Το SPD και το «ενωμένο» κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU), αποτελούν τους δύο βασικούς πυλώνες της γερμανικής πολιτικής ζωής από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως και σήμερα.
Με δεδομένη, όμως, τη συνεχιζόμενη πτώση του SPD η Γερμανία αφήνει πίσω της το σύστημα του δικομματισμού και προχωρά σε ένα εντελώς διαφορετικό πολυκομματικό σύστημα, στο οποίο κανένα κόμμα δεν έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η μεταπολεμική «σύμπραξη» δυνάμεων αρχίζει να καταρρέει σε αρκετά θέματα –στην ιστορία (διαφορετικές αντιλήψεις για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), γεωπολιτική (διαφορετική στάση έναντι της Ρωσίας), οικονομία (διαφορετική στάση για την αυτοκινητοβιομηχανία) και ηθική (διαφορετική στάση έναντι των προσφύγων) – και αυτό αποτυπώνεται και στον κατακερματισμό της πολιτικής σκηνής της χώρας.
Οι Γερμανοί ψηφοφόροι γυρίζουν την πλάτη στον «μεγάλο συνασπισμό» των CDU/CSU και SPD.
Ενώ στο παρελθόν τα μικρότερα κόμματα θεωρούνταν «θυγατρικές» των δύο μεγάλων, τώρα έχουν αρχίσει να μετατρέπονται σε πρωταγωνιστές.
Επίσης το άλλοτε «Κόκκινο Μόναχο» μόλις μετατράπηκε σε «Πράσινο».
Σχεδόν όλες οι πόλεις που στο παρελθόν ήταν προπύργια του SPD τώρα στρέφονται στο Κόμμα των Πρασίνων.
Εάν εξετάσει κάποιος το όλο θέμα βάσει δημογραφικών στοιχείων, τότε το SPD μάλλον είναι καταδικασμένο σε θάνατο.
Μόλις το 8% των ψηφοφόρων του είναι νεότεροι από 30 ετών, ενώ το 54% εξ αυτών είναι άνω των 60 ετών.
Προκειμένου να δει κάποιος τη διαφορά αξίζει να αναφερθεί ότι μόλις το 24% των ψηφοφόρων των Πρασίνων είναι άνω των 60 ετών.
Επιπρόσθετα και η Αριστερά (Die Linke) έχει αρχίσει να γίνεται αρεστή τόσο στους νεαρούς αριστερούς όσο και στους μεγαλύτερους σε ηλικία, κυρίως προερχόμενους από την πρώην Ανατολική Γερμανία.
Ακριβώς όπως το δικομματικό σύστημα διασφάλιζε τη σταθερότητα έτσι και η κατάρρευσή του υποδεικνύει ότι υπάρχει μία ριζική κοινωνική αλλαγή.
Εξ ορισμού, η πτώση των παραδοσιακών κομμάτων συνεπάγεται την άνοδο μη παραδοσιακών, τα οποία αρκετά συχνά είναι λαϊκίστικα.
Από το 2005, το SPD έχει συμμετάσχει ως εταίρος μειοψηφίας σε τρεις κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού.
Ως αποτέλεσμα, έχει συνδεθεί με το κατεστημένο, αν και δεν κατόρθωσε να πιστωθεί μέρος των επιτυχιών των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Κάτι παρόμοιο συνέβη στην Αυστρία, όπου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κυβέρνησε είτε από μόνο του είτε από κοινού με το Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα μεταξύ 1971 και 1999 (εκτός από το 1983-1986).
Τέτοιες μακρές περίοδοι μεγάλου συνασπισμού επέτρεψαν στο δεξιό λαϊκίστικο Κόμμα Ελευθερίας να παρουσιαστεί ως παράγοντας αλλαγής.
Όταν ένας μεγάλος συνασπισμός απειλείται, τα μέλη του τείνουν να πανικοβάλλονται.
Εκείνοι που στηρίζουν σταθερά τη γραμμή του κόμματος βλέπουν τη δύναμή τους να υποχωρεί, όπως συμβαίνει στην Άνγκελα Μέρκελ.
Άλλοι προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν πιο λαϊκίστικη γλώσσα, όπως έκανε ο επικεφαλής του CSU, Χορτς Ζεεχόφερ κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, ενώ υπάρχουν και αυτοί που προσπαθούν να συνδέσουν το όνομά τους με νέες πολιτικές πλατφόρμες.
