νεκροί αλλά ως αν να ήταν ζωντανοί και με τον τρόπο που πρέπει σε ζωντανούς. Με τέτοια βιώματα, γονίδια και μυαλά και με αυτή την – σχεδόν – ιερόσυλη αντίληψη, δεν κατάφερα ποτέ να θαυμάσω ασυζητητί ή άνευ όρων και αστερίσκων κάτι ή κάποιον. Δεν φόρεσα επαναστάτες (με αιτία ή χωρίς) σε μπλουζάκια, δεν έβαλα κονκάρδες στο στήθος, δεν κρέμασα πορτραίτα στους τοίχους, δεν ύμνησα σωτήρες.
Και αν με όλα αυτά εξακολουθώ να είμαι συμφιλιωμένος, υπάρχει κάτι που για πολλά χρόνια κάθε Νοέμβρη συνεχίζει να με ξενίζει, να με μπερδεύει και να με στοιχειώνει. Μέσα στα 40 χρόνια που πέρασαν, σε καμία εκδήλωση ή πορεία για το Πολυτεχνείο απ’ όσες συμμετείχα δεν κατάφερα να νιώσω άνετα. Κάθε φορά κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δεν ταίριαζε, κάτι δεν ήταν σωστό. Οι νεκρολογίες έμοιαζαν ψεύτικες και υπερβολικές ενώ οι τιμές προς τους ζωντανούς της φοιτητικής εξέγερσης έμοιαζαν παράταιρες, είτε γιατί απευθύνονταν σε άλλους από αυτούς που έπρεπε, είτε γιατί ισοδυναμούσαν με κυνική κοροϊδία χωρίς περιεχόμενο. Γιατί, ας το παραδεχτούμε επιτέλους, κοροϊδεύεις νεκρούς και ζωντανούς όταν κάνεις πορείες και καταθέτεις στεφάνια για το Πολυτεχνείο ενώ τα πολιτικά ζητούμενα αυτής της εξέγερσης στραπατσάρονται με ασέβεια άνευ διαλειμμάτων για περισυλλογή και αιδώ, για 40 συναπτά έτη.
Η λαγνεία πολλών με το Πολυτεχνείο έχει να κάνει με το αίσθημα ντροπής που έπρεπε μετά την επταετή Xούντα με κάποιο τρόπο να ξεπλυθεί. Γιατί είναι μεγάλη ντροπή για την Ιστορία της χώρας, η μόνη τέτοιας έκτασης και έντασης αντίσταση ενάντια στην Χούντα να είναι μια εξέγερση που κατηγορήθηκε – τουλάχιστον κατά την έναρξη της – από την Δεξιά ως αλητεία και από την Αριστερά ως προβοκάτσια. Και το παράδοξο είναι ότι αυτή την εξέγερση δεν την έκαναν οι κωλοπετσωμένοι της παράνομης αντιχουντικής δράσης, ούτε οι ντίβες αντιστασιακοί του εξωτερικού. Την εξέγερση αυτή την προκάλεσαν οι έφηβοι που ενηλικιώθηκαν μέσα στην χούντα και το ’73 τους βρήκε φοιτητές. Αυτό το φαινόμενο θα πρέπει να μελετηθεί και να γίνει μάθημα και για αυτούς που αναρωτιόνται σήμερα «γιατί δεν αντιδρά ο κόσμος» και για αυτούς που πιστεύουν ότι θα κατορθώσουν μέσα από εκτροπές, αυταρχισμό και βία να ελέγξουν τα πλήθη.
