Λ. Κωνσταντινίδης: Η ΣΑΒΟΪΑ & ΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟΝ & ΤΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΝ (A)

Κατόπιν τῆς εἰσαγωγῆς αὐτῆς ἂς προχωρήσωμεν σταδιακῶς εἰς τό ἀποψινόν θέμα μας διά νά ἀνακαλύψωμεν μαζί τάς πολύ στενάς σχέσεις, πολιτικάς καί οἰκογενειακάς, αἱ ὁποῖαι ἀνεπτύχθησαν μεταξύ ἀφ’ ἑνός τῆς Κύπρου καί τοῦ Βυζαντίου καί ἀφ’ ἑτέρου μετά τῆς πολύ σημαινούσης κατ’ ἀρχάς Κομητείας καί μετέπειτα Δουκάτου τῆς Σαβοΐας, τό ὁποῖον διεδραμάτισε κατά τήν περίοδον μεταξύ τοῦ ΧΙ (11ου) καί XVI (16ου) αἰῶνος, λόγῳ τῆς νευραλγικῆς θέσεως του, πολύ ἐξέχοντα ρόλον εἰς τήν Εὐρώπην.

Διά νά ἒχωμεν ὃμως πλήρη εἰκόνα τῆς περιοχῆς, τήν ὁποίαν θά πραγματεύηται ἡ ἀποψινή ὁμιλία, θά πρέπῃ πρῶτον νά γνωρίζωμεν ἐπακριβῶς τήν περιοχήν τοῦ Δουκάτου τῆς Σαβοΐας εἰς τόν Εὐρωπαϊκόν χῶρον. Διά τόν λόγον αὐτόν θά παραθέτω χάρτας τῆς Σαβοΐας εἰς διαφόρους ἐποχάς διά νά βοηθώμεθα εἰς τήν γεωγραφικήν γνωριμίαν μας μετά τῆς περιοχῆς αὐτῆς, πού δέν εἶναι ἂλλη ἀπό αὐτήν τῶν περιφήμων Γαλλικῶν Ἂλπεων. Ἐξ ἂλλου, ὃλοι γνωρίζομεν, καί κυρίως αἱ οἰκοκυραί, τά ἀφρώδη ζαχαρωμένα μπισκόττα Σαβουαγιάρ, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦσι σχεδόν εἰς ὃλα τά καλοκαιρινά γλυκίσματά των. Βεβαίως ὃμως ἀπόψε θά ὁμιλήσωμεν διά πολύ σοβαρώτερα θέματα ἀπό τήν Ζαχαροπλαστικήν.

Ὡς βλέπομεν, ἀνατολικῶς τό Δουκᾶτον συνώρευε μέ τήν Ἰταλίαν, βορείως καί βορειο-ἀνατολικῶς μέ τήν Ἑλβετίαν καί δυτικῶς καί νοτίως μέ τήν Γαλλίαν. Κατά τόν Μεσαίωνα ἡ Σαβοΐα διεδραμάτισε, κατ’ ἀρχάς ὡς μία πολύ ἰσχυρά ἀνεξάρτητος Κομητεία καί μετέπειτα ὡς Δουκᾶτον, ἓνα πολύ ἀξιόλογον ῥόλον εἰς τήν Ἱστορίαν τῆς περιοχῆς τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης λόγῳ τῆς μοναδικῆς τοποθεσίας της, ἀφοῦ ἀπετέλει τήν δίοδον ἀπό τήν Βορειοδυτικήν Εὐρώπην νοτίως πρός τήν Νίκαιαν καί τήν Ἰταλίαν.

Ἡ πρώτη ἀναφερομένη σχέσις τῆς Σαβοΐας μετά τῆς Κύπρου ἦτο ἐκείνη τοῦ Κόμητος τῆς Σαβοΐας Ἀμεδαίου τοῦ Γ΄ τοῦ Γενναίου (Amédée III le Brave), ὁ ὁποῖος ἡγεμόνευσεν μεταξύ τῶν ἐτῶν 1103 μέχρι τό 1148.         Ὁ Ἀμεδαῖος ὁ Γ΄ ἒλαβεν ἐνεργόν μέρος εἰς τήν 2αν Σταυροφορίαν κατά τά ἒτη 1147 – 1148. Ἡ Σταυροφορία αὓτη, ὡς γνωστόν, ἒγινεν ὑπό τήν ἡγεσίαν τοῦ Βασιλέως Λουδοβίκου τοῦ Ζ΄ (7ου) τῆς Γαλλίας καί τοῦ Αὐτοκράτορος Conrad (Ἑλληνιστί: Κορράδου) τοῦ 3ου τῆς Γερμανίας. Κατ’ αὐτήν ἒχομεν τήν πρώτην ἐπαφήν τοῦ Οἲκου τῆς Σαβοΐας μετά τῆς Κύπρου, καθ’ ὃτι ὁ Ἀμεδαῖος ὁ Γ΄ φθάσας διά ξηρᾶς εἰς τήν Ἀττάλειαν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατόπιν διευκολύνσεων πού παρεχώρησεν εἰς τούς Σταυροφόρους ὁ Αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου Μανουήλ ὁ Α΄ Κομνηνός, ὃπως διέλθωσι διά Βυζαντινῶν ἐδαφῶν, οἱ Σταυροφόροι διεξεπεραίωσαν μέσῳ Κύπρου τόν στρατόν των εἰς Ἀντιόχειαν τῆς Συρίας ὃπου διεξήχθη μεγάλη μάχη κατά τῶν Σαρακηνῶν. Δυστυχῶς ὁ στρατός τῶν Σταυροφόρων ἡττήθη καί ἀπεσύρθησαν εἰς Κύπρον. Κατά τήν παραμονήν των εἰς Κύπρον ὁ Ἀμεδαῖος Γ΄ ἠσθένησε βαρέως καί ἂφησεν εἰς τήν Νῆσόν μας τήν τελευταίαν του πνοήν. Ἐτάφη εἰς Λευκωσίαν εἰς τόν Λατινικόν ναόν τοῦ Ἁγίου Σταυροῦ (Église de la Sainte Croîx).

