Ε. Λειβαδά: Παρουσίαση βιβλίου Α. Αργυρού «Επτανησιακά Ανάλεκτα» – Κεφ. «Οι αγάπες της ζωής μου»

Η αναζήτηση στοιχείων για την Κεφαλλονιά μέσω τόσων μελετημάτων (ξεκινώντας από τον Όμηρο και καταλήγοντας σε εκδόσεις του 2012) δηλώνει ανάγκη γνώσης του τόπου λόγω αγάπης. Η αρχική προσπέλαση του νησιού στο βιβλίο επιτυγχάνεται με γεωγραφία και ιστορία, γενική και αργότερα ειδική, επικεντρωμένη στον τόπο του, στα Σπαρτιά. Εδώ, στο χωριό του, ξεδιπλώνει τη δική του στάση ζωής, ξετρυπώνει μέσα του την ένταση της προσωπικής του ιστορίας και εκφράζει με την πέννα τα εσωτερικά συναισθήματά του διαμέσου ευαίσθητης προσωπικής ματιάς για το χωριό, τους ανθρώπους, τα πράγματα, κάτω από την φυσική τάξη των οποίων, κρύβεται δύναμη μοναδική: η αυθεντικότητα της εσωτερικής αλήθειας.

Το ότι επιλέγει απόσπασμα από την «Ιδιωτική Οδό» του Ελύτη (σ. 19) δεν είναι τυχαίο. «Αυτά που μου αρέσουν είναι η μοναξιά μου» λέει ο βραβευμένος ποιητής. Το αίσθημα της μοναξιάς είναι γενεσιουργό. Απαραίτητο συστατικό της δημιουργίας η μοναξιά βρίσκει σύμφωνο τον συγγραφέα που δεν παύει να την υμνεί. Ο Αντώνης σημειώνει: «καταφύγιό μου» στο Λιάκα… «νικάει το γαλήνεμα του νου και της ψυχής» (σ.46). Αυτά τα δυο τελευταία παρουσιάζουν την σιωπή ως αυθεντική έκφραση. Αυτή τη σιωπή και τη δύναμή της θαυμάζει ο συγγραφέας. Όσο βαθαίνει μέσα του, τόσο υψώνεται. Ο εσωτερικός διάλογος – ή μονολόγός του- ανοίγει τους κρουνούς του αυτές τις ώρες της μοναξιάς του, τις κορυφαίες ώρες της σιωπής.

Φύση, έρωτας, ελευθερία, παραδόσεις, θρησκευτικότητα, Θεός: έννοιες που κάνουν κύκλους σε όλο το έργο και μπλέκονται με ηλιοβασιλέματα, παρελθόν, κεφαλλονίτικο τοπικό «χρώμα», γλαφυρές περιγραφές προσώπων. Κατά κάποιο τρόπο: αναγέννηση ρομαντισμού –χωρίς αυτό να επιτυγχάνεται στο απόλυτο, καθώς οι προσλαμβάνουσες του σήμερα είναι τόσο διαφορετικές από αυτές της εποχής που γέννησε το κίνημα αυτό. Κι ακόμη, τότε, υπήρχε πέπλο απαισιοδοξίας, κάτι πολύ μακρινό για την πέννα του Αντώνη, που επιμένει να λούζει τα κείμενά του με φως κι οπτιμισμό.  Σημειώνει σχετικά στην Εισαγωγή του που έχει υπότιτλο: «Λόγια ελπίδας» : «…προσπαθούν τα κείμενα να ξαναφέρουν για λίγο στα χείλη μας το χαμόγελο και την ελπίδα» (σ.16).

Όλα ετούτα τα στοιχεία δεν είναι μόνον επικεντρωμένα στο Κεφ. «Οι αγάπες της ζωής μου». Βρίσκονται διάσπαρτα σε όλο το βιβλίο. «Ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα μας περιμένει στην πλάκα του Ακρωτηρίου Λιάκα… είναι η στιγμή που ο ήλιος δύει και το αποτέλεσμα είναι απλά μαγικό. Εδώ νικάει η ομορφιά της φύσης… οι ακτίνες του ήλιου σχηματίζουν ένα φωτεινό στεφάνι» (σ.45-46).  «… εις περιόδους ανομβρίας λιτάνευαν το ξυλοκρέβατο, έκαναν παρακλήσεις στο ύπαιθρο κι έβρεχε» (σ. 74). «… ο Οδυσσέας … μένει πνευματικά προσκολλημένος στο νησί του, πνεύμα φιλελεύθερο και δημιουργικό» (σ. 168).  Η αναφορά στις Παναγιές των Σπαρτινών και στους Άγιούς μας, που τους δίνουν ως όνομα στα πλοία οι παλαιότεροι συντοπίτες του (σ. 49), οι περιγραφές εκκλησιών και εικόνων (σ.64-72) με επίθετα που εκδηλώνουν τον  πνευματικό θαυμασμό του, αναδεικνύουν την βαθιά θρησκευτικότητά του.