Έτσι ο Alexander Dobrindt από το CSU έχει υποσχεθεί μια «συντηρητική επανάσταση», ενώ ο Μάρτιν Σουλτς, ο πρώην ηγέτης του SPD, έχει προωθήσει την ιδέα η ΕΕ να μετατραπεί σε ομοσπονδία.
Εν πάση περιπτώσει, όταν τα συστατικά μέρη ενός συνασπισμού αρχίζουν να κινούνται σε διαφορετικές κατευθύνσεις, αρχίζει η πτώση.
Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ το SPD και το CDU χάνουν επί του παρόντος υποστήριξη, οι ιδέες τους παραμένουν δημοφιλείς.
Το πρόβλημά τους δεν είναι ότι δεν έχουν ιδέες, αλλά ότι στερούνται πολιτικής αξιοπιστίας.Αυτό το έλλειμμα αξιοπιστίας έχει δημιουργήσει ένα κενό το οποίο σπεύδουν να καλύψουν άλλα κόμματα.
Έτσι, οι Πράσινοι είχαν κέρδη στη Βαυαρία υποστηρίζοντας την πολιτική «ανοιχτών συνόρων» για τους πρόσφυγες, η οποία είναι ουσιαστικά μία πολιτική που εφάρμοσε η συγκυβέρνηση CDU/SPD.
Ομοίως, το AfD τάσσεται κατά αυτής της πολιτικής, ακολουθώντας το παράδειγμα του CSU του Zεεχόφερ.
Αυτό που στην πραγματικότητα συνδέει όλα τα κόμματα που είχαν καλή πορεία στις εκλογές της Βαυαρίας είναι ότι διαθέτουν ξεκάθαρες θέσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα και παραμένουν συνεπείς σε αυτές, ανεξάρτητα των συνθηκών.
Δυστυχώς για τη Γερμανία, τα πολυκομματικά συστήματα είναι γενικά ασταθή και λιγότερο προβλέψιμα, γεγονός που εξηγεί γιατί κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα – η Λετονία είναι ένα σημερινό παράδειγμα – αγωνίζεται συνεχώς για τη δημιουργία ενός κυβερνώντος συνασπισμού.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν είναι ασυνήθιστο να προκύψουν παράξενες συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων συνασπισμών μεταξύ της άκρας αριστεράς και της ακροδεξιάς, όπως είδαμε στην Ελλάδα, την Ιταλία και τη Σλοβακία.
Η καλύτερη ελπίδα της Γερμανίας είναι τώρα ότι το νεοεμφανιζόμενο πολυκομματικό σύστημα θα εμποδίσει την πρόοδο του AfD
Όλα δείχνουν ότι το AfD θα συνεχίσει να έχει θέση στην ριζοσπαστική δεξιά, με το ποσοστό του να διαμορφώνεται μεταξύ 10% και 20%, αλλά δύσκολα θα ξεπεράσει αυτήν την κλίμακα.
Ένα άλλο πρόβλημα σε ένα πολυκομματικό σύστημα είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη πολιτική εμπλοκή.
Στην περίπτωση της Βαυαρίας, η συμμετοχή των ψηφοφόρων αυξήθηκε σε 72,4% το 2018, από 63,6% πριν από πέντε χρόνια.
Όσον αφορά το μέλλον, η Γερμανία μπορεί τώρα να καταλήξει σε εναλλασσόμενες κυβερνήσεις συνασπισμού που περιλαμβάνουν πολλαπλά κόμματα.
Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια συμφωνία μεταξύ του CDU / CSU, των Ελεύθερων Δημοκρατών και των Πρασίνων – του λεγόμενου συνασπισμού της Τζαμάικα. Αλλά αυτό το σενάριο πιθανότατα θα προκαλούσε πολιτική παράλυση, διότι οι πολιτικοί από ανταγωνιστικά κόμματα μέσα στο συνασπισμό θα αντικρούουν ο ένας τον άλλο.
Πιθανώς η πτώση του δικομματισμού στη Γερμανία να υπονομεύσει και τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη, αν και έχει καταστεί φανερό ότι καμία άλλη χώρα δεν έχει τη δυνατότητα να αναλάβει το ρόλο του ηγεμόνα.
Ταυτόχρονα, η αποδυνάμωση του SPD θα μειώσει τη δύναμη των Σοσιαλιστών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ωστόσο, χωρίς τους δίδυμους πυλώνες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, το κοινοβούλιο θα είναι ανίκανο να λάβει ακόμη και ασήμαντες αποφάσεις.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 24/10/2018, #ODYSSEIAÂ