Σ’ αυτό ο ουσιαστικά αγράμματος συγγραφέας καταγράφει με ενίοτε απλοϊκό αλλά συστηματικά γλαφυρό τρόπο τις εντυπώσεις του από την ελληνική συμμετοχή στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Μακεδονικό Μέτωπο (1918), τη συμβολή του Α’ Σώματος Στρατού στην εκστρατεία της Ουκρανίας (1919), στόχος της οποίας ήταν η αναχαίτιση της επέκτασης των Μπολσεβίκων, και, τέλος, την τραγική εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Μέσα από τις περιγραφές του διαπιστώνουμε τα βάσανα του απλού μαχητή, μοναδική επιδίωξη του οποίου είναι η επιβίωση από τα εχθρικά βλήματα, τα στοιχεία της φύσης και τις κυμαινόμενες διαθέσεις των πληθυσμών των κατεχόμενων εδαφών. Σε κάποιες περιπτώσεις η δραματικότητα των περιστάσεων δίνει τη θέση της σε αφελείς διαπιστώσεις οι οποίες προκαλούν το μειδίαμα του σύγχρονου αναγνώστη, για τον οποίο ολόκληρος ο κόσμος δεν αποτελεί παρά ένα μικρό χωριό.
Εντυπωσιασμένος, π.χ., από τη μαύρη επιδερμίδα των στρατιωτών από τις γαλλικές αποικίες που πολεμούσαν στο Μακεδονικό Μέτωπο, ο Καραγιάννης σημειώνει: «Παρατήρησα από απόσταση τη φρουρά εκείνων των τεράστιων πυροβόλων. Ήταν όλοι μαύροι, κατράμι. Θα τους έχουν για να μη φαίνονται τη μέρα, έβαλα με το νου μου» (σελ. 32)! Σε μια άλλη περίσταση, επίσης το 1918, σχολιάζει εξίσου παραστατικά την πρώτη του συνάντηση με μια μονάδα Σκωτσέζων: «Μπήκαμε στο χωριό Μαχαλάς, όπου βρήκαμε ένα αγγλικό ευζωνικό [sic] τάγμα. Είναι απερίγραπτη η διασκέδαση που έγινε, με εκείνους τους καλόκαρδους ανθρώπους που μιλούσαν αγγλικά και φορούσαν φουστανέλες με πολλές δίπλες… Το σπουδαιότερο ήταν πως δεν φορούσαν σώβρακο. Και καθώς ήταν ψηλοί… έτσι και έσκυβαν φαίνονταν τα απόκρυφα μέλη τους, καλοφτιαγμένα» (σελ. 36).
Εντελώς διαφορετικό, πάντως, είναι το κλίμα της περιγραφής της περιπετειώδους επιστροφής του στην ηπειρωτική Ελλάδα, στις αρχές του φθινοπώρου του 1922: «Αποβιβάστηκα και πάτησα το πόδι μου σε ελληνικό χώμα. Στην αποβάθρα λίγοι ήταν οι άνδρες, πολλές περισσότερες οι γυναίκες. Μητέρες που μας κοίταζαν έναν ένα για να δουν μήπως είχαν έρθει τα παιδιά τους. Όλες έκλαιγαν, όλες ρωτούσαν “μήπως, λεβέντη μου, γνώρισες κατά τύχη τον γιο μου που ονομάζεται έτσι;”. Η απάντηση όλων και η απάντηση η δική μου ήταν πάντα η ίδια, μονότονη: “Έρχονται. Έρχονται όλοι”. Κανείς δεν μας περίμενε, καμία μέριμνα δεν μας αναλογούσε. Με τραβούσε όμως το πατρικό χώμα, με έσφιγγε στην αγκαλιά του, γιατί το ξένο χώμα θα είναι πάντα πολύ ψυχρό και πολύ βαρύ».
Gια τον σύγχρονο αναγνώστη που ενδιαφέρεται να γνωρίσει «εκ του σύνεγγυς» το κλίμα εκείνων των δραματικών ετών, το ημερολόγιο του Καραγιάννη είναι σίγουρο ότι θα τον αποζημιώσει με το παραπάνω!
Νίκος Νικολούδης
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 2.11.13