Λάμπης Κωνσταντινίδης: ΜΕΛΕΤΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΟΥ ΤΟΝΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Μία ἐκ τῶν ἐπεμβάσεων αὐτῶν ἀνέφερον ὃτι εἶναι καί ἡ καταστρατήγησις τοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων, δηλ. ἡ κατάργησις ὑπ’ αὐτῶν τῆς διακρίσεως μεταξύ τῶν βραχέων (δηλ. τῶν ἰσχυρῶν) καί μακρῶν (δηλ. ἀδυνάτων) φωνηέντων καί διφθόγγων. Αὐτό ἀποτελεῖ κατ’ ἐμέ, ἀνεύθυνον ἐνέργειαν καί ἐπέμβασιν τῶν νεογλώσσων εἰς τόν βασικώτατον αὐτόν μηχανισμόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης διά τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων, ὁ ὁποῖος προσέδιδεν εἰς αὐτάς καί ἐν γένει εἰς τήν Γλῶσσάν μας τήν μοναδικήν Μουσικότητα, ἣτις τήν χαρακτηρίζει, δηλ. τῆς μεταπτώσεως εἰς τόν τονισμόν οὐσιαστικῶν καί ἐπιθέτων τῆς Δευτέρας Κλίσεως κ.ἂ. α) ἀναλόγως τῆς πτώσεώς των (Γενικῆς εἰς τόν Ἑνικόν καί Γενικῆς καί Αἰτιατικῆς εἰς Πληθυντικόν), καί β) τῶν ἐμπλεκομένων φωνηέντων κατά τήν κλίσιν τῶν ἀνωτέρω, δηλ. ἐάν αὐτά ἒχουσι τήν λήγουσάν των βραχεῖαν ἢ μακράν. Τήν ἰδίαν ἀπρεπῆ ἐπέμβασιν ἐφήρμοσαν οὗτοι καί εἰς τάς διφθόγγους.

Μέ ἱκανοποίησιν ἀναγιγνώσκω εἰς τήν ΑΛΗΘΕΙΑ (Κύπρου) τόσον εἰς τά Γλωσσικά τοῦ ἀγαπητοῦ κ. Ἀλέκου Κωνσταντινίδη, ὃσον καί ἂλλων πεπαιδευμένων δημοσιογράφων τῆς ἐφημερίδος, ὃτι καί αὐτοί ἒχουσι καλῶς παρατηρήσει τό σόλοικον αὐτῆς τῆς γλωσσικῆς ἐπεμβάσεως. Ὁ κ. Ἀλέκος Κωνσταντινίδης τό ἒχει ἀποκαλέσει «προσβολήν τοῦ αἰσθητηρίου τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης». Ὁ ὑποφαινόμενος ὀνομάζει τοῦτο «βάναυσον ἐπέμβασιν ὂχι μόνον εἰς τήν Μουσικότητα ἀλλά καί εἰς τήν Δομήν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης μας». Δι’ αὐτό καί πολύ ὀρθῶς ἀπορρίπτομεν τήν ὑπάρχουσαν σήμερον τάσιν μεταξύ τῶν γλωσσο-νεωτεριστῶν διά κατάργησιν τοῦ ἐξόχου καί μοναδικοῦ αὐτοῦ χαρακτηριστικοῦ τῶν μουσικῶν ἀποχρώσεων τοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων τῆς Γλώσσης μας διά τῆς ἐναλλαγῆς τοῦ τόνου κατά τήν ἒκφρασιν τοῦ λόγου καί γραφῆς. Δυστυχῶς ἐκεῖνο τό ὁποῖον παρατηρεῖται σήμερον εἶναι ὃτι οἱ γλωσσονεωτερισταί προσπαθοῦσιν, ὃπως καταστρέψωσι αὐτήν τήν μουσικήν μοναδικότητα τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, ὁ καθείς διά διαφόρους λόγους, κάποιοι μιμούμενοι ἲσως ἂλλας φωνητικῶς σκληράς καί ἀκάμπτους Εὐρωπαϊκάς κτλ. γλώσσας. Ἀνεξαρτήτως ὃμως τῶν λόγων πού ἐξυπηρετεῖ ἓκαστος τῶν νεωτεριστῶν ὡς μεμονωμένον ἂτομον, δυστυχῶς ὃλοι μαζί συμβάλλουσιν ἀπό κοινοῦ εἰς τόν ἒτι μεγαλύτερον καταποντισμόν τῆς Γλώσσης μας.

