο και την ευγνωμοσύνη, με την ελπίδα τουλάχιστον ότι, όπως εκείνος, δεν θα χάσουμε την αλήθεια και την αγάπη, όσο κι αν αυτές περιφρονούνται!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 17 Αυγούστου 2019
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 18/8/2019 #ODUSSEIA #ODYSSEIA