Τους μεν πρώτους τα ιστορικά διδάγματα του Νοέμβρη θα τους βοηθήσουν να κατανοήσουν ότι συντηρητισμός και αριστερά είναι έννοιες ασύμβατες. Οι παλιοί αριστεροί, των διώξεων και της εξορίας δεν απορούσαν ποτέ «γιατί δεν αντιδρά ο κόσμος», έψαχναν τι δεν έκαναν καλά και αγωνίζονταν με μεγάλες θυσίες να το κάμουν καλύτερα. Κάπως έτσι, οι φυλακισμένοι και βασανισμένοι της Μεταξικής Δικτατορίας βγήκαν από τα κελιά τους και χωρίς να ζητήσουν συγχωροχάρτια ή πιστοποιητικά μεταμέλειας από αυτούς που τους κυνήγησαν ή αδιαφόρησαν για τις προσπάθειες εξόντωσης τους, έστησαν το Ε.Α.Μ. και διεύρυναν την δράση της «Εθνικής Αλληλεγγύης» συγκεντρώνοντας στις τάξεις τους την μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου. Απαραίτητη αρετή της Αριστεράς είναι να έχει τα αυτιά και τα μάτια της ανοιχτά, να αφουγκράζεται τα ρεύματα των καιρών, να συνδιαλέγεται και να αλληλεπιδρά με τις νέες τάσεις και τα κινήματα που αναπτύσσονται μέσα στην κοινωνία και κυρίως στην νεολαία και όχι να προσπαθεί να τα καπελώσει. Η Αριστερά είναι εξ ορισμού δύναμη ανανέωσης και ανατροπής. Αν δεν είναι τέτοια δεν έχει λόγο ύπαρξης. Η ανανέωση και η ανατροπή δεν αντέχουν τα αρθριτικά ούτε την αρτηριοσκλήρωση, ξεκινάνε πρώτα απ’ όλα από μέσα από την Aριστερά για να μπορέσουν να κερδίσουν και να ωφελήσουν την κοινωνία.
Όσοι επιλέγουν την πόλωση, τον αυταρχισμό και την βία θα πρέπει να ξέρουν ότι η ανατροπή τους δεν βρίσκεται απαραίτητα στον εχθρό που επινοούν και με λύσσα κυνηγάνε. Η ανατροπή τους, η αμφισβήτηση και η ήττα τους είναι εντοιχισμένη μέσα στο οικοδόμημα που φτιάχνουν. Γιατί δεν υπάρχει ασφαλέστερος και ισχυρότερος εχθρός τους από τη γενιά που μεγαλώνει θεωρώντας αυτονόητη την ύπαρξη τους. Και, έχω κακά νέα, αυτή η γενιά άφησε ήδη πίσω την εφηβεία της διαμαρτυρόμενη για το φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Αυτή τη γενιά εξοικειώνουν με την βία και της μαθαίνουν να μην φοβάται την παρουσία τους, αυτή η γενιά θα τους ανατρέψει! Δεν θα την βρουν στις γιάφκες και τα Εξάρχεια που άλωσαν, δεν την αφορούν οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι, δεν την έχουν απονευρώσει οι πειθαρχίες των κομματικών νεολαιών. Αυτή η γενιά, μελετάει, σκέφτεται, διασκεδάζει, απογοητεύεται, θυμώνει, σηκώνεται και ετοιμάζεται για τα δικά της Πολυτεχνεία.
Σαράντα χρόνια στην πλάτη. Οι καρδιές σφίγγονται, τα πόδια βαραίνουν και η ιεροσυλία ενός ακόμα προσβλητικού για νεκρούς και ζωντανούς προσκυνήματος γίνεται ανυπόφορο. Σε μια εποχή που το Ψωμί, η Παιδεία και η Ελευθερία γίνονται και πάλι το ίδιο επιτακτικά ζητούμενα, τα πανηγυρικά προσκυνήματα είναι ιερόσυλα και προσβλητικά. Νεκροί και ζωντανοί τιμώνται μόνο με αγώνες, όταν οι νεότερες γενιές παίρνουν την σκυτάλη και συνεχίζουν. Την ημέρα που ο παππούς εγκατέλειψε το σπίτι για να κρυφτεί από το κυνηγητό της Χούντας γύρισε και είπε στην κόρη του μια και μόνο κουβέντα: «μην με ντροπιάσεις». Και την κουβέντα αυτή κουβαλάνε σαν σταυρό σε ανηφόρα και σαν φυλαχτό δύο γενιές τώρα. Δεν είναι μόνο για τον παππού μου. Αυτή η εντολή κρύβει μέσα της το πόνο και τον καημό δύο γενιών που συναντήθηκαν στις φυλακές και τα ξερονήσια της Χούντας, που βασανίστηκαν σε διπλανά κελιά αν και τα χρόνια που τους χώριζαν χωρούσαν ένα σεβαστό κομμάτι της σύγχρονης Ιστορίας. Είμαι βέβαιος πως αν ζούσε σήμερα, ως πάντα αιρετικός και «ιερόσυλος» θα εγκατέλειπε στεφάνια, λόγους και πορείες και στους πραγματικούς ιερόσυλους προσκυνητές με την ίδια βαριά φωνή, την ίδια βαριά εντολή θα άφηνε: «Αγωνιστείτε, μην τους ντροπιάζετε!»
Γιώργος Κρεμμύδας
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 17,11.13, Εστω Έστω