Μέσα από την πέννα του προσεγγίζονται εύκολα οι αρχές του, αρχές που – επιτρέψτε μου, γνωρίζω εκ πείρας- κληροδοτούσαν οι παλαιότεροι εκπαιδευτικοί στα παιδιά, και δη στα δικά τους: «αυτό που διακρίνει τον ευπατρίδη είναι το ήθος, τα ιδανικά και οι αξίες… η σταθερή του πίστη στις ηθικές αξίες και στα ιδανικά, η αγάπη του για τον τόπο του και την οικογένειά του» (σ.143), στοιχεία που ο συγγραφέας εξυψώνει και τιμά μέσα από το πρόσωπο του Βαγγελάκη Πανά. Κι αλλού:  «… ανήκε στους Άρχοντες, σε αυτούς που δεν τους αναδεικνύουν οι κοινωνικοί ‘βαθμοί’ και οι ‘τίτλοι’… «Αγάπησε αυτά που δεν αγαπιούνται σήμερα από τους πολλούς, πόνεσε για αυτά που δεν πονά πια σχεδόν κανείς, πίστεψε σε αυτά που οι περισσότεροι περιγελούν, και περιφρονούν ακόμα».

Οι προτάσεις που κάνει δηλώνουν αγάπη. «Δυο ιταλικά κανόνια με ανατιναγμένες κάννες βρίσκονται εγκαταλελειμμένα στο προαύλιο του Ι.Ν. Υ.Θ. Σπαρτιών. Θα μπορούσαν να γίνουν κομμάτι ενός μνημείου». Και παρακάτω: «Η εκκλησία θα μπορούσε να αναδειχθεί ιστορικό μουσείο εκκλησιαστικής τέχνης». Αλλά και: «Προτείνω να τοποθετηθούν περιπατητικά σύμβολα προς αναγνώριση των διαδρομών» (σ. 45).

Και φθάνω στο Κεφ. «Οι αγάπες της ζωής μου» (σ. 147-163). Στήριγμα οι αναμνήσεις του. Καταφύγιό του για άντληση δύναμης.  Εδώ χωρίς ρητορισμούς και μεγαλοστομίες γράφει για την Μεγάλη Εβδομάδα στο χωριό του, για τον πατέρα Γεράσιμο Φωκά, για τα καλοκαίρια στη ζωή του. Τότε που ήταν παιδί, μετά στην εφηβεία του και τέλος στην ενηλικίωσή του. Το ίδιο δυνατό όμως είναι και το «Υστερόγραφό» του (σ. 228) όπου ομολογεί επιγραμματικά: «Όλη η ζωή μου, σε μια χούφτα μελάνι».  Εδώ αποκαλύπτει την «κινητήρια δύναμη» που τον ώθησε να αναλάβει «το όλο εγχείρημα: το χρέος προς την πατρίδα μας, ένα χρέος που δεν τελειώνει ποτέ».

Φέρνει στο φως αυθόρμητα και πηγαία εικόνες του παρελθόντος και διασώζει με καθαρότητα το χθες, βιώνει ξανά και ξανά το «σταθερό τυπικό» της Ορθόδοξης Εκκλησίας όπου «εκλεκτό μοσχοθυμίαμα ρόδου, καθαρό αγνό μελισσοκέρι, ακοίμητα καντήλια,  γλυκόφθογγες καμπάνες της Παναγιάς του χωριού καλούν σε θερμή κατανυκτική προσευχή, σε χαρμολυπικές ψαλμωδίες, σε ευαγγελικές περικοπές που μαστιγώνουν αλύπητα τη φαρισαϊκή υποκρισία με εκείνα τα φοβερά ‘ουαί’ και μιλούν ωραία για υψοποιό ταπείνωση, για θυσιαστική διακονία, για συσταύρωση, συνταφή και συνανάσταση με τον Σταυροαναστηθέντα Χριστό και Λυτρωτή του κόσμου» (σ. 148). Ο Σταυρός είναι φωτοφόρος. Υψώνεται με την θεότητα, εισάγει την αγάπη και ξαναδίνει τη ζωή. «Εις σωτηρίαν ημών των μελωδούντων. Λυτρωτά ο Θεός ευλογητός ει». Βαθύτατη η πίστη του συγγραφέα. Η πίστη σαν ελεύθερη αγάπη πλαταίνει τις αντιληπτικές ικανότητες, αποκρυπτογραφεί την ανάσταση σαν απόλυτο γεγονός. Κι η ψυχή νοσταλγεί  κι αναπτύσσει βαθύ πνευματικό δεσμό με το άφατο κι απέραντο, πέρα από τον άνθρωπο, πέρα από τον κόσμο. Έρχεται έτσι και επαναδένει με την μοναξιά, την σιωπή, την περισυλλογή, τη συγγραφή.

