Μου έκανε εντύπωση ότι πολλοί κτυπούσαν το στήθος τους και χιλιάδες άνθρωποι δάκρυζαν κι έκλαιγαν. Στον προαύλιο χώρο της βασιλικής του Αγίου Πέτρου χιλιάδες ιερωμένοι όλων των δογμάτων με τα απαστράπτοντα άμφιά τους έδιναν μια ξεχωριστή λαμπρότητα. Υπεύθυνος των τελετών που κύλησαν με καταπληκτικό συγχρονισμό, ήταν ο καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσιγκερ, ένας από τους στενούς συνεργάτες του μακαριστού Ποντίφηκα κι αυτός που στην πράξη τον αντικαθιστούσε τα τελευταία του χρόνια, που το Πάρκινσον είχε καταστήσει τον φλογερό και δυναμικό Πάπα της παγκοσμιότητας έναν άβουλο λειτουργό, που και η παραμικρή του κίνηση χρειαζόταν κάποιο είδος μετάφρασης για να γίνει αντιληπτή.
Ο πανίσχυρος, 78χρονος τότε, καρδινάλιος ήταν επικεφαλής της Συνόδου για το δόγμα της Πίστεως, της παλαιότερα λεγόμενης Ιεράς Εξέτασης. Ενέπνεε σεβασμό και φόβο σε εκείνους που ήθελαν να προσεγγίσουν την κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας. Θεολογικά, τον θεωρούσαν υπερ-συντηρητικό καθώς οι απόψεις του ήταν και παρέμειναν άκαμπτες στα περισσότερα σύγχρονα κοινωνικά και θεολογικά διλήμματα της Καθολικής Εκκλησίας. Είχε διανύσει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα ως σύμβουλος του Πάπα για θεολογικά ζητήματα. Σε όλα αυτά τα θέματα βρισκόταν σε αγαστή σύμπνοια με τον προκάτοχό του. Όπως έγραφε το BBC, «κάθε απόφαση του Βατικανού, έφερε την υπογραφή του Γιόζεφ Ράτσιγκερ». Ο Ράτσιγκερ το προηγούμενο βράδυ δεχόταν ο ίδιος ή μέσω του απεσταλμένου του Μονσινιόρ Κάσπερ τις διεθνείς αντιπροσωπείες των άλλων εκκλησιών που θεωρούσε σημαντικές, αλλά και τους καρδιναλίους από τις επισκοπές ανά τον κόσμο, που θα επέλεγαν τον διάδοχο του Ιωάννη Παύλου. Η πρωτοκαθεδρία του στις τελετές του έδινε ένα οιονεί προβάδισμα σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους για την κατάληψη της Αγίας Έδρας, αν και όπως έλεγαν ακόμη και γερμανικές εφημερίδες της εποχής ήταν ο υποψήφιος της μειοψηφίας. Η εκλογή του στις 19 Απριλίου ως του 265ου Πάπα έσπαγε ρεκόρ αιώνων. Ήταν ο πρώτος Γερμανός μετά από πέντε αιώνες κι ο γηραιότερος μετά από δυόμισι αιώνες.
Η εκλογή του Ράιτσιγκερ που επέλεξε το όνομα Βενέδικτος, σηματοδοτούσε επομένως μια μεταβατική περίοδο. Ο ίδιος παρότι συντηρητικός έκανε προσπάθειες εκσυγχρονισμού, τασσόμενος υπέρ της αντισύλληψης για τον περιορισμό της διάδοσης του Έιτζ, και ταυτόχρονα ασπάσθηκε τα καινά δαιμόνια της τεχνολογίας όπως το τουίτερ, όπου πρόσφατα ξεκίνησε να γράφει δι’ αντιπροσώπου κι έχει ήδη αποκτήσει μισό εκατομμύριο ακολούθους (followers).
Στο ζήτημα της προσέγγισης με την ορθόδοξη εκκλησία ήθελε μια λελογισμένη βήμα προς βήμα προσέγγιση και για το λόγο αυτό είχε συναντήσεις με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στο Φανάρι, ανήμερα του Αγίου Ανδρέα το 2006, αλλά και με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο στις 14 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου στο Βατικανό. Τόσο στο Φανάρι, όσο και σε αυτή την επίσκεψη είχα την ευκαιρία να τον δω επί το έργον ως Πάπα. Είναι άνθρωπος ήρεμος που εμπνέει σεβασμό. Χρησιμοποίησε και ελληνικές λέξεις ως μέρος της προσφώνησής του, τηρώντας τις μακρές παραδόσεις της παπικής διπλωματίας. Επί της ουσίας όμως η επί των ημερών του πρόοδος της προσέγγισης δεν υπήρξε εντυπωσιακή.
Το ίδιο συνέβη στις περισσότερες προκλήσεις που αντιμετώπισε. Δεν μπόρεσε να διαχειρισθεί τη μεγάλη κρίση με τα σεξουαλικά σκάνδαλα πειστικά, ενώ βρέθηκε και ο ίδιος στη δίνη του σκανδάλου με τον έμπιστο μπάτλερ του, Πάολο Γκαμπριέλε που προέβη σε αποκαλύψεις για τις σκληρές παρασκηνιακές έριδες ανάμεσα στις φατρίες του Βατικανού.
Η αποχώρηση του Βενέδικτου δεν θυμίζει σε τίποτε τη διθυραμβική εκδημία του προκατόχου του που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή. Ωστόσο το ίδιο δράμα μέλλει να την ακολουθήσει με την εκλογή του νέου Πάπα. Οι μεγάλες προκλήσεις στις οποίες το κονκλάβιο έδωσε οκταετή αναβολή, βρίσκονται και πάλι μπροστά του. Οι καρδινάλιοι αυτή τη φορά θα είναι 117 κι ο Βένεδικτος δεν θα είναι ανάμεσά τους.
Γιατί όμως επέλεξε την παραίτηση, που μπορεί να θεωρείται έγκυρη, με βάση το Κανονικό Δίκαιο, είχε όμως να συμβεί από το 1415; Μήπως δεν ήθελε να έχει την τύχη του προκατόχου του, να μη βρεθεί με άλλα λόγια ένας Ράτσιγκερ στη θέση του Ράτσιγκερ; Η ασθενική του φύση τον είχε καταβάλει τόσο που δεν ήξερε αν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά του το Πάσχα; Φοβόταν άραγε κάποιες άγνωστες αποκαλύψεις που θα έπλητταν την υστεροφημία του; Ή μήπως απλά έκρινε ότι χρειάζεται ένας νεότερος Πάπας για να συνεχίσει το έργο του; Την απάντηση θα δώσει μετά από αιώνες η ιστορία.
Νικόλας Βαφειάδης
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 12.2.2013