Εἶναι γνωστόν, ὃτι εἰς κάθε διάταξιν τῆς ζωῆς, μιᾶς Πολιτείας ἢ ἑνός Ὀργανισμοῦ, δηλ. τό κάθε Σύστημα διά νά λειτουργῇ ὀρθῶς καί νά ὑπάρχῃ τάξις καί ἁρμονία εἰς αὐτό, πρέπει τοῦτο νά ἑδράζηται ἐπί κανόνων, οἱ ὁποῖοι αὐστηρῶς νά τό διέπωσιν. Ἂλλως δημιουργεῖται ἀταξία καί ἀναρχία. Τό αὐτό ἰσχύει καί διά τό ὓψιστον χάρισμα τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖον μᾶς ἒδωσεν ὁ Πανάγαθος Θεός, ἢτοι τήν Γλῶσσαν, δηλ. τήν ὁμιλίαν, ἣτις ἐκφράζει τάς σκέψεις μας εἰς λογικόν συνειρμόν. Ἡ οἱαδήποτε ὑπέρβασις τῶν κανόνων, οἱ ὁποῖοι τήν διέπουσιν, ἒστω καί ὁμαδική, εἰσέρχεται εἰς τό πεδίον τοῦ παραλόγου καί οἱ ἐκφραζόμενοι ὑπό τῶν ἀνθρώπων παραλογισμοί ἀπαιτοῦν, ὡς γνωστόν, ἰατρικήν προσοχήν! Ἐν ἂλλοις λόγοις εἰς τό θέμα τῶν Γλωσσικῶν κανόνων ἡ καταπάτησις τούτων δημιουργεῖ γλωσσικήν καί λογικήν ἀναρχίαν καί ὁδηγεῖ ἐκεῖνον ἢ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσι νά ὁμιλῶσι καί νά γράφωσιν ἂνευ κανόνων, εἰς τόν χαρακτηρισμόν των ὃτι οἱ ἂνθρωποι αὐτοί ὁμιλοῦσιν «ὃπως τούς καπνίσει ἢ τούς δόξει» καί ὃπως «τό ἢ τά συγκόψουσιν»! Ὃμως ἡ Ἑλληνική Γλῶσσά μας διά νά λειτουργῇ ὀρθῶς καί ἐπακριβῶς ἐπί χιλιετίας καί νά ἒχῃ ἐπιπλεύσει σημαίνει ὃτι αὐτή εἶχε πολύ ὀρθούς καί ἰσχυρούς κανόνας καί ἑπομένως διά νά ἐξακολουθήσῃ νά διατηρῇ τό σφρῖγος καί τήν δύναμιν, τήν ὁποίαν ἐπέδειξε, πρέπει οἱ κανόνες της νά διατηρῶνται διαχρονικῶς σταθεροί. Εἰς τήν Γλωσσολογίαν οἱ κανόνες αὐτοί ὀνομάζονται Γραμματικοί κανόνες.

Συμφώνως πρός αὐτούς εἰς τήν Ἑλληνικήν Γλῶσσάν μας, ὃσον ἀφορᾷ τά φωνήεντα, ταῦτα διαχωρίζονται εἰς βραχέα, ἢτοι τά ἰσχυρά, καί εἶναι ταῦτα τό ε καί ο καί εἰς μακρά, ἢτοι τά ἀδύνατα, καί εἶναι τό η καί ω. Ὃσον ἀφορᾷ τάς Διφθόγγους ὁ κανών τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης διδάσκει, ὃτι ὃλαι αἱ δίφθογγοι εἶναι μακραί, πλήν τῶν: αι καί οι εἰς τό τέλος τῆς λέξεως.

Εἰλικρινῶς οὐδέποτε ἐφανταζόμην, ὃτι αὐτούς τούς ἁπλοῦς μηχανισμούς ἢ κανόνες τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης μας, τούς ὁποίους ἐμανθάνομεν ἀπ’ ἒξω ὡς μαθητάκια εἰς τό Δημοτικόν Σχολεῖον, θά ἢρχετο μία στιγμή εἰς τήν ζωήν μου νά ἒγραφα ἂρθρον διά νά τούς ἐξηγῶ εἰς ἀλλοπροσάλλους «νεο-γλώσσους», οἱ ὁποῖοι μετέτρεψαν τήν Ἑλληνικήν Γλῶσσάν μας, τήν ὁποίαν θά ἒπρεπε νά περιβάλλωσι μέ ἂκρατον στοργήν καί νά τήν προστατεύωσι ἀπό τούς ἐπιβούλους ἀνά τόν κόσμον ἐχθρούς της, εἰς ἓν φύρδην-μίγδην γλωσσικόν συνονθύλευμα!…