Πρέπει νά σημειώσωμεν ἐδῶ, ὃτι πάντοτε ἡ θέσις τῶν ἡγετῶν τῆς Σαβοΐας ἦτο ἡ καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ἐνίσχυσις τῶν δεσμῶν μεταξύ τῆς Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας, καί οὐδόλως οἱ Σαβόϊοι, ἂλλως Σαβοϊάρδοι, ηὐνόουν τήν ἀντιπαράθεσιν μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων Εὐρωπαϊκῶν Δυνάμεων, ὡς δυστυχῶς οἱ ἂλλοι ἡγεμόνες τῆς Δύσεως μέ πρωτοστάτας τούς Ἑνετούς Δόγηδες, οἱ ὁποῖοι ἐξ ἐμπορικῆς ἀντιζηλίας πρός τό Βυζάντιον ὁρμώμενοι, κατά τήν 4ην Σταυροφορίαν τῷ 1201 – 1204, ἀντί νά κατευθυνθῶσιν εἰς τούς Ἁγίους Τόπους καί τήν Αἲγυπτον, ὡς ἦτο ὁ σκοπός καί προορισμός τῆς Σταυροφορίας ταύτης, ἒπλευσαν ἐναντίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τήν ὁποίαν ἀφοῦ ἐπολιόρκησαν, κατέλαβον καί ἐλεηλάτησαν.

Δυστυχῶς κατ’ αὐτήν τήν Σταυροφορίαν ἠλλοίωσαν οἱ Ἑνετοί τόν θρησκευτικόν χαρακτῆρα τῶν Σταυροφοριῶν εἰς σχεδόν καθαρῶς πλέον πολιτικο-οικονομικάς ἐκστρατείας στραφείσας κατά τῆς Κωνσταντινουπόλεως λόγῳ ἐμπορικῆς ἀντιζηλίας τῶν Ἑνετῶν Δόγηδων πρός τήν Βασιλεύουσαν. Οὓτως ὁ θρησκευτικός καί συνάμα ἱπποτικός καί ῥωμαντικός χαρακτήρ πού διακατεῖχε τούς πρώτους Σταυροφόρους ὑπεβιβάσθη καί παρεμερίσθη. Ἒτσι ἡ Πόλις ἐπολιορκήθη καί κατελήφθη ὑπό τῶν Σταυροφόρων τό 1204 καταλύσαντες οὗτοι καί κατατεμαχίσαντες τό Βυζάντιον καί διαμοιράσαντες μεταξύ των τούς θησαυρούς τῆς Βασιλευούσης, τάς δέ περιοχάς τοῦ Βυζαντίου διεμοίρασαν ὡς φέουδα εἰς τούς διαφόρους ἃρπαγας ὁπλαρχηγούς, πού ἒλαβον μέρος εἰς τήν 4ην Σταυροφορίαν. Πρέπει νά σημειωθῇ ὃτι οὐδείς ἡγεμών κράτους ἒλαβε μέρος εἰς τήν ἐπονείδιστον ταύτην Σταυροφορίαν, ἀλλά μόνον κάποιοι ὁπλαρχηγοί. Ἐπίσης πρέπει ἀκόμη νά σημειωθῇ ὃτι, ὡς διεπιστώθη, τά 9 εἰς τά 10 τῶν κειμηλίων τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρκου εἰς τήν Βενετίαν προήρχοντο ἀπό τήν λεηλασίαν τῆς Ἁγίας Σοφίας καί λοιπῶν ἐκκλησιῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπό τῶν Σταυροφόρων αὐτῶν.

Ἡ ἃλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξε πολύ μεγάλον πλῆγμα διά τό Βυζάντιον, τό ὁποῖον ἒκτοτε ἐξησθένησε μεγάλως καί παρ’ ὃλον ὃτι μετά ἀπό 57 ἒτη (1261) ὁ Μιχαήλ Η΄ (8ος) Παλαιολόγος, ὁ ἱδρυτής τῆς Δυναστείας τῶν Παλαιολόγων, ἐξεδίωξε τούς Ἑνετούς καί ἀνεκατέλαβε τήν Κωνσταντινούπολιν, ὃμως τό Βυζάντιον οὐδέποτε πλέον πραγματικῶς συνῆλθε ἀπό τό μέγα αὐτό πλῆγμα, ἀπολέσαν τήν ἀρχικήν δύναμιν καί σφρῖγός του, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἐφάνη εἰς τήν ἀνικανότητα του νά ἀντιμετωπίσῃ ἐπιτυχῶς τόν νέο-εμφανισθέντα ἐχθρόν τῶν Τουρκικῶν ὀρδῶν, αἱ ὁποῖαι ἢρχισαν σταδιακῶς νά περισφίγγωσι τόν κλοιόν των πέριξ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Πρέπει νά ἀναφερθῇ, ὃτι καθώς ὃλαι αἱ Σταυροφορίαι ἐτίθεντο ὑπό τήν αἰγίδα τῶν Παπῶν, καί ἡ 4η Σταυροφορία ἐτέθη ὑπό τόν Πάπαν Ἰννοκέντιον Γ΄ ὑπό τόν ὃρον νά μή πειραχθῶσιν οἱ Χριστιανικοί πληθυσμοί. Ὃμως ὃταν ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος Γ΄ διεπίστωσεν ὃτι οἱ Σταυροφόροι ὑπό τήν καθοδήγησιν τοῦ δολίου Δόγηδος τῆς Βενετίας, Ἑρρίκου Δανδόλου, ἢρχισαν τάς πολιορκίας καί λεηλασίας Ὀρθοδόξων πόλεων καί ναῶν, τότε αὐτός τούς ἀνεθεμάτισεν. Ἦτο ὃμως πολύ ἀργά, διότι τό κακόν εἶχε γίνει…