Άλλη μια αγάπη του Αντώνη, είναι ο πατέρας όλης της Κεφαλλονιάς –κι όχι μόνον-, ο Γεράσιμος Φωκάς (σ. 155). Σε αυτόν τον γέροντα της αγάπης, της συγνώμης, των φτωχών, και της σιωπής ο συγγραφέας στέλνει αποχαιρετιστήρια επιστολή. Ο κοινός λόγος ρέει κι ενσαρκώνει στην Ιστορία τον άνθρωπο-ιερωμένο με την υπεραισθητή αντίληψη. Με ψυχή που μοιάζει να δονείται από θλίψη, ο συγγραφέας σε χρόνο παρελθόντα, με λόγια θαυμασμού για τον άνθρωπο της ‘εν τω κρυπτώ’ κι απέραντης ελεημοσύνης, καταθέτει την ιστορική μαρτυρία της δικής τους γνωριμίας, του συμβαδίσματος των νιάτων τους, των προσωπικών εμπειριών, των σημαντικών στιγμών τους. Στο εργαστήρι της καρδιάς του αναβρύζει αγάπη και σεβασμός για τον φίλο ιερωμένο, που όλη η ζωή του στηριζόταν στον Θείο Νόμο, και στην Συνείδηση, που την σιωπή του, την αδέλφωσε με την πράξη και τον αγώνα. Κι η πέννα τρέχει στο χαρτί κι αποτυπώνει νωπά κι ολοζώντανα, την εικόνα που άφησε πίσω του, αλλά και τη γλυκόπικρη γεύση του δικού τους αποχωρισμού.

«Τα καλοκαίρια» (σ. 160) του Αντώνη είναι γεμάτα τρυφερότητα, χρώματα, ήχους, μυρωδιές. Είναι εμπνευσμένα από τον έρωτα της φύσης, της γυναίκας. Έτσι εκφράζει ο συγγραφέας την βαθύτερη φιλοσοφία του και την πίστη του στις δυνάμεις της ζωής. Κι όσο τα χρόνια περνούν, στην ίδια παραλία, τους ίδιους μήνες, τις ίδιες ζεστές ημέρες του καλοκαιριού, ο Αντώνης αφαιρεί σιγά σιγά τα πέπλα της ψυχής του, αντικρύζει το κάλλος της γυμνότητας της παιδικής του υπόστασης, της εφηβικής του ανεμελιάς, της σφριγηλής σοβαρότητας και αυστηρότητας της ενηλικίωσής του. Κι η ακρογιαλιά παραμένει το ίδιο σαγηνευτική στα μάτια του και σε αυτά της ψυχής του που αναδύει την ίδια ερωτική λατρεία, τον ίδιο δυναμισμό, την ίδια ένταση κι έκσταση γιατί αυτή, καθώς ανήκει σε ανώτερο κόσμο, δεν γεράζει ποτέ.

Κι η ενατένιση γίνεται ανομοιοκατάληκτος στίχος (σ. 7, 154, 230) κι ανοίγει τις πόρτες στην περιοχή της ποίησης:

Στο «Σπάρτο» ή στο «Σπαρτό» (σ.7) -όπου κι αν πάει ο τόνος δεν αλλάζει το νόημα αυτού που ακολουθεί-. Σε τούτο το ποίημα – προανάκρουσμα του όλου έργου – οι στίχοι βαδίζουν στην ψυχική αλήθεια, μεστοί, σφριγηλοί, σοβαροί. Τίποτα δεν είναι περιττό. Ο ήλιος, ο κάμπος, τα σπάρτα, η καμπάνα, η θάλασσα, ο Θεός, ο δοξαστικός Ύμνος: «Κύριε εκέκραξα προς Σε, εισάκουσον μου Κύριε». Κι ύστερα η αφιέρωση: στη νόνα και στη μάνα, στους αγαπημένους προγόνους που βρίσκονται στον κόσμο της κορύφωσης, του θείου, του άϋλου. Όλες οι αγάπες κρυμμένες σε αυτήν την βαθύτερη κι ειλικρινή θέαση του κόσμου του Αντώνη. Ορατού κι αόρατου. Όλα δένουν μυστηριακά και ξεναγούν τον αναγνώστη στις νέες χώρες που θα κατακτήσει διαβάζοντας ή μελετώντας το βιβλίο.