Εἰς τό σημεῖον αὐτό θά ἢθελον νά ἀναφέρω ἓν ἀπόσπασμα ἀπό τήν μελέτην «Πολιτιστική Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος» τοῦ Αὐστριακοῦ Γλωσσολόγου Egon Friedell, ὃστις τῷ 1938 ἒγραψεν, ὃτι ἓν τῶν βασικωτέρων στοιχείων τά ὁποῖα καθιστῶσι τήν Ἑλληνικήν Γλῶσσαν τήν μουσικωτέραν πασῶν τῶν ἂλλων γλωσσῶν εἶναι «ὁ πλοῦτός της εἰς εὒηχα φωνήεντα καί διφθόγγους, ὡς ἐπίσης καί εἰς τήν ὡραίαν ἐναλλαγήν εἰς τόν τονισμόν τῶν λέξεων ἀναλόγως τῶν μακρῶν καί βραχέων φωνηέντων καί διφθόγγων κατά τήν κλίσιν τῶν διαφόρων πτώσεων».

Διά νά γίνω καλύτερον κατανοητός εἰς τούς ἀγαπητούς ἀναγνώστας διά τά ἀνωτέρω λεγόμενά μου παραθέτω κατωτέρω κάποια πολύ ἁπλᾶ παραδείγματα: π.χ. ἡ λέξις πόλεμος, εἰς τήν Γενικήν πτῶσίν της γίνεται τοῦ πολέμου, διότι ἡ δίφθογγος -ου εἶναι μακρά (ἀδύνατος). Τό αὐτό καί εἰς τήν Γενικήν καί Αἰτιατικήν Πληθυντικοῦ, ἢτοι τῶν πολέμων καί τούς πολέμους, διότι ἡ λήγουσα εἶναι μακρά καί ὡς ἐκ τούτου, δηλ. λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῆς ληγούσης, δέν συγκρατεῖται ὁ τονισμός εἰς τήν προπαραλήγουσαν καί κατέρχεται μίαν βαθμίδα εἰς τήν παραλήγουσαν. Οἱ νεόγλωσσοι ὃμως ἀφελῶς λέγουν τώρα: τοῦ πόλεμου, τῶν πόλεμων, τούς πόλεμους! Δηλ., αὐθαιρέτως μετατρέπουσι τήν δίφθογγον ου εἰς βραχεῖαν! Ἒτσι τούς «ἐκάπνισε»!…

Ἂλλο παράδειγμα: Ἀντί ὁ πλοίαρχος, τοῦ πλοιάρχου ἐφ’ ὃσον ἡ δίφθογγος εἶναι μακρά (δηλ. ἀδύνατος), (πλήν τῶν αι καί οι εἰς τό τέλος τῆς λέξεως) τώρα θεωροῦσιν ἀντιστρόφως τήν μακράν δίφθογγον βραχεῖαν καί μᾶς λέγουσι: τοῦ πλοίαρχου, τούς πλοίαρχους, τῶν πλοίαρχων! Τό αὐτό πράττουσι μέ πλείστας ἂλλας λέξεις (οὐσιαστικά καί ἐπίθετα τῆς Δευτέρας Κλίσεως) ὡς π.χ.: ἀρσενικά: ὁ ἂνθρωπος, ὁ φιλόξενος, ὁ φιλόπονος, ὁ ἐπουράνιος, ὁ ξύλινος, ὁ αἰχμάλωτος, ὁ ἣλιος, ὁ ἂριστος, ὁ τιμώμενος, ὁ δίκαιος, ὁ Νικόλαος κτλ. Καί τά θηλυκά τῆς Β΄ κλίσεως: ἡ σύζυγος, ἡ ἢπειρος, ἡ κάμηλος, ἡ δίφθογγος, κτλ. Καί τά οὐδέτερα ταύτης π.χ.: τό πρόσωπον, τό πρόβατον, τό ἂτομον, τό δίκαιον κτλ. Τό αὐτό βλέπομεν και μέ τά θηλυκά ὀνόματα τῆς Πρώτης Κλίσεως, ὡς π.χ.: ἡ τράπεζα, ἡ μαθήτρια, ἡ μέλισσα, ἡ δίαιτα, ἡ θύελλα, ἡ γέφυρα, ἡ θάλασσα, ἡ φάλαινα, ἡ ἒχιδνα, ἡ συνήθεια, ἡ προσπάθεια, ἡ ἀναίδεια, ἡ παράνοια, ἡ ἂδεια, ἡ κυματίζουσα (σημαία) κτλ. Δηλ. ἀντί τῆς τραπέζης, θυέλλης, προσπαθείας, ἀδείας, κτλ. λέγουν τῆς τράπεζας, τῆς θύελλας, τῆς ἂδειας κτλ. Καί ὢ τῆς παραφροσύνης! Δέν εἶναι μόνον αὐτό! Ἐνῷ ἡ δίφθογγος οι εἰς τό τέλος τῆς λέξεως εἶναι πάντοτε βραχεῖα, οἱ νεόγλωσσοι τήν μετατρέπουν αὐθαιρέτως εἰς μακράν! Ἒτσι μᾶς λέγουν λανθασμένως: οἱ πλοιάρχοι, οἱ ἀνθρῶποι, οἱ πολέμοι, οἱ ἀρίστοι, αἱ διφθόγγοι, κτλ. Ἐάν αὐτά δέν ὀνομάζονται Γλωσσικά ἐκτρώματα καί «ἀλαλούμ», δέν γνωρίζω πῶς ἀλλοιῶς δυνάμεθα νά τά χαρακτηρίζωμεν. Εἰς αὐτό τό ἀνακάτευμα ἒχουν ὁδηγήσει τήν Ἑλληνικήν Γλῶσσαν οἱ νεο-βιασταί ταύτης.