Ἐπανερχόμενοι εἰς τήν Σαβοΐαν μεταπηδῶμεν ἀπό τόν Ἀμεδαῖον ΙΙΙ εἰς ἓνα ἂλλον μεγάλον ἡγέτην τοῦ Κομητάτου τῆς Σαβοΐας, τόν Ἀμεδαῖον τόν 5ον τόν Μέγαν (Amédée V le Grand), ὁ ὁποῖος θεωρεῖται εἷς πολύ ἐπιτυχημένος ἡγεμών, διότι ὂχι μόνον διετήρησεν ἀλλά καί ἐπεξέτεινε μεγάλως τήν ἐπικράτειαν καί ἐπιρροήν τῆς Κομητείας τῆς Σαβοΐας ἐπί τῶν γειτνιαζουσῶν μέ αὐτήν περιοχῶν. Ὀφείλει δέ ὁ ἱστορικός νά ἀναφέρῃ ὃτι τόσον αὐτός ὃσον καί οἱ πρόγονοι ἀλλά καί οἱ διάδοχοί του, ἐχαρακτηρίζοντο ἀπό φιλελληνικά αἰσθήματα. Ὁ Ἀμεδαῖος ὁ 5ος ἐβοήθησε καί ἐνεδυνάμωσε ποικιλοτρόπως τήν Κωνσταντινούπολιν κατά τήν πρώτην πολιορκίαν ταύτης ὑπό τῶν Ὀθωμανῶν τῷ 1310. Ὁ Ἀμεδαῖος ὁ 5ος, πιστός εἰς τά φιλελληνικά αἰσθήματά του, μετά τόν θάνατον τῆς πρώτης συζύγου του προέβη τῷ 1297 εἰς δεύτερον γάμον νυμφευθείς τήν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Μαρίαν τῆς Βραβάνδης, θυγατέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Α΄, τρισεγγονοῦ τοῦ Ἰσαακίου Κομνηνοῦ Β΄ Ἀγγέλου. Μέ αὐτήν ἀπέκτησαν τέσσαρας θυγατέρας, ἐκ τῶν ὁποίων τήν μίαν, τήν Ἰωάνναν ὑπάνδρευσε μέ τόν Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Ἀνδρόνικον Γ΄ Παλαιολόγον καί οὓτω ἡ Ἰωάννα τῆς Σαβοΐας ἒγινεν Αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου.

Μετά τόν Ἀμεδαῖον τόν 5ον πρέπει νά ἀναφερθῶμεν καί εἰς ἓνα ἂλλον σημαίνοντα ἡγεμόνα τῆς Σαβοΐας τόν Ἀμεδαῖον τόν VI (6ον), ὁ ὁποῖος ἡγεμόνευσε ἀπό τό 1343 – 1383. Σύζυγός του ἦτο ἡ Bonne de Bourbon, θυγάτηρ τοῦ Πέτρου Α΄ (Pierre 1er), Δουκός τῶν Βουρβώνων. Εἶχε δοθῇ εἰς τόν Ἀμεδαῖον 6ον τό προσωνύμιον «ὁ Πράσινος», διότι εἰς ὃλας τάς ἐπισήμους τελετάς καί ἑορτάς ἐπαρουσιάζετο ἐνδεδυμένος πάντοτε μέ πράσινα ἐνδύματα, ἐπειδή ἠγάπα ἰδιαιτέρως τό πράσινον χρῶμα. Θά πρέπῃ νά ἦτο ὁ πρῶτος … οἰκολόγος κατά τόν Μεσαίωνα!

Σημειωτέον ὃτι ἢδη ἀπό τόν 13ον αἰῶνα ἐπαρουσιάσθη ἀκόμη μία Τουρκική φυλή εἰς τήν περιοχήν τῆς Φρυγίας, ἣτις ἢρχισε νά ἐπεκτείνηται καί νά παρενοχλῇ τό Βυζάντιον καταλαβοῦσα πολλά φρούριά του γειτνιάζοντα μέ τήν Κωνσταντινούπολιν, ὡς τήν Καλλίπολιν, Νικομήδειαν, τήν Νίκαιαν, τήν Προῦσσαν κ.ἂ. Ὁ ἱδρυτής τῆς Τουρκικῆς αὐτῆς φυλῆς ὠνομάζετο Ὀσμάν, ἐκ τοῦ ὀνόματός του δέ ἐδημιουργήθη ἡ ὀνομασία Ὀθωμανοί. Ἀκολούθως οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ὀσμάν ἐγκατεστάθησαν εἰς Βιθυνίαν καταστήσαντες ταύτην κέντρον των.

Κατά παράκλησιν τοῦ Αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Ἰωάννου τοῦ 5ου Παλαιολόγου, υἱοῦ τοῦ Αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου τοῦ Γ΄ Παλαιολόγου καί τῆς Ἰωάννης τῆς Σαβοΐας, ὁ Ἀμεδαῖος ὁ 6ος διωργάνωσεν ἐκστρατείαν τῷ 1366-67, συγκεκριμένως τήν 16ην Ἰουνίου, 1366, καί φθάσαντες εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐπί κεφαλῆς ἐνισχυμένου στόλου καί στρατοῦ ἐπετέθησαν κατά τῶν πολιορκούντων τήν Βασιλεύουσαν Τούρκων καί κατά πρῶτον ἐπέτυχον νά ἀποσπάσωσιν ἀπό αὐτούς καί ἀπελευθερώσωσι τήν γειτονικήν Καλλίπολιν ἐπί τῶν Στενῶν τῶν Δαρδανελλίων, τήν ὁποίαν οἱ Τοῦρκοι κατέλαβον ἀπό τοῦ 1355. Ἒτσι μέ τόν στρατόν τῶν Σαβοϊάρδων ὁ Ἀμεδαῖος ὁ 6ος διήνοιξε τήν δίοδον τῶν Δαρδανελλίων πρός τήν Κωνσταντινούπολιν καί τέλος διασπάσαντες τόν Τουρκικόν κλοιόν εἰσῆλθον εἰς τήν Πόλιν τήν 14ην Σεπτεμβρίου, 1366, ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀπαλλάττοντες ταύτην ἀπό τήν ἀσφυκτικήν πολιορκίαν τῶν Τούρκων.