Ένα σύντομο τετράστιχο μάς περιμένει παρακάτω και δίνει απάντηση στο ερώτημα που ο ίδιος ο συγγραφέας θέτει: «Μιλάει ο τόπος;» (σ.154). Πριν ακόμα επιτρέψει στον αναγνώστη να δώσει την δική του απάντηση, σπεύδει ο ίδιος: «Αναντίρρητα μιλάει». Κι αιτιολογεί: «έφθασα στο Κοιμητήρι, ανάμεσα στα μνήματα, … ευλαβικός προσκυνητής να επισκεφθώ τους κεκοιμημένους προσφιλείς μου… να προσευχηθώ στην ιερή μνήμη τους». Εδώ ο Αντώνης νοιώθει τον τόπο να μιλεί. «Βουβοί τόποι πουθενά δεν υπάρχουν. Κουφοί άνθρωποι μονάχα». Η ψυχή του πλαταίνει, ανασαίνει άνετα σε τούτο το δυνατό μέρος, αφουγκράζεται το τιτάνιο της κατάλυσης του σώματος κι ακούει την αιώνια, μυστηριακή ομορφιά της βαθύτερης «ύπαρξης».

Στο τρίτο ποίημά του «Σπαταλήσαμε τη ζωή μας» (σ.230), ακροτελεύτιο του έργου, ανιχνεύεται διαπίστωση τραυματική για αυτόν. Αφού έχει κάνει τη δική του «υπέρβαση χρόνου και φθοράς», προχωρεί σε θρήνο απόγνωσης, βαθιά ανθρώπινο. Κοινωνός των βαθύτερων ενοράσεών τού είναι, ο ίδιος ο εαυτός του που πλημμυρίζει πόνο ερμητικό, και βουβή οδύνη. Το τραγικό συμπέρασμα της σπατάλης της ζωής στο τίποτα για το τίποτα, για την κενή εικονοποιία του ίδιου του εαυτού του, που αναλώθηκε σε «τόμους άχρηστων συγγραμμάτων» για μια «δόξα» στο εύθριπτο των συντεταγμένων του βίου, στην αστάθεια των πρέπει της κοινωνίας των λιωμένων ηθικών αντιστάσεων,  πέρα από τα υψηλά έργα, μακριά από το αληθινό φως. Η τραγική διαπίστωση που ανεβαίνει στο προσκήνιο πως ο δρόμος ήταν χαμένος, κορυφώνει την απόγνωσή του και μαζί με αυτήν, την μοναξιά. Μια μοναξιά καθόλου δημιουργική την φορά αυτή. Μοναξιά αποπνικτική, χωρίς αγάπη, που την κάνουν ιταμή «οι κραυγές των ανόητων σπουδαιοφανών καλικαντζάρων»- όπως γράφει χαρακτηριστικά, και συμπληρώνω εγώ:- που πουλάνε μισοτιμής στην αγορά το Χρέος της Αλήθειας, της Ακεραιότητας, της Ηθικής, της Δημοκρατίας.

Η λογική μόνη, δεν αποτελεί καλό οδηγό του ανθρώπου, και των κοινωνικών και πολιτικών συστημάτων. Τα συναισθήματα όμως, ήταν, είναι και θα παραμένουν αιώνια πηγαία έκφραση ζωής. Αν μπορούσε να γυρίσει τη ζωή του πίσω, θα ζούσε ελεύθερος από συμβατικότητες πολιτισμού και ανάπτυξης, θα ζούσε μακριά από ό,τι φθείρει την ανθρώπινη υπόσταση, από ματαιοδοξία, κενότητα, απληστία κι ανικανοποίητες απαιτήσεις και θέλω.

Αυτός είναι ο Αντώνης. Κι αυτές οι αγάπες του: των αρχέγονων αξιών που σμίλεψαν οι πρόγονοί μας, της ηθικής ελευθερίας, της βαθιάς ελληνορθόδοξης πίστης και παράδοσης, της βαθύτερης συνείδησης, της Ελληνικής Ψυχής.

Αθήνα, 22 Νοεμβρίου 2018

Αίθουσα Πολιτιστικού Κέντρου «Κωστής Παλαμάς» Παν. Αθηνών