Καί ἀκόμη ἐνᾧ τό φωνῆεν «η» εἶναι πάντοτε μακρόν τό ἒχουν μετατρέψει διά τῆς γλωσσικῆς ἁπλοποιήσεώς των εἰς βραχύ! Πῶς; Διά τοῦ τονισμοῦ εἰς τήν προπαραλήγουσαν τῶν εἰς –η (πρώην εἰς –ις) θηλυκῶν λέξεων τῆς Τρίτης Κλίσεως! Ἲδετε τά κάτωθι παραδείγματα: ἡ πρόταση, ἡ ποίηση, ἡ κυβέρνηση, ἡ πώληση κτλ…

Δυστυχῶς ἡ ὃλη κατάστασις τῆς γλωσσικῆς τρέλλας ἐπιδεινοῦται καί πρός τοῦτο φέρουσι, κατά τήν ἂποψιν τοῦ γράφοντος, πολύ μεγάλην εὐθύνην καί τά ΜΜΕ ὃλων τῶν μορφῶν, τά ὁποῖα δίδουσι κάλυψιν εἰς τούς ἀνωτέρω ἐκτεθέντας γλωσσικούς παραλογισμούς, ἀφοῦ οἱ ἐκφωνηταί καί οἱ δημοσιογράφοι των ἐπαναλαμβάνουσι ἀβασανίστως δίκην ψιττακῶν τούς παραλογισμούς αὐτούς νομίζοντες, ὃτι δῆθεν πρωτοστατοῦσιν εἰς τήν ἁπλοποίησιν τῆς Γλώσσης, ἐνᾧ εἰς τήν πραγματικότητα ἀπεργάζονται τήν καταστροφήν τοῦ Γλωσσικοῦ μηχανισμοῦ καί πλούτου καί διαρθρώσεως τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης. Δέν ἀντιλαμβάνονται δυστυχῶς, θέλω νά πιστεύω ἀθελήτως, ὃτι γίνονται ὂργανα κάποιων ξένων κέντρων, τῶν ὁποίων ὁ σκοπός εἶναι ἡ καταστροφή καί καταβαράθρωσις τῆς Γραμματικῆς δομῆς τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, ἢτοι τῆς βάσεως καί τῶν θεμελίων τῆς παναρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης μας, ἣτις διετηρήθη τόσας χιλιετηρίδας καί ὡδήγησε τήν Ἑλλάδα κατά τήν ἀρχαιότητα εἰς τόν ὓψιστον Πνευματικόν Πολιτισμόν της, διά τόν ὁποῖον οἱ μέν σώφρονες ἀνά τόν κόσμον τήν θαυμάζουσιν, οἱ δέ ζηλόφθονοι ταύτης, καί αὐτοί εἶναι δυστυχῶς πολλοί, τήν κατατρέχουν καί πολεμοῦν προσπαθοῦντες μέ κάθε τρόπον ἀφ’ ἑνός νά καταστρέψωσι τήν δομήν της καί ἀφ’ ἑτέρου νά ἀπομακρύνωσι τούς σημερινούς ἀπογόνους τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ ἀπό τάς βάσεις τῆς μητρικῆς των γλώσσης, τῆς μόνης ΖΩΣΗΣ Κληρονομίας μας, ἀποδεικνύοντες οἱ ἐχθροί της διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ τούς παλαιούς αἰσχρούς ἰσχυρισμούς τοῦ Fallmerayer, ὃτι οἱ σημερινοί Ἓλληνες δέν ἒχουσι καμμίαν σχέσιν πλέον μέ τούς ἀρχαίους Ἓλληνας. Προσοχή λοιπόν! Ὂχι νά βγάζωμεν τά μάτια μας μόνοι μας!…