Εὑρισκομένου ἀκόμη τοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος τοῦ Κόμητος τῆς Σαβοΐας Ἀμεδαίου τοῦ 6ου εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἡ Αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου τούς παρεκάλεσε νά ἀπελευθερώσωσι τόν σύζυγόν της, Ἰωάννην 5ον Παλαιολόγον, τόν ὁποῖον εἶχεν ἐν τῷ μεταξύ αἰχμαλωτίσει ὁ Τσάρος τῆς Βουλγαρίας. Ὁ Ἀμεδαῖος ὁ VI δέν ἐδίστασε νά πολιορκήσῃ μετά τοῦ στρατεύματός του τήν Βάρναν ἐπί τῆς Μαύρης Θαλάσσης, ὃπου ἐκρατεῖτο αἰχμάλωτος ὁ Αὐτοκράτωρ, ἀναγκάσας ἐν τέλει τούς Βουλγάρους νά τόν ἀπελευθερώσωσιν. Ἐπανερχόμενος ὁ Ἀμεδαῖος ὁ 6ος εἰς τόν Βόσπορον ἀνεκατέλαβε πλεῖστα ὀχυρά τῶν Τούρκων ἐκδιώκων αὐτούς ἀπό τήν γύρω περιοχήν τῆς Πρωτευούσης τοῦ Βυζαντίου. Τοιουτοτρόπως, οἱ Ἀμεδαῖοι V, VI καί VIII τῆς Σαβοΐας ὑπῆρξαν οἱ μόνοι Ἡγεμόνες ἐν Εὐρώπῃ κατά τόν Μεσαίωνα, οἱ ὁποῖοι ἐβοήθησαν ἐμπράκτως καί ἐπιτυχῶς τήν κινδυνεύσασαν τότε μέ κατάληψιν ὑπό τῶν Τούρκων Βασιλεύουσαν καί πράττοντες τοῦτο διέσωσαν τότε τόν Χριστιανισμόν τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας. Δυστυχῶς, ὡς γνωρίζομεν, ὂχι ἐπί μακρόν …

Φθάνομεν τώρα εἰς ἓνα τῶν μεγαλυτέρων ἡγετῶν τοῦ Δουκάτου τῆς Σαβοΐας, Ἀμεδαῖον τόν 8ον (VIII), τόν ἐπονομασθέντα Εἰρηνικόν (Γαλλιστί le Pacifique). Πατήρ του ἦτο ὁ Ἀμεδαῖος ὁ VII ὁ Κόκκινος (Le Rouge), ὡς ἀπεκλήθη, καί μήτηρ τοῦ ἡ Bonne Valoisde Berry, ἣτις ἦτο θυγάτηρ τοῦ Ἰωάννου Α΄, Δουκός de Berry, καί ἀνεψιά τοῦ Βασιλέως τῆς Γαλλίας Καρόλου V.

* Γενεαλογική Ἀνακεφαλαίωσις

Ὁ Ἀμεδαῖος ὁ VIII ἐγεννήθη τήν 4ην Μαρτίου, 1383, καί ἡγεμόνευσε κατά τό πρῶτον ἣμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος, ἀπό τῷ 1416 μέχρι τῷ 1440. Ἦτο πολύ δραστήριος, δυναμικός καί χαρισματικός ἡγεμών, αὐτός δέ ἐπεξέτεινε καί ἐσταθεροποίησε τήν Κομητείαν τῆς Σαβοΐας καί ἐπί τῆς ἐποχῆς του ἀνέπτυξε μεγάλως τήν ἐπιρροήν της πέριξ τῶν Ἂλπεων. Μεταξύ ἂλλων πολλῶν περιοχῶν προσήρτησε τότε εἰς τήν Σαβοΐαν τήν Κομητείαν τῆς Γενεύης. Πρός Νότον δέ διηύρυνε τήν Σαβοΐαν εἰς τήν περιοχήν τῆς Νικαίας εἰς τήν Μεσόγειον Θάλασσαν.

Λόγῳ τῆς μεγάλης ἀναπτύξεως τῆς Σαβοΐας ἐπισκέπτεται τό Chambéry ἐπισήμως ὁ Αὐτοκράτωρ τῆς Δύσεως Sigismond, ὃστις ἀναβαθμίζει τήν Σαβοΐαν ἀπό Κομητείαν εἰς Δουκᾶτον καί ἀνακηρύσσει τόν Ἀμεδαῖον VIII εἰς πρῶτον Δοῦκα ταύτης τῷ 1416.

Ὁ Ἀμεδαῖος ὁ VIII ἒτυχεν ἐξαιρέτου ἀνατροφῆς, ἀφοῦ μάμμη του ἦτο ἡ Bonne de Bourbon καί μήτηρ του ἡ Bonne de Berry, ἀμφότεραι καταγόμεναι ἀπό ἐξόχους οἰκογενείας τῆς Γαλλίας. Τῷ 1391 ἐνυμφεύθη τήν Marie de Bourgogne, ἣτις ἦτο θυγάτηρ τοῦ Δουκός τῆς Βουργουνδίας, Φιλίππου τοῦ Τολμηροῦ. Ὑπῆρξεν ἒξοχος διπλωμάτης, διαπραγματευτής καί ἐμβριθής νομικός. Αὐτό ἐμφαίνεται ἀπό τό μέγα ἐπίτευγμά του νά προσεγγισθῶσιν αἱ θέσεις μεταξύ τῶν δύο μεγάλων ἡγεμόνων τῆς Γαλλίας, ἢτοι τοῦ Φιλίππου τοῦ Καλοῦ (Philippe le Bon) τῆς Βουργουνδίας καί τοῦ Καρόλου VII (Charles τοῦ 7ου) τῆς Γαλλίας, εἰς τήν Συνέλευσιν τοῦ Arras τῷ 1435. Ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν του αὐτῶν ὑπῆρξεν ἡ ἐπιτευχθεῖσα Γαλλο-Βουργουνδική συμφιλίωσις, ἡ ὁποία ὡδήγησεν τελικῶς εἰς τήν Γαλλικήν νίκην κατά τῶν Ἂγγλων καί τήν λῆξιν τοῦ Ἑκατονταετοῦς πολέμου μέ τήν νίκην τῶν Γαλλικῶν Δυνάμεων εἰς τήν Castillon τόν Ἰούλιον τοῦ 1453.

