Έβαζα, λοιπόν, το μούστο σε βαρέλια, το άφηνα να βράσει ξετάπωτο, το τάπωνα σα σαραντάριζε, έκανα το σταυρό μου, εσταύρωνα τα χέρια μου και επερίμενα να το σιγουρέψει η βοήθεια του Θεού και να κάμει καλό κρασί της τύχης, η αγάπη.
Αλλά ο Θεός φαίνεται δεν είχε μονάχα το δικό μου κρασί να φτιάξει και τη δική μου έγνοια, και πέρασαν χρονιές που δεν ένιωσα διόλου της άστατης τύχης την αγάπη. Και πόσες πίκρες δεν γεύτηκα με του κρασιού μου την κατασκευή. Ποτέ δεν έφκιασα την ίδια πάστα. Τη μια χρονιά το κρασί μου έβγαινε γλυκό, την άλλη άγριο, στυφό. Την μία χρονιά δυνατό, την άλλη αλαφρό και παχύ. Κι ενώ μερικές φορές ήταν κατακάθαρο σαν το τραβούσα από το βαρέλι και το χτύπαγε ο αέρας εθόλωνε και μαύριζε. Ύστερα ερχόταν η άνοιξη, το φόβητρο των αμαθών κρασάδων, και το κρασί μου, ενώ φαινόταν κατάγερο και λαμπρό, άρχιζε να ξαναβράζει, εθόλωνε, έπαιρνε την κάτω βόλτα και από γλυκό που ήτανε, γινότανε σαν λεμονάδα.
Αλλά στο τόπο μου ήρθαν και δίσεκτα χρόνια. Φυτεύτηκαν πολλά αμπέλια χωρίς να βρεθούν άλλες αγορές που να ξοδεύονται τα κρασιά μας. Έγινε λοιπόν, πλησμονή από αυτά, η τιμή τους ξέπεσε και όσες φορές η τύχη μου το έφτιανε καλό, οι μουστερήδες μου έβρισκαν φτηνότερες παρτίδες και δεν μπορούσα να το ξοδέψω.
Σκέφτηκα τότε να το μεταφέρω σε μακρινές αγορές. Αλλά μήπως όλα τα κρασιά αντέχουν στα ταξίδια; Άλλο κακό πάλι τούτο. Τα κουνήματα του ταξιδιού του άλλαζαν την όψη, αλλά και γερό σαν έφτανε στα ξένα μέρη, η όψη του δεν ήτανε για τα μέρη εκείνα. Η λίγη στυφάδα που είχε και η γλυκάδα που του έμενε, του ‘διναν μια γλυκοστυφόπικρη γεύση, που έμοιαζε περισσότερο με γιατρικό παρά κρασί. Αδύνατο να ξοδευτεί και εκεί. Κι έπεφτα από ζημιά σε ζημιά… Το μόνο μέσο που έμενε να κάνω, ήταν να διορθώσω την πάστα μου, να αλλάξω το τρόπο κατασκευής του και να το κάνω με κάποια τέχνη.
Αλλά έπρεπε να μάθω την τέχνη αυτή. Αγόρασα βιβλίο που τη δίδασκε. Το βιβλίο όμως αυτό είχε θεωρίες, δεν ήτανε για πρακτικούς ανθρώπους, σε πολλές μεριές δεν το καταλάβαινα, ενώ άλλού, μου γεννούσε απορίες. Πήρα ένα δάσκαλο του κρασιού, μου εξήγησε τις απορίες που είχα και αρχίνησα να φτιάχνω το κρασί, σύμφωνα με την τέχνη που διδάχθηκα.
Και δεν μετάνιωσα καθόλου. Έλειψαν τα καρδιοχτύπια της άνοιξης και μαζί τους οι ζημιές. Απ’ τα ίδια σταφύλια έβγαζα περισσότερο κρασί, η ποιότητά του καλυτέρεψε, και με το ταξίδεμα δεν πάθαινε τίποτε, ενώ στις νέες αγορές που το έστελνα έκανε φιγούρα…»
Δρ. Σπυρίδων Α. Θεοτοκάτος
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 3.11.13