Κατ’ ἐμέ αὐτή ἡ συνδυασμένη ἐνέργεια κατά τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης ἀποτελεῖ ἓν φοβερόν πισώπλατον μαχαίρωμα εἰς τήν διάρθρωσιν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης μας. Βεβαίως ἡ γλωσσική κατρακύλα δέν ἒρχεται μόνη. Μέ πόνον ψυχῆς τό λέγω. Ἒνδειξις καί ἀπόδειξις τῆς ὃλης σημερινῆς παρακμῆς τῆς κοινωνίας ἀποτελεῖ εἰς μέγα βαθμόν και ἡ σημερινή καταβαράθρωσις τῶν κανόνων τῆς ὀρθῆς σκέψεως καί τῆς ἐλλείψεως τοῦ πρέποντος σεβασμοῦ πρός τήν Ζῶσαν γλωσσικήν κληρονομίαν μας. Πρό τινος χρόνου εἷς φίλος ξένος, πολύ μορφωμένος, μοῦ εἶπεν: «Σεῖς οἱ Ἓλληνες εἶσθε ἀκατανόητοι! Ἐάν σεῖς δέν προσπαθῆτε «μέ νύχια καί μέ δόντια» νά προστατεύσητε αὐτό τό «διαμάντι» πού ἒχετε, τήν γλῶσσάν σας, ἀπό ποίους ἀναμένετε νά ἒλθωσι νά σᾶς τήν προστατεύσωσιν; Ἀπό τούς ξένους;»

Τήν ἀπάντησιν εἰς τό ἐρώτημα αὐτό ὀφείλουσι νά δώσωσιν ὃλοι οἱ Ἓλληνες, οἱ ἒχοντες τό προνόμιον τῆς Ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί τοῦ νά ὁμιλῶσι τήν Ἑλληνικήν Γλῶσσαν. Ἡ Ἑλληνική Γλῶσσα πρέπει νά διαφυλαχθῇ πάσῃ θυσίᾳ. Θά πρέπῃ, ὡς πιστεύω, νά ἒχωμεν ὃλοι πάντοτε ὑπ’ ὂψιν δύο ἀπόψεις τοῦ γράφοντος διατυπωθείσας εἰς στιγμάς ἀπελπισίας διά τήν ἐπί τῶν ἡμερῶν μας κατρακύλαν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης: Ἡ πρώτη «Ὃτι ἡ ἑκάστοτε ἁπλοποίησις μιᾶς Γλώσσης εἶναι εἰς τήν Γλωσσολογίαν ὃ,τι καί εἰς τήν Οἰκονομίαν ἡ ἁπλοποίησις ἑνός νομίσματος». Καί ἡ δευτέρα: «Ὃτι δέν πρέπει νά ἐπιτρέπηται εἰς τούς πολιτικούς νά ἐπεμβαίνωσι εἰς Γλωσσικά θέματα πρός ἂγραν ψήφων, οὒτε καί ἐπειδή εἰς μίαν δεδομένην περίοδον τό οἱονδήποτε πολιτικόν κόμμα, εἰς τό ὁποῖον ἀνήκουσιν, ἒχει ἀνέλθει εἰς τήν ἐξουσίαν καί ὡς ἐκ τούτου θεωροῦσιν ὃτι αὐτό τούς δίδει καί τό δικαίωμα νά κορυβαντιῶσιν ἐπ’ αὐτῆς τῆς μοναδικῆς καί ὑπερόχου Κληρονομίας μας ὑπό τό πρόσχημα τῆς δῆθεν ἁπλοποιήσεώς της, χωρίς ὃμως νά μελετῶσι τάς ἀρνητικάς προεκτάσεις αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν των.