Θά πρέπῃ νά ἐπικεντρώσωμεν ἰδιαιτέρως τήν προσοχήν μας εἰς τόν μεγάλον αὐτόν ὁραματιστήν ἡγεμόνα τῆς Σαβοΐας καί νά γνωρίσωμεν, ἐντός τοῦ περιωρισμένου χρόνου μας, ὃσον καλύτερον δυνάμεθα τό ἒργον του. Κατά πρῶτον ἒστειλε στρατόν καί βοήθειαν εἰς τόν Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγον κατά τοῦ Μωάμεθ Α΄. Ἐπίσης τό ἲδιον ἒπραξε καί πρός τόν υἱόν τοῦ Μανουήλ Β΄, τόν Ἰωάννην Ζ΄ (7ον), Παλαιολόγον, διά νά τόν βοηθήσῃ εἰς τάς μάχας του ἐναντίον τοῦ Μουράτ Β΄. Ἐξ ἂλλου, ὃταν Βασιλεύς τῆς Κύπρου ἦτο ὁ Ἰανός de Lusignan ὑπέστη ἐπίθεσιν ἀπό τούς Σαρακηνούς, ὁ Ἀμεδαῖος 8ος τοῦ ἒστειλε βοήθειαν, δυστυχῶς ὃμως ὁ στρατός τοῦ Ἰανοῦ ἡττήθη καί ὁ Ἰανός συνελήφθη. Ὁ Ἀμεδαῖος ὁ VIII ἐνδιαφερθείς μεγάλως ἐπλήρωσεν ἓν πολύ ὑψηλόν ποσόν διά τήν ἐποχήν (ἐκ 200.000 δουκάτων) ὡς λύτρα ἐξαγοράσας τήν ἐλευθερίαν τοῦ Ἰανοῦ.

Πρέπει ὃμως νά μάθωμεν περισσότερα διά τό μεγαλύτερον κοινωνικόν γεγονός τῆς ἐποχῆς, τό ὁποῖον ὑπῆρξε καθ’ ὁλοκληρίαν ἐπίτευγμα τοῦ Ἀμεδαίου τοῦ 8ου καί τό ὁποῖον μᾶς ἐνδιαφέρει καί ἡμᾶς τούς Κυπρίους κατ’ ἂμεσον τρόπον. Διότι φέρει τήν Κύπρον εἰς στενωτάτην σχέσιν μέ τήν Σαβοΐαν καί ἀντιστρόφως. Τό ἀλησμόνητον γεγονός τῆς ἐποχῆς ἦτο ὁ μυθώδης γάμος τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀμεδαίου τοῦ 8ου, Λουδοβίκου τοῦ Α΄ τῆς Σαβοΐας, μέ τήν πανέμορφην Πριγκήπισσαν τῆς Κύπρου Ἂνναν Λουζινιανήν ἢ Ἂνναν τῆς Κύπρου (Anne de Lusignan ou de Chypre), ἡ ὁποία ἐκπροσωποῦσε τά τέσσαρα βασίλεια τῶν Λουζινιανῶν τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου.

Ὁ γάμος τοῦ πριγκηπικοῦ ζεύγους συνετελέσθη εἰς δύο τελετάς. Κατά τήν πρώτην, ἣτις ἐτελέσθη εἰς Κύπρον, ὁ γάμος ἒγινε διά πληρεξουσίου (par procuration) τήν 4ην Ὀκτωβρίου, 1433. Ἡ Ἂννα ἦτο τότε μόλις 16 ἐτῶν. Ὁ μνηστήρ της Λουδοβῖκος ὁ Α΄ δέν παρηυρέθη εἰς τήν τελετήν εἰς Κύπρον. Τόν ἑπόμενον χρόνον, τόν Ἰανουάριον τοῦ 1434, μεσοῦντος τοῦ χειμῶνος, ἡ Ἂννα μέ μεγάλην συνοδείαν ἐξ 60 ἱπποτῶν καί κυριῶν τῆς τιμῆς, ἀνεχώρησεν ἐκ Κύπρου διά τήν Σαβοΐαν πρός τέλεσιν τοῦ ἐπισήμου μυστηρίου τῶν γάμων της μετά τοῦ Λουδοβίκου τοῦ Α΄ τῆς Σαβοΐας.

Ἡ Πριγκήπισσα Ἂννα μετά τῆς ἀκολουθίας της ἐταξείδευσαν διά θαλάσσης ἐν μέσῳ πολλῶν τρικυμιῶν καί ἐν τέλει ἀφίχθησαν εἰς τήν Νίκαιαν, ἣτις ἀπετέλει ἢδη τό ἐπίνειον τῆς Σαβοΐας. Ἐπειδή ἡ νεαρωτάτη Πριγκήπισσα δέν ἦτο συνηθισμένη εἰς τό βαρύ ψῦχος τῆς Σαβοΐας – σημειωτέον ὃτι τό ὑψηλότερον ὂρος τῆς Εὐρώπης, τό Λευκόν Ὂρος (Mont Blanc), εὑρίσκεται εἰς τήν Σαβοΐαν – καί ἡ ἂφιξίς των εἰς Νίκαιαν ἦτο περί τό τέλος Ἰανουαρίου, ἐκρίθη πρέπον ὑπό τῶν κυριῶν τῆς τιμῆς, ὃπως γίνῃ σταδιακῶς ἡ μετάβασις τῆς νεαρᾶς Πριγκηπίσσης εἰς Chambéry, τό ὁποῖον ἦτο ἡ πρωτεύουσα τοῦ Δουκάτου τῆς Σαβοΐας. Ὃταν ἒφθασαν τελικῶς εἰς Chambéry, ἐκεῖ τήν ὑπεδέχθη μεγαλοπρεπέστατα ὁ ἲδιος ὁ Δούξ τῆς Σαβοΐας, Ἀμεδαῖος ὁ 8ος, ὁ πατήρ τοῦ μνηστῆρός της Louis (Λουδοβίκου) Α΄.

Ἡ τελετή τοῦ γάμου ἐτελέσθη τήν 12ην Φεβρουαρίου, 1434, εἰς τόν ἐπίσημον ναόν τοῦ παλατίου, τό SainteChapelle, μέ πᾶσαν μεγαλοπρέπειαν καί μυθώδη ἐπισημότητα. Μετά τό μυστήριον τοῦ γάμου ἠκολούθησε μία ὀνειρώδης δεξίωσις εἰς τήν μεγάλην αἲθουσαν τοῦ Παλατίου. Ἡ ἐκπάγλου καλλονῆς ξανθή Πριγκήπισσα ἐκ Κύπρου, Ἂννα Λουζινιανή, ὡς ἀναφέρουσιν οἱ τότε ἱστοριογράφοι, ἦτο μία πανέμορφη καί σπανίας ὀμορφιᾶς νύμφη, ἡ ὁποία κατεμάγευσεν ὃλους τούς παρευρισκομένους διά τῆς ὀμορφιᾶς της, τῆς ὑπερόχου ἐμφανίσεως καί τῆς ὃλης νεανικῆς χάριτός της, τόσον κατά τό μυστήριον, ὃσον καί μετά εἰς τήν μεγάλην δεξίωσιν πού ἐπηκολούθησεν. Βεβαίως περισσότερον ὃλων καταμαγευμένος ἦτο ὁ μνηστήρ της Λουδοβῖκος, ὁ ὁποῖος εἰς μίαν στιγμήν τῆς ἐψιθύρισε: « Sachez que je vous aimerai de fin coeur», δηλ. Νά γνωρίζητε ὃτι θά σᾶς ἀγαπῶ μέχρι τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Ἡ νεαρά ξανθή καλλονή Ἂννα πραγματικῶς ἀκτινοβολοῦσε μέσα εἰς τό μακρύ μπλέ χρυσοποίκιλτον ἐπίσημον φόρεμά της καί ὃλαι αἱ κινήσεις της ἀνάμεσα εἰς τούς πολυπληθεῖς καλεσμένους τῆς προσέδιδον μίαν μυθικήν ἐμφάνισιν καί χάριν. Οἱ ἱστοριογράφοι τήν ἀναφέρουσιν ὡς «ravissante blonde », δηλ. πανέμορφην ξανθειάν καί « dune rare beauté» (δηλ. μιᾶς σπανίας ὡραιότητος). Εἷς ἂλλος ἱστοριογράφος πλήρης ἐνθουσιασμοῦ ἒγραψε: « La plus belle princesse, qui fut au monde », δηλ. ἡ πιο ὂμορφη πριγκήπισσα, πού ὑπῆρξε ποτέ εἰς τόν κόσμον. Πράγματι, πιστεύω, ὃτι ὃλοι μας θά ἠθέλομεν νά εἲμεθα παρόντες εἰς αὐτόν τόν ὑπέροχον καί μοναδικόν γάμον τῆς Πριγκηποπούλας τῆς Κύπρου.

Συμφώνως πρός τό ἒθιμον τῆς Σαβοΐας ἡ γαμήλιος διασκέδασις διήρκεσε 3 ἡμέρας καί συνεπληρώθη μέ τήν κοπήν ἑνός γιγαντιαίου γαμηλίου γλυκίσματος, ἀπό τό ὁποῖον ἐξεπετάχθησαν πολυάριθμα κάτασπρα περιστέρια, ἐνᾧ ἐπάνω ἀπό τάς κεφαλάς τῶν νεονύμφων ὑπερίπτατο συμβολικῶς εἷς τεχνητός ἀετός, πού ἐξέπληξεν ὃλους τούς προσκεκλημένους διά τήν πρωτοτυπίαν του. Νά σημειωθῇ ὃτι, ὡς ἀναφέρουσι καί πάλιν οἱ ἱστορικοί, αἱ κυρίαι ἦσαν ὃλαι ἐνδεδυμέναι μέ ἂσπρα φορέματα ἐστολισμένα μέ χρυσᾶ κεντήματα, ἐνᾧ οἱ συνοδοί των ἱππόται ἒφερον ὃλοι τάς πορφυρᾶς ἐπισήμους ἐνδυμασίας τῆς Σαβοΐας κεκοσμημένας μέ χρυσᾶς ἁλυσίδας.

Ὁ πατήρ τοῦ Λουδοβίκου, ὁ Δούξ τῆς Σαβοΐας Ἀμεδαῖος VIII, ἒπλεε καί αὐτός εἰς πελάγη μεγάλης εὐτυχίας εὑρισκόμενος εἰς τό ἃπαν τῆς πατρικῆς ἱκανοποιήσεως, τόσον, βεβαίως διά τόν γάμον καί τήν χαράν τοῦ υἱοῦ του, ἀλλά καί διότι τώρα ἡ σημαία τῆς Σαβοΐας μέ τόν ἀσημένιον σταυρόν, θά ἠδύνατο, ὡς ἦτο πάντοτε τό ὃραμά του, νά ἀναπετάννυται ἀπό τάς χιονισμένας Ἂλπεις μέχρι τό καταγάλανον ἀνατολικόν ἂκρον τῆς Μεσογείου – μέχρι τήν Κύπρον. Τό ὂνειρον τῆς οἰκογενείας τοῦ Δουκάτου τῆς Σαβοΐας εἰς τήν προσπάθειαν, ὃπως ἑνωθῇ ὁ Λατινικός μέ τόν Βυζαντινόν Ἑλληνικόν κόσμον καί συσπειρωθῇ ἐναντίον τοῦ ἐπαπειλοῦντος Ἰσλάμ, τό ἒβλεπε τώρα ὁ Ἀμεδαῖος 8ος νά ἐκπληρῶται διά τοῦ γάμου τοῦ υἱοῦ του μετά τῆς Πριγκηπίσσης Ἂννης Λουζινιανῆς τῆς Κύπρου.