Πρέπει κατά τήν ἂποψίν μου νά ληφθῶσιν ὑπό τῆς Κοινωνίας αὐστηρά μέτρα πρός διαφύλαξιν καί προστασίαν τῆς κινδυνεούσης Γλωσσικῆς Κληρονομίας μας, τά ὀποῖα δέν εἶναι ὀρθόν νά περιορίζωνται μόνον εἰς τά ἂψυχα μνημεῖα, ὡς πράττομεν σήμερον, ἀλλά ὀφείλει νά περιλαμβάνῃ καί τήν ἒμψυχον καί ζῶσαν παρακαταθήκην τῶν προγόνων μας, πού δέν εἶναι ἂλλη ἀπό τήν μοναδικήν Ἑλληνικήν Γλῶσσάν μας. Ἐάν ἐπιθυμῶμεν τήν πρόοδον καί τήν ἐξέλιξιν τό πεδίον εἶναι ἐλεύθερον. Ἂς συγκεντρώσωμεν τάς προσπαθείας μας εἰς τήν Ἰατρικήν, τήν Φυσικήν, τήν Χημείαν καί ἐν γένει τάς Ἐπιστήμας. Πρέπει νά παύσωμεν τόν λεγόμενον «ἐκμοντερνισμόν» τῆς ἱερωτέρας κτήσεώς μας, τῆς Γλώσσης μας, διότι αὐτό ὁδηγεῖ εἰς τόν καταποντισμόν καί ἐξανέμισιν τῆς μεγίστης ΖΩΣΗΣ κληρονομίας τῶν προγόνων μας πρός ἡμᾶς τούς νομίμους ἀπογόνους των.

Ἐάν δέν τήν διαφυλάξωμεν καί βασιζώμεθα εἰς τήν εὐθυνήν δικαιολογίαν τῶν πολιτικῶν, τό πῶς ὁμιλεῖ ὁ «λαϊκός κόσμος», ὃστις δυστυχῶς δέν ἒτυχε τῆς πρεπούσης μορφώσεως λόγῳ ἀτυχῶν συγκυριῶν εἰς τήν ζωήν τῆς μερίδος αὐτῆς τῶν συνανθρώπων μας, τότε τό μέλλον τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, τόσον εἰς Ἑλλάδα ὃσον καί εἰς Κύπρον, προοιωνίζεται ζοφερώτατον α) καί ἐξ αἰτίας τῆς σημερινῆς ὡς γνωστόν ἀτελοῦς Παιδείας τῆς ὁποίας τυγχάνουσιν οἱ σημερινοί νέοι μας, ἀλλά καί β) ἐπίσης λόγῳ τῆς πολύ μεγάλης εἰσροῆς ἀμορφώτων μεταναστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναποφεύκτως θά ἐπηρεάσωσιν ἐντός ὀλίγων ἐτῶν μέ τά «σπασμένα» καί ἐκτρωματικά Ἑλληνικά πού μανθάνουν ἀπ’ ἐδῶ καί ἀπ’ ἐκεῖ, καί τόν ὀρθόν τρόπον ἐκφράσεώς μας καί τό λεξιλόγιόν μας, ἐφ’ ὃσον καί οἱ πολιτικοί μας πρός ἀνέλιξιν των εἶναι πάντοτε προθυμότατοι νά ἐνστερνίζωνται, χρησιμοποιῶσι καί νά μᾶς ἐπιβάλλωσι, λόγῳ ἐξουσίας, τήν ἐφθαρμένην γλῶσσαν τοῦ δυστυχῶς παραμείναντος ἀμορφώτου «λαοῦ»…

Εὐχαριστῶν διά τήν φιλοξενίαν,

Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης

Υ.Γ. Ἡ μόνη γλωσσική παραχώρησις, κατά τήν ἂποψίν μου, ἣτις δύναται νά γίνηται καί ἐγίνετο εἰς τό παρελθόν, εἶναι πρός τούς ποιητάς – ἡ λεγομένη «ποιητική ἂδεια» – διά νά βοηθῶνται οὗτοι σποραδικῶς εἰς τήν ὁμοιοκαταληκτικήν κτλ. ἒκφρασιν (διατύπωσιν) τῆς ποιήσεώς των. «Ποιητικῇ ἀδείᾳ», λοιπόν, δύναται εἷς ποιητής νά παραβῇ ἐκεῖ πού εἶναι ἀπόλυτος ἀνάγκη ἓνα ὑφιστάμενον γλωσσικόν κανόνα. Ἐκεῖ καί μόνον ἐκεῖ.

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 19/9/2018, #ODYSSEIA