Σύν τῷ χρόνῳ ἢρχισεν ὁ AmédéeVIII νά παραχωρῆ σταδιακῶς τάς ἐξουσίας εἰς τόν υἱόν του Λουδοβῖκον (Louis) τόν Α΄. Ὃσον ἀφορᾶ τήν Ἂνναν, ὡς μανθάνομεν ἀπό τούς ἱστορικούς τῆς Σαβοΐας, ὐπῆρξε πολύ κοκέττα καί πολυδάπανη Δούκισσα, ὣστε οὐκ ὀλίγας φοράς τά οἰκονομικά τοῦ Δουκάτου ηὑρέθησαν νά εἶναι μεῖον, ἀφοῦ ὁ Λουδοβῖκος μέ τήν μεγάλην ἀδυναμίαν πού εἶχε πρός αὐτήν, πάντοτε ἱκανοποιοῦσεν ὃλας τάς ἐπιθυμίας της. Μέ τά καπρίτσιά της δέ ἡ Ἂννα, ὡς λέγουν καί πάλιν οἱ ἱστοριογράφοι, «ἠδύνατο νά ἐπιβάλληται ἐφ’ὃλων καί νά τούς μεταχειρίζηται, ὡς αὓτη ἢθελε». Μανθάνομεν ἀκόμη τήν πληροφορίαν, παρακαλῶ ἐδῶ κρατηθῆτε, ὃτι ἡ Ἂννα ἒδωσε 16 ἐν ὃλῳ τέκνα εἰς τόν Οἶκον τῆς Σαβοΐας!

Ἡ ἀναφορά μας εἰς τήν Ἂνναν Λουζινιανήν δέν θά ἦτο πλήρης ἐάν δέν ἀνεφέρομεν ἓν μέγα θρησκευτικόν ἐπίτευγμα αὐτῆς καί τοῦ συζύγου της Λουδοβίκου, διά τό ὁποῖον ὁ Χριστιανικός Κόσμος θά πρέπῃ εἰς τούς αἰῶνας νά τήν εὐγνωμονῇ: Τό γεγονός ὃτι ἒφερε τελικῶς εἰς τήν Σαβοΐαν καί διεφύλαξεν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τό Ἱερόν Σάβανον τοῦ Χριστοῦ (le Saint Suaire), ἢτοι τήν Ἱεράν Σινδῶνα, εἰς τήν ὁποίαν ἐναπετέθη τό ἃγιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Θείαν Ταφήν Του.

Ἡ ἱστορία τοῦ Ἱεροῦ Σαβάνου εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα: Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τό μετέφερεν ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους εἰς Γαλλίαν ἦτο ὁ ἱππότης ἐκ Καμπανίας (Champagne), Geoffroy de Charny, ἐτοποθετήθη δέ φυλαττόμενον εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Lirey πλησίον τῆς Troyes. Τελικῶς κατέληξεν εἰς τήν θυγατέρα τοῦ ἀρχικοῦ ἱππότου, πού μετέφερε τήν Ἱεράν Σινδῶνα εἰς Γαλλίαν. Αὐτή ὠνομάζετο Marguerite de Charny. Κατόπιν ἐπιμόνων καί ἐπιπόνων προσπαθειῶν τῆς Ἂννης Λουζινιανῆς καί τοῦ συζύγου της, ἡ Marguerite τήν προσέφερεν εἰς τόν Οἶκον τῆς Σαβοΐας, ἐννοεῖται ἒναντι πολλῶν ἀνταλλαγμάτων. Ἒτσι «τό ἱερώτερον καί σπανιώτερον τῶν ἐν τῷ Χριστιανικῷ κόσμῳ ἱερῶν κειμηλίων» ἐτοποθετήθη τῷ 1502 μετά μεγάλων ἑορτασμῶν καί τιμῶν εἰς τόν Καθεδρικόν Ναόν τοῦ Chambéry – τήν ἓδραν τοῦ Δουκάτου τῆς Σαβοΐας.

Σημειωτέον ὃτι ἐπί Ἀμεδαίου τοῦ 8ου (VIII) τά σύνορα τῆς Σαβοΐας ἐπεξετείνοντο ἀνατολικῶς μέχρι τήν Κοιλάδα τῆς Ἀόστης καί τό Τουρῖνον, δυτικῶς μέχρι καί τήν Bresse (Bourg), βορείως περιελάμβανον τό σημερινόν καντόνιον Vaud εἰς Ἑλβετίαν καί νοτίως ἒφθανον μέχρι τήν Νίκαιαν εἰς τήν Μεσόγειον. Ὁ ἐμπορικός λιμήν τῆς Σαβοΐας κατέστη ἡ Νίκαια, ὁ δέ στρατιωτικός ναύσταθμος τοῦ Δουκάτου ἦτο ἡ Villefranche, πλησίον τῆς Νικαίας, πού ἀπέκτησε φήμην ὡς περιοχή ναυπηγίων τῶν φημισμένων γαλερῶν τῆς Σαβοΐας. Τό ἒμβλημα τοῦ Δουκάτου τῆς Σαβοΐας ἐκυριάρχει εἰς ὃλας τάς ἀνωτέρω περιοχάς.

Ὁ Ἀμεδαῖος ὁ VIII, ἐκτός τοῦ ὃτι ὑπῆρξεν ἱκανώτατος πολιτικός καί διπλωμάτης ἦτο ἐπίσης, πολύ θρῆσκος. Δι’ αὐτό μετά τῷ 1440, ὃταν ὁ Ἀμεδαῖος ὁ 8ος παρεχώρησεν ἐπισήμως τήν ἡγεμονίαν τοῦ Δουκάτου εἰς τόν υἱόν του Λουδοβῖκον τόν Α΄, ἀπεσύρθη ἀφιερωθείς εἰς τά τῆς Θρησκείας ζῶν ὡς ἐρημίτης εἰς τόν Πύργον Ripaille, ἐπί τῆς Λίμνης Leman (τῆς Γενεύης) καί τόν ὁποῖον εἶχε κτίσει ἡ μάμμη του, Bonne de Bourbon. Ὃμως ἒστω καί ἀποτραβηγμένος τῶν ἐγκοσμίων ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Ἀμεδαίου 8ου, ἦτο ἀναμφισβήτητος. Εὑρισκόμενος λοιπόν εἰς Ripaille ἐπελέγη ὑπό τῆς Συνόδου τῆς Βασιλείας (Bâle) εἰς τό ἀξίωμα τοῦ Πάπα. Ὁ Καρδινάλιος Louis Aleman τόν ἐπεσκέφθη εἰς Ripaille τήν 15/12/1439, διά νά τοῦ ἀνακοινώσῃ ὃτι τό Concile de Bâle (Συμβούλιον τῆς Βασιλείας) τόν ἐπέλεξεν ὡς Πάπαν τῶν Πατέρων τῆς Βασιλείας μέ τήν ὀνομασίαν Felix V (5ος).

Χαρακτηριστική ὑπῆρξεν ἡ σύστασις τοῦ Καρδιναλίου Piccolimini πρός τούς Πατέρας τοῦ Συμβουλίου: Ὁ Ἀμεδαῖος εἶναι « parent ou ami de presque tous les princes de la chrétienté », δηλ. «εἶναι συγγενής ἢ φίλος σχεδόν ὃλων τῶν πριγκήπων τῆς χριστιανωσύνης». Καί ἀκόμη περαιτέρω ἀνέφερεν: «Ἐάν ζητῆτε τήν εὐλάβειαν, οὐδείς εἶναι τόσον εὐλαβής ὃσον αὐτός. Ἐάν ζητῆτε τήν σύνεσιν θά τήν εὓρητε κοιτάζοντες τήν ζωήν πού ἒζησεν. Ἐάν ζητῆτε τήν δικαιοσύνην τοῦτο μαρτυρεῖ ὁ λαός του». Ἦτο λοιπόν ὁ Amédée VIII εἰς ἡλικίαν 52 ἐτῶν τῷ 1439 ὁ ἰδεωδέστερος διά τό προταθέν εἰς αὐτόν ἀξίωμα τοῦ Πάπα καθώς ἠδύνατο νά συγκεραννύῃ τά διάφορα ἐκκλησιαστικά ῥεύματα εἰς τούς κόλπους τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀμεδαῖος ὁ 8ος αὐτός ὁ μεγάλος πολιτικός καί θρησκευτικός ἡγέτης καί ὁ ὁποῖος συνέδεσε τήν Ἱστορίαν τῆς Κύπρου μας μέ τήν πατρίδα του Σαβοΐαν ἀπεβίωσεν εἰς ἡλικίαν 68 ἐτῶν, τήν 9ην Ἰανουαρίου, 1451.

* Γενεαλογική Ἀνακεφαλαίωσις

Βεβαίως, ὡς θά ἲδωμεν ἀμέσως μετά, ἡ σχέσις τῆς Κύπρου μέ τήν Σαβοΐαν, δέν ἦτο μόνον ἐκ τοῦ προαναφερθέντος γάμου τῆς Πριγκηπίσσης Ἂννης μέ τόν Λουδοβῖκον Α΄. Θά ἀναφερθῶμεν τώρα καί εἰς μίαν δευτέραν ἓνωσιν διά γάμου τῷ 1459 τῶν δύο αὐτῶν περιοχῶν. Ὁ νέος γάμος ἦτο μεταξύ τοῦ Λοΐζου (Louis) ἑνός ἐκ τῶν 16 τέκνων τοῦ Λουδοβίκου Α΄ τῆς Σαβοΐας καί τῆς Ἂννης Λουζινιανῆς, μετά τῆς βασιλίσσης Καρλόττας τῆς Κύπρου.

Ἐν ἀντιθέσει πρός τόν γάμον τοῦ Δουκός τῆς Σαβοΐας Λουδοβίκου τοῦ Α΄ (Louis A΄) μετά τῆς Ἂννης de Lusignan, οἱ ὁποῖοι ἒγινον εἰς τό Chambéry τῆς Σαβοΐας, οἱ γάμοι τοῦ υἱοῦ των Louis (Λοΐζου) μετά τῆς Βασιλίσσης τῆς Κύπρου, Καρλόττας, ἐτελέσθησαν εἰς Λευκωσίαν. Ὃταν λοιπόν ὁ Λοΐζος ἀφίχθη εἰς Κύπρον παρέμεινεν 8 ἡμέρας εἰς τήν περιοχήν τῶν Ἁλυκῶν, δηλ. πλησίον τῆς Λάρνακος, ἀναμένων νά συμπληρωθῇ ὁ ἑορταστικός ἐξωραϊσμός τῆς Λευκωσίας διά τήν ὑποδοχήν του καί τήν τελετήν τῶν γάμων. Βεβαίως καί αὐτοί οἱ γάμοι ἒγινον μέ ἐπισημότητα, ἀλλ’ ὃμως καί μέ πολλάς ἀντιδράσεις καί μεμψιμοιρίας ἐκ μέρους τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας, τόσον τῆς Ὀρθοδόξου, ὃσον καί τῆς Καθολικῆς, ὡς καί μεγάλου μέρους τοῦ λαοῦ. Ὁ λόγος εἶναι ἀπολύτως προφανής. Διότι ἡ μήτηρ τοῦ Λοΐζου, Ἂννα Λουζινιανή, καί ὁ πατήρ τῆς Καρλόττας, ὁ Βασιλεύς τῆς Κύπρου Ἰωάννης ὁ Β΄, ἦσαν ἀδελφοί. Δηλ. τά τέκνα των, ὁ Λοΐζος τῆς Σαβοΐας καί ἡ Καρλόττα τῆς Κύπρου ἦσαν μεταξύ των πρῶτα ἐξάδελφα καί αὐτός ὁ γάμος ἐκκλησιαστικῶς δέν ἠδύνατο νά ἦτο ἀρεστός.

Λάμπης Κωνσταντινίδης

(συνεχίζεται)

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 21/3/2018, #ODYSSEIAÂ